ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Υπoθεση Αρ. 1198/2011, 19/7/2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1198/2011)

 

 

19 Ιουλίου, 2012

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

                            1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

                            2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

                              ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

 

Καθ’ων η αίτηση.

 

 

Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδη, για την Αιτήτρια.

 

Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Το καλοκαίρι του 2011 απεστάλη στην αιτήτρια επιστολή ημερομηνίας 29/6/2011, της οποίας το περιεχόμενο παραθέτω αυτούσιο αμέσως πιο κάτω. Σημειώνεται ότι η επιστολή απεστάλη από το Υπουργείο Οικονομικών, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Σημειώνεται επίσης ότι κατά τον αμέσως πριν τη λήψη της επιστολής χρόνο, η αιτήτρια υπηρετούσε στη Δημόσια Υπηρεσία ως Βοηθός Έκτακτη Γραμματειακός Λειτουργός, αορίστου διαρκείας και ήταν τοποθετημένη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Λεμεσός είναι και ο τόπος όπου έχει τη μόνιμη διαμονή της.

 

“Κυρίαν Κωνσταντία Κωνσταντίνου,

Εργοδοτούμενη Αορίστου Χρόνου, Τ.Δ.Δ.Πρ.,

(μέσω Αρχιπρωτοκολλητή Ανωτάτου Δικαστηρίου,

 μέσω Ανώτερου Πρωτοκολλητή Επαρχιακού

         Επαρχ. Δικαστηρίου Λεμεσού),

 

    Έχω οδηγίες να αναφερθώ σε προηγούμενες επιστολές μας με ημερομηνίες 12.04.2011 και 14.06.2011, με τις οποίες σας ενημερώναμε για μετάθεσή σας στη Λευκωσία και να σας πληροφορήσω ότι, από 11 Ιουλίου, 2011, μετατίθεσθε στο Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.

 

              

                                   (Κίκα Λοϊζου)

 

                                      για Διευθυντή

                          Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης

                                   και Προσωπικού

 

Κοιν.: Γενική Ελέγκτρια,

         Γεν. Δ/ντρια Υπ. Εμπορίου, Βιομηχανίας

           και Τουρισμού,

         Γενική Λογίστρια.

 

 

Αντιδρώντας η αιτήτρια στην πιο πάνω επιστολή καταχώρισε την παρούσα προσφυγή, με την οποία ζητά «Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ’ων η αίτηση που γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή ημερ. 29.6.2011 και με την νέα διαδοχική αυτή πράξη, διέταξε την μετάθεση της από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στο Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού με ισχύ από 11.7.2011 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος».

 

Ως λόγους ακύρωσης της επίδικης απόφασης η αιτήτρια προβάλλει την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και δέουσας έρευνας. Επικουρικά προβάλλει επίσης τη θέση ότι η απόφαση λήφθηκε καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας. Προβάλλεται επίσης η θέση ότι οι καθ’ων η αίτηση ενήργησαν/λειτούργησαν υπό καθεστώς πραγματικής πλάνης, καθότι οι λόγοι που είχε προβάλει η αιτήτρια για τη μη μετάθεση της «παρεκάμφθησαν χωρίς επαρκή αξιολόγηση και/ή αιτιολογία». Τέλος, ως λόγος ακύρωσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η επιστολή 29/6/2011 «πάσχει και δεν αποτελεί διαβίβαση απόφασης του ίδιου του Διευθυντή». Συνυφασμένος με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης είναι και ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι «η ιδιότητα της ως αορίστου χρόνου υπηρεσιακός δεσμός δεν προβλέπει μετάθεση και ούτε ορίζεται αρμόδιο για τη λήψη τέτοιας απόφασης, όργανο» και συνεπώς η επίδικη απόφαση «λήφθηκε αναρμοδίως και παρά μη έχοντος τέτοια εξουσία οργάνου».

 

Προτού ασχοληθώ με τη θέση των καθ’ων η αίτηση, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω και τα πιο κάτω γεγονότα, τα οποία όχι μόνο συμβάλλουν στη συμπλήρωση της εικόνας των γεγονότων που περιβάλλουν την προσφυγή, αλλά και αποτελούν σημείο αναφοράς των δύο συνηγόρων για σκοπούς υποστήριξης της εκ διαμέτρου αντίθετης επιχειρηματολογίας τους.

 

Η αιτήτρια, η οποία είχε προσληφθεί στις 27/3/2001 ως έκτακτη υπάλληλος για εκτέλεση καθηκόντων Βοηθού Γραφείου πάνω σε εποχιακή βάση, στις 5/3/2002 εξασφάλισε συμβόλαιο ως έκτακτη υπάλληλος για εκτέλεση καθηκόντων Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού πάνω σε ετήσια βάση. Ακολούθως και συγκεκριμένα από τις 8/4/2006 το συμβόλαιο της μετατράπηκε, δυνάμει του άρθρου 7 του περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου του 2003, από ορισμένου, σε αορίστου χρόνου. Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου και μέχρι την 1/6/2007 που η αιτήτρια μεταφέρθηκε από το Κέντρο Παραγωγικότητας στη Λευκωσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, αυτή υπηρέτησε κατά καιρούς σε διάφορα τμήματα τόσο εντός όσο και εκτός Λεμεσού και συγκεκριμένα στη Λευκωσία και στην Πάφο.

 

Στις 12/4/2011 και ενώ η αιτήτρια υπηρετούσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, της απεστάλη η πιο κάτω επιστολή, ημερομηνίας 12/4/2011 από το Υπουργείο Οικονομικών, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού:

 

 

 

 

 

 

 

“Κυρίαν Κωνσταντία Κωνσταντίνου,

Εργοδοτούμενη Αορίστου Χρόνου, Τ.Δ.Δ.Πρ.,

(μέσω Ανώτερου Πρωτοκολλητή Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού),

 

    Έχω οδηγίες να σας πληροφορήσω ότι, ενόψει του επικείμενου, από 02.05.2011, διορισμού αριθμού μονίμων Βοηθών Γραμματειακών Λειτουργών, πολλές από τις μόνιμες ανάγκες σε γραμματειακό προσωπικό που υπάρχουν στην Επαρχία Λεμεσού θα καλυφθούν με την τοποθέτηση όσων από αυτούς έχουν ως τόπο μόνιμης διαμονής τους τη Λεμεσό.

 

2. Ως εκ των πιο πάνω, κρίνεται αναγκαία η μετάθεση, εκτός του τόπου διαμονής τους, ισάριθμων εργοδοτουμένων υπαλλήλων αορίστου χρόνου ή/και άλλων έκτακτων υπαλλήλων, που καλύπτουν προσωρινά τις ανάγκες αυτές. Σημειώνεται ότι, μεταξύ των υπαλλήλων που θα μετατεθούν περιλαμβάνεστε και εσείς. Σημειώνεται περαιτέρω ότι, όπως ρητά προβλέπεται και στους όρους απασχόλησής σας, η οικεία αρμόδια αρχή μπορεί να σας μεταθέτει, ανάλογα με τις ανάγκες της Υπηρεσίας.

 

3. Δέον να σημειωθεί ότι, για σκοπούς αντικειμενικότητας ή/και δίκαιης μεταχείρισης των υπαλλήλων, ως κριτήριο για τη διενέργεια των μεταθέσεων έχει τεθεί η ημερομηνία μετατροπής του συμβολαίου τους από ορισμένης διάρκειας σε αορίστου διάρκειας. Ως εκ τούτου, οι τελευταίοι έκτακτοι υπάλληλοι που έχουν καταστεί αορίστου διαρκείας, μετατίθενται πρώτοι. Εξυπακούεται ότι όλων για μετάθεση προηγούνται όσοι δεν έχουν καταστεί ακόμη αορίστου διαρκείας. Επίσης, λαμβάνονται υπόψη, οικογενειακοί λόγοι ή λόγοι υγείας, οι οποίοι μελετούνται και εάν κριθούν ότι προκαλούν ανυπέρβλητα προβλήματα, προωθείται η μετάθεση του επηρεαζόμενου υπάλληλου στην έδρα διαμονής του, όταν οι υπηρεσιακές ανάγκες επιτρέψουν αυτό.

 

4. Περιττό να διευκρινιστεί ότι το Τ.Δ.Δ.Πρ. κατανοεί ότι η μετάθεση υπαλλήλου, μόνιμου ή έκτακτου, εκτός του τόπου μόνιμης διαμονής του, προκαλεί ταλαιπωρία και προβλήματα, γι’ αυτό όλες οι περιπτώσεις που χρήζουν εξέτασης τίθενται υπό παρακολούθηση και αντιμετωπίζονται στον ουσιώδη χρόνο, στη βάση των δεδομένων που ισχύουν ή των προτεραιοτήτων που τίθενται ως προς τις υπηρεσιακές ανάγκες.

 

5. Σύντομα θα επικοινωνήσουμε μαζί σας με λεπτομέρειες ως προς το χρόνο και τον τόπο της μετάθεσής σας.”

 

 

Αντιδρώντας η αιτήτρια στην εκτός Λεμεσού επικείμενη μετάθεση της απέστειλε μακροσκελή επιστολή ημερομηνίας 18/4/2011, με την οποία κοινοποιούσε στη Διοίκηση την ένσταση της σε μια τέτοια μετάθεση. Στην εν λόγω επιστολή της η αιτήτρια απαριθμούσε τους λόγους επί των οποίων η ένσταση της βασιζόταν. Μεταξύ των λόγων ένστασης που η αιτήτρια πρόβαλε ήταν και λόγοι ιατρικοί. Σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά επισυνάπτονται στην επιστολή.

 

Δύο περίπου μήνες αργότερα απεστάλη στην αιτήτρια επιστολή με ημερομηνία 14/6/2011, με την οποία η αιτήτρια πληροφορείτο ότι «μετατίθεσθε από 04 Ιουλίου 2011 στην Υπηρεσία Χορηγιών και Επιδομάτων του Υπουργείου Οικονομικών στη Λευκωσία». Παράλληλα πληροφορείτο ότι «πριν τη λήψη της απόφασης για μετάθεση σας μελετήθηκαν οι παραστάσεις που έχετε υποβάλει με την επιστολή σας με ημερομηνία 18.04.2011». Και αυτή η επιστολή έφερε την υπογραφή στο τέλος της «(Κίκα Λοϊζου) για Διευθυντή Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού».

 

Την πιο πάνω επιστολή ημερομηνίας 14/6/2011 ακολούθησε η επιστολή 29/6/2011, το περιεχόμενο της οποίας έδωσε και το έναυσμα για καταχώριση της παρούσας προσφυγής. Το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω. Επισημαίνεται το γεγονός ότι ενώ με την επιστολή 14/6/2011 η αιτήτρια πληροφορείτο ότι μετατίθεται στην Υπηρεσία Χορηγιών και Επιδομάτων του Υπουργείου Οικονομικών στη Λευκωσία, με την επιστολή 29/6/2011 πληροφορείτο ότι η μετάθεση της ήταν για Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και πάλι στη Λευκωσία.

 

Από την ημερομηνία μετάθεσης της και μέχρι 7/11/2011 η αιτήτρια απουσίαζε από την εργασία της με άδεια ασθενείας. Στις 7/11/2011 η αιτήτρια απηύθυνε επιστολή με την οποία ζητούσε όπως λόγω προβλημάτων που αντιμετώπιζε με την εγκυμοσύνη της, μετατεθεί στον τόπο διαμονής της, στη Λεμεσό. Το αίτημα της έγινε προσωρινά δεκτό. Συγκεκριμένα, το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού με επιστολή του ημερομηνίας 16/11/2011 ενημέρωσε την αιτήτρια ότι «είχε αποφασιστεί η προσωρινή μετάθεση σας από το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, στο Τμήμα Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών – Επαρχιακό Γραφείο Λεμεσού». Παράλληλα, πληροφορούσε την αιτήτρια ότι «η προσωρινή μετάθεση σας ισχύει από τις 18 Νοεμβρίου 2011 μέχρι και την συμπλήρωση των εννέα μηνών από τον τοκετό».

 

Αυτά είναι τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα προσφυγή.

 

Οι καθ’ων η αίτηση, πρόσθετα των ενστάσεων τους επί της ουσίας των λόγων ακύρωσης, προβάλλουν, με τη μορφή προδικαστικών ενστάσεων,               τις πιο κάτω θέσεις, οι οποίες σχετίζονται μεταξύ τους και στην ουσία τους αλληλοκαλύπτονται:

 

(α) Η επίδικη απόφαση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημόσιου δικαίου και συνεπώς βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου 146 του Συντάγματος και

 

(β) η αιτήτρια στερείται έννομου συμφέροντος και συνεπώς δεν μπορεί να εγείρει την παρούσα προσφυγή.

 

Προδικαστικές ενστάσεις

Η σχετική με την υπό στοιχείο (α) πιο πάνω προδικαστική ένσταση των καθ’ων η αίτηση επιχειρηματολογία του κ. Σταυρινού, έχει ως άξονα τα λεχθέντα υπό της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Α. Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49, στην οποία ο τερματισμός των υπηρεσιών συμβασιούχου κρίθηκε ότι ενέπιπτε στην έννοια «διαφοράς αστικής φύσεως», για την επίλυση της οποίας αρμόδιο για να δώσει θεραπεία δεν ήταν το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά το υπό του άρθρου 10 του                       Ν. 98(Ι)/2003 που είναι εναρμονιστικός της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, καθορισθέν δικαστήριο, που είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

 

Με όλο το σέβας προς τον ευπαίδευτο συνήγορο των καθ’ων η αίτηση, η επί του προκειμένου θέση του δεν με βρίσκει σύμφωνο. Η υπόθεση Αβραάμ αφορούσε θέμα παράνομης απόλυσης από τις τάξεις της Δημόσιας Υπηρεσίας συμβασιούχου και το θέμα δικαιοδοσίας που ηγέρθη στα πλαίσια εκείνης της υπόθεσης κρίθηκε σε συνάρτηση με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ και τον εναρμονιστικό της εν λόγω Οδηγίας Νόμο και συγκεκριμένα το                        Ν. 98(Ι)/2003, του οποίου το άρθρο 10 καθόριζε ως αρμόδιο δικαστήριο «προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως, η οποία ήθελε προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου», το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Ενδεικτικό της προσέγγισης που υιοθέτησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Αβραάμ, συνιστά το εξής απόσπασμα από την απόφαση:

 

“Οι όροι υπηρεσίας των έκτακτων – συμβασιούχων στον δημόσιο τομέα καθορίζονται από τη σύμβαση τους και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και την σχετική Οδηγία ....................”

 

 

Σε αντίθεση με την υπόθεση Αβραάμ, στην παρούσα υπόθεση, η εγειρόμενη διαφορά δεν αφορά παράνομο τερματισμό της υπηρεσίας της συμβασιούχου αιτήτριας, ο οποίος αποτελεί διαφορά αστικής φύσεως. Αφορούσε μετάθεση της από ένα τμήμα της Δημόσιας Υπηρεσίας σε άλλο, η οποία μετάθεση για να επιτευχθεί απαιτούσε λήψη απόφασης από αρμόδιο όργανο που ασκεί δημόσια εξουσία, απόφαση που λήφθηκε για σκοπούς εξυπηρέτησης των αναγκών της Υπηρεσίας (βλ. επιστολή της Διοίκησης ημερομηνίας 12/4/2011, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτω πιο πάνω). Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Παντελής Ζέμπασιης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 442, στην οποία, με αναφορά στην υπόθεση Valana v. Republic 3 R.S.C.C. 91 και Tamasos Tobacco Supplies and Co. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 407, λέχθηκε: «Αν με την πράξη που εκδίδει διοικητικό όργανο επιδιώκεται πρωταρχικά η εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, τότε η πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου και μπορεί να προσβληθεί βάσει του άρθρου 145 του Συντάγματος». Επομένως, η μετάθεση της αιτήτριας εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου και συνεπώς μπορεί να ελεγχθεί με προσφυγή. Ως αποτέλεσμα η υπό στοιχείο (α) προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Η πιο πάνω κατάληξη μου σφραγίζει ουσιαστικά και τη μοίρα της υπό στοιχείο (β) προδικαστικής ένστασης. Η θέση των καθ’ων η αίτηση ότι η νέα απόφαση της Διοίκησης ημερομηνίας 16/11/2011 για μετάθεση της αιτήτριας στο Τμήμα Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών – Επαρχιακό Γραφείο Λεμεσού, αποστέρησε την αιτήτρια του απαραίτητου για προσβολή της επίδικης απόφασης έννομου συμφέροντος, δεν με βρίσκει σύμφωνο.

 

Συνιστά κοινό έδαφος ότι η νέα μετάθεση της αιτήτριας είναι προσωρινού χαρακτήρα και περιορισμένης διάρκειας. Η διάρκεια της είναι «από τις 18 Νοεμβρίου 2011, μέχρι και τη συμπλήρωση των εννέα μηνών από τον τοκετό» και μετά τίθεται σε ισχύ η επίδικη απόφαση που αφορά μετάθεση της στη Λευκωσία. Κοντολογίς, με την απόφαση της 16/11/2011 αναστέλλεται η εκτέλεση της επίδικης απόφασης για μετάθεση, δεν ακυρώνεται ή ανακαλείται. Επομένως, είναι βέβαιο ότι η αιτήτρια θα ζημιωθεί στο μέλλον λόγω της προσβαλλόμενης πράξης. Σε τέτοια περίπτωση υπάρχει έννομο συμφέρον (βλ. Θ.Δ. Τσάτσου «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», Έκδοση 3η, σελ. 49). Κατά συνέπεια, ούτε η υπό στοιχείο (β) προδικαστική ένσταση μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Στρέφομαι τώρα στους λόγους ακύρωσης, ένας από τους οποίους έχει ως άξονα τη θέση ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο.

 

Συνιστά κοινό έδαφος ότι στο φάκελο, εκτός από την επιστολή 29/6/2011, με την οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια η μετάθεση της, δεν υπάρχει καταχωρημένη η απόφαση για μετάθεση της αιτήτριας. Πέραν τούτου, δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε πρακτικά αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και τελικά οδήγησε στη λήψη της απόφασης. Η ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση λήφθηκε παραμένει άγνωστη, όπως άγνωστη παραμένει και η ταυτότητα του διοικητικού οργάνου που έλαβε την επίδικη απόφαση. Οι ανάγκες της Υπηρεσίας, τις οποίες επικαλούνται οι καθ’ων η αίτηση στην επιστολή τους 12/4/2011 ως λόγο για μετάθεση της αιτήτριας, δεν εξειδικεύονται, δηλαδή είναι άγνωστο κατά πόσο οι καθ’ων η αίτηση έχουν προβεί σε έρευνα για να διαπιστώσουν τις ανάγκες της Υπηρεσίας για σκοπούς μετάθεσης της αιτήτριας στο συγκεκριμένο τμήμα. Παραμένει επίσης άγνωστο σε ποιο βαθμό και έκταση ερευνήθηκαν οι παραστάσεις στις οποίες προέβη η αιτήτρια με την επιστολή της 18/4/2011, όπως άγνωστος παραμένει και ο λόγος για τον οποίο οι εν λόγω παραστάσεις δεν έγιναν δεκτές.

 

Έχω την άποψη ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η απουσία πρακτικών στερεί την απόφαση από τη δέουσα αιτιολογία, η οποία δεν είναι δυνατό να διακριβωθεί με αναφορά στο περιεχόμενο του φακέλου λόγω έλλειψης ουσιωδών στοιχείων. (Medcon Construction and others v. Republic (1968) C.L.R. 535). Παράλληλα, θεωρώ ότι η απουσία τέτοιων πρακτικών παραβιάζει τους κανόνες της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης.

 

Είναι η θέση των καθ’ων η αίτηση ότι το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων συνηγορεί υπέρ του συμπεράσματος ότι η απόφαση για μετάθεση λήφθηκε από το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Όπως έχει υποδειχθεί στην υπόθεση Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987:

 

    “Στην απουσία έγγραφης καταχώρισης που να επιβεβαιώνει ότι η απόφαση για τη μετάθεση έχει ληφθεί από το όργανο στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την σχετική αρμοδιότητα θεωρούμε ότι το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων δεν διαθέτει την εμβέλεια να ενδύει με τον μανδύα της νομιμότητας τα όσα χρειάζονται να συντελεσθούν για να διενεργηθεί νόμιμα μια μετάθεση – καταγράφονται στις παραγ. (1) – (3), πιο πάνω. Αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση των αρχών της χρηστής διοίκησης οι οποίες υπαγορεύουν την τήρηση εγγράφων καταχωρίσεων το δε τεκμήριο της κανονικότητας θα προσέφερε ασυλία σε πράξεις αναρμοδίων οργάνων με τη δικαιολογία ότι είχαν ενεργήσει ύστερα από οδηγίες των αρμοδίων οργάνων.”

 

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης των άλλων λόγων ακύρωσης. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Έξοδα €1.250, πλέον Φ.Π.Α., επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ων η αίτηση.

 

 

                                              Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                          Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο