VILMA MARCELINO ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 739/2012, 16/7/2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 739/2012)

 

16 Ιουλίου, 2012

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

VILMA  MARCELINO,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ  ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.  ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ  ΑΡΧΕΙΟΥ  ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ  ΚΑΙ  ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Καθ’ ων η Αίτηση.

________________________

 

ΑΙΤΗΣΗ  ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ  7  ΜΑΪΟΥ,  2012

 

Νατάσα Χαραλαμπίδου (κα), για την Αιτήτρια.

Μαρία Λοΐζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Στις 4/5/2012, εναντίον της αιτήτριας εκδόθηκαν Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης, για το λόγο ότι αυτή είναι απαγορευμένη μετανάστρια.   Εναντίον των πιο πάνω Διαταγμάτων, η αιτήτρια καταχώρισε προσφυγή και την παρούσα αίτηση, με την οποία ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-

 

«Α)  Διάταγμα και/ή απόφαση που να αναστέλλει την ισχύ των Διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της VILMA  MARCELINO μέχρι την τελική εκδίκαση της παρούσας προσφυγής ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου, η οποία βρίσκεται υπό κράτηση στο Μπλοκ 9 των Κεντρικών Φυλακών Λευκωσίας, κατά παράβαση των ρητών προνοιών του Νόμου 6(Ι)/2000 (βλ. άρθρο 7, (4), (α), (β), (γ)) όπου απαγορεύει την κράτηση αιτητή ασύλου λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητής Ασύλου (βλ. άρθρο 8) όπου δίδει δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία σε αιτητή Ασύλου, (βλ. άρθρο 14(1)(α) και (β) όπου ο βάσιμος φόβος διώξεως στηρίζεται σε γεγονότα τα οποία επήλθαν μετά την αναχώρηση του αιτητή από την χώρα καταγωγής του).»

 

 

 

Η αιτήτρια, υπήκοος Φιλιππινών, ήλθε στην Κύπρο στις 9/8/1998, για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός σε συγκεκριμένη εργοδότρια.  Της παραχωρήθηκε άδεια παραμονής υπό το καθεστώς της οικιακής βοηθού, με τελική ισχύ μέχρι τις 9/8/2002.  Μετά τη λήξη της άδειάς της, συνέχισε να διαμένει παράνομα στην Κύπρο και, στις 4/5/2003, τέλεσε γάμο, στο Μέγα Τέμενος Λεμεσού, με τον Ιρακινό Shahd Tain Amer Amer, (ο "Amer"), αναγνωρισμένο πρόσφυγα.  Λόγω του γάμου της, θεωρήθηκε εξαρτώμενο πρόσωπο του εν λόγω αλλοδαπού και περιλήφθηκε στην άδεια παραμονής του με ισχύ μέχρι τις 12/12/2005, η οποία, στη συνέχεια, ανανεώθηκε μέχρι τις 14/3/2009.  Αίτησή της για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας απορρίφθηκε στις 23/2/2007, όπως απορρίφθηκε, λόγω απόσυρσής της, στις 6/11/2007, και η Προσφυγή Αρ. 568/07, που αυτή καταχώρισε εναντίον της απόρριψης του αιτήματός της.  Στις 20/10/2007, υπέβαλε νέα αίτηση για πολιτογράφηση, η εξέταση της οποίας εκκρεμεί.  Ο γάμος της με το Amer, σύμφωνα με έγγραφα, που η ίδια προσκόμισε στους καθ’ ων η αίτηση, διαλύθηκε στις 20/1/2008, με αποτέλεσμα, στις 4/5/2009, να της αποσταλεί επιστολή, σε απάντηση αίτησής της για ανανέωση της άδειας παραμονής της, με την οποία της γνωστοποιείτο ότι δεν ήταν πλέον εξαρτώμενο πρόσωπο του Amer και έπρεπε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία.  Αυτή δε συμμορφώθηκε και, επειδή ο εντοπισμός της δεν κατέστη δυνατός, τα στοιχεία της, στις 16/7/2009, καταχωρήθηκαν στον Κατάλογο των Αναζητουμένων Προσώπων.  Στο μεταξύ, αίτημα που υπέβαλε, μέσω του συνηγόρου της, στις 13/5/2009, όπως της παραχωρηθεί άδεια παραμονής υπό το καθεστώς του «επί μακρόν διαμένοντος στη Δημοκρατία», απορρίφθηκε.

 

Αργότερα, στις 3/5/2012, η αιτήτρια παρουσιάστηκε στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, στη Λευκωσία, και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση σ’ αυτήν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα.  Επειδή ήταν αναζητούμενο πρόσωπο, συνελήφθη και την επομένη, 4/5/2012, εκδόθηκαν εναντίον της Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης.  Την ίδια ημέρα, το Διάταγμα Απέλασης ανεστάλη, εν αναμονή εξέτασης της πιο πάνω αίτησής της.    Η έκδοση των Διαταγμάτων της γνωστοποιήθηκε στις 7/5/2012, αρνήθηκε, όμως, να υπογράψει και να παραλάβει τη σχετική επιστολή. 

 

Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι τα εκδοθέντα Διατάγματα είναι έκδηλα παράνομα, αφού αυτά εκδόθηκαν στις 4/5/2012 και της γνωστοποιήθηκαν μόλις στις 7/5/2012.  Η έκδοσή τους, ισχυρίζεται, παραβιάζει τον Κ. 19 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972, (Κ.Δ.Π. 242/72), (όπως έχουν τροποποιηθεί), (οι «Κανονισμοί»), αφού δεν της επιδόθηκε πριν την κήρυξή της σε απαγορευμένη μετανάστρια σχετική ειδοποίηση.  Για το πιο πάνω γεγονός, έλαβε γνώση τέσσερις ημέρες μετά τη σύλληψή της και τρεις ημέρες μετά την έκδοση των Διαταγμάτων.  Εφόσον, εισηγείται, το αίτημά της για παραχώρηση σ’ αυτήν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα προηγήθηκε της έκδοσης εναντίον της των Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης, υπερισχύει, σύμφωνα με την επιφύλαξη του ΄Αρθρου 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000, (Ν. 6(Ι)/2000), (όπως έχει τροποποιηθεί), (ο «περί Προσφύγων Νόμος»), και, ως εκ τούτου, η έκδοση των Διαταγμάτων είναι έκδηλα παράνομη.  Ενόσω, υποστηρίζει, η πιο πάνω αίτησή της εξετάζεται, αυτή δικαιούται σε παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής στη Δημοκρατία.  Με αναφορά στην Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και σε νομολογία[1], η συνήγορός της εισηγήθηκε ότι η περαιτέρω κράτησή της στερείται νόμιμου ερείσματος.  Η αναστολή του Διατάγματος Απέλασης, ουσιαστικά, συνεπάγεται και την αναστολή του Διατάγματος Κράτησης.

 

Η αιτήτρια ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι, εάν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής, η ίδια θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά.  Εάν απελαθεί, κινδυνεύει η ζωή της, για λόγους που αφορούν το γάμο της με μουσουλμάνο και, εφόσον κρατείται, θα απολέσει την εργασία της, με οικονομικές γι’ αυτή συνέπειες. 

 

Τα ζητήματα που εγείρει η αιτήτρια σε σχέση με την έκδηλη παρανομία των Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης, λόγω της εκκρεμούσας αίτησής της για παραχώρηση σ’ αυτήν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα, εξετάστηκαν και απαντήθηκαν στην απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Rahal v. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 741, τα γεγονότα της οποίας είναι όμοια με τα γεγονότα της παρούσας.  Παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση, το οποίο θεωρώ ότι σφραγίζει το αποτέλεσμα ως προς το πιο πάνω σκέλος των ισχυρισμών της:- (σελ. 748-750)

 

«΄Εχουμε τη γνώμη ότι η Διευθύντρια διατηρούσε τη δυνατότητα να εκδώσει διάταγμα απέλασης του αιτητή παρότι εκκρεμούσε το δεύτερο αίτημα του για πολιτικό άσυλο.  Η επιφύλαξη στο άρθρο 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου σημαίνει ότι ο περί Προσφύγων Νόμος υπερισχύει στο πεδίο που προορίζεται να καλύψει, παρέχοντας σε αιτητές ασύλου, υπό προϋποθέσεις που ορίζει, προστασία από επιπτώσεις και κυρώσεις που προβλέπονται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο.  Ως προς όμως τα λοιπά δεν μεταβάλλεται και δεν ατονεί ο ρυθμιστικός ρόλος του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου που αποβλέπει στην προστασία της Κυπριακής επικράτειας και έχει εμβέλεια πέραν του πεδίου εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου.  Δεν δεχόμαστε ότι όπου γίνεται επίκληση του περί Προσφύγων Νόμου καθίσταται, στις πτυχές που εδώ συζητούμε, καθ’ ολοκληρίαν ανενεργός ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος. 

 

Στην προκείμενη περίπτωση το διάταγμα απέλασης είχε προδήλως ως έρεισμα περιστάσεις έξω από το πεδίο εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου.  Στηρίχθηκε σε περιστάσεις άλλες από εκείνες που αναγνωρίζονται από τον περί Προσφύγων Νόμο ότι ενδέχεται να συνοδεύουν αιτητές ασύλου.  Αυτή η διάκριση απασχόλησε πρωτοδίκως τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Αναφορικά με τον Jamil Ahmed (2004) 1 Α.Α.Δ. 1752, όπου ανέφερε τα εξής:

 

‘Λανθασμένη, όμως, θεωρώ και την αντίληψη που διατρέχει την εισήγηση του αιτητή πως, σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλαδή και στην περίπτωση αλλοδαπού που ενώ εισήλθε νόμιμα, παρέμενε παρανόμως στη Δημοκρατία αναζητούμενος, όπως ο αιτητής, εκ μόνης της υποβολής και της εξέτασης αίτησης ασύλου απαγορεύεται η κράτησή του.  Το άρθρο 14 του Κεφ. 105 στο οποίο αναφέρθηκε ο αιτητής τελεί υπό την επιφύλαξη των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, βεβαίως στην έκταση που αυτές το επηρεάζουν και το άρθρο 7(4) του περί Προσφύγων Νόμου το οποίο επικαλέστηκε ο αιτητής, δεν συνιστά πρόνοια η οποία, όπως την κατανοώ, άνευ ετέρου το επηρεάζει.  Απαγορεύει την κράτηση αιτητή εκτός κατά τον τρόπο που εκεί ορίζεται, λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου και τα διατάγματα που εκδόθηκαν δεν είχαν ως βάση αυτή την ιδιότητα του αιτητή.  Εκδόθηκαν για λόγους άλλους, μάλιστα πριν ο αιτητής υποβάλει καν αίτηση για άσυλο.’

 

Στην περίπτωση που εξετάζουμε το αίτημα για άσυλο υποβλήθηκε βεβαίως πριν από την έκδοση του διατάγματος απέλασης αλλά αυτό δεν εκφεύγει του σκεπτικού στην απόφαση Jamil Ahmed (ανωτέρω).  Πρόκειται για διαφορά σε λεπτομέρεια που δεν επιδρά στο βασικό άξονα του συλλογισμού.  Η λειτουργική σχέση μεταξύ των δύο νομοθετημάτων προσδιορίζεται ερμηνευτικά με αναφορά στον αντίστοιχο σκοπό τους και το αποτέλεσμα της διασύνδεσης τους και όχι τη χρονική σειρά των εξελίξεων μετά που αποκρυσταλλώθηκε η κατάσταση.  Μια άλλη όψη του ιδίου στην ουσία ζητήματος εξετάστηκε λίγο αργότερα από το Εφετείο, στην υπόθεση Napana Wilesinge (2004) 2 Α.Α.Δ. 560, κατά την ερμηνεία κυρίως του προεκτεθέντος άρθρου 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προστατεύει αιτητές ασύλου από τιμωρία αλλά μόνο εφόσον πληρούνται οι όροι του.  Επισημάναμε εκεί ότι:

 

‘...... η τιμωρία που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δεν είχε σχέση με ενέργειες του που προέκυψαν εκ της ιδιότητας του ως αιτητή πολιτικού ασύλου.  Η τιμωρία είχε ως λόγο το ότι ο εφεσείων παρέβη τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο και ότι η παράβαση δεν συνδεόταν με τις ανάγκες που αφορούσαν την εν λόγω επικληθείσα ιδιότητα.’

 

Νόμιμα λοιπόν εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης.  Με την κατάληξη μας αυτή, αναδεικνύεται εν προκειμένω και η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης, επίσης ως διοικητικού μέτρου βάσει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προορισμένου να διαφυλάξει τη δυνατότητα εκτέλεσης - αν παραστεί ανάγκη - του διατάγματος απέλασης.  Δεν χωρεί συσχετισμός μεταξύ αυτής της κράτησης, και κράτησης βάσει του άρθρου 7(4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, δεδομένου ότι στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής δεν κρατείται ‘λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητή ασύλου’ ώστε να ισχύει η απαγόρευση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 7(4)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Τέλος, ως προς την αναστολή του διατάγματος απέλασης, προφανώς για περιορισμένο χρονικό διάστημα που λογικώς χρειάζεται για τη λήψη απόφασης επί του αιτήματος ασύλου, ο αιτητής δεν έχει λόγο να παραπονείται.  Πρόκειται για ευμενή γι’ αυτόν εξέλιξη.  Παραμένει βέβαια υπό κράτηση αφού η αναστολή δεν αγγίζει το διάταγμα κράτησης: βλ. την υπόθεση Jamil Ahmed (ανωτέρω).  Αλλά με την αναστολή παραμένει στην Κύπρο.  Και παρέχεται η δυνατότητα πλήρους εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου.»

 

 

 

Στην παρούσα περίπτωση, σημειώνω ότι η αιτήτρια, όταν αυτή επισκέφτηκε την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης για υποβολή του αιτήματός της για παραχώρηση σ’ αυτήν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα, ήταν ήδη αναζητούμενο πρόσωπο.  Συνελήφθη και την επομένη εκδόθηκαν τα Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης.

 

Ούτε ο ισχυρισμός ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία, επειδή δεν τηρήθηκε η διαδικασία του Κ. 19 των Κανονισμών, ευσταθεί.  Η διαδικασία του Κ. 19 των Κανονισμών θεωρώ ότι δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.  Και αν, όμως, αυτή αποτελούσε τέτοια προϋπόθεση, το γεγονός ότι δεν τηρήθηκε δεν αποτελεί έκδηλη παρανομία.  Στα Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης ρητά αναφέρεται ότι η αιτήτρια είναι απαγορευμένη μετανάστρια. 

 

Ούτε οι ισχυρισμοί της αιτήτριας για πρόκληση σ’ αυτήν  ανεπανόρθωτης ζημιάς από τη μη έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων ευσταθούν.  Το Διάταγμα Απέλασής της έχει ανασταλεί μέχρι την εξέταση της αίτησής της για παραχώρηση σ’ αυτήν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα.  Εάν αυτή εγκριθεί, δεν τίθεται ζήτημα απέλασής της, εκτός, βέβαια, εάν προκύψουν άλλοι λόγοι, που θα είναι αντικείμενο άλλης διαδικασίας.  Σύμφωνα δε με τη νομολογία, οικονομικές επιπτώσεις δε θεωρούνται ανεπανόρθωτη ζημιά - (βλ. Κοιν. Poseidon Grand Marina of Paphos κ.ά. ν. Cybarco Plc κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 513).  Η προοπτική αδυναμίας φυσικής παρουσίας της αιτήτριας για σκοπούς προώθησης των υποθέσεών της και πάλι δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ανεπανόρθωτη ζημιά, αφού αυτή εκπροσωπείται από δικηγόρο και έχει τη δυνατότητα, σε περίπτωση επιτυχίας των διαβημάτων της, να επανέλθει.  ΄Αλλωστε, είναι νομολογημένο ότι, όταν η παραμονή αλλοδαπού στη Δημοκρατία έχει κριθεί ως παράνομη, δεν υπάρχει συνταγματικό δικαίωμα φυσικής παρουσίας του κατά τη διάρκεια και μέχρι την αποπεράτωση της διοικητικής δίκης, ενώ, αν αυτή κριθεί αναγκαία, μπορεί να γίνουν κατάλληλες ρυθμίσεις - (βλ. Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Rached v. Δημοκρατίας κ.α. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3135).

 

Η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

 

 

                                                                            Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                         Δ.

/ΜΠ



[1] Leonie Marlyse Yombia Ngassam ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 493/10, 20/8/10

  Azad Mohammad Ysef v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 782/11, 23/6/11


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο