ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1226/2012)
28 Σεπτεμβρίου 2012
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΑΓΗ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Αίτηση ημερ. 9 Αυγούστου 2012 για αναστολή απόφασης
Σ. Αγγελίδης με Γ. Ζαχαρία (κα), για τον Αιτητή.
Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 20.12.2005, ο αιτητής ήταν μέλος ομάδας αστυνομικών που ανέκοψε δύο πολίτες και στη συνέχεια τους κακοποίησε, (σχετική είναι η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94).
Με αφορμή τις κατηγορίες που απευθύνθηκαν, μεταξύ άλλων, και στον αιτητή για τη συμμετοχή του στο εν λόγω επεισόδιο, καταχωρήθηκε εναντίον του από το Αστυνομικό Σώμα, η υπ΄ αρ. 6/2006 Πειθαρχική Υπόθεση. Αυτή παρέμεινε σε εκκρεμότητα ενόψει της προσαγωγής του αιτητή ενώπιον του Μονίμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, το οποίο και αθώωσε τον αιτητή, καθώς και τους υπόλοιπους κατηγορούμενους, για να ανατραπεί όμως η αθωωτική απόφαση από την Πλήρη Ολομέλεια στην προαναφερθείσα απόφαση. Ο αιτητής και οι άλλοι κατηγορούμενοι επανεκδικάστηκαν από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας με άλλη σύνθεση όπου στις 18.2.2011, κατόπιν δικής του παραδοχής στο αδίκημα της επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη, καταδικάστηκε σε 12μήνη φυλάκιση με τριετή αναστολή. Μετά την εν λόγω καταδίκη, η αστυνομική πειθαρχική διαδικασία συνέχισε, η δε Πειθαρχική Επιτροπή, μετά από παραδοχή του, τον έκρινε ένοχο στην κατηγορία της καταδίκης σε ποινικό αδίκημα κατά παράβαση της παρ. 20, Πρώτος Πίνακας (Καν. 8) του Πειθαρχικού Κώδικα και τον Καν. 16(1) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989-2004. Η Πειθαρχική Επιτροπή του επέβαλε, με σχετική απόφαση της ημερ. 6.4.2011, χρηματική ποινή ίση με απολαβές οκτώ ημερών.
Ο Βοηθός Αρχηγός Αστυνομίας αποφάσισε την καταχώρηση έφεσης ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων εναντίον της πιο πάνω απόφασης της Πειθαρχικής Επιτροπής. Το Συμβούλιο Εφέσεων με πλειοψηφική απόφαση του ημερ. 3.8.2012, επέβαλε στον αιτητή την ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση. Εναντίον αυτής της απόφασης καταχωρήθηκε η επίδικη προσφυγή, καθώς και αίτηση για αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης μέχρι την εκδίκαση της ουσίας της προσφυγής.
Ένα είναι το σημείο το οποίο προβάλλει ο αιτητής τόσο μέσα από την αίτηση του, όσο και μέσα από την αγόρευση του κατά την ακρόαση της αίτησης, το οποίο είναι ότι η απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων πάσχει από έκδηλη παρανομία λόγω του ότι παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας και της φυσικής δικαιοσύνης. Αυτό διότι η συμμετοχή του Αρχηγού Αστυνομίας Μιχάλη Παπαγεωργίου ως ex officio μέλος του Συμβουλίου Εφέσεων, δεν νομιμοποιείτο υπό το φως του δεδομένου ότι προηγουμένως ο Αρχηγός Αστυνομίας ως γνωμοδοτούν όργανο έκρινε ότι τα αδικήματα ήσαν ιδιαιτέρως σοβαρά επισύροντας ποινή μεγαλύτερη από εκείνη την οποία θα μπορούσε να επιβάλει ο προεδρεύων Αξιωματικός, παραπέμποντας έτσι την υπόθεση για εκδίκαση από την Πειθαρχική Επιτροπή. Κατά τον αιτητή, η μεταγενέστερη συμμετοχή του ιδίου του Αρχηγού στο Συμβούλιο Εφέσεων που επέβαλε και την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης, αντιστρατεύετο την αρχή της αμεροληψίας εφόσον δεν θα μπορούσε να ήταν και κατήγορος και κριτής και δικαστής, ταυτοχρόνως.
Ο συνήγορος του αιτητή στην αγόρευση του βασιζόμενος μόνο στην έκδηλη παρανομία και όχι στο κριτήριο της ανεπανόρθωτης ζημιάς, ανέδειξε την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Νικόλας Νικολάου ν. Συμβουλίου Εφέσεων, Α.Ε. αρ. 47/09, ημερ. 27.7.2012, ως καλύπτουσα απολύτως την υπό κρίση περίπτωση. Με αναφορά και σε άλλες σχετικές αποφάσεις και συγγράμματα που περιλαμβάνουν και αποφάσεις του ΕΔΑΔ, κατέληξε στο ότι η αρχή της αμεροληψίας έχει παραβιαστεί από αντικειμενική άποψη στο ότι το Συμβούλιο Εφέσεων, στη σύνθεση του οποίου μετείχε ο Αρχηγός Αστυνομίας, δεν παρείχε τις εξωτερικές παραμέτρους και εγγυήσεις αμεροληψίας στον διοικούμενο.
Διαφορετική ήταν η θέση της κας Εργατούδη, η οποία μέσα από τη δική της παρουσίαση αυθεντιών τόνισε την αρχή που προκύπτει από τη νομολογία ότι η αμεροληψία πρέπει να φαίνεται με επαρκή βεβαιότητα από αναντίλεκτα γεγονότα που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατά την εισήγηση της ουδέποτε ο Αρχηγός Αστυνομίας, Μιχάλης Παπαγεωργίου, υποδύθηκε διαφορετικούς ρόλους, ούτε και έλαβε οποιαδήποτε ουσιαστική απόφαση στην παραπομπή της πειθαρχικής υπόθεσης ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής. Ουδέποτε ο κ. Παπαγεωργίου αξιολόγησε τη σοβαρότητα της υπόθεσης, πράγμα που έκαμε ο προηγούμενος Αρχηγός Αστυνομίας Χαράλαμπος Κουλέντης, η μόνη δε συμμετοχή του κ. Παπαγεωργίου ήταν η αποστολή μιας επιστολής προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης με την οποία εισηγείτο αλλαγή στη σύνθεση της Πειθαρχικής Επιτροπής. Ως εκ τούτου η συνήγορος θεώρησε ότι η απόφαση της Ολομέλειας στη Νικολάου – ανωτέρω –, δεν έχει καμία εφαρμογή στα επίδικα γεγονότα, ιδιαιτέρως διότι η τελική ποινή που επιβλήθηκε από το Συμβούλιο Εφέσεων αφορούσε πρόσθετα αδικήματα εναντίον του αιτητή και των υπολοίπων.
Είναι αναγκαίο πέραν των βασικών γεγονότων που καταγράφηκαν στην αρχή του παρόντος σκεπτικού, να αναφερθούν και τα εξής: Στις 5.7.2006, ο τέως Αρχηγός Αστυνομίας Χαράλαμπος Κουλέντης, με σχετική επιστολή του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης έκρινε, αφού μελέτησε το πόρισμα και τα έγγραφα της Πειθαρχικής Υπόθεσης αρ. 6/2006, ότι η υπόθεση έπρεπε να εκδικαστεί από Πειθαρχική Επιτροπή. Προς τούτο ήταν αναγκαία η έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος και συμφώνησε όπως ο αιτητής, μεταξύ άλλων, εκδικαστεί από Πειθαρχική Επιτροπή συμφώνως του Καν. 13(1) των Κανονισμών απαρτιζόμενη από τους Ανδρέα Νικολαΐδη, Ανώτερο Αστυνόμο ως πρόεδρο, και Μαριάννα Φραντζή, Ανώτερη Αστυνόμο, και Γεώργιο Τρυφωνίδη, Αστυνόμο Β, ως μέλη. Στη συνέχεια στις 23.3.2009, ο Μιχαήλ Παπαγεωργίου, τότε Αναπληρωτής Αρχηγός Αστυνομίας, απέστειλε επείγουσα με το χέρι επιστολή στον Υπουργό Δικαιοσύνης προς αντικατάσταση του κ. Νικολαΐδη, ο οποίος στο μεταξύ είχε προαχθεί σε Βοηθό Αρχηγό και του είχαν ανατεθεί νέα καθήκοντα. Εισηγήθηκε την Μαριάννα Φραντζή ως νέα πρόεδρο της Πειθαρχικής Επιτροπής, καθώς και το διορισμό του Στ. Παπαθεοδώρου, Αστυνόμου Α, ως νέου μέλους της Πειθαρχικής Επιτροπής, του άλλου μέλους Γ. Τρυφωνίδη παραμένοντος ως είχε. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης έδωσε τη συγκατάθεση του. Να σημειωθεί ότι η επιστολή του Μιχαήλ Παπαγεωργίου ημερ. 23.3.2009 προς τον Υπουργό, αρχίζει με την εξής φράση: «Σε συνέχεια της ταυτάριθμης επιστολής μου ημερ. 06/07/2006 και της δικής σας επιστολής …….».
Οι αρχές που λαμβάνονται στο ζήτημα της έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων στα πλαίσια προσφυγής δυνάμει του Κανονισμού 13 του περί Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, (σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 11 του Νόμου αρ. 33/64), καθορίζουν ότι ένα τέτοιο διάταγμα δύναται να εκδοθεί συνεπεία επείγουσας ανάγκης ή άλλων ειδικών περιστάσεων, χωρίς κλήση στον αντίδικο και εν πάση περιπτώσει χωρίς να διαγιγνώσκει την ουσία της υπόθεσης. Μέσα από τη νομολογία έχει καθορισθεί ότι προσωρινά διατάγματα εκδίδονται όπου προκύπτει έκδηλη παρανομία ή όπου διαφαίνεται η έλευση ανεπανόρθωτης ζημιάς, με την προϋπόθεση ότι δεν δημιουργούνται ταυτόχρονα ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση, (Σταύρος Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 234). Με υιοθέτηση προηγούμενης σχετικής νομολογίας, έκδηλη παρανομία διαπιστώνεται όταν υπάρχει καθαρή παραβίαση της διαδικασίας που προβλέπεται από νόμο ή εμφανής παραγνώριση των ουσιαστικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Θα πρέπει επίσης η έκδηλη παρανομία να αναδύεται από μόνη της από αναντίλεκτα και αντικειμενικά δεδομένα, (Πολύβιος Νικολάου ν. Ε.Δ.Υ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3959). Περαιτέρω, το προσωρινό διάταγμα δεν έχει σκοπό, ούτε δύναται να ελέγξει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ενός διοικητικού οργάνου, (Frangos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 52).
Στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd, (2007) 3 Α.Α.Δ. 402, απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας, λέχθηκε ότι:
«Η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»
Τέλος, είναι σαφές ότι τα δύο καθορισθέντα από τη νομολογία κριτήρια δεν είναι σωρευτικά, αλλά διαζευκτικά, στη διαπίστωση δε της έκδηλης παρανομίας, το στοιχείο της δημιουργίας ανυπέρβλητων εμποδίων στη διοίκηση δεν υπεισέρχεται στην εικόνα και ούτε βέβαια έχει σχέση πλέον η επαπειλούμενη ανεπανόρθωτη ζημιά στον ίδιο τον προσφεύγοντα.
Σχετική είναι επίσης η απόφαση στην ΑΤΗΚ ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 248, όπου με αναφορά στην απόφαση Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών – πιο πάνω - λέχθηκαν και τα εξής:
«Έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.»
Η διαδικασία πειθαρχικής δίωξης στην Αστυνομία καθορίζεται από τους περί Αστυνομίας (Πειθαρχικούς) Κανονισμούς του 1989, Κ.Δ.Π. 53/89, ως τροποποιήθηκαν. Εναντίον μέλους της Αστυνομίας που φέρεται να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα κατά τον Καν. 8, διενεργείται έρευνα με βάση τον Καν. 9, από αξιωματικό ή ανώτερο αξιωματικό (ο «ερευνών αξιωματικός»), το πόρισμα του οποίου υποβάλλεται στον Βοηθό Αρχηγό ή τον Βοηθό Αρχηγό (Διοίκησης), ο οποίος αν κρίνει με βάση τον Καν. 11(2) από τη μελέτη της υπόθεσης ότι το πειθαρχικό παράπτωμα είναι σοβαρής μορφής και η προβλεπόμενη από τον Καν. 22 ποινή ανεπαρκής, υποβάλλει το πόρισμα στον Αρχηγό, ο οποίος μετά από μελέτη δύναται να παραπέμψει την υπόθεση προς εκδίκαση από την Πειθαρχική Επιτροπή που ορίζεται σύμφωνα με τον Καν. 13.
Πρέπει εδώ να προστεθεί ότι ενώ οι ποινές που προβλέπονται από τον Καν. 22(1) και που δύνανται να επιβληθούν από τον προεδρεύοντα αξιωματικό σε περίπτωση που το πειθαρχικό παράπτωμα ή αδίκημα, όπως αναφέρεται στους Κανονισμούς είναι ήσσονος σημασίας με βάση τον Καν. 11(2), αφορούν κατακράτηση, διακοπή ή αναβολή ετήσιας προσαύξησης, χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις απολαβές δέκα ημερών, μετάθεση, αυστηρή επίπληξη ή επίπληξη, η Πειθαρχική Επιτροπή ή απλώς Επιτροπή, δύναται δυνάμει του Καν. 16 να επιβάλει, πέραν των ανωτέρω ποινών και υποβιβασμό κατά βαθμό ή τάξη, εξαναγκασμό σε παραίτηση ή απόλυση. Το Συμβούλιο Εφέσεων, δυνάμει του Καν. 29, μπορεί, μεταξύ άλλων, να μετατρέψει, να αυξήσει ή να μειώσει οποιαδήποτε ποινή που έχει επιβληθεί.
Η αμεροληψία του διοικητικού οργάνου στη λήψη της διοικητικής απόφασης είναι θεμελιακής σημασίας. Όπως αναφέρεται στον Ε.Π. Σπηλιωτόπουλο: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η Έκδ. Τόμος Ι, σελ. 144-146, παρ. 128, τα πρόσωπα που μετέχουν στην παραγωγή της πράξης,
«… πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις για αμερόληπτη κρίση…… Συνεπώς, τα πρόσωπα αυτά οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συμμετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης ……».
Η αμεροληψία πρέπει να υφίσταται, αλλά και να εμφανίζεται ως υφιστάμενη καθόλη την παραγωγή της διοικητικής πράξης. Η αμεροληψία ή η έλλειψη της δύναται να στοιχειοθετηθεί είτε υποκειμενικά, είτε αντικειμενικά. Η φαινομενική μεροληψία ή προκατάληψη έχει τη σημασία της και τα φαινόμενα μπορούν να οδηγήσουν στην ύπαρξη, εξ αντικειμενικής απόψεως, μη αμερόληπτου κριτή, (Piersack v. Belgium (1983) 5 EHRR 169 και Jacobs, White & Ovey: “The European Convention on Human Rights”, 5η έκδ., σελ. 266). Όπως αναφέρεται στο τελευταίο αυτό σύγγραμμα:
«The objective element involves determination of whether, in terms of structure or appearance, a party´s doubts about the tribunal´s independence and impartiality may be legitimate.»
Και στο σύγγραμμα των Harris, O´Boyle & Warbrick: “Law of the European Convention on Human Rights” 2η έκδ., σελ. 291, αναφέρεται ότι:
«The objective test is comparable to the English law doctrine that `justice must not only be done: it must also be seen to be done.´. In this context, the Court emphasises the importance of `appearances´. As the Court has stated what is at stake is the confidence which the courts in a democratic society must insprire in the public ....»
Στην McGonnell v. UK 30 EHRR 289, θεωρήθηκε μεμπτό το γεγονός ότι ο προεδρεύων δικαστής του Δικαστηρίου που απέρριψε την έφεση του αιτητή εναντίον της άρνησης παροχής πολεοδομικής άδειας, είχε προηγουμένως λάβει μέρος στη νομοθετική επεξεργασία του σχεδίου κάτω από το οποίο απερρίφθη η αίτηση του εφεσείοντος, ενώ είχε και δεύτερη ή νικώσα ψήφο σε περίπτωση ισοψηφίας κατά την ψήφιση της σχετικής νομοθεσίας.
Η αρχή στην υπόθεση Piersack v. Belgium – ανωτέρω – επεκτάθηκε αργότερα στην De Cubber v. Belgium 7 EHRR 236, όπου ο εκδικάσας δικαστής ενήργησε προηγουμένως ως ερευνών δικαστής. Το πρόβλημα εστιάστηκε στο γεγονός ότι αν και ανεξάρτητος ως ερευνών λειτουργός από την κατηγορούσα αρχή, εν τούτοις είχε διασυνδέσεις με το τμήμα και κάλλιστα θα μπορούσε να υποτεθεί ότι είχε ήδη σχηματίσει άποψη ως προς την ενοχή του κατηγορούμενου πριν τη δίκη. Όπως πάντοτε, τα γεγονότα στην κάθε υπόθεση ενέχουν τη δική τους σημασία. Έτσι στην Nortier v. The Netherlands Appl. No. 13924/88, ημερ. 24.8.1993, στην οποία παρέπεμψε η κα Εργατούδη, το ΕΔΑΔ αποφάσισε ότι δεν υπήρχε παραβίαση του Άρθρου 6.1, όταν ο ίδιος Δικαστής ανηλίκων εκδίκασε από την αρχή (προκαταρκτικά στάδια), μέχρι το τέλος, την υπόθεση. Το καθήκον του Δικαστή ήταν, στα πλαίσια της ειδικής δικαιοδοσίας ανηλίκων, να προστατεύει τους ανήλικους παραβάτες και όχι να τους τιμωρεί και επομένως δεν διαπιστώθηκε παραβίαση της έννοιας του «…..impartial tribunal» όπως της αποδόθηκε στην De Cubber v. Belgium – ανωτέρω – (δέστε τη σύμφωνη γνώμη του Δικαστή Morenilla).
Υπό το φως των πιο πάνω, διαπιστώνεται πρόβλημα στην όλη διαδικασία της υπό κρίση υπόθεσης. Τα γεγονότα είναι αναντίλεκτα και αναδύονται αβίαστα από τα τεθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν διαφωνεί επ΄ αυτού η Δημοκρατία. Δεν είναι βεβαίως η περίπτωση εδώ μεροληπτικής κρίσης λόγω συγγένειας του εμπλεκομένου, και οι υποθέσεις που ανέφερε στην αγόρευση της η Δημοκρατία, δεν εφαρμόζονται. Ο Αρχηγός Αστυνομίας στις 5.6.2006, Τεκμ. 2 στην ένσταση, ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 12(2)(γ), έκρινε, αφού μελέτησε το πόρισμα και τα έγγραφα της πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του αιτητή, ότι η υπόθεση ήταν αρκούντως σοβαρή ώστε να εκδικαστεί από Επιτροπή, προχωρώντας μάλιστα να ορίσει τη σύνθεση της υπό την έγκριση του Υπουργού. Αυτή η κρίση του Αρχηγού ευθέως παρέπεμπε στη δυνατότητα η ενδεχόμενη ποινή να ήταν αυστηρότερης μορφής από αυτή που δικαιούτο ο προεδρεύων αξιωματικός να επιβάλει σύμφωνα με τον Καν. 22(1). Κρίθηκε, με άλλα λόγια, ότι η ποινή θα μπορούσε να κινηθεί μεταξύ υποβιβασμού και απόλυσης.
Στις 23.3.2009, ο Αναπληρωτής Αρχηγός Αστυνομίας, ενεργώντας βεβαίως ουσιαστικά ως Αρχηγός, ζήτησε τη διαφοροποίηση της σύνθεσης της Επιτροπής. Πράττοντας αυτό, ως ήδη καταγράφηκε, αναφέρθηκε στην προηγούμενη επιστολή ημερ. 5.7.2006, την οποία μάλιστα χαρακτήρισε ως «επιστολή μου», παρόλο που είχε αποσταλεί από τον προηγούμενο Αρχηγό Αστυνομίας. Το ελάχιστο που προκύπτει από τη δεύτερη αυτή επιστολή είναι ότι ο Μιχαήλ Παπαγεωργίου, ενεργώντας ως Αρχηγός Αστυνομίας, βεβαίωσε και συμφώνησε με την κρίση του προηγούμενου Αρχηγού, Χαρ. Κουλέντη, προχωρώντας μάλιστα σε περαιτέρω ενέργεια, λειτουργώντας βεβαίως στη βάση των προνοιών του Καν. 12(2)(γ) και 13, προς διαφοροποίηση των μελών της Επιτροπής.
Δεν παρέχεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, περιθώριο βάσιμου επιχειρήματος ότι τα άτομα που ενήργησαν ως ανωτέρω, το έπραξαν στη βάση της προσωπικής ή ατομικής τους ιδιότητας και όχι στη βάση του θεσμικού τους ρόλου ως Αρχηγού Αστυνομίας στην κάθε περίπτωση. Τέτοια διαφοροποίηση είναι πλασματική και με όλο το σεβασμό δεν είναι δυνατό για το Δικαστήριο να ακολουθήσει το σκεπτικό της απόφασης στην Κώστας Τούμπας ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1260/12, ημερ. 21.9.2012, (Νικολάτος, Δ.), η οποία εκδόθηκε μετά την επιφύλαξη της παρούσας στις 18.9.2012. Ο θεσμικός ρόλος εδώ του Αρχηγού Αστυνομίας δεν είναι διακριτός από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που κατέχουν το αξίωμα. Εξ ου και ο ίδιος ο Μ. Παπαγεωργίου θεώρησε την επιστολή που απέστειλε στις 23.3.2009, ως συνέχεια της προηγούμενης επιστολής, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι εκ παραδρομής χρησιμοποίησε την προσωπική αντωνυμία «μου», παρόλο που τέτοιο επιχείρημα δεν προτάθηκε από την κα Εργατούδη. Στην απόφαση της Ολομέλειας Μιχάλης Μάντζιαρης ν. Δημοκρατίας μέσω Συμβουλίου Εφέσεων (2010) 3 Α.Α.Δ. 429, όπου τέθηκε ζήτημα μεροληψίας λόγω συμμετοχής του Μιχάλη Παπαγεωργίου ως μέλος του Συμβουλίου Εφέσεων, όντας αδελφός του Βοηθού Αρχηγού (Διοίκησης), Γεώργιου Παπαγεωργίου, ο οποίος υπό την ιδιότητα του αρμόδιου Βοηθού Αρχηγού εφεσίβαλε την απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής, λέχθηκε ότι «….. οι δύο αξιωματικοί ενεργούσαν υπό την υπηρεσιακή τους ιδιότητα εκτελώντας τα επαγγελματικά τους καθήκοντα και όχι υπό την προσωπική τους ιδιότητα ……».
Αλλά και αν ακόμη θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί η επιχειρηματολογία ότι ήταν προσωπική η κρίση του τότε Αρχηγού Χαρ. Κουλέντη που δεν δέσμευε τον Μ. Παπαγεωργίου, και πάλι δεν διασώζεται το πρόβλημα της διαπίστωσης αντικειμενικής ή φαινομενικής μεροληψίας. Αυτό διότι ο Μ. Παπαγεωργίου, ως ήδη επεξηγήθηκε, δεν εισηγήθηκε απλώς αλλαγή στη σύνθεση της Επιτροπής, αλλά επιβεβαίωσε την προηγηθείσα κρίση του Χαρ. Κουλέντη στην οποία και έδωσε συνέχεια. Συμφωνούσε δηλαδή με αυτόν ως προς την παραπομπή της υπόθεσης στην Επιτροπή, ως σοβαρής, ενώ με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι η προταθείσα αλλαγή στη σύνθεση της Επιτροπής ήταν επουσιώδης ή αμελητέα πράξη.
Η υπό κρίση υπόθεση εμπίπτει απόλυτα στο λόγο της Νικόλας Νικολάου – πιο πάνω –. Τα εκεί γεγονότα ήταν πιο απλά από τα παρόντα στο ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας έλαβε ex-officio μέρος στην εκδίκαση της έφεσης ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων, ενώ ο ίδιος είχε προηγουμένως εξετάσει το πόρισμα και το φάκελο της πειθαρχικής υπόθεσης, αποφασίζοντας την παραπομπή του εκεί εφεσείοντα σε εκδίκαση από την Επιτροπή και όχι από τον προεδρεύοντα αξιωματικό. Το ratio decidendi της Ολομέλειας ανευρίσκεται στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι ο Αρχηγός, με το να θεωρήσει το διαπραχθέν πειθαρχικό αδίκημα ως σοβαράς μορφής και να το παραπέμψει στην Επιτροπή για εκδίκαση, ήταν ωσάν να προαποφάσιζε ότι δυνατόν να απαιτούσε η περίπτωση και ποινή σοβαρότερη από εκείνες που είχε την εξουσία να επιβάλει ο Προεδρεύων Αξιωματικός. Έτσι, καταλήγουμε πως με αυτό τον τρόπο, δεν υπήρχε η εγγύηση εξασφάλισης τεκμηρίου αμεροληψίας, απαραίτητου προσόντος για την άσκηση των καθηκόντων του κριτή στο στάδιο της εκδίκασης και ιδιαίτερα της επιβολής της ποινής. Κρίνουμε πως είχαν παραβιασθεί οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.»
Η κρίση της Ολομέλειας έγινε μετά τη θέση ότι η αρχική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το πειθαρχικό αδίκημα για το οποίο καταγγέλθηκε ο εφεσείων ήταν σοβαρής μορφής ήταν στην ουσία ορθή διότι αυτή ήταν μια γενική διαπίστωση που δεν αφορούσε την εμπλοκή ή και ενοχή του κατηγορούμενου ώστε να θεωρηθεί «ότι ο Αρχηγός είχε εμπλακεί ως κατήγορος στην υπόθεση». Όμως, η Ολομέλεια επισήμανε στη συνέχεια τη διαφοροποίηση στο εύρος και αυστηρότητα των ποινών που επιβάλλονται από τον προεδρεύοντα αξιωματικό και την Επιτροπή. Και κατέληξε στην καταγραφείσα προηγουμένως θέση.
Δεν μπορεί το σκεπτικό της Νικολάου να διαφοροποιηθεί ή να μην τύχει εφαρμογής και στα παρόντα γεγονότα. Τα καλύπτει με την ίδια δύναμη. Και το πρόβλημα εντοπίζεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στην ίδια τη δομή των Κανονισμών με την οποία δίδεται η εξουσία στον Αρχηγό να κρίνει ως σοβαράς μορφής ένα αδίκημα ώστε να το παραπέμψει για εκδίκαση στην Επιτροπή, ενώ ο ίδιος μετέπειτα μετέχει ex-officio ως πρόεδρος του Συμβουλίου Εφέσεων. Ένα παράδειγμα θα κάμει πιο κατανοητή την άποψη αυτή. Όταν ο Αρχηγός κρίνει κατά τον Καν. 12, ότι το αδίκημα είναι τέτοιας σοβαρής μορφής ώστε να πρέπει να εκδικαστεί από την Επιτροπή, η οποία έχει αυξημένες εξουσίες ως προς τις ποινές που μπορεί να επιβάλει, εάν η Επιτροπή επιβάλει ελαφρύτερη ποινή, από αυτή που ο προεδρεύων αξιωματικός θα μπορούσε να επιβάλει, όπως χρηματική ποινή, κατά την έφεση ο Αρχηγός Αστυνομίας, μετέχων και προεδρεύων του Συμβουλίου Εφέσεων, πολύ πιθανό να αυξήσει την ποινή εφόσον εξ αρχής θεώρησε ότι το αδίκημα θα έπρεπε να επιφέρει σοβαρότερη ποινή από αυτή της επίπληξης ή του προστίμου κλπ. Όπως ακριβώς έγινε και εδώ. Με αποτέλεσμα να καθίσταται πλέον φανερή η παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
Η αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος Α του αιτητικού της με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο