ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ κ.α. ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1519/2009, 190/2010, 239/2010, 364/2010, 20/7/2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1519/2009, 190/2010,

239/2010, 364/2010)

 

20 Ιουλίου 2012

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 1519/2009)

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

Αιτήτρια,

- ΚΑΙ -

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

----------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 190/2010)

ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ,

Αιτήτρια,

- ΚΑΙ -

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

----------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 239/2010)

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

Αιτήτρια,

- ΚΑΙ -

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

----------------------------------

 

 

(Υπόθεση Αρ. 364/2010)

ΡΕΑ  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

- ΚΑΙ -

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

----------------------------------

Αχ. Αιμιλιανίδης και Ξ. Ξενοφώντος, για τις Αιτήτριες στις

Υποθέσεις υπ΄ αρ. 1519/2009, 190/2010 και 239/2010.

Δ. Στεφανίδης, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση υπ΄ αρ. 364/2010.

Α. Τριανταφυλλίδης, γι΄ αυτόν Ρ. Πασιουρτίδου (κα),

για τον Καθ΄ ου η αίτηση.

Α.Σ. Αγγελίδης και Γ. Παπαντωνίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Τατιάνα-Ελένη Συνοδινού.

Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 – Χαράλαμπο

Παπαχαραλάμπους, στην Υπόθεση υπ΄ αρ. 190/2010.

Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος  1 – Χαράλαμπο

Παπαχαραλάμπους, στην Υπόθεση υπ΄ αρ. 1519/2009.

 

---------------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Οι τρεις αιτήτριες επιδιώκουν στις τέσσερεις συνεκδικαζόμενες αυτές προσφυγές, (η μια έχει εγείρει δύο προσφυγές), την ακύρωση του διορισμού των αντίστοιχων ενδιαφερομένων μερών σε κάθε προσφυγή στις θέσεις Λέκτορα ή Επίκουρου Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, αντ΄ αυτών. 

 

         Το Πανεπιστήμιο Κύπρου είχε προκηρύξει τρεις θέσεις στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή ή Λέκτορα και μια θέση στη βαθμίδα Αναπληρωτή Καθηγητή ή Καθηγητή, όλες στο Τμήμα Νομικής.  Οι αιτήτριες υπέβαλαν αιτήσεις αναλόγως του ενδιαφέροντος τους και η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου προέβηκε στη σύσταση Ειδικής Επιτροπής για την αξιολόγηση των υποψηφίων.  Η Ειδική αυτή Επιτροπή, υπέβαλε έκθεση στις 5.6.2009 με την οποία αποφάσισε να μην καλέσει την Δέσποινα Κυπριανού, αιτήτρια στις προσφυγές 1519/2009 και 239/2010, σε προφορική συνέντευξη αποκλείοντας την από οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικασία μετά την εξέταση της υποψηφιότητας της.  Η Ειδική Επιτροπή απέκλεισε επίσης από το μικρό κατάλογο της («short list») και την αιτήτρια Ρέα Κωνσταντίνα Οικονομίδου-Αποστολίδου στην προσφυγή υπ΄ αρ. 364/2010, ενώ την έτερη αιτήτρια Χριστιάνα Χατζηπαναγή στην προσφυγή υπ΄ αρ. 190/2010, την οποία κατά την εξέταση των προσόντων των υποψηφίων έκρινε ικανοποιητική, απέκλεισε παρά ταύτα υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, Ελένης-Τατιάνας Συνοδινού, η οποία κρίθηκε να είχε υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα σε σχέση με τη θέση του Επίκουρου Καθηγητή στο Ιδιωτικό Δίκαιο.  Η Ειδική Επιτροπή σύστησε εν πάση περιπτώσει την εν λόγω αιτήτρια προς πλήρωση της θέσης του Επίκουρου Καθηγητή στην τέταρτη κενή θέση που δημοσιεύθηκε στις 16.1.2009 και, αν αυτό δεν ήταν δυνατό, τότε τη σύστηνε για διορισμό ως Επισκέπτρια Επίκουρη Καθηγήτρια. 

 

         Η Σύγκλητος στη συνεδρία της ημερ. 1.7.2009, εξέλεξε ομόφωνα  το πρώην ενδιαφερόμενο μέρος Χρίστο Τσαϊτουρίδη στη θέση Λέκτορα στην ειδικότητα «Θεωρία και Φιλοσοφία του Δικαίου», καθώς και το ενδιαφερόμενο μέρος Χαράλαμπο Παπαχαραλάμπους στη θέση Επίκουρου Καθηγητή στην ειδικότητα «Ποινικό Δίκαιο».  Ως προς την αιτήτρια Χριστιάνα Χατζηπαναγή, η Σύγκλητος συμφώνησε με την Ειδική Επιτροπή ότι είχε πολύ καλό ερευνητικό και διδακτικό έργο, αλλά δεν μπόρεσε να τη διορίσει ως Επίκουρη Καθηγήτρια διότι δεν υπήρχε θέση.  Για το ενδιαφερόμενο μέρος Τατιάνα-Ελένη Συνοδίνου, η Σύγκλητος έλαβε γνώση της εισήγησης της Ειδικής Επιτροπής για εκλογή της στη θέση Επίκουρης Καθηγήτριας στην ειδικότητα «Ιδιωτικό Δίκαιο περιλαμβανομένου του Εμπορικού Δικαίου», αλλά και της απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος για μη εκλογή της.  Τέθηκαν σε ψηφοφορία δύο προτάσεις, ο δε Πρύτανης εξάσκησε νικώσα ψήφο υπέρ της αναπομπής στην Ειδική Επιτροπή του ενδεχόμενου το ενδιαφερόμενο αυτό μέρος να εκλεγεί σε θέση Λέκτορος.  Εν τέλει το Εκλεκτορικό Σώμα σε συνεδρία του ημερ. 10.11.2009, πρότεινε όπως η Συνοδινού εκλεγεί στη θέση Επίκουρης Καθηγήτριας στο Ιδιωτικό Δίκαιο, περιλαμβανομένου του  Εμπορικού Δικαίου, η δε Σύγκλητος στη συνεδρία της ημερ. 2.12.2009, αποφάσισε την εκλογή της Συνοδινού στη θέση αυτή.  Και οι τρεις πιο πάνω επιλογές της Συγκλήτου επικυρώθηκαν από την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών στις συνεδρίες της ημερ. 6.7.2009 και 17.12.2009. 

 

         Πρέπει εδώ να καταγραφούν ορισμένα διαδικαστικά θέματα όπως αυτά αναφύησαν στην όλη πορεία των προσφυγών.  Κατ΄ αρχάς, σχετικά ενωρίς στην εξέλιξη των αντίστοιχων προσφυγών, υποβλήθηκε στις 17.6.2010, αίτηση από τις αιτήτριες Δ. Κυπριανού και Χρ. Χατζηπαναγή, για συνεκδίκαση λόγω του ότι προσβάλλεται η ίδια διοικητική πράξη και υπάρχει κοινή ή σχετική πραγματική και νομική βάση.  Στις 29.6.2010, όλοι οι συνήγοροι, περιλαμβανομένων και των ενδιαφερομένων μερών, δήλωσαν ότι δεν υπήρχε ένσταση στη συνεκδίκαση, αλλά δηλώθηκε ότι υπήρχε ακόμη μια προσφυγή, αυτή της Ρ. Οικονομίδου, η οποία θα έπρεπε ωσαύτως να συνεκδικαστεί.  Έγινε από το Πανεπιστήμιο αυτή τη φορά η αίτηση συνεκδίκασης και της προσφυγής αρ. 364/2012, έτυχε της αποδοχής των υπολοίπων συνηγόρων και εκδόθηκε στις 7.10.2010, πρόσθετο διάταγμα συνεκδίκασης, όπως είχε εκδοθεί για τις προηγούμενες προσφυγές στις 29.6.2010.

 

         Ακολούθησαν οι γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων.  Σ΄ αντίθεση με το Πανεπιστήμιο, τα ενδιαφερόμενα μέρη ήγειραν διάφορες προδικαστικές ενστάσεις σχετικά με το έννομο συμφέρον των αιτητριών, τη μη συνάφεια των προσβαλλόμενων πράξεων και το εκπρόθεσμο της προσφυγής υπ΄ αρ. 364/2010 επειδή η αιτήτρια Ρ. Οικονομίδου είχε, κατ΄ ισχυρισμόν, από τις 2.10.2009 πλήρη γνώση των δεδομένων της υπόθεσης, ενώ η προσφυγή της καταχωρήθηκε πέντε μήνες μετέπειτα.  Τα ενδιαφερόμενα μέρη ζήτησαν με μεταγενέστερη αίτηση τους να καταχωρήσουν ένσταση στις προσφυγές ώστε να καθορίζονται και διά σχετικής ενστάσεως τα θέματα που ήγειραν, κυρίως τα προδικαστικά, με τις αγορεύσεις τους.  Σχεδόν ταυτόχρονα οι αιτήτριες υπέβαλαν αίτηση για τροποποίηση των νομικών σημείων των αιτήσεων ακυρώσεως ώστε να καθορίζονται με ακρίβεια ορισμένοι λόγοι ακύρωσης υπό το φως του ότι ηγέρθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη ενστάσεις ότι αυτοί δεν καλύπτονταν από τις προσφυγές κατά παράβαση του Καν. 7 του περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμού του 1962.  Ενεκρίθησαν αμφότερες οι αιτήσεις, καταχωρήθηκαν ενστάσεις από τα ενδιαφερόμενα μέρη, καθώς και τροποποιημένες αιτήσεις ακυρώσεως από τις αιτήτριες.  Ακολούθησε η εκ νέου ανταλλαγή γραπτών αγορεύσεων.

 

         Παρατηρείται, όμως, ότι το Πανεπιστήμιο ουδέποτε υπέβαλε αίτηση για τροποποίηση της ένστασης του, ώστε να εγερθούν ζητήματα εννόμου συμφέροντος, συνάφειας και εκπροθέσμου, όπως έπραξε εν μέρει όταν καταχώρησε εκ των υστέρων την τροποποιημένη του ένσταση.  Οι οδηγίες που δόθηκαν στις 7.7.2011, επί της αιτήσεως των αιτητριών για τροποποίηση του αιτητικού των προσφυγών τους, που αφορούσαν και τη συνακόλουθη καταχώρηση τροποποιημένης ένστασης, είχαν βέβαια την έννοια, (όπως γίνεται ακριβώς και σε πολιτικές αγωγές που χρήζουν τροποποίησης), ότι η ένσταση θα τροποποιείτο στο βαθμό που ήταν αναγκαίο  για να απαντηθούν οι τροποποιημένοι νομικοί λόγοι των προσφυγών.  Ουδέποτε δόθηκε άδεια για να εγερθούν νέα θέματα και μάλιστα προδικαστικής φύσεως στην τροποποιημένη ένσταση.

         Από τα πιο πάνω προκύπτουν τα εξής τα οποία απαντούν και τις προδικαστικές ενστάσεις που ήγειραν τα ενδιαφερόμενα μέρη.  Τα τελευταία κατέχουν μια ιδιάζουσα θέση σε αίτηση ακυρώσεως και υπό αυτή την έννοια εμφανίζονται στη διαδικασία.  Οφείλουν να συνδράμουν την απόφαση της διοίκησης και όχι να προβάλουν ξεχωριστές αιτιάσεις στήριξης της διοικητικής πράξης, έξω από το χειρισμό της ίδιας της διοίκησης ή και των συνηγόρων της.  Όπως λέχθηκε στη Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109, δεν μπορεί να αποτελεί λόγο ακύρωσης η έγερση εκ μέρους ενδιαφερόμενου μέρους θέματος περί κατοχής επίμαχου προσόντος από αιτήτρια, «εφόσον η εμπλοκή του ενδιαφερόμενου μέρους στη διαδικασία, αποσκοπούσε στην υποστήριξη της διοικητικής απόφασης.».  Με άλλα λόγια, δεν μπορούν τα θέματα να διευρύνονται σε άλλα από αυτά που κρίθηκαν αρμοδίως  από το διοικητικό όργανο. Δεν μπορεί, για παράδειγμα,  να  εγείρονται  ζητήματα  που  δεν εγείρει ο ίδιος ο καθ΄ ου, αντικρούοντας τον στην ουσία.

 

 Στα πλαίσια αυτά, δεν είναι ούτε νοητό να εγείρονται από τα ενδιαφερόμενα μέρη, ζητήματα που δεν πρόβαλε το ίδιο το Πανεπιστήμιο στην αρχική (και νομότυπη), ένσταση του.  Το Πανεπιστήμιο, για παράδειγμα, δεν ήγειρε θέμα εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας Δέσποινας Κυπριανού, της οποίας η υποψηφιότητα εξετάστηκε από την Ειδική Επιτροπή.  Ο αποκλεισμός της από την περαιτέρω διαδικασία  έγινε,  συμφώνως  του  τηρηθέντος  πρακτικού   ημερ. 4 και 5 Ιουνίου 2009.  Το ίδιο και για την αιτήτρια Ρέα Οικονομίδου.  Η Ειδική Επιτροπή προέβηκε σε προκαταρκτική επιλογή («preliminary selection»), για τους υποψήφιους που θα καλούνταν  σε συνέντευξη και για αυτούς που δεν θα καλούνταν, αλλά η απόφαση συναρτήθηκε με το γεγονός ότι δεν έλαβαν την υποστήριξη δύο ή περισσοτέρων μελών της Ειδικής Επιτροπής.  Ουδεμία αναφορά έγινε προς αποκλεισμό τους, στη μη κατοχή προσόντων και δεν μπορεί επομένως εκ των υστέρων να προστίθενται στην ουσία γεγονότα ή και αιτιολογία, όπως επιχειρούν τα ενδιαφερόμενα μέρη.  Είναι γνωστό ότι διά της αγορεύσεως δεν είναι επιτρεπτή η εισαγωγή γεγονότων που δεν απορρέουν από την ίδια τη διοικητική πράξη, (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 384).

 

         Το ίδιο το Πανεπιστήμιο  στην αρχική του αγόρευση που κατατέθηκε στις 14.2.2011, στις σελ. 21-24, αναφορικά με την αιτίαση για έλλειψη αιτιολογίας για τη μη κλήση των Κυπριανού και  Οικονομίδου  σε  συνέντευξη,  επικαλείται  το  σχετικό   Καν. 5(2) των  Κ.Δ.Π. 36/96 και Κ.Δ.Π. 145/01, ο οποίος προβλέπει ότι στον τελικό κατάλογο περιλαμβάνονται μόνο τα ονόματα εκείνων των υποψηφίων που προτείνονται από δύο ή περισσότερα μέλη της Επιτροπής, περιλαμβανομένου του Προέδρου της.  Και αυτή η διάταξη, κατά την επιχειρηματολογία του Πανεπιστημίου, αποτελεί επαρκή αιτιολογία ως ειδική νομοθετική ρύθμιση.  Είναι πρόδηλο λοιπόν ότι ανεπίτρεπτα τίθεται θέμα εννόμου συμφέροντος, ακόμη και από το ίδιο το Πανεπιστήμιο, (ακόμη και αν θα λογιζόταν εξεταστέα η παράτυπη τροποποιημένη ένσταση του), εφόσον μ΄ αυτόν τον τρόπο  προστίθενται στη διοικητική πράξη και αιτιολογία και γεγονότα, ενώ ταυτόχρονα επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει το ίδιο, τη δική του απόφαση. Δεν νοείται από τη μια να λέγει το Πανεπιστήμιο ότι η αιτιολογία εξαντλείται στη μη υποστήριξη των αιτητριών από δύο μέλη της Ειδικής Επιτροπής και από την άλλη τα ενδιαφερόμενα μέρη να εισηγούνται ότι δεν έχουν έννομο συμφέρον λόγω μη κατοχής προσόντων. Τέτοια εισήγηση προσκρούει ευθέως με τα στην πράξη αποφασισθέντα από την Ειδική Επιτροπή, ενώ παραπέμπει και σε μη επαρκή αιτιολόγηση για τον ίδιο τον αποκλεισμό, στη βάση των όσων καταγράφηκαν από την Ειδική Επιτροπή.

 

 Επίσης το Πανεπιστήμιο επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει, όταν, ενώ εγείρει ζήτημα εννόμου συμφέροντος των αιτητριών να προσβάλουν το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών σε διαφορετικές ειδικότητες και βαθμίδες, (σελ. 3-5 της αγόρευσης του), ταυτόχρονα εισηγείται στις σελ. 38-39, ότι η προκήρυξη των θέσεων ήταν ενιαία και δεν αφορούσε μόνο μια ειδικότητα ή γνωστικά αντικείμενα.

 

         Το ίδιο ισχύει και για το ζήτημα της συνάφειας.  Το Πανεπιστήμιο δεν το ήγειρε.  Μετέπειτα, τόσο το Πανεπιστήμιο όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, αποδέχθηκαν τη συνένωση των προσφυγών, επιτείνοντας το κατ΄ ισχυρισμόν πρόβλημα, ενώ το ορθότερο θα ήταν να εγείρουν θέμα συνάφειας εξ αρχής σε κάθε προσφυγή ώστε αυτές να διαχωρίζονταν εγκαίρως και αναλόγως σε περίπτωση που κρινόταν λανθασμένη η συμπροσβολή ξεχωριστών και μη συναφών διοικητικών πράξεων, (Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258).  Σε τέτοια περίπτωση, θα εξεταζόταν μόνο η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, (Bokov v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 614).

 

         Εν πάση περιπτώσει είναι σαφές ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι απόλυτα συναφείς μεταξύ τους, εφόσον κατά τη νομολογία, συναφείς είναι οι πράξεις που είτε η μια αποτελεί προϋπόθεση της άλλης ή όλες αφορούν τον ίδιο αιτούντα, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του Νόμου, έχουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο διοικητικό όργανο κατά την ίδια διοικητική διαδικασία, (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 274, Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 12η έκδ., Τόμος ΙΙ, σελ. 173, παρ. 546 και Μιχάλης Χάλιου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 435/08, ημερ. 5.3.2010).  Όπως ακριβώς συμβαίνει και στις παρούσες προσφυγές.  Η προκήρυξη των θέσεων ήταν κοινή, και για τις τρεις θέσεις, η Ειδική Επιτροπή ήταν η ίδια για όλες τις θέσεις και η απόφαση της Συγκλήτου κλπ., η ίδια, καθώς και η γνωστοποίηση  των αποτελεσμάτων.  Δεν έχει βεβαίως σημασία αν επικυρώθηκαν από την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών, σε διαφορετικές συνεδρίες.

         Όσον αφορά το εκπρόθεσμο της προσφυγής υπ΄ αρ. 364/201, ζήτημα που όντως μπορεί το Δικαστήριο και αυτεπάγγελτα να εξετάσει, (όταν τα γεγονότα βεβαίως είναι σαφή και δεν χρειάζεται αναμόχλευση γεγονότων), παρατηρείται ότι η νομολογία καθιστά την προθεσμία των 75 ημερών αρχόμενη από την πλήρη γνώση των δεδομένων, (Κ.Ο.Α. ν. Ποταμίτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 315 και Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 122).  Είναι λανθασμένη η θέση των ενδιαφερομένων μερών ότι η προσφυγή της αιτήτριας Οικονομίδου είναι εκπρόθεσμη με αναφορά στην επιστολή του Πανεπιστημίου ημερ. 19.10.2009, η οποία δόθηκε σ΄ απάντηση δικής της επιστολής ημερ. 2.10.2009.  Στην απάντηση του Πανεπιστημίου, ημερ. 19.10.2009 (Παράρτημα 2 στην προσφυγή της), το Πανεπιστήμιο απλώς πληροφόρησε το δικηγόρο της αιτήτριας ότι δεν είχε ληφθεί ακόμη απόφαση επί του θέματος, η οποία όταν λαμβανόταν θα κοινοποιείτο στην Οικονομίδου, μαζί με τη γνωστοποίηση του ονόματος του επιλεγέντος.  Αυτό έγινε πράγματι στις 25.1.2010, (Παράρτημα Ι στην ένσταση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 364/2010), όπου με την επιστολή του, το Πανεπιστήμιο επισύναψε και το απόσπασμα από τα πρακτικά της Ειδικής Επιτροπής που αφορούσε την αιτήτρια, αλλά και απεκάλυπταν τα ονόματα αυτών που επιλέγησαν, προϋπόθεση απαραίτητη για την καταχώρηση προσφυγής.  Τότε μόνο επέρχεται πλήρης γνώση, (Θεοπέμπτου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1190 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 456).  Σαφώς η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη.

 

         Περαιτέρω, πρέπει να λεχθεί ότι στην εξέλιξη της πορείας των συνεκδικαζομένων αυτών προσφυγών, απεσύρθησαν οι προσφυγές υπ΄ αρ. 1519/2009, 190/2010 και 239/2010, εναντίον του τότε ενδιαφερομένου μέρους Χρίστου Τσαϊτουρίδη, λόγω θανάτου του, με αποτέλεσμα να απορριφθούν  εναντίον του, άνευ διαταγής εξόδων.

 

         Επί της ουσίας, μεταξύ των διαφόρων θεμάτων που έχουν τεθεί προς ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων, κοινή και προεξάρχουσα θέση έχει η εισήγηση περί κακής συγκρότησης ή σύνθεσης της Ειδικής Επιτροπής, ενόψει παραβίασης του Κανονισμού 7 των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Ανέλιξη και Ανανέωση Συμβάσεων) Κανονισμών του 1996, Κ.Δ.Π. 36/96, ως τροποποιήθηκαν.  Η συνισταμένη πρόταση των αιτητριών είναι ότι  δεν τηρήθηκε η αναλογία που έπρεπε στη συγκρότηση της Ειδικής Επιτροπής μεταξύ εξωτερικών και εσωτερικών μελών, όπως προδιαγράφει ο Κανονισμός 7. Συγκεκριμένα, ο σχετικός Κανονισμός προνοεί ότι για την εκλογή Επίκουρου Καθηγητή και Λέκτορα, η Σύγκλητος διορίζει Ειδική πενταμελή Επιτροπή η οποία αποτελείται από δύο εξωτερικούς Εισηγητές του αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου, που είναι Καθηγητές Πανεπιστημίου από δύο ξένες χώρες και από τρεις εσωτερικούς Εισηγητές, ένας εκ των οποίων ορίζεται πρόεδρος της Επιτροπής.  Η επιλογή των μελών της Επιτροπής γίνεται από κατάλογο που περιλαμβάνει τέσσερεις Καθηγητές από πανεπιστήμια του εξωτερικού και έξι μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου.  Ο κατάλογος αυτός υποβάλλεται στη Σύγκλητο, από το Συμβούλιο του οικείου Τμήματος.

 

         Οι αιτήτριες κρίνεται ότι έχουν δίκαιο στη βασική αυτή εισήγηση.  Ως προκύπτει από το Παράρτημα Β της ένστασης, η Ειδική Επιτροπή απαρτίζετο από τους: Συμεών Συμεωνίδη από το Willamette University των Η.Π.Α. ως Πρόεδρο, και τους Fiona Elizabeth Macmillan του University of London του Ηνωμένου Βασιλείου, τον Κωνσταντίνο Δουζίνα, επίσης του University of London, Ηνωμένο Βασίλειο, Φαίδωνα Κοζίρη, του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ελλάδα και Αιμίλιο Χριστοδουλίδη, του University of Glasgow, Ηνωμένο Βασίλειο. Η συγκρότηση αυτή αποφασίστηκε από τη Σύγκλητο στη συνεδρία της ημερ. 29.10.2008.

 

         Προηγήθηκε η εισήγηση υπό τύπο Σημειώματος, της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών της Αγωγής, στην οποία ανήκε το μη αυτονομημένο Τμήμα Νομικής, όπως η Ειδική Επιτροπή έχει «σύνθεση», όπως χαρακτηρίστηκε, από τους πιο κάτω, σύμφωνα με το συνημμένο στο Παράρτημα Β, έγγραφο:

 

«Επίσης το Συμβούλιο της Σχολής προτείνει την πιο κάτω σύνθεση:

 

1.     Συμεών Συμεωνίδης, (Willamette University, USA)

2.     Fiona Elizabeth Macmillan (University of London, UK)

3.     Tim Murphy (University of London, UK)

4.     Ανδρέας Καπαρδής, Τμήμα Νομικής, Πανεπιστήμιο Κύπρου

5.     Κωνσταντίνος Δουζίνας (University of London, UK)

6.     Φαίδων Κοζίρης (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο

Θεσσαλονίκης, Ελλάδα)

7.     Αιμίλιος Χριστοδουλίδης (University of Glasgow, UK)

8.     Αναστασία Γραμματικάκη-Αλεξίου (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ελλάδα)

9.     Τάκης Τριμηδάς (University of London, UK)

10. Patrick Birkinshaw (University of Hull, UK)»

 

         Για κάθε ένα προτεινόμενο, επισυνάφθηκε το βιογραφικό του.

 

         Η Ειδική Επιτροπή στην Έκθεση της, Παράρτημα Γ στην ένσταση, τήρησε πρακτικό (που ας σημειωθεί είναι στην Αγγλική γλώσσα), ως προς τις εργασίες της που έλαβαν χώραν στις 4 και 5 Ιουνίου 2009.  Το μέλος της, καθηγητής Φαίδων Κοζίρης, που είχε αρχικά διοριστεί, απεχώρησε λόγω ασθένειας και αντικαταστάθηκε από την καθηγήτρια Αναστασία Γραμματικάκη-Αλεξίου, του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ελλάδα, που είχε εξαρχής διοριστεί ως αναπληρωματικό μέλος του καθηγητή Κοζίρη.  Κατά την αρχική εξέταση των 17 συνολικά υποψηφίων, οι εννέα δεν τοποθετήθηκαν στο μικρό κατάλογο («short list»), μεταξύ των οποίων η Δέσποινα Κυπριανού και η Ρέα Κωνσταντίνα Οικονομίδου-Αποστολίδου.  Οι υπόλοιποι, περιλαμβανομένου των ενδιαφερομένων μερών Παπαχαραλάμπους, Συνοδινού και του αποβιώσαντος Τσαϊτουρίδη, μαζί με την αιτήτρια Χριστιάνα Χατζηπαναγή, κλήθηκαν σε συνέντευξη.  Οι τελικές επιλογές τόσο της Ειδικής Επιτροπής, όσο και της Συγκλήτου, που επικυρώθηκαν από την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών , ήδη, καταγράφηκαν προηγουμένως.

 

         Ο Κανονισμός 7 της Κ.Δ.Π. 36/96, έχει επί λέξει, ως εξής:

 

«7.(1)  Για σκοπούς εκλογής στις βαθμίδες του Επίκουρου Καθηγητή  και Λέκτορα η Σύγκλητος διορίζει Ειδική Επιτροπή.

 

      (2)     Η Επιτροπή αποτελείται από δύο εξωτερικούς εισηγητές του αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου που είναι καθηγητές πανεπιστημίου από δύο ξένες χώρες και τρεις εσωτερικούς εισηγητές, ένας εκ των οποίων ορίζεται Πρόεδρος της Επιτροπής.

 

       (3)  Η  επιλογή  των  μελών  της   Επιτροπής γίνεται από κατάλογο που περιλαμβάνει τα ονόματα τεσσάρων καθηγητών από πανεπιστήμια του εξωτερικού και τα ονόματα έξι μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου, τον οποίο υποβάλλει το Συμβούλιο του οικείου Τμήματος στη Σύγκλητο μέσω του Συμβουλίου της οικείας Σχολής.»

         Είναι πρόδηλο ότι ο Κανονισμός αυτός παραβιάσθηκε.  Τόσο ο κατάλογος που προτάθηκε κατά το εδάφιο (3), όσο και η τελική επιλογή κατά το εδάφιο (2), ήταν αντίθετα με το σαφές λεκτικό του Καν. 7.  Όλοι οι δέκα προταθέντες ως μέλη της Επιτροπής με βάση το εδάφιο (3), πλην ενός, προέρχονταν από πανεπιστήμια του εξωτερικού, ενώ όλα τα επιλεγέντα μέλη που στελέχωσαν την Ειδική Επιτροπή, ακόμη κα τα αναπληρωματικά μέλη, επίσης προέρχονταν από πανεπιστήμια του εξωτερικού.  Το Πανεπιστήμιο επικαλείται τον Καν. 10(1), ως αιτιολογικό υπόβαθρο της ανάγκης συγκρότησης της Ειδικής Επιτροπής από εξωτερικά μέλη, ελλείψει επαρκούς αριθμού εσωτερικών μελών.  Ο Καν. 10(1) έχει επί λέξει ως εξής:

 

«10. (1) Μέχρις ότου ο αριθμός των διορισθέντων στο Πανεπιστήμιο Κύπρου καθηγητών καταστεί επαρκής, ώστε να τηρηθούν οι διατάξεις των παραγράφων (2) και (3) των Κανονισμών 4 και 7 και των παραγράφων (1) και (2) του Κανονισμού 9 των παρόντων Κανονισμών η Σύγκλητος δύναται να ορίσει τον Πρόεδρο και τα μέλη των Ειδικών Επιτροπών από εξωτερικούς εισηγητές.»

 

         Λέγει λοιπόν το Πανεπιστήμιο ότι (i) ο Καν. 7 ήταν πρακτικώς αδύνατο να εφαρμοστεί εφόσον στο Τμήμα Νομικής, που ιδρύθηκε μόλις το 2006, ως νεοσύστατο και μη αυτονομημένο Τμήμα, δεν είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο έξι μέλη, ώστε να  καλύπτεται η πρόνοια του Κανονισμού 7(3) για υπόδειξη τουλάχιστον έξι εσωτερικών μελών, (ii) πρέπει να υπάρχει συνάφεια του γνωστικού αντικειμένου ώστε όλα τα μέλη, εσωτερικά και εξωτερικά, να έχουν αυτή τη συνάφεια με την υπό πλήρωση θέση και (iii) εκ των πραγμάτων ήταν εφαρμόσιμος ο Καν. 10(1), ως κανονισμός μεταβατικής διάταξης.

 

         Δεν έχει δίκαιο το Πανεπιστήμιο.  Το Πανεπιστήμιο Κύπρου ιδρύθηκε το 1989, με τον περί Πανεπιστημίου Νόμου αρ. 144/1989.  Η όποια μεταβατική διάταξη δεν μπορεί να έχει ισχύ επ΄ αόριστον, έστω και αν αυτή εισήχθηκε σε Κανονισμούς που εκδόθηκαν πολύ αργότερα το 1996.  Ο Κανονισμός 10(1), είναι με τέτοια γενικότητα διατυπωμένος που θα χρειαζόταν ειδική αναφορά στο τηρηθέν πρακτικό της Συγκλήτου στις 29.10.2008, στην επάρκεια των καθηγητών του Πανεπιστημίου ώστε  να ενεργοποιηθούν οι διατάξεις του.  Αναμφίβολα,  ο   Καν. 10(1), δεν ομιλεί και δεν προνοεί για κάθε χωριστό Τμήμα ή Σχολή, παρόλο που συναρτάται με τις αντίστοιχες διατάξεις των Καν. 4 και 7, για εκλογές στις βαθμίδες Καθηγητή– Αναπληρωτή Καθηγητή, και Επίκουρου Καθηγητή-Λέκτορα αντίστοιχα. 

 

         Στην υπόθεση Μιχάλης Α. Δημητρίου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, προσφυγή υπ΄ αρ. 736/07, ημερ. 26.3.2009, διαπιστώθηκε παρόμοιο πρόβλημα σε ό,τι αφορούσε το διορισμό τεσσάρων εξωτερικών μελών στην Ειδική Επιτροπή κατά παράβαση του Καν. 4(2), ο οποίος εφαρμόζεται για εκλογή στις βαθμίδες Καθηγητή και Αναπληρωτή Καθηγητή.  Το  παρόν Δικαστήριο δέχθηκε την επιχειρηματολογία του συνηγόρου του αιτητή ότι στο τηρηθέν πρακτικό υπήρχαν κενά χωρίς επαρκή καταγραφή του προβλήματος ανυπαρξίας καθηγητή ή αναπληρωτή καθηγητή σε συναφείς ειδικότητες ώστε να προχωρούσε η Σύγκλητος να διόριζε και άλλο εξωτερικό μέλος.  Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι ο ίδιος ο Κανονισμός 10(1) που, όπως και εκεί, γίνεται επίκληση του και στις παρούσες υποθέσεις, δεν αναφέρθηκε καν στη σχετική απόφαση της Συγκλήτου, ως θα έπρεπε.  Επίσης για σκοπούς ελέγχου από το αναθεωρητικό Δικαστήριο έπρεπε να υπήρχε κάπου στο πρακτικό «….. σαφής καταγραφή ότι παρά τα χρόνια που έχουν περάσει …… εξακολουθούσε να υπάρχει έλλειμμα σε Καθηγητές ή Αναπληρωτές Καθηγητές συναφούς γνωστικού αντικειμένου, ως η προκηρυχθείσα θέση.».

 

Παρομοίως και εδώ: ουδέν αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό της Συγκλήτου όταν αποφάσισε τη συγκρότηση της Ειδικής Επιτροπής και ουδεμία παραπομπή γίνεται σε αδυναμία συγκρότησης Επιτροπής κατά τον Καν. 7, είτε λόγω μη ύπαρξης επαρκούς αριθμού εσωτερικών καθηγητών, είτε λόγω του νεοσύστατου του Τμήματος Νομικής ή και του μη αυτονομημένου του Τμήματος αυτού.  Επομένως, η απόφαση της Συγκλήτου ημερ. 29.10.2008, πάσχει και λόγω παραβίασης των ρητών προνοιών του Καν. 7, αλλά και λόγω ελλιπούς αιτιολογίας. 

         Η συγκρότηση γενικώς ενός διοικητικού οργάνου διερευνάται με βάση τις αρχές περί σαφούς διάκρισης στις έννοιες της συγκρότησης και της σύνθεσης αυτού.  Η νομολογία σαφώς διαχωρίζει μεταξύ νόμιμης συγκρότησης και νόμιμης σύνθεσης.  Σύμφωνα με το σύγγραμμα του Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» σελ. 214-217, η συγκρότηση οργάνου προέρχεται από έγκυρο κανόνα δικαίου με νόμιμο καθορισμό όλων των υπό του νόμου προβλεπομένων μελών.  Η σύνθεση του οργάνου αφορά την κατά περίπτωση λειτουργία αυτού.  Εάν το συλλογικό όργανο πάσχει απαρχής στη συγκρότηση του, τότε το ζήτημα ανάγεται στην ουσία του πράγματος και δεν νομιμοποιείται να λειτουργεί έστω και αν κατά τα άλλα η σύνθεση του είναι νόμιμη.  Η συμμετοχή κωλυόμενου μέρους αφορά τη σύνθεση του οργάνου, όπως και η απαρτία αυτού του οργάνου συνδέεται με τη νομιμότητα της σύνθεσης σε συγκεκριμένη περίπτωση, (δέστε και Σπηλιωτόπουλο: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Ενημέρωσις (Νοέμβριος 1978) σελ. 124-128 και Λήδα Σκουφάρη Θεμιστού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 909/06, ημερ. 22.7.2008)

 

         Το διαπιστωθέν πρόβλημα με τη μη ύπαρξη επαρκών εσωτερικών καθηγητών αφορά ευθέως τη συγκρότηση της Ειδικής Επιτροπής και όχι τη σύνθεση της.  Τα όσα το Πανεπιστημίο εισηγείται διά της αγορεύσεως του λόγω μη ύπαρξης επαρκούς αριθμού καθηγητών και λόγω του νεοσύστατου και μη αυτονομημένου του Τμήματος Νομικής, δεν μπορούν να θεμελιώσουν είτε αιτιολογία εκ των υστέρων, είτε να προσθέσουν γεγονότα που δεν αναδύονται από το διοικητικό φάκελο και τα τηρηθέντα πρακτικά.  Στην υπόθεση Ανδρέας Παπαπαύλου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, προσφυγή υπ΄ αρ. 642/03, ημερ. 12.10.2004, αποφασίστηκε ότι το γεγονός του μη διαθεσίμου επαρκών εσωτερικών Εισηγητών θα έπρεπε να καταγραφόταν ρητά στη σχετική απόφαση της Συγκλήτου, υποδεικνύοντας ότι ο Καν. 10(1), αποτελεί την εξαίρεση και ενεργοποιείται όταν δεν μπορεί να εφαρμοστεί ο Καν. 4 (στην υπόθεση εκείνη), ή ο Καν. 7, για τις παρούσες υποθέσεις.  Στις αποφάσεις Κωμοδρόμου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, υπόθ.        αρ. 1581/07, ημερ. 5.2.2009 και Βαλανίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, υπόθ. αρ. 1210/07, ημερ. 9.9.2009, αποφασίστηκε ότι παρεκκλίσεις από το σαφές λεκτικό των Καν. 7(3) και 4(3), με δοσμένη μάλιστα  την αναφορά και τον καθορισμό του αριθμού των εσωτερικών και εξωτερικών μελών της Ειδικής, κατά περίπτωση, Επιτροπής, είναι αφενός ουσιώδεις και αφετέρου, οποιαδήποτε προσπάθεια παρέκκλισης, απαιτεί σαφή αιτιολογία επί των τηρηθέντων πρακτικών.

 

         Δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για το Πανεπιστήμιο ότι το Τμήμα Νομικής είναι νεοσύστατο και μη αυτονομημένο.  Προβλήματα αυτού του είδους θα έπρεπε να απασχολήσουν έγκαιρα το Πανεπιστήμιο ώστε ενδεχομένως να προχωρούσε σε τροποποίηση των σχετικών Κανονισμών για να καλύψει περιπτώσεις όπως το Τμήμα Νομικής.  Η ρητή και σαφής διάταξη του Καν. 7, δεν μπορεί να υποχωρήσει ή να μην εφαρμοστεί επειδή, κατά το Πανεπιστήμιο, ήταν πρακτικά αδύνατο να ενεργοποιηθεί, λόγω του ότι στο Τμήμα Νομικής δεν υπηρετούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο έξι μέλη ώστε να περιληφθούν στο σχετικό κατάλογο.  Οι πιο πάνω αναφερόμενες υποθέσεις εφαρμόζονται απόλυτα και στην παρούσα και δεν διαφοροποιούνται, ως η εισήγηση του Πανεπιστημίου, επειδή το Τμήμα Νομικής είναι νεοσύστατο και μη αυτονομημένο.

 

         Έγινε επίσης αναφορά ότι εν πάση περιπτώσει οι διορισθέντες από τη Σύγκλητο εξωτερικοί Καθηγητές στην Ειδική Επιτροπή, δεν είχαν συνάφεια αντικειμένου ή ακόμη και δεν αναφερόταν για κάθε ένα από τα μέλη της Ειδικής Επιτροπής οι τυχόν συνεργασίες του με το Τμήμα Νομικής υπό την ιδιότητα του Επισκέπτη Καθηγητή ή μέλους προηγούμενων Ειδικών Επιτροπών κατά την τελευταία τριετία.  Αυτές οι προϋποθέσεις, κατά τις αιτήτριες, παραβιάζουν τα άρθρα 1 και 2 του Κώδικα Δεοντολογίας αναφορικά με τη σύσταση και τη λειτουργία Ειδικών Επιτροπών για ανελίξεις και εκλογές ακαδημαϊκού προσωπικού.  Διατυπώθηκε η άποψη από το Πανεπιστήμιο ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας δεν αποτελεί νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη και επομένως παράβαση των προνοιών του δεν επιφέρει ακυρότητα.  Δεν χρειάζεται να αποφασιστεί από το Δικαστήριο, η κατηγορία στην οποία εμπίπτει από νομικής απόψεως ο Κώδικας Δεοντολογίας.  Αυτό, διότι η διαπίστωση του προβλήματος στη συγκρότηση της Ειδικής Επιτροπής αποτελεί από μόνο του ουσιώδη λόγο ακύρωσης της τελικής απόφασης, εφόσον διατρέχει όλη τη διαδικασία, επηρεάζοντας άμεσα την προσβαλλόμενη πράξη.

 

 Είναι ορθό, όμως, να παρατηρηθεί ότι από τα βιογραφικά σημειώματα των εξωτερικών προτεινομένων μελών που συνόδευαν την πρόταση για τη συγκρότηση της Ειδικής Επιτροπής φανερώνεται η ειδικότητα ή ειδικότητες εκάστου μέλους, όχι όμως και οι τυχόν συνεργασίες κάθε μέλους με το Τμήμα, κατά τα τελευταία τρία χρόνια.  Η παράγραφος Α2 του Κώδικα Δεοντολογίας, που εμπίπτει στο κεφάλαιο της διαδικασίας, καθιστά αναγκαία την καταγραφή των ειδικοτήτων κάθε προτεινομένου μέλους, ενώ ως επί λέξει αναφέρεται:

 

 «… το Τμήμα αναφέρει τυχόν συνεργασίες του με το Τμήμα, υπό την ιδιότητα του Επισκέπτη Καθηγητή ή μέλους προηγούμενων Ειδικών Επιτροπών, κατά την τελευταία τριετία.».

 

Η συνήγορος του Πανεπιστημίου στην αγόρευση της εισηγείται ότι η λέξη «τυχόν» δεν καθιστά την αναφορά σε προηγούμενες συνεργασίες αναγκαία, αν δεν υπήρξαν τέτοιες.  Όμως, ακόμη και η μη συνεργασία του προτεινόμενου μέλους με το Τμήμα θα έπρεπε να καταγραφεί, σε αντιδιαστολή με προτεινόμενο μέλος που είχε τέτοια συνεργασία, ώστε η Σύγκλητος να είναι σε θέση να προβεί στο διορισμό των καταλλήλων εξωτερικών μελών.  Ιδιαιτέρως, εφόσον ο Κώδικας Δεοντολογίας αποτελεί εργαλείο, μαζί με την Κ.Δ.Π. 36/96, ως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 145/01, για τη σύσταση και λειτουργία των Ειδικών Επιτροπών.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων ακυρότητας.  Το παράνομο της συγκρότησης της Ειδικής Επιτροπής ανατρέχει στη ρίζα της όλης διαδικασίας.

 

Οι υποθέσεις αποσυνενώνονται για σκοπούς έκδοσης απόφασης.  Εκάστη προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ εκάστης αιτήτριας και εναντίον του καθ΄ ου, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το                Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                    Στ. Ναθαναήλ,

                                              Δ.

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο