Γ. Α. ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΥΙΟΣ ΛΤΔ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 648/2011, 20/8/2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 648/2011

 

20 Αυγούστου, 2012

 

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Γ. Α. ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ

Αιτητές

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση

 

...........................................

Αχ. Αιμιλιανίδης, για τους αιτητές

Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

..............................

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:  Οι αιτητές, στην παρούσα προσφυγή ζητούν από το δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία, την οποία παραθέτω αυτούσια:

 

«Α.  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι το διάταγμα απαλλοτρίωσης με αρ. Δ.Π. 234 που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας κατά ή περί τις 24/3/2011 αναφορικά με τα ακίνητα των Αιτητών στον Στρόβολο της Επαρχίας Λευκωσίας, Ενορία Αγιος Βασίλειος, τοποθεσία Δύο Καμίνια, Φ/Σχ. 30/14W1 με αρ. εγγραφής Η2355 και Η2354, τεμάχια 2319 και 2318 αντίστοιχα, μερίδιον το όλον και η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτησις, που κοινοποιήθηκε στους Αιτητές από τους Καθ’ ων η Αίτησις κατά ή περί τις 5/5/2011 σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση που οι Αιτητές υπέβαλαν κατά ή περί τις 19/1/2011 στην Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης με αρ. Δ.Π. 1013 που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ. 4391 ημερ. 26/11/2010 για τη βελτίωση της συμβολής της Λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού με τη Λεωφόρο Κωνσταντινουπόλεως στο Στρόβολο και αφορούσε τα ως άνω αναφερόμενα ακίνητα των Αιτητών, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Οι αιτητές είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες των προαναφερθέντων τεμαχίων γης στο Στρόβολο της επαρχίας Λευκωσίας ενορία Αγ. Βασίλειος.

 

Στις 28/11/2010 δημοσιεύθηκε Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης για τη βελτίωση της συμβολής της Λεωφ. Σπύρου Κυπριανού με τη Λεωφ. Κωνσταντινουπόλεως στο Στρόβολο.  Για την πιο πάνω απαλλοτρίωση υποβλήθηκε ένσταση με ημερ. 19/1/2011 από τους αιτητές μέσω του δικηγόρου τους.  Η ένσταση των αιτητών εξετάστηκε από την Υπουργική Επιτροπή και απορρίφθηκε στις 8/3/2011.  Οι αιτητές ενημερώθηκαν με επιστολή ημερ. 5/5/2011 για την απόρριψη της ένστασης τους και τη δημοσίευση διατάγματος απαλλοτρίωσης.  Στις 24/5/2011 το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας με επιστολή του πρόσφερε αποζημίωση στους αιτητές αναφορικά με το απαλλοτριωθέν ακίνητο τους.  Η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε στις 19/5/2011.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών στη γραπτή του αγόρευση (αρχική και απαντητική) προβάλλει ουσιαστικά ως μοναδικό λόγο ακύρωσης ότι η προσβαλλόμενη πράξη επιβάλλεται να ακυρωθεί λόγω του ότι το διάταγμα απαλλοτρίωσης συνιστά απόπειρα εκ των υστέρων νομιμοποίησης της επέμβασης που έγινε στο ακίνητο.  Βέβαια, με πολύ περιληπτικό τρόπο, γίνεται και ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση απορρίπτει τους πιο πάνω ισχυρισμούς και ζητά την απόρριψη της προσφυγής.

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

Προωθώντας τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών τόνισε το γεγονός ότι αρχικά οι καθ’ ων η αίτηση άρχισαν εργασίες με παράνομη επέμβαση στα ακίνητα των αιτητών και για το σκοπό αυτό στις 21/7/2009 καταχώρησαν την αγωγή 4322/2009 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η οποία εκκρεμεί.  Με τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης και στη συνέχεια με το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης, οι καθ’ ων η αίτηση ουσιαστικά προσπαθούν να νομιμοποιήσουν μια παράνομη πράξη, κάτι που δεν δικαιούνται αφού η αιτιολογία αντιβαίνει προς το νόμο.  Επικαλέστηκε προς τούτο, μεταξύ άλλων τις υποθέσεις Κόκκινος ν. Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 463 και  Κλεοπάτρα Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 1103/98 ημερ. 3/10/2003, που ακολούθησε την Κόκκινος ν. Δημοκρατίας καθώς και την υπόθεση Ανδρέας Παρίσης ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 426/2002 ημερ. 22/10/2003 και Ανδρέας Παρίσης ν. Δημοκρατίας υποθ. αρ. 412/2003 ημερ. 31/12/2004.

 

Από πλευράς των καθ’ ων η αίτηση γίνεται παραδεκτό ότι αρχικά επενέβησαν παράνομα στην ακίνητη ιδιοκτησία των αιτητών αλλά ισχυρίζονται ότι η απαλλοτρίωση είναι νομικά δυνατή και ορθή αφού τα απαλλοτριωθέντα ακίνητα ήταν απόλυτα αναγκαία για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή της κατασκευής των προαναφερθέντων οδών.  Οι αιτητές πέραν του ισχυρισμού τους ότι η απαλλοτρίωση είχε σκοπό τη νομιμοποίηση της παράνομης επέμβασης, δεν παραθέτουν οποιοδήποτε άλλο λόγο που να πλήττει τη νομιμότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, π.χ. ότι δεν ήταν αναγκαία η απαλλοτρίωση και/ή ότι υπήρχαν άλλα κατάλληλα ακίνητα.

 

Μελέτησα τις αντίστοιχες θέσεις.  Έχω καταλήξει ότι το γεγονός ότι της απαλλοτρίωσης προηγήθηκε παράνομη επέμβαση, αυτό από μόνο του δεν σημαίνει ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι νόμιμη η απαλλοτρίωση.  Το κριτήριο είναι αν η απόφαση για απαλλοτρίωση των συγκεκριμένων ακινήτων λήφθηκε σύμφωνα με το νόμο και  τις αρχές του διοικητικού δικαίου και κατά πόσο πράγματι η απόφαση για επιλογή των ακινήτων των αιτητών (και όχι άλλων ακινήτων) έγινε μετά από δέουσα έρευνα και ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

Το αναφαίρετο δικαίωμα ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος και υπόκειται μόνο σε εκείνους τους περιορισμούς που απαριθμούνται στην παράγραφο 3 και είναι απολύτως αναγκαίοι.  Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ιδίου Άρθρου, παρέχεται η δυνατότητα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, μεταξύ άλλων, για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, καθοριζομένους διά νόμου περί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Προς τούτο θεσπίστηκε ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμος του 1962 (Ν. 15/62 ως έχει τροποποιηθεί) σύμφωνα με τον οποίο (άρθρο 3) η δημιουργία συγκοινωνιών είναι μέσα στους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας. 

 

Σύμφωνα με σχετική νομολογία που ερμήνευσε τις πιο πάνω συνταγματικές και νομοθετικές πρόνοιες, οι σκοποί που αναφέρονται στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης εξετάζονται μαζί με άλλους παράγοντες, όπως το περιεχόμενο της μελέτης που οδηγεί στο διάταγμα απαλλοτρίωσης.  Αποφασίστηκε επίσης ότι μια τέτοια μελέτη ή σχέδιο αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση του διατάγματος (βλ. μεταξύ άλλων Glyki v. Municipal Corporation of Famagusta (1967) 3 C.L.R. 677, Μεστάνας κ.α. ν. Δημοτικού Συμβουλίου Αθηαίνου (αρ. 2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 185, Σπύρου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Πολεμιδιών (1998) 3 Α.Α.Δ. 307, Καραολή ν. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 3 Α.Α.Δ. 76 και Ψάλτης κ.α ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 452).  Πρέπει επίσης η διοίκηση να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι έχει διεξαχθεί η δέουσα έρευνα και ότι η επιλογή του συγκεκριμένου ακινήτου ή ακινήτων ήταν η καλύτερη, υπό τις περιστάσεις, λύση.  (βλ. Καπονίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 598).

 

Η έρευνα και το κατά πόσο εξετάστηκε από τη διοίκηση η εναλλακτική απαλλοτρίωση άλλων ακινήτων, εξαρτάται από τη φύση του έργου δημόσιας ωφέλειας που θα γίνει.  Δεν υπήρχε οποιαδήποτε υπόδειξη από τους αιτητές άλλης καταλληλότερης ιδιοκτησίας για τη δημιουργία του έργου.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό των αιτητών ότι η απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, κρίνω ότι δεν ευσταθεί.  Η αιτιολογία γενικά, αλλά ιδιαίτερα σε υποθέσεις αυτής της φύσης, μπορεί να συμπληρωθεί από τους διοικητικούς φακέλους.  Ο σχεδιασμός του έργου, θέμα που είναι τεχνικής φύσης, ανήκει στη διοίκηση και το δικαστήριο γενικά δεν επεμβαίνει.  (Βλ. Θεοδουλίδης κ.α.  ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 742).

 

Σύμφωνα με τη νομολογία δέουσα έρευνα είναι η από μέρους του αποφασίζοντος οργάνου, συλλογή των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης ώστε να τα αξιολογήσει και να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.  Κατά την άποψη μου οι καθ’ ων η αίτηση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων, έχουν προβεί σε εξαντλητική έρευνα και συλλογή των αναγκαίων στοιχείων, ώστε η απόφαση που έλαβαν να είναι, από αυτής της άποψης,  νόμιμη.  Το περιεχόμενο των εγγράφων που έχουν επισυναφθεί στην ένσταση και που υπάρχουν στους σχετικούς φακέλους, τεκμ. 1-4, αποκαλύπτουν μια ολοκληρωμένη έρευνα πριν τη δημοσίευση της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης.  Δεν  αμφισβητείται από τους αιτητές ότι η απαλλοτρίωση αφορούσε σκοπό δημόσιας ωφέλειας.  Άλλωστε αναφέρεται ρητά στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης ότι ο λόγος ήταν «για τη δημιουργία και ανάπτυξη των δημόσιων οδών στη Δημοκρατία» και συγκεκριμένα «για τη βελτίωση της συμβολής της Λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού με τη Λεωφόρο Κωνσταντινουπόλεως στο Στρόβολο».

 

Με την ένσταση τους ημερ. 19/1/2011 στην Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης οι αιτητές αυτό που ουσιαστικά ισχυρίστηκαν είναι ότι οι καθ’ων η αίτηση έχουν επέμβει παράνομα στα ακίνητα τους αναφέροντας και την έκταση της επέμβασης στο καθένα.  Με τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης η απαλλοτρωθείσα έκταση γης είναι 1052 τ.μ.

 

Έχει νομολογηθεί πως η διαδικασία και ο τρόπος έρευνας υπάγεται στην ευχέρεια της διοίκησης (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345) και εφόσον η έρευνα αποδεικνύεται επαρκής, η εκτίμηση των πραγματικών δεδομένων αφορά τη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης που είναι γενικά ανέλεγκτη από το Δικαστήριο.  Καταλήγω πως υπήρξε εδώ πλήρης έρευνα και ανάλυση των σχετικών δεδομένων.

 

Εξέτασα όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών αλλά έχω καταλήξει ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε που να καθιστά παράνομη την απόφαση για απαλλοτρίωση.

 

Η απόφαση στην υπόθεση Κόκκινος κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 4 (Α) ΑΑΔ 463 (στην οποία βασίστηκαν και οι υπόλοιπες υποθέσεις που επικαλέστηκε η πλευρά των αιτητών) διαφοροποιείται για το λόγο ότι αφορούσε επίταξη και όχι απαλλοτρίωση και (β) η άποψη ότι δεν μπορεί να γίνει νομιμοποίηση εκ των υστέρων (ex post facto) βασίστηκε στην υπόθεση HadjiYorki v. Republic (1977) 3 C.L.R. 144, η ουσία της οποίας ήταν ότι δεν μπορούσε ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων να αιτιολογήσει την απόφαση του εκ των υστέρων αφού όταν την ελάμβανε δεν υπήρχε έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου.  Επανάλαμβανε δηλαδή την αρχή ότι μια απόφαση που στερείται αιτιολογίας κατά το χρόνο λήψης της, δεν μπορεί να θεραπευτεί με την εκ των υστέρων αιτιολογία.  Εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά.  Η απαλλοτρίωση δεν αποσκοπεί στη νομιμοποίηση της χρονικής περιόδου που η Δημοκρατία είχε επέμβει παράνομα στα ακίνητα, αλλά από την ημερομηνία Γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης.  Αναφορικά με την περίοδο που οι καθ’ ων η αίτηση είχαν επέμβει παράνομα στα ακίνητα, οι αιτητές έχουν άλλα δικαιώματα, τα οποία έχουν ήδη διεκδικήσει με την προαναφερθείσα αγωγή.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το δικαστήριο.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

                                                                                     

Μ. Φωτίου, Δ.

/ΚΑΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο