ΘΕΟΔΩΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 376/2011, 17/7/2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 376/2011)

 

17 Ιουλίου 2012

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΘΕΟΔΩΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Αιτήτρια,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------------

 

Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.

Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

--------------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η αιτήτρια παραπονείται για την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους, αντ΄ αυτής, στη θέση του Τελωνειακού Λειτουργού Α΄, Τμήμα Τελωνείων από 1.1.2011.  Θεωρεί ότι υπερτερεί σε προσόντα, ισοδυναμεί με το ενδιαφερόμενο μέρος στις ετήσιες εκθέσεις, η δε αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους είναι εντελώς οριακή, μέχρι αμελητέα, εφόσον ανάγεται σε προηγούμενη από την τελευταία θέση, πριν την προαγωγή. 

 

         Συναφώς, παραπονείται ότι ο Διευθυντής Τελωνείων, κατά τη σύσταση του προς την Ε.Δ.Υ., σύσταση που ήταν υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, ανέφερε απλώς ότι η αιτήτρια διέθετε πρόσθετο μεταπτυχιακό προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, παραγνωρίζοντας όμως να σημειώσει, λάθος που διέπραξε και η ίδια η Ε.Δ.Υ., ότι πρόσθετα προσόντα μη απαιτούμενα, αλλά σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, έχουν μεγαλύτερη της οριακής σημασία.  Περαιτέρω, η αρχαιότητα στην οποία το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε αφορούσε στην προ-προηγούμενη θέση, ενώ στην αμέσως προηγούμενη πριν την επίδικη, δηλαδή, στη θέση Τελωνειακού Λειτουργού, οι διάδικοι είχαν την ίδια αρχαιότητα.  Τέτοια απομακρυσμένη αρχαιότητα θεωρείται κατ΄ ουσία ασήμαντη από τη νομολογία και, επομένως, κακώς λήφθηκε υπόψη από την Ε.Δ.Υ. προς προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους.  Αυτή ακριβώς η ελάχιστη αρχαιότητα φαίνεται ότι έκλινε την πλάστιγγα και από την πλευρά του διευθυντή να συστήσει το ενδιαφερόμενο μέρος, εφόσον δεν υπήρχε κατά τα άλλα υπεροχή του σε οποιοδήποτε άλλο κριτήριο έναντι της αιτήτριας.

 

 Με δεδομένη, επομένως, την πεπλανημένη σύσταση ως προς το κριτήριο των προσόντων, και τη βαρύτητα που δόθηκε στην απομακρυσμένη αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους, η αιτήτρια δικαιούται να επιτύχει στην προσφυγή της εφόσον τόσο ο διευθυντής, όσο και η Ε.Δ.Υ. πλανήθηκαν αναφορικά με τα συγκριτικά στοιχεία των υποψηφίων. 

 

         Η Ε.Δ.Υ. θεωρεί ότι η απόφαση της ήταν εύλογα επιτρεπτή και εντός της διακριτικής της ευχέρειας, η δε αιτήτρια δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή κατά τη νομολογία.  Θεωρεί επίσης ότι η αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους μπορούσε να υπερκαλύψει το πρόσθετο προσόν της αιτήτριας, δεδομένης και της πείρας που η αρχαιότητα αυτή έφερε υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους.  Η Ε.Δ.Υ. επιχειρηματολογεί επίσης ότι η σύσταση του διευθυντή δεν ήταν λανθασμένη διότι τα όσα αναφέρθηκαν απέρρεαν από τα στοιχεία των φακέλων και εφόσον οι διάδικοι ισοδυναμούσαν σε ετήσιες εκθέσεις, εύλογα η Ε.Δ.Υ. μπορούσε να δώσει βαρύτητα στην αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους.  Το Δικαστήριο, κατά τη συνήγορο της Ε.Δ.Υ., δεν υπεισέρχεται στην απόφαση με σκοπό να αντικαταστήσει την κρίση της Ε.Δ.Υ., εάν αυτή ήταν καθόλα εύλογη, ληφθείσα εντός των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.

 

         Τα συγκριτικά στοιχεία των υποψηφίων έχουν ως εξής: Η αιτήτρια γεννήθηκε στις 10.9.1959 και μετά τη δευτεροβάθμια αποφοίτηση της το 1977, με βαθμολογία 16½, έλαβε Bachelor of Arts in Social Science, Council for National Academic Awards με  πτυχίο επιπέδου 2.1, το 1982 και Master in Public Management από το C.I.I.M. (διετές πρόγραμμα) το 2008.  Διορίστηκε στις 2.4.1987 ως Τελωνειακός Λειτουργός 3ης  τάξης  και  την 1.4.1992  ως  Τελωνειακός  Λειτουργός   2ης τάξης. Την 1.11.2001 προάχθηκε σε Τελωνειακό Λειτουργό.  Το ενδιαφερόμενο μέρος γεννήθηκε στις 3.2.1958 και  μετά την αποφοίτηση του από το Γυμνάσιο με βαθμολογία 18 2/16, απέκτησε δίπλωμα Διοίκησης Επιχειρήσεων, από την Ανώτατη Βιομηχανική Σχολή Θεσσαλονίκης με Λίαν Καλώς το 1981.  Διορίστηκε Τελωνειακός Λειτουργός 3ης τάξης στις 8.11.1985, ως Τελωνειακός Λειτουργός 2ης τάξης την 1.12.1990, ως Εξεταστής Τελωνείων 1ης τάξης στις 15.1.1999 και ως Τελωνειακός Λειτουργός την 1.11.2001.

 

         Είναι σαφές ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο.  Αυτό, διότι ο Διευθυντής Τελωνείων με τη γενικευμένη δήλωση του ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε αρχαιότητα της αιτήτριας, προέβηκε σε σύσταση υπέρ του πρώτου χωρίς να διαπιστωθεί η πραγματική αρχαιότητα μεταξύ των δύο.  Η γενική διατύπωση της σύστασης ότι «ο συστηνόμενος υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι όλων των υποψηφίων που δεν συστήνονται» έθεσε τα πράγματα σε διάσταση που δεν ήταν ορθή.  Παρέλειψε και ο Διευθυντής και στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ., να εντοπίσουν την πραγματική αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους έναντι της αιτήτριας.  Η αρχαιότητα αφέθηκε να νοηθεί ότι ήταν στην αμέσως προηγούμενη θέση από την επίδικη θέση προαγωγής.  Ενώ στην πραγματικότητα και οι δύο υποψήφιοι κατείχαν την αμέσως προηγούμενη θέση από την ίδια ημερομηνία. 

 

 

Περαιτέρω, υπάρχουν τα εξής δεδομένα που έπρεπε να εξηγηθούν και να αποτελούν έναυσμα για απόφαση, από τον Διευθυντή και την Ε.Δ.Υ.  Ενδιαμέσως το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τη θέση του Εξεταστή Τελωνείων, 1ης τάξης, χωρίς να εξηγηθεί αν αυτή η θέση ήταν βαθμίδα στην ιεραρχία και γιατί η αιτήτρια δεν έλαβε τέτοια θέση.  Η θέση αυτή, χωρίς την αντίστοιχη της για την αιτήτρια, δεν επιφέρει οποιαδήποτε αρχαιότητα, εφόσον είναι σε προ-προηγούμενη θέση και, όπως υποδεικνύει η αιτήτρια στην αγόρευση της χωρίς να αντικρούεται αυτό από τη Δημοκρατία, είναι περιορισμένης σημασίας εφόσον αφορούσε αρχαιότητα σε ψηλότερη βαθμίδα και κλίμακα, (Χόπλαρος ν. Μακρή (2005) 3 Α.Α.Δ. 513 και Στέλιος Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1719/07, ημερ. 22.7.2010).  Σημασία έχει ότι ακόμη και με την ενδιάμεση αυτή θέση του ενδιαφερόμενου μέρους και οι δύο   υποψήφιοι προς προαγωγή είχαν ως εφαλτήριο την αμέσως προηγούμενη θέση του Τελωνειακού Λειτουργού, την οποία αμφότεροι κατέλαβαν την ίδια ημερομηνία την 1.11.2001.  Η δε θέση Τελωνειακού Λειτουργού, 2η τάξης, που κατεχόταν από τους διαδίκους την δεκαετία του 1990, με αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους, ήταν πολύ απομακρυσμένη για να έχει οποιαδήποτε σημασία.

 

         Όλα τα ανωτέρω, δεν εξηγήθηκαν από το Διευθυντή, ούτε ενδιέτριψε σ΄ αυτές τις διαφοροποιήσεις, όπως βεβαίως δεν ενδιέτριψε ούτε η Ε.Δ.Υ.  Και αυτό αποτελεί πρόσθετο λόγο πλάνης και σύγκρουσης με τα στοιχεία των φακέλων. 

 

         Δεν είναι βέβαια αρκετό να λεχθεί ότι όλα τα δεδομένα ήσαν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. μέσα από τους υπηρεσιακούς φακέλους, τους οποίους καθηκόντως εξέτασε.  Είναι η ανάδειξη των στοιχείων αυτών που έχει σημασία.  Η μη ανάδειξη των πραγματικών στοιχείων ώστε μ΄ αυτή τη γνώση η Ε.Δ.Υ. να προχωρήσει στην επιλογή της, αποτελεί εδώ το πρόβλημα και όχι ότι με τη σύσταση του ο Διευθυντής, όπως εισηγείται η Δημοκρατία στην αγόρευση της, σελ. 5, δεν έδωσε αποφασιστική σημασία με τα στοιχεία των φακέλων στην αρχαιότητα για τους λόγους που εξηγήθηκαν πριν.  Το προβάδισμα του ενδιαφερομένου μέρους με αναφορά στην αρχαιότητα αναγόταν στο απώτερο παρελθόν, και εφόσον στην προηγούμενη της επίδικης θέσης τα μέρη προήχθησαν την ίδια μέρα, η απομακρυσμένη αρχαιότητα δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα ή σημασία (Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56), αν και ακόμη και αυτή θα μπορούσε να λογισθεί υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους σε περίπτωση που τα υπόλοιπα κριτήρια αξία και προσόντων ήσαν ισοδύναμα με την αιτήτρια ή τουλάχιστον δεν εντοπιζόταν διαφορά υπέρ της αιτήτριας, (Καϊσή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 479/09, ημερ. 22.7.2010).  Αυτά, υπό το φως ότι είναι το σύνολο των κριτηρίων που λαμβάνεται υπόψη, (Έλλη Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377).

 

         Διαπιστώνεται όμως και έτερο πρόβλημα στα συγκριτικά στοιχεία των δύο υποψηφίων.  Αυτό της κατοχής πρόσθετου προσόντος από την αιτήτρια, που δεν είχε το ενδιαφερόμενο μέρος και το οποίο δεν συνεκτιμήθηκε δεόντως.  Η Ε.Δ.Υ., σε αντίθεση εδώ με το Διευθυντή, δεν απέδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στο μεταπτυχιακό προσόν της αιτήτριας διότι απλώς το μνημόνευσε στην απόφαση της, χωρίς οτιδήποτε άλλο.  Λέχθηκε ότι δεν αποτελούσε πρόσθετο προσόν και δεν αποτελούσε πλεονέκτημα, και ορθά, εφόσον δεν ζητείτο οτιδήποτε σχετικό από το σχέδιο υπηρεσίας.  Δεν του έδωσε όμως και καμιά σημασία, κατ΄ αντίθεση προς τη νομολογία ότι το πρόσθετο προσόν μη απαιτούμενο και μη αποτελούντα πλεονέκτημα, πρέπει να συνεκτιμηθεί μεταξύ δύο ορίων.  Όπως έχει διατυπωθεί στην Έλλη Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω –:

 

          «Σύμφωνα με τη σχετική επί του θέματος νομολογία, (Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374), το διοικητικό όργανο σ΄ αυτές τις περιπτώσεις, έχει καθήκον να λάβει υπόψη τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, κινούμενο ανάμεσα σε δύο όρια:  ούτε της απόδοσης υπερβολικής βαρύτητας ώστε αυτή να κατατείνει σε έκδηλη υπεροχή, ούτε όμως και της εντελώς οριακής αξιολόγησης, ώστε να μην τους δίνεται κατ΄ ουσίαν οποιαδήποτε σημασία, ως να μην ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.»

 

Επομένως, η αιτήτρια έχει δίκαιο στις θέσεις της.  Η Ε.Δ.Υ. απλώς ανέφερε στο σκεπτικό της ότι η αιτήτρια, μεταξύ άλλων, που δεν επιλέγησαν, διαθέτει  εκτός από πτυχίο, και μεταπτυχιακό δίπλωμα το οποίο είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, χωρίς όμως να το  σταθμίσει με οποιοδήποτε τρόπο.  Η Δημοκρατία λέγει στην αγόρευση της σελ. 2, ότι το αρμόδιο όργανο, δηλαδή η Ε.Δ.Υ., απέδωσε στο πρόσθετο αυτό μεταπτυχιακό προσόν «την ανάλογη βαρύτητα».  Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα.  Η Ε.Δ.Υ., ούτε καν ανεφέρθη στο σκεπτικό της σε οποιαδήποτε βαρύτητα που απέδωσε στο μεταπτυχιακό προσόν, έστω και αν η φράση αυτή χρησιμοποιείται διαχρονικά από το διοικητικό  όργανο αποδίδοντας, στερεότυπα ίσως, την εκτίμηση του διοικητικού οργάνου, (δέστε την απόφαση της Ολομέλειας στη Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 156/08, ημερ. 29.9.2011), καθώς και την Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374).

 

Δεν μπορεί, επομένως, να γνωρίζει κάποιος ποια θα ήταν η εκτίμηση και τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., αν είχε υπόψη του τα ορθά στοιχεία όσον αφορά την αρχαιότητα αφενός και αν η σκέψη της κατευθυνόταν αφετέρου και προς τη στάθμιση του μεταπτυχιακού προσόντος της αιτήτριας, το οποίο έκρινε σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά δεν είναι γνωστό αν και πώς στην πράξη το συνεκτίμησε με την οριακή, μέχρι αμελητέα, αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους, του κριτηρίου της αξίας ίσου και για τους δύο υποψηφίους.  Με αυτά τα δεδομένα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για απόδειξη έκδηλης υπεροχής εκ μέρους της αιτήτριας, διότι διαπιστώνεται πλάνη στην ουσία των πραγμάτων και συνεπώς αιτιολογική κρίση που πάσχει, (Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, προσφ. αρ. 56/08, ημερ. 30.4.2009).

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το                    Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                            Δ.

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο