ΑΝΤΡΕΑΣ ΜΙΧΑΗΛ ν. ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 672/2010, 18/5/2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 672/2010)

 

18 Μαΐου, 2012

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 26, 28, 29, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

 

 

ΑΝΤΡΕΑΣ ΜΙΧΑΗΛ,

 

Αιτητής,

 

-ν-

 

ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ΄ης η Aίτηση.

- - - - - -

Ε. Μιχαήλ για Α. Νεοκλέους & Σία, για τον Αιτητή.

 

Α. Χρίστου για Ιωαννίδη & Δημητρίου, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

 

Χρ. Πουργουργίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

- - - - - -                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Αντικείμενο δικαστικού ελέγχου στην παρούσα προσφυγή είναι η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση ΑΗΚ ημερομηνίας 27.4.2010, με την οποία προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. Στεφανή στη θέση Τεχνίτη Δικτύου (Εναέρια) Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών, αντί του αιτητή.

 

Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία, τα οποία εξάγονται από το περιεχόμενο των τηρουμένων διοικητικών φακέλων, αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος κατά τα προηγούμενα πέντε χρόνια ισοβαθμούσαν σε βαθμολογημένη αξία, τόσο συνολικά για την όλη περίοδο των πέντε χρόνων όπως επίσης και σε κάθε χρόνο ξεχωριστά.

 

Στη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ΄ης η αίτηση, όπου εξετάστηκε το θέμα της πλήρωσης της επίδικης θέσης, κλήθηκε και παρέστη και ο Αν. Γενικός Διευθυντής του Οργανισμού Ν. Παπαδόπουλος ο οποίος, αφού προέβηκε σε σύσταση υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, αποχώρησε. Το Διοικητικό Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη τα ενώπιόν του τεθέντα στοιχεία και τη σύσταση του Αν. Γενικού Διευθυντή, προέβηκε στην επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους για προαγωγή.

 

Με την προσφυγή του ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης εκείνης της καθ΄ης η αίτηση εγείροντας προς το σκοπό ακύρωσής της, τέσσερις συνολικά λόγους, τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια.

 

1ος λόγος ακύρωσης – Η κατ΄ ισχυρισμό πάσχουσα σύσταση του Αν. Γενικού Διευθυντή.

 

Η σύσταση στην οποία είχε προβεί ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ΄ης η αίτηση, ο Αν. Γενικός Διευθυντής καταγράφηκε στο τηρηθέν πρακτικό ως ακολούθως:

 

“Αφού εξέτασε προσεκτικά όλα τα ενώπιον του στοιχεία, αναφορικά με τους υπόλοιπους υποψήφιους που ενδιαφέρονται για την κρινόμενη θέση, ο Διευθυντής πρότεινε ως τον καταλληλότερο υποψήφιο για προαγωγή τον Μαρίνο Στεφανή.”

 

Με δεδομένη την πλήρη ισοβαθμία του αιτητή με το ενδιαφερόμενο μέρος να αποκαλύπτεται από τους διοικητικούς φακέλους, η αναιτιολόγητη σύσταση του Αν. Γενικού Διευθυντή όπως υποστηρίζει ο αιτητής, ήταν τεχνητή, χωρίς καμιά αξία. Επομένως, το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ης η αίτηση δε θα έπρεπε να αποδώσει σ΄ αυτή την καθοριστική σημασία την οποία της απέδωσε υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους. Αντικρούοντας αυτή τη θέση του αιτητή, η καθ΄ης η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος παραπέμπουν σε σχετική επί του θέματος νομολογία, σύμφωνα με την οποία δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη η σύσταση του Διευθυντή, αρκεί μόνο να μη συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων. Δεδομένου δε ότι από τα στοιχεία των φακέλων αποκαλύπτεται πανομοιότυπη βαθμολόγηση αιτητή και ενδιαφερόμενου μέρους κατά τα τελευταία έτη, δε διαπιστώνεται καμιά σύγκρουση της σύστασης με στοιχεία των φακέλων.

 

Ο λόγος τούτος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει. Κατ΄ αρχάς είναι πράγματι συνεπής και καλά καθιερωμένη η νομολογιακή αρχή σύμφωνα με την οποία η σύσταση του Διευθυντή αφενός δεν απαιτείται από τους σχετικούς Κανονισμούς όπως αιτιολογείται (οι περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 1986 (ΚΔΠ 291/1986), αφετέρου όμως αυτή θα πρέπει να συνάδει και όχι να συγκρούεται με τα στοιχεία των υποψηφίων που περιέχονται στους διοικητικούς φακέλους. [Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2004) 3 ΑΑΔ 619].

 

Στην υπό εξέταση όμως περίπτωση, ο αιτητής δεν έχει καταδείξει ότι υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους, έτσι ώστε η σύσταση να μη συνείδε με το γεγονός τούτο εξαγόμενο από τα στοιχεία των φακέλων. Αντίθετα, όπως και ο ίδιος ο αιτητής δέχεται και αυτό είναι αυταπόδεικτο από το περιεχόμενο των φακέλων, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος είναι πλήρως ισοδύναμοι σε αξία. Με αυτό ως δεδομένο, τίποτε το μεμπτό δε φαίνεται να υπάρχει στο γεγονός ότι ο Διευθυντής, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, συνέστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος, έστω και αναιτιολόγητα.

 

Μια από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες στήριζε τις θέσεις του ο αιτητής είναι και η απόφαση του Νικολάου, Δ., στην Υπόθεση αρ. 1033/1997, Παρέλλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 30.12.1999. Η απόφαση εκείνη όμως, με την οποία και συμφωνώ, δεν εντοπίζει οποιαδήποτε μεμπτότητα σε σύσταση προϊσταμένου υπό συνθήκες όπως αυτές στην παρούσα προσφυγή. Απλά η απόφαση τονίζει ότι, εφόσον ο Νόμος επιτρέπει την αναιτιολόγητη σύσταση, θα πρέπει επομένως να της δίδεται κάποια βαρύτητα και σημασία, η οποία εν τούτοις δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ τη μηδενική.

 

Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

2ος λόγος ακύρωσης – Η κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη αιτιολογίας στην τελική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ΄ης η αίτηση Αρχής – Στήριξή της σε πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή.

 

Όπως υποστηρίζει εδώ ο αιτητής, η διαπίστωση ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι τρωτή, συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την τελική απόφαση της Αρχής που βασίστηκε σ΄ αυτήν χωρίς άλλη, δική της διερεύνηση.

 

Αυτή η θέση είναι βέβαια ορθή ως θέμα αρχής, πλην όμως βασίζεται σε λανθασμένη προκείμενη αφού, όπως έχει διαπιστωθεί προηγουμένως, η σύσταση του Διευθυντή δεν είναι εν πάση περιπτώσει τρωτή.

 

Όπως όμως περαιτέρω εισηγείται ο αιτητής κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, η καθ΄ης η αίτηση ουσιαστικά βασίστηκε στη σύσταση του Διευθυντή, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπερείχε του αιτητή σε κανένα κριτήριο.

 

Εκείνο το οποίο πρέπει κατ΄ αρχάς να παρατηρηθεί είναι ότι η εισήγηση σύμφωνα με την οποία το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ης ως η αίτηση δεν προέβηκε σε δική του έρευνα, δεν είναι ορθή. Όπως ρητά καταγράφηκε στο τηρηθέν πρακτικό της συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μελέτησαν προσεκτικά και αξιολόγησαν τα στοιχεία των υποψηφίων με ιδιαίτερη έμφαση τα τελευταία πέντε χρόνια. Προχώρησαν δε, συνεχίζει το πρακτικό, “στη δική τους ενδελεχή έρευνα, αξιολόγηση και σύγκριση όλων των υποψηφίων…”. Τελικά όμως, ο αιτητής παραπονείται ότι δεν εξήγησε το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ης η αίτηση εξειδικευμένα και συγκεκριμένα γιατί επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος και πού ήταν που αυτός υπερτερούσε.

 

Προφανώς οι πιο πάνω θέσεις του αιτητή εδράζονται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι το αποφασίζον διοικητικό όργανο οφείλει να αποδείξει ότι το προαχθέν ενδιαφερόμενο μέρος ήταν καταφανώς υπέρτερο του αιτητή και να δικαιολογήσει την επιλογή του. Από ανέκαθεν όμως είχε χαραχθεί η γραμμή της νομολογίας σύμφωνα με την οποία, αντίθετα προς την πιο πάνω αντίληψη, είναι ο αιτητής ο οποίος πρέπει να καταδείξει στο Δικαστήριο, όχι απλά ότι υπερείχε, αλλ΄ ότι υπερείχε έκδηλα έναντι του προαχθέντος. [Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1976) 3 CLR 74, Χατζησάββα ν. Δημοκρατίας (1982) 3 CLR 76].

 

Εάν δε οι υποψήφιοι ήσαν κατά τα άλλα ισοδύναμοι σε βαθμολογημένη αξία και σε προσόντα, δεν υπάρχει τίποτε το μεμπτό στο να ληφθεί υπόψη υπέρ ενός υποψηφίου το πρόσθετο γεγονός της σύστασης υπέρ του από τον προϊστάμενο.

 

Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να στοιχειοθετηθεί.

 

3ος λόγος ακύρωσης – Η κατ΄ ισχυρισμό πάσχουσα προπαρασκευαστική ή ενδιάμεση πράξη – Μη διεξαγωγή διαδικασίας ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.

 

Σύμφωνα με τις θέσεις του αιτητή κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, για την πλήρωση της επίδικης θέσης δεν προηγήθηκε και/ή απαλείφθηκε εκ των υστέρων η διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Έρεισμα για προβολή αυτής της θέσης του αιτητή φαίνεται να παρέχεται από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τα τηρηθέντα πρακτικά της όλης διαδικασίας, η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή παρακάθησε σε συνεδρία για την πλήρωση των προκηρυχθεισών κενών θέσεων και κατ΄ αυτή, συστήθηκε για προαγωγή ο υποψήφιος Μ. Μιχαήλ. Αργότερα όμως, σε συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 27.4.2010, ο Διευθυντής διαπίστωσε ότι ο συστηθείς υποψήφιος Μ. Μιχαήλ, είχε ήδη προαχθεί σε παρόμοια θέση, νωρίτερα στην ίδια διαδικασία. Με τη διαπίστωση αυτή, ο Διευθυντής προχώρησε και σύστησε αυτή τη φορά το ενδιαφερόμενο μέρος, ενώ όπως υποστηρίζει ο αιτητής, η όλη διαδικασία θα έπρεπε να άρχιζε από την αρχή ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, η οποία θα έπρεπε να δώσει ξανά τη σύστασή της και, επομένως, η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε πάσχει.

 

Ως προς αυτό το θέμα αναγκαστικά θα πρέπει κάποιος να εγκύψει στα τηρηθέντα πρακτικά, μελέτη των οποίων αποκαλύπτει τα ακόλουθα:

 

Σύμφωνα με τους Κανονισμούς της Αρχής Ηλεκτρισμού, μετά την προκήρυξη των επίδικων θέσεων και την υποβολή των υποψηφιοτήτων, συνήλθε νομότυπα η Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής στις 8.5.2009 και, αφού εξέτασε το θέμα, προέβηκε ομόφωνα στην επιλογή τριών επικρατέστερων υποψηφίων οι οποίοι ήσαν:

 

Ανδρέας Μιχαήλ (αιτητής)

Μιχάλης Μιχαήλ

Μαρίνος Στεφανή (ενδιαφερόμενο μέρος)

 

Αυτή η εισήγηση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής κοινοποιήθηκε προς το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ης η αίτηση.

 

Σε μεταγενέστερη συνεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ημερομηνίας 20.11.2009, παρέστη και ο Αν. Γενικός Διευθυντής της καθ΄ης η αίτηση, ο οποίος προέβηκε στη δική του αιτιολογημένη σύσταση υπέρ του υποψηφίου Μιχ. Μιχαήλ, σύσταση την οποία και υιοθέτησαν τα Μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, οπότε και σύστησαν προς το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ης η αίτηση τον υποψήφιο Μ. Μιχαήλ.

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ ης η αίτηση συνήλθε σε συνεδρία στις 27.4.2010 στην οποία παρέστη και ο Διευθυντής, ο οποίος παρατήρησε ότι ο συστηθείς υποψήφιος Μιχ. Μιχαήλ είχε ήδη προαχθεί στην επίδικη θέση, κατά τη διάρκεια της συνεδρίας εκείνης. Αφού δε εξέτασε τα στοιχεία των άλλων υποψηφίων, ο Διευθυντής πρότεινε ως καταλληλότερο για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. Στεφανή. Το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ης η αίτηση προχώρησε στην προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Διαπιστώνεται επομένως ότι, ενώ προηγουμένως η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή είχε επιλέξει ως καταλληλότερους για προαγωγή τον αιτητή, το ενδιαφερόμενο μέρος και το Μ. Μιχαήλ, αργότερα περιορίστηκε σε σύσταση υπέρ του Μ. Μιχαήλ. Προαγομένου όμως του Μ. Μιχαήλ σε θέση όπως η επίδικη, παρέμεινε η άποψη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής υπέρ των δύο άλλων υποψηφίων, δηλαδή του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Αυτή τη συμβουλευτική άποψη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής την είχε υπόψη της η καθ΄ης η αίτηση όταν επιλαμβανόταν του θέματος.

 

Αδυνατώ να δω οποιοδήποτε νομικό λόγο για τον οποίο η όλη διαδικασία θα έπρεπε να επαναδιεξαχθεί εξ αρχής ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, επειδή ο συστηθείς ένας από τους τρεις υποψηφίους προήχθη και δεν ήταν επομένως υποψήφιος.

 

Επομένως, δεν μπορεί να ευσταθήσει ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης.

 

4ος λόγος ακύρωσης – Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση των Κανονισμών που ρυθμίζουν τη διαδικασία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.

 

Όπως υποστηρίζει ο αιτητής, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(1) των Κανονισμών του 1986 της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, σε κάθε συνεδρία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής τηρούνται συνοπτικά πρακτικά των συζητήσεων, τα οποία ετοιμάζονται εντός επτά ημερών από της ημερομηνίας κάθε συνεδρίας και εν συνεχεία συμφωνούνται και υπογράφονται από τον προεδρεύσαντα της συνεδρίας. Παραβιάστηκε επομένως αυτή η κανονιστική πρόνοια, σύμφωνα με τον αιτητή, εφόσον στην υπό εξέταση περίπτωση ενώ η συνεδρία της Υπεπιτροπής πραγματοποιήθηκε στις 20.11.2009, εν τούτοις, τα πρακτικά ετοιμάστηκαν και υπογράφηκαν στις 22.6.2010, ήτοι επτά μήνες και όχι επτά μέρες μετέπειτα, όπως απαιτεί ο Κανονισμός.

 

Και αυτή η εισήγηση του αιτητή φαίνεται ότι εδράζεται σε εσφαλμένη βάση γεγονότων. Όπως ορθά επισημαίνει και η συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση, η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή συνεδρίασε στις 20.11.2009 και αποφάσισε συνοπτικά, αυτά που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Τα πρακτικά αυτής της συνεδρίας υπογράφηκαν από τον προεδρεύσαντα Αντιπρόεδρο της Αρχής, και η συνεδρία της Αρχής για συζήτηση του θέματος πλήρωσης της επίδικης θέσης, αναβλήθηκε για τις 22.12.2009. Όπως διαπιστώνεται από τα επίσημα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ΄ης η αίτηση που έγινε στις 22.12.2009, τα πρακτικά της συνεδρία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής που έγινε στις 20.11.2009 είχαν ήδη από προηγουμένως ετοιμασθεί και αποσταλεί στο Διοικητικό Συμβούλιο αφού, όπως ξεκάθαρα αναφέρεται στα πρακτικά της 22.12.2009, “τα Μέλη του Δ.Σ. μελέτησαν με τη δέουσα προσοχή τα πρακτικά της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού που έγινε στις 20.11.2009, τα οποία στάληκαν για τη συνεδρία ως Παράρτημα 1 και τέθηκαν ενώπιον τους”. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 19(4) του Μέρους ΙΙ των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου Κανονισμών (ΚΔΠ291/1986), αντίγραφα των πρακτικών θα τίθενται ενώπιον των Μελών της Αρχής κατά την επόμενη συνεδρία της Ολομέλειας, στην οποία θα συζητηθούν τα θέματα στα οποία αναφέρονται τα πρακτικά και τούτο θα συνιστά επαρκή γνωστοποίηση προς την Αρχή των αποφάσεων της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και της αιτιολογίας τους. Αυτό ακριβώς φαίνεται ότι επίσης τηρήθηκε στη συνεδρία της Αρχής ημερομηνίας 27.4.2010 όπου γίνεται και πάλι ειδική αναφορά στην κοινοποίηση των πρακτικών συνεδρίας της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ημερομηνίας 20.11.2009.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, δε στοιχειοθετείται ούτε ο τελευταίος αυτός λόγος ακύρωσης.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ της καθ΄ης η αίτηση, ενώ σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος δεν εκδίδεται διαταγή εξόδων.

 

 

   K. Κληρίδης,

                                                                        Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο