ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ν. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ/Η ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ, Υπόθεση Αρ. 1299/2012, 2/10/2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 1299/2012)

 

2 Οκτωβρίου, 2012

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ/Η ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Ενδιάμεση Αίτηση ημερ. 20.8.2012 για αναστολή εκτέλεσης απόφασης

Μ. Γεωργίου με Λ. Δήμου (κα) και Α. Γεωργίου, για τον Αιτητή.

Δ, Εργατούδη (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

 

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η    Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Με την προσφυγή του ο Αιτητής ζητά ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση, ημερ. 3.8.2012, με την οποία του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση από το Αστυνομικό Σώμα.

 

Ταυτόχρονα, αιτήθηκε μονομερές διάταγμα, με το οποίο να αναστέλλεται η εκτέλεση της πιο πάνω απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση.  Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, ο Αιτητής προσελήφθη στην Αστυνομική Δύναμη το 1999 και το 2003 τοποθετήθηκε στη ΜΜΑΔ.  Το 2006 καταχωρήθηκε εναντίον του πειθαρχική υπόθεση, σε σχέση με κακοποίηση δύο νεαρών φοιτητών στη Λευκωσία.  Η εκδίκαση της φαίνεται να αναστάληκε μέχρι να εκδικαστεί ποινική  υπόθεση που καταχωρήθηκε εναντίον του Αιτητή και άλλων μελών της ίδιας Δύναμης.  Τελικά ο Αιτητής κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο για τη συγκεκριμένη κακοποίηση και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης.

 

Στη συνέχεια παραδέχθηκε και τις πειθαρχικές κατηγορίες που αντιμετώπιζε και η Πειθαρχική Επιτροπή επέβαλε στον ίδιο και σε άλλα μέλη της Δύναμης, τα οποία εμπλέκονταν στο ίδιο επεισόδιο, χρηματική ποινή.  Εναντίον της ποινής, ο Βοηθός Αρχηγός της Αστυνομίας καταχώρησε την Έφεση 6/2011και το Συμβούλιο Εφέσεων με απόφασή του ημερ. 3.8.2012, θεώρησε ανεπαρκή την ποινή που είχε επιβληθεί από την Πειθαρχική Επιτροπή και την ακύρωσε, επιβάλλοντας στον Αιτητή την ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση.  Ο Αιτητής θεωρεί την ποινή που του επιβλήθηκε έκδηλα παράνομη, αφού, όπως αναφέρει στο Παράρτημα 7 της ένορκης δήλωσής του, «εκδόθηκε κατά παράβαση και παραγνώριση της θεμελιώδους αρχής του διοικητικού δικαίου, της φυσικής δικαιοσύνης, έκφανση της οποίας αποτελεί η αρχή της αμεροληψίας».  Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι η παράβαση έγινε με τη συμμετοχή του Αρχηγού Αστυνομίας στη διαδικασία της έφεσης, ως μέλος του Συμβουλίου Εφέσεων, ενώ προηγουμένως είχε γνωμοδοτήσει για τα πειθαρχικά παραπτώματα του Αιτητή.  Επιπρόσθετα, η παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας έγινε με τη γνωμάτευση που έδωσε ο Αρχηγός Αστυνομίας, ότι τα διαπραχθέντα πειθαρχικά αδικήματα είναι σοβαρής μορφής και δικαιολογείται η παραπομπή τους στην Επιτροπή για εκδίκαση και την μετέπειτα συμμετοχή τους στο Συμβούλιο Εφέσεων.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση στην ενδιάμεση αίτηση για αναστολή της απόφασης, προβάλλοντας ότι δεν υφίσταται καμία από τις προϋποθέσεις για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και ιδιαίτερα εκείνου που αφορά στην ύπαρξη έκδηλης παρανομίας και στη μη ύπαρξη πιθανότητας να υποστεί ο Αιτητής ανεπανόρθωτη ζημιά.

 

Στην αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή, προς υποστήριξη των θέσεων του, αναφέρθηκε στην πρόσφατη υπόθεση Νικολάου ν. Συμβουλίου Εφέσεων, Α.Ε. 47/09, ημερ. 27.7.2012, στην οποία κρίθηκε ότι η αίτηση του Αρχηγού Αστυνομίας για τη διεξαγωγή πειθαρχικής δίωξης και η μετέπειτα συμμετοχή του ως Προέδρου στο Συμβούλιο Εφέσεων, παραβίαζε το δικαίωμα του Αιτητή για εκδίκαση της υπόθεσής του από ανεπηρέαστο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, δικαίωμα το οποίο προστατεύεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Καθ’ ων η αίτηση διαφωνεί ότι τυγχάνει εφαρμογής η απόφαση Νικολάου, πιο πάνω, καθότι εκεί η Ολομέλεια δεν ασχολήθηκε με το θέμα της συνταγματικότητας των Κανονισμών.  Όπως εξήγησε, η ύπαρξη μεροληψίας που εγείρεται, είναι θέμα συγκεκριμένων γεγονότων της παρούσας υπόθεσης και δεν τίθεται θέμα έκδηλης παρανομίας που είναι προαπαιτούμενο για την παραχώρηση της αιτούμενης θεραπείας.

 

Παρόμοιες αιτήσεις φαίνεται να καταχώρησαν και δύο άλλα μέλη της δύναμης στην οποία επιβλήθηκε η ίδια ποινή.  Πρόκειται για τις Αιτήσεις Αντρέας Παναγή ν. Συμβουλίου Εφέσεων, Αίτηση Αρ. 1226/12, ημερ. 28.9.2012 και Κώστα Τούμπα, Υπόθ. Αρ. 1260/12, ημερ. 21.9.2012.  Επειδή οι τρεις αιτήσεις παρουσίασαν κοινά νομικά και πραγματικά σημεία, η ευπαίδευτη συνήγορος ορθώς αιτήθηκε τη συνεκδίκαση των τριών προσφυγών και κατ’ επέκταση και των όμοιων αιτήσεων που υπήρχαν στην κάθε μια για αναστολή της διαδικασίας.  Δυστυχώς, η ευπαίδευτη συνήγορος, κατά παράβαση των αρχών της σχετικής νομολογίας, απέσυρε την αίτηση, με αποτέλεσμα τρία διαφορετικά δικαστήρια να ασχολούνται με το ίδιο θέμα, που εν πολλοίς είναι νομικό.  Πέραν της κατάχρησης του δικαστικού χρόνου, η απόσυρση της αίτησης συνεκδίκασης ήταν άκρως ανεπιθύμητη ενέργεια, αφού πάντοτε υπάρχει κίνδυνος να εκδοθούν διαφορετικές αποφάσεις για το ίδιο θέμα, όπως συνέβη στην παρούσα υπόθεση.

 

Σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, για να παραχωρηθεί προσωρινή θεραπεία θα πρέπει να αποδειχθεί ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία ή ανεπανόρθωτη ζημιά.  Η παρανομία για να θεωρηθεί «έκδηλη» θα πρέπει αν δεν αναδύεται αυτόματα θα πρέπει «να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης» (βλ. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Co Ltd (2007) 3 ΑΑΔ 32).  Σε άλλες υποθέσεις, η «έκδηλη παρανομία» έχει ταυτιστεί με την «εξόφθαλμη» παρανομία, η οποία διαπιστώνεται χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων (βλ. Sofocleous v. Republic (1971) 3 CLR 345 και Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 1857).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η ισχυριζόμενη έκδηλη παρανομία συνίσταται στο ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι όμοια με τα γεγονότα στην υπόθεση Νικολάου ν. Συμβουλίου Εφέσεων, ανωτέρω, στην οποία κρίθηκε ότι η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας για τη διεξαγωγή της πειθαρχικής δίωξης και η μετέπειτα συμμετοχή του στο Συμβούλιο Εφέσεων, παραβίαζε το άρθρο 30.2, καθότι ο Αρχηγός δεν μπορούσε να ενεργεί ως κατήγορος και ως κριτής στην ίδια διαδικασία.  Ο κ. Γεωργίου εκ μέρους του Αιτητή, εισηγήθηκε ότι με βάση το δεσμευτικό προηγούμενο στην υπόθεση Νικολάου, ανωτέρω, το δικαστήριο θα πρέπει να καταλήξει σε συμπέρασμα για ύπαρξη έκδηλης παρανομίας, εφόσον τα γεγονότα είναι τα ίδια.

 

Με κάθε σεβασμό στην εισήγηση του δικηγόρου του Αιτητή, δεν μπορώ να συμφωνήσω.  Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του Α. Αριστοτέλους που συνοδεύει την ένσταση, η απόφαση, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 12(2)(γ) και 20 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 53/89), για να εκδικαστούν τα πειθαρχικά αδικήματα λόγω της σοβαρότητάς τους από Πειθαρχική Επιτροπή, λήφθηκε από τον τότε Αρχηγό Αστυνομίας κ. Χ. Κουλέντη, ενώ του Συμβουλίου Εφέσεων δεν προήδρευσε ο ίδιος, αλλά ο νυν Αρχηγός Αστυνομίας κ. Μ. Παπαγεωργίου.

 

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι οποίες δεν αμφισβητούνται, η παρούσα υπόθεση εκ πρώτης όψεως φαίνεται να διαχωρίζεται από τα γεγονότα της υπόθεσης Νικολάου, ανωτέρω, αφού εκεί το ίδιο πρόσωπο ενήργησε και στις δύο περιπτώσεις, ενώ στην παρούσα υπόθεση η αρχική απόφαση λήφθηκε από διαφορετικό πρόσωπο από αυτό που τελικά παρακάθισε στο Συμβούλιο Εφέσεων.

 

Είχα την ευκαιρία να μελετήσω την απόφαση του αδελφού δικαστή Νικολάτου, στην Τούμπας ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, στην οποία κατέληξε σε παρόμοιο συμπέρασμα.  Υιοθετώ το σκεπτικό του αδελφού μου δικαστή και κρίνω ότι θα ήταν περιττό να πρόσθετα οτιδήποτε άλλο.

 

Από τη στιγμή που ο δικηγόρος του Αιτητή στήριξε την επιχειρηματολογία του αποκλειστικά στην υπόθεση Νικολάου, ανωτέρω, είναι φανερό, ενόψει του ευρήματος μου ότι τα γεγονότα στην υπόθεση Νικολάου είναι διαφορετικά, ότι καταρρέει η σχετική εισήγηση για ύπαρξη έκδηλης παρανομίας.  Η ύπαρξη ή όχι παρανομίας, αν τελικά θα επιμείνει ο Αιτητής στο θέμα της μεροληψίας και στη διαφορά μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής μεροληψίας, θα πρέπει να συζητηθεί εκ νέου κατά την ακρόαση της προσφυγής.  Όμως, επί του παρόντος, για απόρριψη της Αίτησης, αρκεί η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι δεν έχει αποδειχθεί «έκδηλη» παρανομία, όπως ο όρος ερμηνεύεται από τη νομολογία ως «εξόφθαλμη» παρανομία.  Επί αυτού του σημείου έγκειται και η διαφωνία μου, με κάθε σεβασμό, βέβαια, στα όσα διαφορετικά αποφάσισε ο αδελφός Δικαστής Ναθαναήλ, στην υπόθεση Παναγή, ανωτέρω.

 

Η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του Αιτητή, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή στο τέλος της διαδικασίας.

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο