CYNTHIA L REYES ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1047/2010, 26/7/2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1047/2010)

 

26 Ιουλίου, 2012

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤA  ΑΡΘΡA  25,  28,  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

CYNTHIA  L.  REYES,

 

Αιτήτρια,

ν.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ  ΑΡΧΕΙΟΥ  ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ  ΚΑΙ  ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, 

 

Καθ’ ων η Αίτηση.

________________________

 

Ανδρέας Κ. Καρεκλάς, για την Αιτήτρια.

Λαμπρινή Λάμπρου - Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η αιτήτρια, υπήκοος Φιλιππινών, με την παρούσα προσφυγή, αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 6/7/2010, με την οποία αίτημά της για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση απορρίφθηκε. 

 

Η αιτήτρια ήλθε στην Κύπρο στις 30/6/1993, με θεώρηση εισόδου, και ανέλαβε εργασία ως οικιακή βοηθός σε συγκεκριμένη οικογένεια στη Λευκωσία.  Στις 3/8/1993, αίτημά της για ανανέωση της άδειας παραμονής της έγινε δεκτό και της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας μέχρι 30/12/1994.  ΄Εκτοτε, αυτή παρέμενε νόμιμα στη Δημοκρατία, εργαζόμενη ως οικιακή βοηθός σε διάφορους εργοδότες, η δε άδεια παραμονής της ανανεωνόταν διαδοχικά μέχρι 11/8/2010.

 

Στις 24/6/2004, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, δυνάμει των προνοιών του ΄Αρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, (Ν. 141(Ι)/2002), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»).  Στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής της, ζητήθηκαν οι απόψεις: του Επάρχου Λευκωσίας, του υπεύθυνου του Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας και του Διοικητή της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, (Κ.Υ.Π.).  Ο ΄Επαρχος Λευκωσίας τάχτηκε υπέρ της έγκρισης του αιτήματος.  Ανέφερε ότι η αιτήτρια είναι πρόσωπο καλού χαρακτήρα, δε μιλά Ελληνικά, αλλά δείχνει να προσαρμόζεται με τα ήθη και τα έθιμα του τόπου.  Ο υπεύθυνος του Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας δε σύστησε την αίτηση.  Ανέφερε ότι η αιτήτρια δεν έχει προσαρμοστεί με τα ήθη και τα έθιμά μας, δε μιλά την ελληνική γλώσσα και δεν έχει οποιοδήποτε γενεαλογικό δεσμό με την Κύπρο.  Ο Διοικητής της Κ.Υ.Π. ανέφερε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία σε βάρος της από πλευράς ασφάλειας.  Οι απόψεις των πιο πάνω ενσωματώθηκαν σε σημείωμα της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, (η «Διευθύντρια»), η οποία εισηγήθηκε προς τον Υπουργό Εσωτερικών, (ο «Υπουργός»), απόρριψη του αιτήματος, σημειώνοντας τα εξής:-

 

«8.  Μετά από μελέτη του σχετικού φακέλου, διαφαίνεται ότι η σχέση της αιτήτριας με την Δημοκρατία είναι καθαρά εργασιακή και μάλιστα σε προσωρινή βάση, εφόσον δεν έχει οποιοδήποτε άλλο δεσμό με την Κύπρο.  Είμαι της άποψης ότι η ικανοποίηση και μόνο των, κατά Νόμο, ελάχιστων χρονικών προσόντων / απαιτήσεων δεν μπορεί να δικαιολογήσει την έγκριση της αίτησης αφού θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και άλλοι παράγοντες όπως το όφελος ή και επιβάρυνση που πιθανόν να έχει το κράτος καθώς και αν εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον.  Πέραν τούτου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι η αιτούσα, λόγω της προσωρινότητας της φύσης της εργασίας της, αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας της Ε.Ε. για το καθεστώς των επί μακρόν διαμενόντων και κατά τη γνώμη μου τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι λογικό να αναμένουν να καταστούν πολίτες της Δημοκρατίας, όταν δεν πληρούν τις προϋποθέσεις να αποκτήσουν πρώτα καθεστώς μόνιμης διαμονής εδώ.

 

9.  Βάσει των πιο πάνω και αφού έλαβα υπόψη μου τα δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης, γίνεται εισήγηση όπως απορρίψετε την αίτηση της για Πολιτογράφηση της ως πολίτιδας της Κυπριακής Δημοκρατίας.»

 

 

 

Στις 26/6/2010, ο Υπουργός, αφού εξέτασε το Σημείωμα, συμφώνησε με την εισήγηση και απέρριψε το αίτημα.  Η απόφαση κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή της Διευθύντριας ημερομηνίας 6/7/2010.

 

Για ακύρωση της εν λόγω απόφασης, η αιτήτρια προβάλλει αναρμοδιότητα του οργάνου που την εξέδωσε, παραβίαση των αρχών της δικαιοσύνης και της χρηστής διοίκησης, νομική και πραγματική πλάνη, έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, παραβίαση της αρχής της ισότητας, του εύλογου χρόνου, της καλής πίστης, της αιτιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη και της συνεπούς συμπεριφοράς της διοίκησης και, τέλος, ύπαρξη παράνομης προπαρασκευαστικής πράξης. 

 

Επικαλούμενος ο συνήγορος της αιτήτριας την προς αυτήν επιστολή ημερομηνίας 6/7/2010, η οποία φέρει την υπογραφή Chr. Kaoulla for Director, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των ΄Αρθρων 15 και 17 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), και των ΄Αρθρων 4 και 5 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.  Δεν προκύπτει, εισηγείται, από το φάκελο, νόμιμη εκχώρηση εξουσιών στη Chr. Kaoulla, που υπογράφει αντί της Διευθύντριας. 

 

Ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν ευσταθεί.  Την περίπτωση διέπει το ΄Αρθρο 111 του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι:-

 

«111.  Ο Υπουργός, όταν υποβληθεί σ’ αυτόν αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο και τρόπο από οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα και με πλήρη ικανότητα, ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα, δύναται να χορηγήσει σ’ αυτόν πιστοποιητικό πολιτογράφησης.  Το πρόσωπο αυτό, στο οποίο χορηγείται το πιστοποιητικό πολιτογράφησης, μόλις δώσει επίσημη διαβεβαίωση πίστεως στη Δημοκρατία, στον τύπο που καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα, καθίσταται πολίτης της Δημοκρατίας κατόπιν πολιτογράφησης, από την ημερομηνία κατά την οποία χορηγείται σ’ αυτόν το πιο πάνω πιστοποιητικό:

 

Νοείται ότι, με την πρόταση του Υπουργού σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση ή κατηγορία περιπτώσεων, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να απορρίψει την αίτηση για χορήγηση πιστοποιητικού πολιτογράφησης, εκτός εάν ο αιτητής αποκηρύξει την ιδιότητα του πολίτη οποιασδήποτε άλλης χώρας την οποία αυτός κατέχει.»

 

 

 

Τα προσόντα πολιτογράφησης καθορίζονται στον Τρίτο Πίνακα του πιο πάνω ΄Αρθρου ως εξής:-

 

«ΤΡΙΤΟΣ  ΠΙΝΑΚΑΣ

(΄Αρθρο 111)

ΠΡΟΣΟΝΤΑ  ΓΙΑ  ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗ

 

1.  Με την τήρηση των διατάξεων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού που αιτείται τέτοια πολιτογράφηση, είναι τα ακόλουθα:

 

(α)  Διαμονή στη Δημοκρατία για όλο το χρονικό διάστημα των αμέσως προηγούμενων 12 μηνών από την ημερομηνία της αίτησης, και

 

(β)  κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων από το πιο πάνω αναφερόμενο δωδεκάμηνο χρονικό διάστημα επτά ετών, είτε διέμενε στη Δημοκρατία, είτε διετέλεσε στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας, είτε μερικώς το ένα και μερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήματα που αθροισμένα να μην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών:

 

Νοείται ότι οι φοιτητές, επισκέπτες και αυτοεργοδοτούμενοι, καθώς και οι αθλητές, προπονητές, τεχνικοί αθλημάτων, οικιακοί βοηθοί, νοσοκόμοι και οι εργαζόμενοι σε Κύπριους ή ξένους εργοδότες ή σε υπεράκτιες εταιρείες, που διαμένουν στη Δημοκρατία αποκλειστικά με σκοπό την εργασία, όπως επίσης και οι σύζυγοι, τα τέκνα ή άλλα εξαρτώμενα τους πρόσωπα, πρέπει, κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων τουλάχιστον επτά ετών να συγκεντρώνουν συνολική διαμονή στη Δημοκρατία τουλάχιστον επτά ετών, από την οποία το ένα έτος αμέσως πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης τους η διαμονή του να είναι συνεχής,

 

(γ)  είναι καλού χαρακτήρα, και

 

(δ)  έχει πρόθεση σε περίπτωση χορήγησης σ’ αυτόν πιστοποιητικού -

 

(ι)  να διαμένει στη Δημοκρατία,

 

(ιι)  να εισέλθει ή να εξακολουθήσει να διατελεί στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ή υπηρεσία σε διεθνή οργανισμό του οποίου η Δημοκρατία είναι μέλος ή υπηρεσία σε οποιοδήποτε σύνδεσμο, εταιρεία ή σώμα που ιδρύθηκε στη Δημοκρατία.»

 

 

 

Είναι πρόδηλο ότι η αρμοδιότητα για παραχώρηση κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση παρέχεται στον Υπουργό, ο οποίος, στην παρούσα περίπτωση, την άσκησε με τη χειρόγραφη σημείωσή του «Συμφωνώ».  Η μεταγενέστερη επιστολή της Διευθύντριας, με την οποία η αιτήτρια πληροφορήθηκε την απόρριψη του αιτήματός της, δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της απόφασης του Υπουργού, η οποία λήφθηκε στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του. 

 

Ούτε οι υπόλοιποι ισχυρισμοί της αιτήτριας ευσταθούν.  ΄Οπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο και, ειδικότερα, από τις γραπτές Εκθέσεις των αρμοδίων τμημάτων, που τέθηκαν ενώπιον του Υπουργού, η έρευνα, η οποία έγινε, ήταν επαρκής.  Σημασία είχε η άποψη της Διευθύντριας ότι η σχέση της αιτήτριας με τη Δημοκρατία ήταν καθαρά εργασιακή και, μάλιστα, σε προσωρινή βάση, γεγονός που την απέκλειε από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου του 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών, οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες - (βλ. Motilla v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 29) - οπόταν δε θα ήταν λογικά αναμενόμενο, κατά την άποψή της, αυτή, ως πρόσωπο που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την απόκτηση του καθεστώτος της πιο πάνω Οδηγίας να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας με πολιτογράφηση.  Η εξέταση, βέβαια, της περίπτωσης έγινε στα πλαίσια του ΄Αρθρου 111 του Νόμου, για το οποίο η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στη Nabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 74/08, 26/1/11, ανέφερε τα εξής:-

 

«Το Άρθρο 111 του Νόμου 141(Ι)/2002 παρέχει σε αλλοδαπό το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση, αλλά όχι το απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης.  Η παραχώρηση πολιτογράφησης είναι στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το ζήτημα εγγραφής κάποιου ως πολίτη της Δημοκρατίας άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα το ακυρωτικό δικαστήριο δύσκολα να επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας.  ΄Ετσι, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς, είναι πολύ ευρεία, όχι όμως απόλυτη, αφού υπόκειται στην καλόπιστη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο Νόμος.»

 

 

 

Ούτε η εξέταση της υπόθεσης φαίνεται να έγινε κατά τρόπο αντίθετο με την καλή πίστη και τη χρηστή διοίκηση, η δε αιτιολογία της συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.  Η απόφαση για απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας είναι φανερό ότι στηρίχτηκε στο σκοπό της άφιξής της και στην προσωρινή μορφή της εδώ παραμονής της.

 

Δεν έχει, επίσης, καταδειχθεί οποιαδήποτε πλάνη της διοίκησης.  Για να γίνει αποδεκτός ισχυρισμός πραγματικής πλάνης, θα πρέπει να αποδεικνύεται αντικειμενική ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών και προϋποθέσεων επί των οποίων βασίζεται η πράξη.  Πλάνη περί τα πράγματα δεν υπάρχει, όταν η διοίκηση εκτιμά, κατ’ ουσία, διάφορα και αντιφατικά στοιχεία, η στάθμιση των οποίων μπορεί να οδηγεί και προς το αποτέλεσμα στο οποίο αυτή καταλήγει - (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 268).  Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι οι αντίθετες απόψεις του Επάρχου και του Διοικητή Κλιμακίου Αλλοδαπών αναφορικά με την προσαρμογή της αιτήτριας με τα ήθη και τα έθιμα της Κύπρου δε στοιχειοθετούν, όπως αυτή ισχυρίζεται, πλάνη κατά την τελική κρίση του Υπουργού.  Ούτε ο ισχυρισμός ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασής της, γιατί η ίδια δεν κλήθηκε να δώσει περαιτέρω στοιχεία προς υποστήριξη του αιτήματός της, ευσταθεί.  Αυτή είχε την ευκαιρία να υποβάλει όλα τα σχετικά, που, κατά την ίδια, το δικαιολογούσαν.  Το ΄Αρθρο 111 του Νόμου δεν επιβάλλει υποχρέωση της διοίκησης να καλεί τα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση για πολιτογράφηση να ακουστούν.  Στη Mohamad v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18 έχει τονιστεί:-  (σελ. 21)

 

«Η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης.»

 

 

 

Στην Ayotunde A. Edu, κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1493/06, 7/10/2008, λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:-

 

«Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Το άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν. 141(Ι)/2002 (όπως έχει τροποποιηθεί) αφήνει το θέμα της έγκρισης πολιτογράφησης στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού.  Η ύπαρξη των τυπικών κριτηρίων δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση της πολιτογράφησης.  Στην παρούσα περίπτωση οι αιτητές δεν μιλούν καθόλου την ελληνική γλώσσα και κρίθηκαν ως άτομα που δεν έχουν ενταχθεί στο κυπριακό κοινωνικό σύνολο.  Η αίτηση τους απορρίφθηκε γιατί οι δεσμοί τους με την Κυπριακή Δημοκρατία περιορίστηκαν σε εργασιακές σχέσεις.»

 

 

 

Τα πιο πάνω ισχύουν και στην παρούσα περίπτωση.  Οι καθ’ ων η αίτηση, κατά την εξέταση του αιτήματος της αιτήτριας, δεν έχουν επιδείξει οποιαδήποτε κακοπιστία.  Ούτε οι ισχυρισμοί για ύπαρξη προκατάληψης, αλλότριων  κινήτρων και ρατσιστικής συμπεριφοράς των αρμοδίων οργάνων ευσταθούν.  ΄Οπως έχει νομολογηθεί, τέτοιοι ισχυρισμοί πρέπει να στηρίζονται σε αποδεικτικό υπόβαθρο και να προβάλλονται ενώπιον του διοικητικού οργάνου με την πρώτη ευκαιρία, ώστε να εξετάζονται - (βλ. Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 8· Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 116).  Η αιτήτρια, η οποία έφερε και το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν απέδειξε με ικανοποιητική βεβαιότητα τους πιο πάνω ισχυρισμούς, ούτε και έθεσε στα αρμόδια διοικητικά όργανα τέτοιο ζήτημα, πριν από την εξέταση του αιτήματός της.  Τέλος, ατεκμηρίωτο παρέμεινε και το επιχείρημά της ότι αυτή έχει υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά λόγω της, κατ’ ισχυρισμό, καθυστερημένης εξέτασης του αιτήματός της.  ΄Οντως ο χρόνος εξέτασής του είναι μεγάλος.  ΄Ομως, η ίδια, η οποία είχε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι 11/8/2010, εάν επιθυμούσε, θα μπορούσε, εφόσον θεραπείες υπάρχουν, να επιδιώξει ταχύτερη απάντηση στο αίτημά της.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                                                            Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                         Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο