ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΓΟΣ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1484/2010, 28/9/2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1484/2010)

 

28 Σεπτεμβρίου, 2012

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΚΩΣΤΑΣ  ΛΑΓΟΣ,

 

Αιτητής,

ν.

 

 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ  ΕΡΓΑΣΙΑΣ  ΚΑΙ  ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ  ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

 

Καθ’ ου η Αίτηση.

________________________

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.

Γιάννα Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Καθ’ ου η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Στις 8/1 0/2010, ο αιτητής στην παρούσα προσφυγή υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση σ’ αυτόν σύνταξης γήρατος.  Το αίτημά του εξετάστηκε και απαντήθηκε με την πιο κάτω επιστολή, ημερομηνίας 22/10/2010:-

 

«Αναφέρομαι στην αίτηση σας της 08/10/2010 για ΣΥΝΤΑΞΗ ΓΗΡΑΤΟΣ και σας πληροφορώ ότι αυτή απορρίφθηκε γιατί:

 

Δεν έχετε συμπληρώσει την ηλικία των 63 χρόνων.  Με βάση τον ασφαλιστικό σας λογαριασμό, ήδη δικαιούστε σύνταξη γήρατος στο 63ο έτος της ηλικίας σας, 5.6.2014, νοουμένου ότι θα υποβάλετε νέα αίτηση.»

 

 

 

Ο αιτητής, στις 10/11/2010, καταχώρισε την παρούσα προσφυγή, προσωπικά.  Με αυτή, ζητά όπως το Δικαστήριο αποδώσει δικαιοσύνη.  Από τη στιγμή, αναφέρει, που έχει συμπληρώσει τις απαιτούμενες εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δικαιούται τη σύνταξή του και δεν πρέπει να περιμένει μέχρι τη συμπλήρωση του 63ου έτους της ηλικίας του.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση, με την ένστασή του, θέτει προδικαστικά ζήτημα μη προσβολής εκτελεστής διοικητικής πράξης.  Σε ό,τι αφορά τα γεγονότα, αναφέρει ότι ο αιτητής γεννήθηκε στις 5/6/1951 και ο λόγος που η αίτησή του απορρίφθηκε είναι γιατί αυτός δε συμπλήρωσε την ηλικία των 63 χρόνων, που, σύμφωνα με τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο του 2010, (Ν. 59(Ι)/2010), (ο «Νόμος»), και την κατάσταση του ασφαλιστικού του λογαριασμού, θεμελιώνει δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος.

 

Ο αιτητής, με τη γραπτή του αγόρευση, αναφέρει ότι, ενώ, από το 1967, πληρώνει ανελλιπώς τις κοινωνικές του ασφαλίσεις, ο Νόμος τον υποχρεώνει, για να δικαιούται σύνταξη γήρατος, να συνεχίσει να εργάζεται μέχρι το 2014.  Αυτό, ισχυρίζεται, καθιστά το Νόμο αντισυνταγματικό, αφού δημιουργεί διακρίσεις μεταξύ των πολιτών.  Ο Νόμος, όταν ψηφίστηκε, δε στηρίχτηκε σε ορθά κριτήρια.  Πολίτης ο οποίος συμπληρώνει τις εισφορές του θα πρέπει να δικαιούται αυτόματα τη σύνταξή του, ανεξάρτητα ηλικίας.       

 

Ο καθ’ ου η αίτηση, επικαλούμενος σχετική νομολογία, ισχυρίζεται ότι η γραπτή αγόρευση του αιτητή είναι αόριστη και, με αυτή, δεν προβάλλονται, ούτε αναπτύσσονται συγκεκριμένοι ισχυρισμοί, ώστε να στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης.  Τα ζητήματα αντισυνταγματικότητας νόμων, υποστηρίζει με παραπομπή σε σχετική νομολογία[1], δεν αποφασίζονται παρά μόνο μετά από εξαντλητική επιχειρηματολογία.  Σε ό,τι αφορά την ουσία της προσφυγής, εισηγείται ότι, σύμφωνα με το Νόμο, συντάξιμη ηλικία σημαίνει την ηλικία των 65 χρόνων, σε περίπτωση, όμως, προσώπου που δικαιούται σύνταξη γήρατος με βάση το ΄Αρθρο 36 του Νόμου - αφορά καταβολή σύνταξης σε πρόσωπο που ασχολήθηκε ως «μεταλλωρύχος» - συντάξιμη ηλικία είναι η ηλικία των 63 χρόνων.

 

Σύμφωνα με τον Κ. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962:-

 

«7.  ΄Εκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως.  Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»

 

 

 

Ο αιτητής, λαμβανομένου υπόψη ότι εμφανίζεται προσωπικά, δεν είναι υποχρεωμένος να θέσει με την προσφυγή του τα νομικά σημεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται και να τα αιτιολογήσει πλήρως.  Αυτό, όμως, δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση, με τη γραπτή του αγόρευση, να παραθέσει τους λόγους και να συγκεκριμενοποιήσει γιατί ο Νόμος ή ΄Αρθρο του έρχεται σε αντίθεση όχι με το Σύνταγμα γενικά και αόριστα, όπως συμβαίνει εδώ, αλλά με συγκεκριμένο ΄Αρθρο ή ΄Αρθρα αυτού.

 

Είναι νομολογημένο ότι κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός μέχρι να αποφασιστεί το αντίθετο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Οι αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων συνοψίστηκαν στη Lapertas Fisheries Ltd ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335 και δε θα τις επαναλάβω.  Στη Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, αναφέρθηκαν τα εξής:- (σελ. 339-340)

 

«Η μεθοδολογία ελέγχου της συνταγματικότητας νόμου, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύγκειται στην αντιπαραβολή των κρίσιμων διατάξεων του νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος.  Η έρευνα αποβλέπει στη διαπίστωση κατά πόσο οι διατάξεις του νόμου συγκρούονται με το Σύνταγμα ή συνάδουν με αυτό.  Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται και δεν εξετάζει τη σκοπιμότητα ή τη σοφία του νομοθετήματος.  Ο συνταγματικός έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση συγκρούσεων ή αντιθέσεων προς το Σύνταγμα (βλ., μεταξύ άλλων, The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides, (1966) 3 C.L.R. 640· The Improvement Board of Eylenja v. Andreas Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167· ΡΙΚ ν. Καραγιώργη και ΄Αλλων  (1991) 3 Α.Α.Δ. 159· Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντιπρ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 252

 

 

 

Το Δικαστήριο, για να κηρύξει νομοθετική πρόνοια αντισυνταγματική, πρέπει να ικανοποιείται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας για την αντισυνταγματικότητά της, αντιπαραβάλλοντάς την με το ΄Αρθρο του Συντάγματος, το οποίο, κατ’ ισχυρισμό, παραβιάζεται - (βλ. Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Ent. Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 300 και Αριστείδου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 213).  Το βάρος απόδειξης ότι πρόνοια νόμου είναι αντισυνταγματική το φέρει ο διάδικος που εγείρει τέτοιο ισχυρισμό - (βλ. Νικολάου ν. Βασιλείου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1566· Κυπριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 8).  Στην Κακουρής ν. Επάρχου Αμμοχώστου κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 8, αναφέρεται ότι απαιτείται επακριβής προσδιορισμός του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας νόμου με αναφορά στα ΄Αρθρα του Συντάγματος στα οποία αυτός προσκρούει. 

 

Ο αιτητής δεν έχει δώσει λόγους γιατί η πρόνοια του Νόμου η οποία θέτει ως προϋπόθεση τη συμπλήρωση ορισμένης ηλικίας για παραχώρηση σύνταξης γήρατος, εφόσον, βέβαια, ο ασφαλισμένος έχει καταβάλει τις απαιτούμενες από το Νόμο εισφορές, είναι αντισυνταγματική.  Ουσιαστικά, δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης, το οποίο φέρει. 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, χωρίς διαταγή για έξοδα, ενόψει της δήλωσης της συνηγόρου του καθ’ ου η αίτηση.

 

 

 

 

 

 

                                                                            Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                         Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ



[1] Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 522· Latomia Estate Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Δ.Δ. 672· Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο