ΔΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ – ΑΡΧΗ ΙΣΟΤΗΤΑΣ, Υπόθεση Αρ. 780/2010, 27/9/2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 780/2010)

 

27 Σεπτεμβρίου 2012

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΔΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ – ΑΡΧΗ  ΙΣΟΤΗΤΑΣ,

Καθ ΄ης η αίτηση.

-----------------------------------

 

Αίτηση ημερ. 19 Ιουνίου 2012

Ε. Ρήγα (κα) για Α. Νεοκλέους, για τον Αιτητή.

Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδη & Δημητρίου,

για την Καθ΄ ης η αίτηση.

 

------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Το Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως. υπό την ιδιότητα του ως Αρχής Ίσης Μεταχείρισης και Αρχής Καταπολέμησης των Διακρίσεων, επελήφθη καταγγελίας της Ελένης Μαραθεύτη, σχολικής τροχονόμου, εναντίον της απόφασης του Δήμου Λεμεσού να θέσει με τη Συμφωνία Παραχώρησης βάσει του περί Δήμων Νόμου και Δημοτικών Κανονισμών Τροχαίας, ανώτατο όριο  στην απασχόληση της στον Δήμο Λεμεσού ώστε αυτή να αφυπηρετήσει με τη συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας της.  Η Επίτροπος Διοικήσεως, αφού μελέτησε το θέμα και έλαβε διάφορες απόψεις από τους εμπλεκόμενους, προέβη σε σύσταση στο Δήμο Λεμεσού όπως τροποποιήσει εντός δύο εβδομάδων τις σχετικές παραγράφους  4  και  6  της  εξουσιοδότησης που παρείχε στην Ε. Μαραθεύτη να ενεργεί ως σχολική τροχονόμος, με στόχο να εξαλειφθεί η διά Νόμου απαγορευμένη, λόγω ηλικίας, διάκριση που περιέχεται σ΄ αυτόν.

 

Ο Δήμος Λεμεσού καταχώρησε προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης της Επιτρόπου Διοικήσεως, στη βάση του ότι αυτή είναι «…. προδήλως παράνομη και αντίθετη προς το Σύνταγμα, τον περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμο του 2004 (Ν. 42(Ι)/2004) και την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2000/78/ΕΚ».  Αυτή είναι η πρώτη και ουσιαστική βάση ακύρωσης της απόφασης, ανάμεσα στα 17 συνολικά νομικά σημεία που υποστηρίζουν την αίτηση.  Η Επίτροπος Διοικήσεως καταχώρησε ένσταση και ακολούθησαν οδηγίες για την ανταλλαγή των αγορεύσεων.  Να σημειωθεί ότι στις 27.8.2010 και πριν την καταχώρηση της ένστασης καταχωρήθηκε στις 21.9.2010 αίτηση εκ μέρους του Δήμου Λεμεσού για τροποποίηση της αίτησης ακυρώσεως με την προσθήκη ορισμένων φράσεων στις παρ. Α και Β του αιτητικού.  Αυτές οι προσθήκες είχαν σκοπό να διορθώσουν το αρχικό και ομολογουμένως ελλιπές λεκτικό της προσφυγής, οι παράγραφοι Α και Β της οποίας παρέλειπαν να ζητήσουν την ακύρωση της σχετικής απόφασης.  Στις 21.9.2010 το Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως δεν έφερε ένσταση στην τροποποίηση, ενώ την ίδια στάση τήρησε αργότερα στις 2.11.2010 και το ενδιαφερόμενο μέρος.  Ακολούθησε η ανταλλαγή των γραπτών αγορεύσεων και παρέμεινε, αφού προηγουμένως απεσύρθη ο δικηγόρος για το ενδιαφερόμενο μέρος, η καταχώρηση της απαντητικής αγόρευσης. 

 

Στις 19.6.2012, καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση για τροποποίηση της αίτησης ακυρώσεως με την προσθήκη τριών νέων παραγράφων στα νομικά σημεία, τα οποία θέτουν ως βάση ακύρωσης την αντισυνταγματικότητα των  άρθρων 12 και  28 του Νόμου αρ. 42(Ι)/2004, ότι παραβιάζουν την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ότι η απόφαση της Επιτρόπου Διοικήσεως προσκρούει στις διατάξεις του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, το οποίο εναποθέτει την αποκλειστική διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων διαδίκου στη δικαστική εξουσία, και ότι  η απόφαση είναι αποτέλεσμα αντισυνταγματικής πρόνοιας του Νόμου και εξουσίας που χορηγήθηκε στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως, ως Αρχής Ισότητας.  Στη σχετική υποστηρικτική ένορκη δήλωση διατυπώνεται η θέση ότι η παράλειψη εξειδίκευσης της αντισυνταγματικότητας των εν λόγω άρθρων του Νόμου, διαπιστώθηκε κατά τη μελέτη της γραπτής αγόρευσης του Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως, όπου προβαλλόταν ο ισχυρισμός ότι τέτοιος λόγος ακύρωσης δεν περιλαμβανόταν στους λόγους ακυρότητας στην ίδια την προσφυγή.  Η ενόρκως δηλούσα εισηγείται ότι οι τροποποιήσεις αφορούν απλώς τη συμπλήρωση και εξειδίκευση του λόγου ακύρωσης της παρ. 1 των νομικών σημείων, είναι δε απαραίτητη για να εκδικαστεί αποτελεσματικά η ουσία της προσφυγής.  Ουδεμία πρόκληση ζημιάς ή βλάβης ή αδικίας θα επισυμβεί στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως, ενόψει του ότι δεν εισάγονται νέα θέματα ή νέα υπόθεση, άρνηση δε έγκρισης της τροποποίησης θα αποστερήσει τον Δήμο Λεμεσού από του να παρουσιάσει την υπόθεση του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. 

 

Αντίθετα, η θέση της Επιτρόπου Διοικήσεως είναι ότι η επιδιωκόμενη τροποποίηση θα προσθέσει στην ουσία νέους λόγους ακύρωσης που δεν ηγέρθηκαν εντός των 75 ημερών που προβλέπει το Σύνταγμα και που είναι εν πάση περιπτώσει εντελώς διάφοροι από τα νομικά σημεία που ήδη εμπεριέχονται στην αίτηση ακυρώσεως. Οι ισχυρισμοί περί αντισυνταγματικότητας ηγέρθησαν για πρώτη φορά στη γραπτή αγόρευση των αιτητών, γεγονός ανεπίτρεπτο, ενώ η υπό κρίση αίτηση επιδιώκει να ανατρέψει το διαπιστωθέν πρόβλημα.  Εν πάση περιπτώσει δεν αναφέρονται γεγονότα που να δικαιολογούν το καθυστερημένο του αιτήματος και η έγκριση του αιτήματος θα καθυστερήσει ακόμη περισσότερο την υπόθεση.

 

Οι συνήγοροι προέβηκαν σε σχετική αγόρευση ενώπιον του Δικαστηρίου υποστηρίζοντας τις διαφορετικές θέσεις τους.  Είναι ευρέως γνωστό όπως διαχρονικά έχει καθορισθεί από τη νομολογία ότι λόγοι αντισυνταγματικότητας θα πρέπει να εγείρονται με τη δέουσα λεπτομέρεια, να προωθούνται και να αποδεικνύονται με πειστικά στοιχεία.  Στη Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας  (Αρ. 2)  (2009) 3  Α.Α.Δ.  655,  λέχθηκε  στη   σελ. 667, ότι ζητήματα αντισυνταγματικότητας πρέπει να εγείρονται ευκρινώς στην ίδια την αίτηση ακυρώσεως υιοθετώντας και προηγούμενη σχετική νομολογία, όπως τη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533

 

Υπό το φως της πιο πάνω αρχής, η άλλη παράμετρος αφορά το πλαίσιο τροποποίησης αιτήσεων ακυρώσεως κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.  Το ζήτημα έχει συνοψιστεί στην απόφαση αυτού του Δικαστηρίου στην Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά., υπόθ.      αρ. 772/09 στην ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 22.5.2010, αναφορικά με σχετικό αίτημα τροποποίησης, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Σύμφωνα με τον Καν. 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει τέτοιες οδηγίες και σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, όπως απαιτεί το συμφέρον της δικαιοσύνης.  Ο Κανονισμός αυτός, παρέχει ουσιαστικά τη νομιμοποιητική βάση για την εισαγωγή και έγκριση τροποποιήσεων σε αιτήσεις ακυρώσεως δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.  Όπως αναφέρει και η απόφαση Γεωργιάδης ν. Κ.Ο.Τ. (1996) 4 Α.Α.Δ. 2786, στη σελ. 2790, δεν υφίσταται με βάση τον Καν. 19, οποιαδήποτε χρονική προθεσμία πέραν της οποίας δεν θα ήταν δυνατό να προβληθούν πρόσθετοι λόγοι ακύρωσης.  Στην πιο πάνω απόφαση γίνεται αναφορά με επιδοκιμασία στις υποθέσεις Cyprus Flours Mills Co. Ltd and Another v. Republic (1973) 3 A.A.Δ. 690 και Γιαγκουλλής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2569, στις οποίες αναφέρθηκε ότι εφόσον διασφαλίζεται η προστασία της άλλης πλευράς, είναι δυνατή η προσθήκη λόγων ακύρωσης στις κατάλληλες περιπτώσεις, ενώ τα κριτήρια που ισχύουν για την έγκριση αιτήματος για τροποποίηση προσφυγής είναι ελαστικότερα από ό,τι τα αντίστοιχα αιτήματα για τροποποίηση έκθεσης απαίτησης σε πολιτική αγωγή.  Αυτό διότι η διαδικασία αναθεώρησης διοικητικών πράξεων έχει εξεταστικό και ανακριτικό χαρακτήρα, εφόσον η ουσία της διερεύνησης μιας αιτήσεως ακυρώσεως, έγκειται στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης, με διαφορετικό ρυθμιστικό ρόλο από πλευράς του Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά την ακολουθούμενη διαδικασία και την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης.  (δέστε επίσης Δημοκρατία ν. Kassinos C. Construction Ltd (1990) 3 Α.Α.Δ. 3835 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 289). Η εφαρμογή ελαστικότερων κριτηρίων δεν επιτρέπει βέβαια την εισαγωγή εντελώς νέων λόγων ακύρωσης, ιδιαίτερα μέσω αγορεύσεων, που δεν είναι το ορθό δικονομικό μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων.  (Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599).»

 

Στην απόφαση της Ολομέλειας Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 579, σελ. 585, λέχθηκε ότι γνώμονας, όπως πάντοτε, είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης και κατά κανόνα αίτηση τροποποίησης εγκρίνεται «…. εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στις θέσεις της άλλης πλευράς και εκτροχιασμός της δίκης από τα παραδεκτά θεσμικά και χρονικά πλαίσια……». 

 

Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η αίτηση δεν είναι δυνατόν να επιτύχει.  Κατ΄ αρχάς, όπως έχει παρατεθεί πιο πάνω, το βασικό αιτητικό του κύριου λόγου ακύρωσης, ουδεμία σχέση είχε με την αντισυνταγματικότητα του Νόμου αυτού καθ΄ αυτού ή άρθρων του.  Το τι επιδιώκεται τώρα είναι η ολοκληρωτική αναμόρφωση του δικογράφου εφόσον με την σκοπούμενη τροποποίηση, η προσβαλλόμενη απόφαση που λήφθηκε με βάση τις πρόνοιες των άρθρων 12 και 28 του Νόμου, είναι «…. αντίθετες και/ή παραβιάζουν την αρχή της διάκρισης των εξουσιών του Συντάγματος (άρθρα 30, 46, 54, 61)» (σκοπούμενη νέα παρ. 2 των νομικών σημείων), ότι είναι αποτέλεσμα «αντισυνταγματικής πρόνοιας του νόμου και εξουσίας που χορηγήθηκε στην Αρχή Ισότητας ….. κατά πλήρη αντίθεση με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών» (σκοπούμενη νέα παρ. 3) και ότι το άρθρο 12 του Νόμου «…. προσκρούει στις ρητές διατάξεις του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, το οποίο εναποθέτει τη διάγνωση των αστικών αδικημάτων του διαδίκου στην αποκλειστική αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας ……» (σκοπούμενη νέα παρ. 4).

 

Είναι πρόδηλο ότι πολύ διαφορετική είναι η υφιστάμενη διατύπωση της παρ. 1 της αίτησης ακύρωσης στα νομικά σημεία.  Η απλή εκεί αναφορά ότι η απόφαση της Επιτρόπου Διοικήσεως είναι «προδήλως παράνομη και αντίθετη προς το Σύνταγμα …..», ουδόλως εντάσσει την περίπτωση στη νομολογία περί ευκρινούς και καθαρής έγερσης συνταγματικών θεμάτων, και αντίθετη και με τον Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.  Όπως έχει λεχθεί και στην Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1709, επιβάλλεται η σαφής και ευκρινής κατά περίπτωση έγερση των λόγων ακύρωσης.  Η με γενικότητα και αοριστία επίκληση π.χ. παράβασης Νόμου ή κακής εφαρμογής αυτού, δεν επαρκεί διότι διαφορετικά «….. θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος.  Με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους …..».  Και στην Ελισάβετ Σπύρου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2549, λέχθηκε, «Ότι το γεγονός ότι το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρότητας την αντίθετη προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή το Νόμο, και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κάποιας απ΄ αυτές χωρίς άλλο.».

 

Τα ως άνω γράφονται, για να δείξουν την προσοχή με την οποία πρέπει να ετοιμάζονται και να καταχωρούνται προσφυγές, ιδιαιτέρως, όταν εγείρονται θέματα αντισυνταγματικότητας Νόμου κλπ.  Δεν ατονεί βέβαια η δυνατότητα της εκ των υστέρων προσπάθειας διόρθωσης του δικογράφου της αιτήσεως ακυρώσεως με αίτημα τροποποίησης.  Και εδώ υπεισέρχεται ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.  Αρχίζουν πλέον να προσμετρούν υπέρ ή εναντίον της αίτησης τα όσα καταγράφηκαν εκτενώς προηγουμένως.  Ο λόγος της μη εξαρχής ορθής παράθεσης των νομικών σημείων, το στάδιο καταχώρησης της αίτησης, τα δικαιώματα του αντιδίκου και η ανάγκη για όσο το δυνατόν συντομότερη διεκπεραίωση της προσφυγής.

 

Πέραν του ότι θα εγερθούν εντελώς νέα ζητήματα και όχι απλώς επεξήγηση των όσων ήδη υπάρχουν, η αίτηση εισήχθηκε σε αργοπορημένο στάδιο.  Έγινε με τη συμπλήρωση σχεδόν των αγορεύσεων (παρέμεινε η καταχώρηση της απαντητικής αγόρευσης και ο ορισμός της υπόθεσης για διευκρινίσεις).  Επιδιώκεται η τροποποίηση δυο ολόκληρα έτη μετά την καταχώρηση της προσφυγής.  Και έναυσμα ή αιτιολογία προς εισαγωγή της, είναι η έγερση στο δικόγραφο της Επιτρόπου Διοικήσεως της ενστάσεως ότι κακώς διά της αγορεύσεως του Δήμου ηγέρθηκαν θέματα αντισυνταγματικότητας εφόσον δεν τέθηκαν στους νομικούς λόγους ακύρωσης κατά παράβαση της νομολογίας.  Έχει κατ΄ επανάληψη αποφασιστεί (δέστε π.χ. Σπανός ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 424 και Ζήσης Καλλένου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, υπόθ. αρ. 1280/07, ημερ. 23.2.2010), ότι ζητήματα που δεν τέθηκαν ή δεν ηγέρθηκαν ορθά στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, δεν εξετάζονται και απαραδέκτως αναπτύσσονται στις αγορεύσεις.  Επομένως, η έγερση της σχετικής αντίθεσης από την Επίτροπο Διοικήσεως ορθώς σημειώθηκε στην ένσταση της.  Ταυτόχρονα, φανερώνεται η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης.  Αφοπλιστικά ο Δήμος Λεμεσού παραδέχεται ότι πρόκειτο για παράλειψη του να εισαγάγει επακριβώς στους λόγους ακυρότητας τα ζητήματα της αντισυνταγματικότητας.  Αυτό όμως δείχνει πέραν της ανεπάρκειας στην ετοιμασία της αίτησης ακυρώσεως και καθυστέρηση που δεν έχει ουσιαστική δικαιολογία.  Έχει δίκαιο η Επίτροπος Διοικήσεως όταν εισηγείται ενιστάμενη ότι αυτή η παράλειψη δεν αφορά γεγονότα ικανά να αιτιολογήσουν την εκ των υστέρων επιδιωκόμενη αίτηση καθυστέρησης.  Πρόκειται για νομική παράλειψη του Δήμου Λεμεσού, εν μέσω και παρά την καλώς εγνωσμένη νομολογία περί των αρχών που διέπουν την έγερση αντισυνταγματικότητας.  Και δεν κρίνεται ορθό λόγω της επισήμανσης της ατέλειας της αιτήσεως ακυρώσεως από την Επίτροπο Διοικήσεως, να διορθωθεί εκ των υστέρων.

 

Η επιδιωκόμενη τροποποίηση θα μεταβάλει το όλο σκηνικό στο οποίο κινήθηκε ήδη η διαδικασία και βεβαίως έγκριση της θα συνεπαγόταν ανεπίτρεπτη καθυστέρηση.  Η εκ βάθρων μεταβολή της αίτησης ακυρώσεως, θα διευρύνει το πεδίο συζήτησης δύο έτη μετά την τροχιοδρόμηση της προσφυγής.  Αυτό πλήττει τη ρίζα της διαδικασίας και αποτελεί πρόβλημα που δεν θεραπεύεται ή αποκαθίσταται.  Η φύση του πρωταρχικού επιδίκου θέματος θα μεταβαλλόταν ακριβώς διότι θα εισάγονταν νεοφανή συνταγματικά ζητήματα.  Επομένως, οι σχετικές υποθέσεις που αναφέρθηκαν από τον Δήμο Λεμεσού δεν εφαρμόζονται στο υπό κρίση ζήτημα. 

 

Η αίτηση συνεπώς απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ της καθ΄ ης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                           Δ.

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο