ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1569/2008, 3/10/2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 1569/2008)

 

 3 Οκτωβρίου, 2012

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

 

1.    ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

         (Α) ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

         (Β) ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

     2. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΟΛΕΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Μ. Βορκάς, για τον Αιτητή.

Δ. Καλλίγερος, για τους Καθ’ ων η Αίτηση 1.

Στ. Δρυμιώτης, για τους Καθ’ ων η Αίτηση 2.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Στις 25.7.2008 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 4248 «Διάταγμα Έγκρισης Απαλλοτρίωσης σύμφωνα με το άρθρο 63(4)» του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν. 86(Ι)/99).  Με το συγκεκριμένο Διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση 1, στο εξής «η Δημοκρατία», εγκρινόταν η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση 2 να απαλλοτριώσουν μέρος του κτήματος του Αιτητή.  Με την προσφυγή του ο Αιτητής ζητά ακύρωση του πιο πάνω «Διατάγματος Έγκρισης».

 

Με την προσφυγή του, ο Αιτητής επιδιώκει την ακύρωση του συγκεκριμένου διατάγματος, προβάλλοντας τους πιο κάτω λόγους ακυρότητας:- (1) Η δημοσίευση του διατάγματος είναι αντίθετη με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, (2) η έκδοση του παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, (3) η έκδοση του είναι παράνομη και αντίκειται στον περί Κοινοτήτων Νόμο του 1999, (4) δεν προηγήθηκε της έκδοσης του διατάγματος μελέτη για τις ανάγκες του έργου, (5) παραβιάζει τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και (6) τις αρχές της χρηστής διοίκησης.

 

Προτού προχωρήσω, θα πρέπει να σημειώσω ότι η ακρόαση της ουσίας της προσφυγής καθυστέρησε υπέρμετρα εξαιτίας των, κατά την άποψή μου, αχρείαστων και αλλοπρόσαλλων ενεργειών από πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση 1, οι οποίοι ήγειραν δύο προδικαστικές ενστάσεις:- (α) για απόρριψη της προσφυγής εναντίον και των δύο Καθ’ ων η αίτηση, καθότι ήταν άνευ αντικειμένου και διαζευκτικά, (β) για απόρριψη της προσφυγής εναντίον της Δημοκρατίας, καθ’ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε απαλλοτρίωση που δεν διενεργείτο από τους Καθ’ ων η αίτηση 2, στο εξής «το Κοινοτικό Συμβούλιο», το οποίο έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για την απαλλοτρίωση.  Το Δικαστήριο απέρριψε και τις δύο προδικαστικές ενστάσεις.  Στη συνέχεια και μετά από πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, η Δημοκρατία επανήλθε με νέα ενδιάμεση αίτηση, με την οποία ζητούσε διάταγμα συνεκδίκασης της παρούσας με την προσφυγή 1581/09.  Το Δικαστήριο απέρριψε και αυτό το αίτημα.  Τα πιο πάνω διαδικαστικά διαβήματα, έγιναν αιτία να καθυστερήσει η εκδίκαση της ουσίας της προσφυγής, κατά σχεδόν δύο χρόνια.

 

Τα γεγονότα έχουν συνοψιστεί στην ενδιάμεση απόφασή μου ημερ. 14.4.2010 και τα επαναλαμβάνω για σκοπούς ευκολίας:-

«Το Κοινοτικό Συμβούλιο, με επιστολή του ημερομηνίας 25.5.2002, προς τον Έπαρχο Λευκωσίας, επανέφερε παλαιότερο αίτημα του με το οποίο είχε αποφασίσει να ζητήσει τη διάνοιξη και εγγραφή αγροτικού δρόμου με τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης, για την εξυπηρέτηση των γαιοκτημόνων της περιοχής.  Ταυτόχρονα, δήλωνε έτοιμος να καταβάλει όλα τα απαιτούμενα έξοδα.  Από τη διάνοιξη θα επηρεαζόταν μέρος επτά κτημάτων.  Στις 23.1.2004, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, η σχετική Ειδοποίηση Απαλλοτρίωσης, δυνάμει του άρθρου 63(2) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν. 86(Ι)/1999).  Με την πιο πάνω Ειδοποίηση, ο Έπαρχος Λευκωσίας, ως η αρμόδια αρχή, γνωστοποίησε στο κοινό την απαίτηση του Κοινοτικού Συμβουλίου για την απόκτηση μεταξύ άλλων, μέρους του ακινήτου που τότε ήταν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης ο πατέρας του Αιτητή, με σκοπό τη διάνοιξη αγροτικού δρόμου.  Ο πατέρας του Αιτητή, με επιστολή του ημερομηνίας 18.2.2004, έφερε ένσταση στη σκοπούμενη απαλλοτρίωση, για το λόγο ότι η επηρεαζόμενη έκταση του τεμαχίου του ήταν διπλάσια από εκείνη γειτονικού τεμαχίου.  Ο Έπαρχος Λευκωσίας, με επιστολή του ημερομηνίας 16.6.2004, τον πληροφόρησε ότι η διαδικασία της απαλλοτρίωσης είχε ανασταλεί ενόψει διευκρινίσεων που ζητήθηκαν από το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, αναφορικά με πρόνοιες του περί Κοινοτήτων Νόμου.  Ακολούθησαν συσκέψεις αρμοδίων, ως προς τον τρόπο διάνοιξης του δρόμου, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το 2006, μετά που ο Διευθυντής του Τμήματος Δημοσίων Έργων έδωσε τη συγκατάθεση του.

 

Παρά τα πιο πάνω και χωρίς την ύπαρξη οποιουδήποτε διατάγματος έγκρισης απαλλοτρίωσης, το Κοινοτικό Συμβούλιο περί τα μέσα του 2006, προχώρησε στη διάνοιξη του χωμάτινου δρόμου, επηρεάζοντας μέρος του ακινήτου του Αιτητή και εκριζώνοντας παράλληλα, αριθμό μεγάλων καρποφόρων δέντρων.  Η επέμβαση στο κτήμα του Αιτητή αφορούσε σε έκταση περίπου 335 τ.μ. επί του κτήματος του Αιτητή. 

 

Ο Αιτητής, στον οποίο στο μεταξύ μεταβιβάστηκε το κτήμα, μέσω των δικηγόρων του, απέστειλε στις 27.9.06 επιστολή στον Έπαρχο Λευκωσίας, με την οποία διαμαρτυρόταν για τα πιο πάνω και ζητούσε να ενημερωθεί κατά πόσο υπήρξε οποιαδήποτε απόφαση απαλλοτρίωσης.  Ο Έπαρχος Λευκωσίας, με επιστολή του ημερομηνίας 25.10.2006, πληροφόρησε τους δικηγόρους του Αιτητή ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε διαδικασία απαλλοτρίωσης, υποβάλλοντας ταυτόχρονα διάφορους ισχυρισμούς ότι η διάνοιξη του δρόμου είχε γίνει πριν πολλά χρόνια και ότι περί τα μέσα του 2006 το μόνο που έγινε ήταν καθαρισμός του δρόμου.  Περαιτέρω, πληροφόρησε τους δικηγόρους του Αιτητή, ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να προβεί στην εγγραφή του εν λόγω δρόμου με τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης.

 

Στη συνέχεια, οι δικηγόροι του Αιτητή με επιστολή τους ημερομηνίας 16.11.2006 προς τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου, διαμαρτυρήθηκαν για τη διάνοιξη του δημόσιου δρόμου επί του ακινήτου του Αιτητή, χωρίς τη συγκατάθεση του και χωρίς την ύπαρξη οποιουδήποτε διατάγματος απαλλοτρίωσης.  Κάλεσαν το Κοινοτικό Συμβούλιο όπως άρει την παράνομη επέμβαση, χωρίς όμως να ληφθεί οποιαδήποτε απάντηση.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ο Αιτητής στις 9.7.2007 καταχώρησε την αγωγή με αρ. 8022/07 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αξιώνοντας εναντίον του Κοινοτικού Συμβουλίου διάφορες θεραπείες σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό επέμβαση στο ακίνητο του.  Ενώ η διαδικασία της αγωγής βρισκόταν σε εξέλιξη και το Κοινοτικό Συμβούλιο καταχώρησε εμφάνιση, στις 18.1.2008 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με αρ. 4211, νέα Ειδοποίηση Απαλλοτρίωσης, δυνάμει του άρθρου 63(2) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999, μέρους μόνο του ακινήτου του Αιτητή (331 τ.μ.), για σκοπούς εγγραφής δημόσιου δρόμου.  Δεν επηρεάζονταν άλλα κτήματα, εφόσον οι υπόλοιποι επηρεαζόμενοι ιδιοκτήτες έδωσαν τη συγκατάθεση τους.  Στις 15.2.2008, ο Αιτητής, μέσω των δικηγόρων του, υπέβαλε ένσταση κατά της πιο πάνω Ειδοποίησης Απαλλοτρίωσης, την οποία ο Έπαρχος Λευκωσίας απέρριψε στις 10.4.2008. 

 

Στις 25.7.2008 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 4248, «Διάταγμα Έγκρισης Απαλλοτρίωσης», μέρους του ακινήτου του Αιτητή, σύμφωνα με το άρθρο 63(4) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999.»

  

Κατά πόσον η προσβαλλόμενη πράξη αντίκειται στον περί Κοινοτήτων Νόμο 86(Ι)/1999 – Λόγος ακυρότητας 3

Θα εξετάσω πρώτα το θεμελιακό ερώτημα κατά πόσο το Κοινοτικό Συμβούλιο είχε εξουσία να προβεί στην επίδικη απαλλοτρίωση για σκοπούς εγγραφής δρόμου.  Το Κοινοτικό Συμβούλιο ως απαλλοτριούσα αρχή ενεργούσε δυνάμει του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν. 86(Ι)/99), στο εξής «ο Νόμος».  Όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος του Αιτητή, το άρθρο 83 του Νόμου, το οποίο καθορίζει τις εξουσίες των Κοινοτικών Συμβουλίων, δεν παρέχει καμία εξουσία σε Κοινοτικό Συμβούλιο να προβαίνει σε εγγραφή δρόμων και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη πράξη απαλλοτρίωσης για εγγραφή δρόμου, θα πρέπει να ακυρωθεί ως παράνομη.

 

Από την άλλη, οι δύο Καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η εξουσία του Κοινοτικού Συμβουλίου να απαλλοτριώνει ακίνητη ιδιοκτησία, πηγάζει από το άρθρο 63 του περί Κοινοτήτων Νόμου και όχι από το άρθρο 83, όπως διατείνεται ο Αιτητής.

 

Κατ’ αρχάς δεν αντιλήφθηκα ότι ο Αιτητής αμφισβητεί την εξουσία του Συμβουλίου να απαλλοτριώνει ακίνητη ιδιοκτησία για σκοπούς δημόσιας ωφελείας.  Εκείνο που ο δικηγόρος του Αιτητή θέτει υπό αμφισβήτηση, είναι κατά πόσον παρέχεται η εξουσία στο Συμβούλιο να απαλλοτριώνει ακίνητη ιδιοκτησία για σκοπούς «εγγραφής» της στο όνομα του Συμβουλίου, όπως ήταν ο σκοπός του προσβαλλόμενου διατάγματος.  Όμως, δεν τέθηκε θέμα ότι το Συμβούλιο δεν εμπίπτει στον όρο «νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου» του Άρθρου 23.4 του Συντάγματος.  Ως εκ τούτου δεν προτίθεμαι να εξετάσω ένα τέτοιο θέμα, αλλά θα θεωρήσω υπό τις περιστάσεις, ότι τέτοια εξουσία υπάρχει ενόψει των ρητών προνοιών του άρθρου 63 του Νόμου 86(Ι)/1999.

 

Έχω εξετάσει το λόγο ακυρότητας όπως τον ήγειρε ο Αιτητής και κατά την άποψή μου αυτός δεν ευσταθεί.  Κατ’ αρχάς, δεν συμφωνώ ότι το σχετικό άρθρο είναι το άρθρο 83.  Για σκοπούς απαλλοτρίωσης ακίνητης ιδιοκτησίας, η εξουσία, όπως ορθά υποδεικνύεται από τους δικηγόρους των Καθ’ ων η αίτηση, παρέχεται από τα άρθρα 62 και 63. 

Το άρθρο 62 το οποίο προβλέπει για την απόκτηση κινητής και ακίνητης ιδιοκτησίας, προνοεί τα εξής:-

«62. Αν οποιαδήποτε κινητή ή ακίνητη ιδιοκτησία απαιτείται για την πραγματοποίηση οποιουδήποτε δημόσιου σκοπού, που εμπίπτει στις εξουσίες του Συμβουλίου, το Συμβούλιο μπορεί με συμφωνία να αποκτήσει την ιδιοκτησία αυτή». 

 

Το άρθρο 63 προβλέπει για περιπτώσεις όπως η παρούσα που η ακίνητη ιδιοκτησία που απαιτείται δεν μπορεί να αποκτηθεί με συμφωνία, οπότε το Συμβούλιο μπορεί να προχωρήσει με τη διαδικασία που χαράσσει το άρθρο, με στόχο την αναγκαστική απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας.  Συγκεκριμένα, το άρθρο 63 προνοεί ότι:-

«63.-(1) Αν η ακίνητη ιδιοκτησία που απαιτείται για την πραγματοποίηση οποιουδήποτε σκοπού δημόσιας ωφέλειας, που εμπίπτει στις εξουσίες του Συμβουλίου, δεν μπορεί να αποκτηθεί με συμφωνία, το Συμβούλιο μπορεί να λάβει απόφαση με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του για την απαλλοτρίωση της πιο πάνω ιδιοκτησίας για το σκοπό που καθορίζεται στην απόφαση.  Αντίγραφο της απόφασης και των πρακτικών που αναφέρονται σε αυτή, μαζί με τοπογραφικό σχέδιο της ακίνητης ιδιοκτησίας, τις λεπτομέρειες που αφορούν τον ιδιοκτήτη, την εκτιμημένη αξία και κάθε άλλο αναγκαίο στοιχείο, διαβιβάζονται στον Έπαρχο, για να μελετηθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο όπως προβλέπεται πιο κάτω:

 

Νοείται ότι δεν επιτρέπεται σε Συμβούλιο να απαλλοτριώσει μέρος μόνο οικοδομής, αν ο ιδιοκτήτης της είναι πρόθυμος και ικανός να χορηγήσει έγκυρο τίτλο για ολόκληρη την οικοδομή:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, όταν ακίνητη ιδιοκτησία απαιτείται από Συμβούλιο για τη διάνοιξη νέου δρόμου, το Συμβούλιο μπορεί να απαλλοτριώσει ικανοποιητική έκταση ακίνητης ιδιοκτησίας εκατέρωθεν του προς διάνοιξιν δρόμου, ώστε να είναι δυνατή η ανέγερση σε αυτή οικοδομών που να έχουν πρόσβαση στο νέο δρόμο.»

 

Το γεγονός ότι στο άρθρο 63 δεν αναφέρεται ειδικά ότι το Συμβούλιο μπορεί να απαλλοτριώνει ιδιοκτησία για σκοπούς εγγραφής της στο όνομα του Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 60 του Νόμου, δεν σημαίνει και έλλειψη εξουσίας.  Η εξουσία του Συμβουλίου καλύπτεται από το άρθρο 63(1) το οποίο, μεταξύ άλλων, προβλέπει με ρητή επιφύλαξη για την απαλλοτρίωση περιουσίας για διάνοιξη νέου δρόμου, όσο και από το άρθρο 60 του Νόμου, το οποίο προβλέπει για την εγγραφή ακίνητης ιδιοκτησίας στο όνομα του Συμβουλίου.  Πέραν τούτου, το άρθρο 63 παρέχει ευρεία εξουσία στα Κοινοτικά Συμβούλια να απαλλοτριώνουν ακίνητη ιδιοκτησία «για την πραγματοποίηση οποιουδήποτε σκοπού δημόσιας ωφέλειας που εμπίπτει στις εξουσίες του Συμβουλίου».  Οι εξουσίες αυτές, όπως έχω εξηγήσει, δεν είναι μόνο αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 83, αλλά και άλλες που προβλέπονται στο Νόμο, όπως η διάνοιξη δρόμου που προβλέπεται στο άρθρο 63 και όλων των παρεμφερών ενεργειών, όπως για παράδειγμα η εγγραφή της απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας.

 

Με τη δημοσίευση του διατάγματος επιχειρείται εκ των υστέρων νομιμοποίηση προηγούμενης παράνομης ενέργειας της διοίκησης – Λόγος ακυρότητας 1

Στις 18.1.2008 δημοσιεύτηκε η υπ’ αρ. 4211 Ειδοποίηση Απαλλοτρίωσης, δυνάμει του άρθρου 63(2) του Νόμου.  Δηλωθείς σκοπός ήταν η «εγγραφή δημόσιου δρόμου».  Ο ίδιος σκοπός δηλώθηκε και στο επίδικο «Διάταγμα Έγκρισης Απαλλοτρίωσης» που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2008.  Με δεδομένο τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι ο δρόμος ανοίχθηκε προτού απαλλοτριωθεί το κτήμα του Αιτητή, ο δικηγόρος του εισηγήθηκε με αναφορά στις υποθέσεις Κόκκινος ν. Δημοκρατίας (2000) 4(Α) ΑΑΔ 463, Παρίσης ν. Δημοκρατίας (2003) 4(Β) ΑΑΔ 982 και Πισσούριου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1731/06, ημερ. 11.9.2008, ότι η σκοπούμενη απαλλοτρίωση με την εγγραφή του κτήματος, αποτελεί εκ των υστέρων προσπάθεια της διοίκησης να νομιμοποιήσει την παράνομη διάνοιξη δρόμου.  Αυτό κατά τον κ. Παναγίδη αποτελεί όχι μόνο «κατάφορη παράβαση των άρθρων που διέπουν την άσκηση εξουσίας της διοίκησης σε ένα κράτος δικαίου, αλλά επίσης προσπαθεί να καταστρατηγήσει τη δικαστική διαδικασία η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, προσπαθώντας να την καταστήσει άνευ αντικειμένου.»

 

Η Δημοκρατία δεν τοποθετείται επί του θέματος, αλλά υιοθετεί την αγόρευση του Κοινοτικού Συμβουλίου, το οποίο δέχεται ότι ο αγροτικός δρόμος υφίστατο από αρκετά χρόνια προηγουμένως και χρησιμοποιείτο απ’ όλους τους ιδιοκτήτες γειτονικών ακινήτων.  Το Κοινοτικό Συμβούλιο από το 2002 κατέβαλλε προσπάθειες απαλλοτρίωσης της επίδικης ακίνητης ιδιοκτησίας.  Σχετική είναι η Ειδοποίηση Απαλλοτρίωσης του 2003, η διαδικασία της οποίας ανεστάλη μετά από ένσταση του πατέρα του Αιτητή.  Όπως ισχυρίζεται το Κοινοτικό Συμβούλιο το μόνο που έλαβε χώρα στα χρόνια που ακολούθησαν, ήταν ο καθαρισμός του δρόμου.

 

Με δεδομένο ότι σε προηγούμενες πράξεις της η διοίκηση από το 2002 αναφερόταν σε «διάνοιξη» δρόμου, ο δικηγόρος του Συμβουλίου ανέφερε ότι «η λέξη διάνοιξη μπορεί να ετέθη εκ παραδρομής και περαιτέρω μπορεί  να προσδοθεί ευρεία έννοια στον όρο διάνοιξη που να εμπεριέχει και αυτήν του καθαρισμού του ήδη υφιστάμενου δρόμου ή της ασφαλτόστρωσής του ή της διαπλάτυνσής του ή της επιδιόρθωσής του ή και όλων αυτών  μαζί.».  Ήταν η θέση του ότι ακόμη και προηγούμενη διάνοιξη και χρησιμοποίηση του δρόμου από τους αγρότες της περιοχής, δεν εμποδίζει τη μετέπειτα απαλλοτρίωσή του.  Επίσης, υποστήριξε ότι τα γεγονότα στις υποθέσεις στις οποίες έκαμε αναφορά ο δικηγόρος του Αιτητή, διαφέρουν από αυτά στην παρούσα υπόθεση και γι’ αυτό δεν τυγχάνουν εφαρμογής.

 

Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Με βάση Αρχές του διοικητικού δικαίου, οι ενέργειες της διοίκησης θα πρέπει να διέπονται από την αρχή της νομιμότητας και δεν επιτρέπεται στη διοίκηση να ενεργεί με σκοπό την εκ των υστέρων νομιμοποίηση, προηγούμενων παράνομων ενεργειών της.  Στην παρούσα περίπτωση οι Καθ’ ων η αίτηση δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι η διάνοιξη του επίδικου δρόμου (για την οποία ο Αιτητής ήταν πάντοτε εναντίον), έγινε πριν την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού τους.  Η αγωγή 8022/07 την οποία ο Αιτητής καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για επέμβαση στο κτήμα του, είναι ενδεικτική της έλλειψης συγκατάθεσης εκ μέρους του.  Εξίσου σοβαρή είναι και η ενέργεια της διοίκησης να προχωρήσει χωρίς την προηγούμενη τήρηση της νόμιμης διαδικασίας, που ήταν πρώτα η δημοσίευση Ειδοποίησης έκδοσης Διατάγματος Απαλλοτρίωσης και μετά η  έκδοσή του.

 

Η δημοσίευση του επίδικου «Διατάγματος Έγκρισης Απαλλοτρίωσης» μετά τη διάνοιξη του δρόμου, αποτελεί εκ των υστέρων (ex post facto) απόπειρα της διοίκησης να νομιμοποιήσει την παράνομη επέμβασή της στο κτήμα του Αιτητή, κάτι το οποίο δεν επιτρέπεται από τις αρχές του διοικητικού δικαίου (βλ. Κόκκινος κ.α. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω και Πισσούριος ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

 

Ο Αιτητής με την αγωγή του 8022/07, διεκδικεί αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσφυγή είναι άνευ αντικειμένου, αφού εκκρεμεί ακόμα το θέμα των αποζημιώσεων, το οποίο θα εξαρτηθεί από την απόφαση του παρόντος δικαστηρίου σε σχέση με τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης.

Ενόψει της επιτυχίας του πρώτου λόγου ακυρότητας, παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακυρότητας.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2, εξ ημισίας. 

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο