KEO PLC ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπoθεση Αρ. 1595/2009, 7/11/2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1595/2009)

 

 

7 Νοεμβρίου, 2012

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

KEO PLC,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

                         ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.     ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2.     ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

3.     ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

 

Καθ’ων η αίτηση.

 

 

Ν. Ζερβού (κα) για Λ. Γεωργίου, για την Αιτήτρια.

 

Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία λειτουργούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο τη φορολογική αποθήκη με αναγνωριστικό αριθμό Τ501600CY, αναφορικά με τη λειτουργία της οποίας κατείχε άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή.

 

Με επιστολή της ημερομηνίας 17/7/2009, η αιτήτρια πληροφόρησε τους καθ’ων η αίτηση ότι το μεσημέρι περίπου της προηγούμενης μέρας «διαπιστώθηκε ότι η μεταλλική πόρτα της δεξαμενής Αρ. 177 άνοιξε με αποτέλεσμα να χυθούν και να απολεσθούν 92.607 λίτρα υποπροϊόντων διϋλιστηρίου (ξεκαζανιάσματα) που αντιστοιχούν με 16.530 λίτρα άνυδρης αλκοόλης».  Με την ίδια επιστολή της η αιτήτρια ζητούσε όπως, σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου 4 του άρθρου 7 της Οδηγίας 2008/118, της επιτραπεί η διαγραφή της απολεσθείσας ποσότητας από τα αποθέματα του οινοποιείου της τα οποία υπόκειντο σε ειδικό φόρο κατανάλωσης.

 

Να σημειωθεί ότι της επιστολής 17/7/2009 είχε προηγηθεί τηλεφωνική ενημέρωση των καθ’ων η αίτηση από υπάλληλο της εταιρείας την ίδια μέρα του ατυχήματος και αυθημερόν επίσκεψη του χώρου στον οποίο επεσυνέβη το ατύχημα και επιθεώρηση της δεξαμενής από υπαλλήλους των καθ’ων η αίτηση, οι οποίοι και διαπίστωσαν ότι ο μηχανισμός ασφάλειας της πόρτας της δεξαμενής είχε σπάσει, με αποτέλεσμα την απώλεια της αλκοόλης.

 

Επανερχόμενη η αιτήτρια με επιστολή της ημερομηνίας 24/7/2009, ζήτησε από τους καθ’ων η αίτηση όπως η απώλεια θεωρηθεί ως ατύχημα και συνεπώς να μην επιβληθεί φορολογία.

 

Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες απωλέσθηκε η συγκεκριμένη ποσότητα αλκοόλης διερευνήθηκαν από αρμόδιο λειτουργό του Τελωνείου, ο οποίος στα πλαίσια της έρευνας στην οποία προέβη έλαβε και αριθμό καταθέσεων από διάφορα πρόσωπα. Μετά το πέρας της έρευνας του και συγκεκριμένα στις 20/8/2009, ο εν λόγω λειτουργός ετοίμασε σχετικό Σημείωμα το οποίο και υπέβαλε στους ανωτέρους του, μαζί με τις εισηγήσεις του.

 

Της υπόθεσης επελήφθη τελικά η Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων στην οποία διαβιβάστηκε το σύνολο του περιεχομένου του φακέλου της υπόθεσης. Η Διευθύντρια εξουσιοδότησε το Τελωνείο Λεμεσού να αποστείλει στην αιτήτρια εκ των υστέρων βεβαίωση άλλης τελωνειακής οφειλής αναφορικά με την απολεσθείσα ποσότητα αλκοόλης και χρηματική επιβάρυνση, πράγμα το οποίο και έγινε στις 24/9/2009 με την αποστολή στην αιτήτρια εκ των υστέρων βεβαίωση άλλης τελωνειακής οφειλής ύψους €115.938,00 και χρηματική επιβάρυνση €11.594,00, πλέον τόκους από τις 16/7/2009, ημερομηνία γένεσης της οφειλής μέχρι εξόφλησης. Στη σχετική επιστολή η οποία απεστάλη προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 24/9/2009, μεταξύ άλλων αναφέροντο και τα πιο κάτω:

 

“Στις 16/07/2009, μετά από επιτόπια επιθεώρηση, Λειτουργοί του Τελωνείου Λεμεσού στην παρουσία υπαλλήλων της εταιρίας ΚΕΟ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ, στο Εργοστάσιο / Οινοποιείο της ΚΕΟ, που ευρίσκεται στην Λεμεσό, διαπίστωσαν ότι η δεξαμενή με αριθμό 177, της εγκεκριμένης από το Τμήμα Τελωνείων φορολογικής αποθήκης                    Τ 501600CY, ήταν άδεια. Επί τόπου λήφθηκαν και σχετικές φωτογραφίες από το Τελωνείο, οι οποίες μιλούν από μόνες τους.

 

Την ίδια μέρα, δηλαδή στις 16/07/2009, οι Λειτουργοί του Τμήματος Τελωνείων, διαπίστωσαν ότι, ποσότητα 9,417 λίτρων, του πιο πάνω προϊόντος, μεταγγίστηκε από την δεξαμενή 177, σε παρακείμενη δεξαμενή με αριθμό 179. Ως εκ τούτου θεωρήθηκε ότι, η συνολική ποσότητα παραπροϊόντων απόσταξης οίνου η οποία εξέλειπε ή /και μετακινήθηκε παράνομα, από την δεξαμενή αριθμός 177, ήταν 92,607 λίτρα, ήτοι 16,530 λίτρα άνυδρης καθαρής αιθυλικής αλκοόλης.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία που τηρούνται στον αρμόδιο Κλάδο Φόρων Κατανάλωσης, του Τελωνείου Λεμεσού, δεν υπάρχει μαρτυρία ότι η πιο πάνω ποσότητα αιθυλικής αλκοόλης έχει διατεθεί νόμιμα ή /και της έχει δοθεί κατάλληλος Τελωνειακός προορισμός, βάσει των προνοιών της κείμενης Τελωνειακής Νομοθεσίας.

 

Στην συνέχεια και αφού σας ζητήθηκαν γραπτώς εξηγήσεις, προβήκατε στον ισχυρισμό ότι η πιο πάνω ποσότητα αιθυλικής αλκοόλης, έχει απολεσθεί λόγω τυχαίου γεγονότος ή / και ανωτέρας βίας τα οποία δυνατόν να αποκλείουν δική σας ευθύνη. Ως εκ τούτου ουσιαστικά ζητήθηκε εκ μέρους σας, η απαλλαγή σας, από την υποχρέωση καταβολής των αναλογούντων φόρων, πάνω στην συνολική ποσότητα αλκοόλης που εξέλειπε.

 

Αφού διερεύνησα επισταμένα, όλες τις παραμέτρους της υποθέσεως αυτής, ακόμα και με την λήψη σχετικών καταθέσεων και μελέτησα προσεκτικά τις πρόνοιες της κείμενης Νομοθεσίας, έκρινα ότι, οι εξηγήσεις που δόθηκαν σχετικά με την τύχη του ελλειμματικού προϊόντος, δεν είναι ικανοποιητικές.

 

Ως εκ τούτου, απεφάσισα ότι, οι αναλογούντες φόροι, χρηματική επιβάρυνση και τόκοι που αφορούν την ελλειμματική ποσότητα αλκοόλης, δέον όπως καταβληθούν άμεσα στο Τμήμα Τελωνείων από τον διαχειριστή / κάτοχο της φορολογικής αποθήκης T501600CY, εταιρία ΚΕΟ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ, πρώην ΚΕΟ ΛΤΔ.”

 

 

Την ίδια μέρα, δηλαδή 24/9/2009, υποβλήθηκε στην εταιρεία πρόταση δυνάμει του άρθρου 88 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου, για αποδοχή €500.000 για εξώδικο συμβιβασμό των τελωνειακών αδικημάτων αντί της ποινικής δίωξης.

 

Αντιδρώντας η αιτήτρια στην απόφαση επιβολής φορολογίας, καταχώρισε την παρούσα προσφυγή επιδιώκοντας την ακύρωση της αφού προηγουμένως και συγκεκριμένα στις 13/10/2009 κατέβαλε το ποσό της φορολογίας, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της. Στο στάδιο των διευκρινίσεων το μέρος του αιτητικού που στρεφόταν εναντίον της καταβολής του συμβιβαστικού ποσού των €500.000 αποσύρθηκε.

 

Προεξάρχοντα θέση στους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης (πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο, έλλειψη δέουσας έρευνας, έλλειψη δέουσας και/ή επαρκούς αιτιολογίας και παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης), κατέχει η θέση ότι «λανθασμένα δεν θεωρήθηκε το συμβάν κατά το οποίο απωλέσθηκαν 92,607 λίτρα υποπροϊόντων διϋλιστηρίου (ξεκαζανιάσματα) ως τυχαίο γεγονός που εμπίπτει στο άρθρο 13 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004 (Ν. 91(Ι)/2004) .....».

 

Προτού παραθέσω τις επί του προκειμένου αντίστοιχες θέσεις, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω τις πρόνοιες του άρθρου 13(1)(α) του Νόμου 91(Ι)/2004, οι οποίες είναι και οι πρόνοιες που μας ενδιαφέρουν:

 

“Εφόσον αποδειχθεί στο Διευθυντή από τον εγκεκριμένο αποθηκευτή ότι εναρμονισμένα προϊόντα που βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής παρουσιάζουν:

 

(i)  απώλειες που οφείλονται σε τυχαία περιστατικά ή σε ανωτέρα βία

 

(ii) απώλειες (φύρες) που είναι εγγενείς, στη φύση των προϊόντων κατά τη διαδικασία παραγωγής, μεταποίησης, αποθήκευσης και μεταφοράς των προϊόντων

 

ο Διευθυντής δύναται να απαλλάσσει τα προϊόντα από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις και οι όροι που τίθενται στη γνωστοποίηση που εκδίδεται με βάση την παράγραφο (γ).”

 

 

Κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η περί ατυχήματος επιχειρηματολογία της αιτήτριας, συνιστά η θέση ότι η απώλεια ήταν αποτέλεσμα της απότομης αποκοπής του δακτύλου του άξονα που διατηρούσε σφραγισμένη την πόρτα της δεξαμενής, ο οποίος είναι κατασκευασμένος από ανοξείδωτο χάλυβα και όχι το αποτέλεσμα οποιασδήποτε μορφής αμέλειας από δικής της πλευράς. Ήταν αδύνατο, υποστήριξε η αιτήτρια, να προβλεφθεί το συμβάν και ιδιαίτερα η αποκοπή του άξονα, εφόσον αυτός ήταν κατασκευασμένος από ανοξείδωτο χάλυβα έτσι ώστε να μπορεί να της καταλογιστεί αμέλεια γιατί παρέλειψε να προβεί έγκαιρα σε επιδιόρθωση ή αντικατάσταση του. Προς ενίσχυση της εν λόγω θέσης τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας παρέπεμψαν και στο Σημείωμα του Τελωνειακού Λειτουργού ημερομηνίας 20/8/2009, επί του περιεχομένου του οποίου βασίστηκε ουσιαστικά η προσβαλλόμενη απόφαση. Στο εν λόγω Σημείωμα δεν διατυπώνονται με βεβαιότητα, σύμφωνα με τους συνηγόρους, οι παράγοντες που οδήγησαν στο συμβάν.  

 

Ενδεικτικό της εικόνας που αναδύεται μέσα από τις γραπτές αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων της αιτήτριας σχετικά με τις θέσεις/εισηγήσεις τους, συνιστά το πιο κάτω απόσπασμα από τη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων της, το οποίο παρατίθεται κάτω από τον τίτλο «Συμπεράσματα – Εισηγήσεις»:

 

“Είναι η θέση της αιτήτριας ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα υπό τα περιστατικά της υπόθεσης επειδή πουθενά στα σημειώματα των Λειτουργών δεν αναφέρεται το σπάσιμο του δακτυλίου του άξονα της πόρτας της δεξαμενής κατασκευασμένου από stainless steel και κατ’ επέκταση δεν έγινε έρευνα για αποκλεισμό του ως γενεσιουργό αιτία του ατυχήματος. Αυτό οδήγησε τους καθ’ων η αίτηση σε λανθασμένα συμπεράσματα και πλάνη για τα πράγματα και/ή το νόμο. Ανεξαρτήτως και/ή διαζευκτικώς των όσων αναφέραμε είναι η θέση της αιτήτριας ότι το Τελωνείο γνωρίζοντας ότι το προϊόν ήταν άχρηστο και ακατάλληλο για οποιαδήποτε χρήση, και ότι φυλάγεται στη δεξαμενή μέχρι να βρεθεί τρόπος καταστροφής του και το κράτος ουδέποτε θα εισέπραττε οποιοδήποτε φόρο, έπρεπε να χειριστεί με μεγαλύτερη προσοχή την όλη υπόθεση. Μάλιστα, το διασωθέν υπόλοιπο της δεξαμενής και δεύτερη δεξαμενή της ίδιας ποσότητας με άδεια του Τελωνείου καταστράφηκε στον βιολογικό σταθμό της αιτήτριας χωρίς να επιβληθούν φόροι.

 

Ευσεβάστως εισηγούμαστε η προσβαλλόμενη πράξη δεν παρουσιάζει αιτιολογία αλλά ούτε και η αιτιολογία μπορεί να καλυφθεί από τα στοιχεία του φακέλου. Η αιτιολογία στην παρούσα υπόθεση και ο αποκλεισμός του «τυχαίου γεγονός» που θεωρούμε ότι η αιτήτρια που έχει και το βάρος απόδειξης κατάφερε να αποδείξει ότι πρόκειται περί αυτού δεν αντικρούστηκαν από τους καθ’ων η αίτηση. Εξάλλου δεν υπάρχει πουθενά τεκμηριωμένη επιστημονικά από μηχανολόγο εκ μέρους των καθ’ων η αίτηση η θέση ότι το ατύχημα οφείλεται αποκλειστικά στον έλεγχο και την επιμέλεια της αιτήτριας. Η φράση που υπάρχει στην προσβαλλόμενη απόφαση «επί τόπου λήφθηκαν και σχετικές φωτογραφίες, από το Τελωνείο, οι οποίες μιλούν από μόνες τους» δεν αποτελεί ασφαλή βάση για αντίκρουση της αποδεδειγμένης επιστημονικά θέσης της αιτήτριας.”

 

 

Στον αντίποδα η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ων η αίτηση, υποστήριξε ότι με βάση το σύνολο των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον των καθ’ων η αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή στους τελευταίους. Με αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 13 του Νόμου, η                   κα Θεοκλήτου, υποστήριξε ότι το Τμήμα Τελωνείων δεν υπέχει υποχρέωση να προβεί σε αναζήτηση στοιχείων αναφορικά με τα αίτια της απώλειας. Το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους της αιτήτριας, η οποία για να τύχει απαλλαγής από φορολογία επί της ποσότητας του ελλείμματος, θα πρέπει να αποδείξει, σύμφωνα με τη συνήγορο, ότι το έλλειμμα οφειλόταν σε ανώτερη βία ή τυχαίο περιστατικό ή φύρα εγγενή στη φύση του κατά τη διαδικασία παραγωγής, μεταποίησης, αποθήκευσης και μεταφοράς του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η αιτήτρια απέτυχε, σύμφωνα με τη συνήγορο, να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για την τύχη του ελλείμματος, σε αντίθεση με την έρευνα στην οποία προέβησαν οι καθ’ων η αίτηση και η οποία περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, επιθεώρηση της δεξαμενής, η οποία επιθεώρηση οδήγησε στη διαπίστωση ότι η απώλεια δεν οφειλόταν σε τυχαίο γεγονός.

 

Προτού ασχοληθώ με την ουσία των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης και τις εκατέρωθεν θέσεις θεωρώ σκόπιμο, αφού επισημάνω την κοινή και για τις δύο πλευρές θέση με την οποία και συμφωνώ, ότι δηλαδή το άρθρο 13 του Νόμου ενσωματώθηκε στο κυπριακό δίκαιο για σκοπούς εναρμόνισης του με το άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, να παραθέσω και τις πρόνοιες του άρθρου 14 στις οποίες και των δύο πλευρών οι συνήγοροι έκαμαν εκτεταμένη αναφορά στις αγορεύσεις τους. Τις πρόνοιες του άρθρου 13 του Νόμου τις έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω.

 

“1. Ο εγκεκριμένος αποθηκευτής απολαύει ατέλειας για τις απώλειες που επέρχονται στα πλαίσια του καθεστώτος αναστολής, εφόσον οφείλονται σε τυχαία περιστατικά ή σε ανωτέρα βία και έχουν επαληθευτεί από τις αρχές κράτους μέλους. Απολαύει επίσης, στα πλαίσια του καθεστώτος αναστολής, ατέλειας για τις απώλειες (φύρες) που είναι εγγενείς στη φύση των προϊόντων κατά τη διαδικασία παραγωγής, μεταποίησης, αποθήκευσης και μεταφοράς. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγούνται αυτές οι ατέλειες. Οι ατέλειες αυτές εφαρμόζονται επίσης στους επαγγελματίες που αναφέρονται στο άρθρο 16 κατά τη μεταφορά των προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης.

 

2.   Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 απώλειες οι οποίες λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια ενδοκοινοτικής μεταφοράς των προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης πρέπει να επαληθεύονται σύμφωνα με τους κανόνες του κράτους μέρους προορισμού.

 

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 20, σε περίπτωση άλλων ελλειμμάτων εκτός από τις απώλειες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και σε περίπτωση απωλειών για τις οποίες δεν αναγνωρίζονται οι ατέλειες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι φόροι εισπράττονται σύμφωνα με τους συντελεστές που ισχύουν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος τη στιγμή που σημειώθηκαν οι δεόντως επαληθευμένες από τις αρμόδιες αρχές απώλειες ή, κατά περίπτωση, τη στιγμή της διαπίστωσης των ελλειμμάτων.”

 

 

Το ζητούμενο στην παρούσα περίπτωση είναι κατά πόσο οι καθ’ων η αίτηση ορθά θεώρησαν ότι η απώλεια δεν οφειλόταν σε τυχαίο περιστατικό.

 

Προς υποστήριξη της εισήγησης της, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή στους καθ’ων η αίτηση, η κα Θεοκλήτου παρέπεμψε σε νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης και συγκεκριμένα στην υπόθεση C-314/06 Société Pipeline Méditerranée et Rhône (SPMR) v. Administration des douanes et droits indirects και Direction nationale du renseignement et des enquêtes douanières (DNRED) του Δ.Ε.Κ. ημερομηνίας 18/12/2007 (υπόθεση C-314/06) στην οποία ερμηνεύθηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 14(1) της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, οι οποίες υπενθυμίζω ενσωματώθηκαν στη νομοθεσία μας με το άρθρο 13 του Νόμου 91(Ι)/04 και τις οποίες έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω. Συγκεκριμένα, η κα Θεοκλήτου παρέπεμψε στην υπό στοιχείο 30 σχετική Πρόταση της Γενικής Εισαγγελέως, Πρόταση την οποία και παραθέτω:

 

“Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, η έννοια της ανωτέρας βίας ή του τυχαίου συμβάντος πρέπει να νοείται ως καλύπτουσα μόνον ξένες προς τον επικαλούμενο την ανωτέρα βία περιστάσεις, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρά την επιδειχθείσα επιμέλεια. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι οι έννοιες της ανωτέρας βίας και του τυχαίου συμβάντος εμπεριέχουν ένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, και ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες.”

 

 

Η κα Θεοκλήτου παρέπεμψε επίσης στην πρωτόδικη απόφαση στην υπόθεση Συνεργατικός Οργανισμός Διαθέσεως Αμπελουργικών Προϊόντων (Σ.Ο.Δ.Α.Π.) Λτδ. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 465/2007, ημερομηνίας 19/6/2007 (απόφαση Ερωτοκρίτου, Δ.), πάνω στην οποία, ας σημειωθεί, στηρίχθηκαν οι καθ’ων η αίτηση για σκοπούς εξαγωγής των υπό αμφισβήτηση συμπερασμάτων τους (βλ. Σημείωμα Τελωνειακού Λειτουργού 20/8/2009).

 

Σ’ αυτό το στάδιο θεωρώ σκόπιμο να ασχοληθώ με τη θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων της αιτήτριας, οι οποίοι, για μεν την υπόθεση Σ.Ο.Δ.Α.Π. υπέβαλαν ότι η εν λόγω υπόθεση διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση ως προς τα γεγονότα της, για δε την Υπόθεση C314/06, ότι στην εν λόγω υπόθεση το Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.), ερμήνευσε μόνο τον όρο «ανωτέρα βία» και όχι τον όρο «τυχαίο γεγονός» και συνεπώς τα όσα η κα Θεοκλήτου υποστήριξε με αναφορά στην εν λόγω υπόθεση, δεν θα πρέπει να γίνουν δεκτά.

 

Καμιά από τις πιο πάνω δύο εισηγήσεις των συνηγόρων της αιτήτριας με βρίσκει σύμφωνο. Εκείνο που αβίαστα προκύπτει από την Πρόταση της Γενικής Εισαγγελέως προς το Δ.Ε.Ε. είναι πως στην έννοια των φράσεων «ανωτέρα βία» και «τυχαίο γεγονός» θα πρέπει να δοθεί η ίδια ερμηνεία, εφόσον στα πλείστα ευρωπαϊκά δίκαια φαίνεται, σύμφωνα με τις επισημάνσεις της, οι δύο έννοιες να αλληλοκαλύπτονται και να οριοθετούνται σαφώς μεταξύ τους. Η ερμηνεία που θα τους δοθεί θα πρέπει, σύμφωνα με την Πρόταση, να είναι τέτοια ώστε να καλύπτουν αποκλειστικά περιστάσεις που βρίσκονται έξω από τα όρια γνώσης ή ελέγχου του αποθηκευτή, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν με την επίδειξη επιμέλειας εκ μέρους του τελευταίου. Όπως πολύ εύστοχα επισημάνθηκε στην υπόθεση Σ.Ο.Δ.Α.Π. από τον αδελφό Δικαστή, παρόμοια είναι και η προσέγγιση του δικού μας δικαίου. «Τα πιο πάνω», αναφέρει ενδεικτικά ο αδελφός Δικαστής, «συνάδουν και με το δικό μας δίκαιο όταν αποδειχθεί ότι το αποτέλεσμα πράξης οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε αναπόφευκτο ατύχημα, δηλαδή σε κάποιο συμβάν που δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί με την άσκηση συνήθους επιμέλειας τότε ο αδικοπραξίας απαλλάσσεται ευθύνης για αμέλεια και το ατύχημα θεωρείται αναπόφευκτο ή τυχαίο».

 

Στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως αυτή κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια, ως αιτιολογία της αναφέρεται ότι οι εξηγήσεις που η αιτήτρια έδωσε σχετικά      με την τύχη του ελλειμματικού προϊόντος, απορρίφθηκαν ως μη ικανοποιητικές. Οι λόγοι όμως για τους οποίους οι εν λόγω εξηγήσεις κρίθηκαν ως τέτοιες, δεν παρατίθενται στο σώμα της απόφασης. Στο φάκελο όμως της υπόθεσης και συγκεκριμένα στο Σημείωμα του Τελωνειακού Λειτουργού ημερομηνίας 20/8/2009, που διερεύνησε το συμβάν, η αιτιολογία εξειδικεύεται ως πιο κάτω:

 

“Η πλευρά της ΚΕΟ, ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι το άνοιγμα της πόρτας και κατά συνέπεια η απώλεια της αιθυλικής αλκοόλης, έγινε από τυχαίο γεγονός. Η διαθέσιμη μαρτυρία όμως, δεν συνηγορεί σε κάτι τέτοιο, αλλά ούτε και θεωρητικά, μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξη του. Νομίζω ότι, οι υπεύθυνοι της ΚΕΟ, θα μπορούσαν να επιδείξουν περισσότερη επιμέλεια στην διαχείριση δεξαμενών, στις οποίες αποθηκεύουν προϊόντα, τα οποία υπόκεινται σε υψηλούς Φόρους Κατανάλωσης.

 

Κατά την γνώμη μου, τόσο οι εξηγήσεις που δόθηκαν γραπτώς, σε πρώτο στάδιο από την KEO PLC, προς εσάς, αλλά και μέσω των σχετικών καταθέσεων δεν μπορούν να συνηγορήσουν ευκρινώς στο γεγονός, ότι η απώλεια της πιο πάνω ποσότητας αιθυλικής αλκοόλης, επεσυνέβηκε λόγω τυχαίου γεγονότος. Η οξείδωση, π.χ. σε ορισμένα από τα μέρη της πόρτας, αλλά και του μηχανισμού ασφαλείας της είναι ευδιάκριτη. Η μεγάλη ηλικία της ίδιας της δεξαμενής, καθώς επίσης και η κατασκευή της από σκυρόδεμα, είναι ένα θέμα το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψιν, καθότι σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτή ήταν πλήρης, μπορεί να έπαιξε τον δικό της, καθοριστικό ρόλο στο συμβάν.

 

Σχετική με το πιο πάνω θέμα, είναι η εγκύκλιος της Δ. Τμ. Τελωνείων με αριθμό ΕΕ “ Γ ” (5), ημερομηνίας 06/08/2009, η οποία ερμηνεύει την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 19/06/2009, σε εκδικασθείσα προσφυγή, αριθμός 465/2007, της ΣΟΔΑΠ ΛΤΔ, εναντίον της Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων, που αφορά παρόμοια περίπτωση, Α.Φ.Κ. Τελωνείου Λεμεσού 90/06. Επιπρόσθετα, επίσης σχετική είναι και η επιστολή της Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων με αριθμό φακέλου 13.31.02.3.3.2, ημερομηνίας 24/07/2009, προς τον Α.Τ.Λ. Λεμεσού που ρυθμίζει παρόμοια περίπτωση στο Ζυθοποιείο της ΚΕΟ.”

 

 

Επίσης, στην εγκύκλιο ΕΕ “Γ” (5), ημερομηνίας 6/8/2009, την οποία ο Τελωνειακός Λειτουργός εισηγείται στο Σημείωμα του να ακολουθηθεί, η οποία επίσης βρίσκεται στο φάκελο, αναφέρονται και τα εξής σχετικά με την απόφαση Σ.Ο.Δ.Α.Π. (πιο πάνω):

 

“Στην υπό αναφορά απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε μεταξύ άλλων ότι:

·       Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν προϊόν δέουσας έρευνας αφού οι Λειτουργοί του Τμήματος, μέσα στα πλαίσια της έρευνας που διεξήγαγαν, πήραν καταθέσεις από διάφορα πρόσωπα που ήταν στην εργοδοσία των Αιτητών και τα οποία θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να βοηθήσουν την έρευνα τους.

 

·       Το Δικαστήριο αναφέρθηκε και στην έννοια των όρων «τυχαίο περιστατικό ή ανώτερη βία» που σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, περιλαμβάνει οποιοδήποτε συμβάν το οποίο δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί με την άσκηση συνήθους επιμέλειας.

 

-    Στην εν λόγω απόφαση γίνεται αναφορά στον ορισμό που δίνεται από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) στην ανωτέρα βία ή το τυχαίο συμβάν, ο οποίος συνάδει με αυτόν που δίδεται στο δικό μας δίκαιο. Σύμφωνα λοιπόν με το κοινοτικό δίκαιο οι έννοιες της ανωτέρας βίας ή του τυχαίου συμβάντος, εμπεριέχουν:

-     ένα αντικειμενικό στοιχείο το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις και

-     ένα υποκειμενικό στοιχείο το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες.

 

-    Υπό το φως των ανωτέρω το Δικαστήριο αποφάσισε ότι, έχοντας υπόψη όλα τα γεγονότα, η απόφαση του Τμήματος να θεωρήσει ότι τα ελλείμματα δεν ήταν το αποτέλεσμα «τυχαίου περιστατικού» ήταν εύλογα επιτρεπτή και επομένως «νόμιμα επέβαλαν τους σχετικούς φόρους κατανάλωσης και ΦΠΑ».”

 

(Η έμφαση είναι του κειμένου)

 

 

Για τους πιο κάτω λόγους κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν επαρκούς και δέουσας έρευνας, είναι πλήρως αιτιολογημένη και δεν αποτελεί προϊόν πραγματικής ή νομικής πλάνης και ήταν εύλογα επιτρεπτή στους καθ’ων η αίτηση.

 

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι το τι συνιστά επαρκή έρευνα σε μια συγκεκριμένη περίπτωση εξαρτάται από τα περιστατικά της εν λόγω περίπτωσης. Επαρκής έρευνας θεωρείται η έρευνα που εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετιζόμενου με την υπόθεση γεγονότος (βλ. Motorways Ltd. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Θα πρέπει επίσης να επισημάνω, επ’ αυτού εξάλλου δεν προέκυψε διαφωνία, ότι σε περιπτώσεις όπου η απώλεια αφορά απώλεια ενεργειακού προϊόντος, το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του αποθηκευτή. Στον αποθηκευτή, στην αποκλειστική γνώση του οποίου βρίσκονται τα δεδομένα, εναπόκειται να αποδείξει ότι η απώλεια αφορά σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία και όχι στην άλλη πλευρά να αποδείξει το αντίθετο. Χρήσιμη επί τούτου αναφορά μπορεί να γίνει στις υποθέσεις Petrolina (Holdings) Public Ltd. v. Υπουργού Οικονομικών, Αρ. Υπόθ. 1613/2008, ημερομηνίας 6/9/2010 και BP Eastern Mediteranean Ltd. v. Δημοκρατίας, Αρ. Υπόθ. 520/2008, ημερομηνίας 25/9/2009. Επομένως, φορολογία επιβάλλεται επί του συνόλου της ποσότητας ενός προϊόντος που δηλώθηκε εκτός εάν ο αποθηκευτής αποδείξει ότι οι οποιεσδήποτε απώλειες έχουν παρατηρηθεί, αυτές οφείλονται σε τυχαίο περιστατικό ή ανωτέρα βία. Τέλος, υπενθυμίζω ότι το οποιοδήποτε κενό δημιουργείται από την απουσία αιτιολογίας, μπορεί να πληρωθεί από στοιχεία που προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο, νοουμένου ότι τα εν λόγω στοιχεία προκύπτουν ευθέως και καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση (βλ. Χρ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 και Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438), όπως επίσης και ότι το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της διοικητικής αρχής με τη δική του. Το έργο του εξαντλείται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση των αρχών του διοικητικού δικαίου που διέπουν το θέμα (βλ. Κλ. Μιλτιάδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318).

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι καθ’ων η αίτηση, στα πλαίσια διερεύνησης του συμβάντος έλαβαν κατάθεση από αριθμό προσώπων που είχαν γνώση των γεγονότων που περιέβαλλαν το συμβάν – μεταξύ αυτών περιλαμβάνοντο εργοδοτούμενοι της αιτήτριας – λήφθηκαν φωτογραφίες της σκηνής και αξιωματούχοι των καθ’ων η αίτηση επισκέφθηκαν το μέρος και επιθεώρησαν το χώρο. Τα όσα η αιτήτρια αναφέρει στις δύο επιστολές της που απηύθυνε προς τους καθ’ων η αίτηση – επιστολές 17/7/2009 και 24/7/2009 – ουδόλως συνιστούν επαρκή πληροφόρηση σχετικά με τους λόγους στους οποίους οφειλόταν η απώλεια. Είναι πιστεύω αρκετό να υπενθυμίσω ότι με τη μεν επιστολή ημερομηνίας 17/7/2009 η αιτήτρια πληροφορούσε τους καθ’ων η αίτηση ότι άνοιξε η πόρτα της δεξαμενής 177 με αποτέλεσμα την απώλεια της συγκεκριμένης ποσότητας άνυδρης αλκοόλης, ενώ με την επιστολή της 24/7/2009 πληροφορούσε τους καθ’ων η αίτηση ότι οι εγκαταστάσεις της δεξαμενής και τα μηχανήματα συντηρούνταν με τη δέουσα προσοχή και ότι ευελπιστεί ότι η απώλεια θα θεωρηθεί ως ατύχημα. Το βάρος απόδειξης με το οποίο η αιτήτρια είναι επιφορτισμένη, δεν αποσείεται με τη διαπίστωση ότι το έλλειμμα προέκυψε διότι άνοιξε η πόρτα της δεξαμενής. Η αιτήτρια όφειλε να παραθέσει και τους λόγους που αποκόπηκε ο άξονας και η πόρτα άνοιξε. Με άλλα λόγια, οι καθ’ων η αίτηση δεν υπείχαν οποιαδήποτε υποχρέωση να προβούν σε διερεύνηση του συμβάντος με σκοπό τη διαπίστωση της αιτίας που προκάλεσε την απώλεια. Η υποχρέωση τους για έρευνα εξαντλείτο στην αναζήτηση από τον αποθηκευτή, στην περίπτωση μας από την αιτήτρια, εξηγήσεων και διευκρινίσεων αναφορικά με την απώλεια, πράγμα το οποίο και έγινε. Εκείνος που υπείχε υποχρέωση να προσδιορίσει τα αίτια της απώλειας, ικανοποιητικά και μάλιστα έγκαιρα, αν όχι πριν, τουλάχιστον μαζί με το αίτημα για διαγραφή, ήταν η αιτήτρια, η οποία όμως δεν το έπραξε. Αλλά, και τα στοιχεία που ήρθαν στο φως στα πλαίσια της διερεύνησης του συμβάντος από τους καθ’ων η αίτηση, όπως π.χ. οξείδωση σε κάποια σημεία της πόρτας αλλά και του μηχανισμού ασφαλείας, η μεγάλη ηλικία της δεξαμενής και το υλικό με το οποίο αυτή ήταν κατασκευασμένη, όπως και το γεγονός ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν υπερπλήρης, δεν συνηγορούν, όπως επισημαίνεται στο Σημείωμα 20/8/2009 του Τελωνειακού Λειτουργού που διερεύνησε το συμβάν, υπέρ των θέσεων της αιτήτριας όπως δεν συνηγορεί και η μαρτυρία του Διευθυντή του Οινοποιείου της αιτήτριας, ο οποίος στα πλαίσια της γραπτής κατάθεσης του δεν απέκλεισε την πιθανότητα το συμβάν να οφειλόταν σε διάβρωση του μετάλλου. Σ’ αυτό το στάδιο θεωρώ σκόπιμο να αναφέρω ότι στη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων της αιτήτριας επισυνάπτεται ως τεκμήριο έκθεση του Διευθυντή του Τεχνικού Τμήματος της αιτήτριας αναφορικά με το συμβάν. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εν λόγω έκθεση φαίνεται να έχει καταρτιστεί ένα χρόνο μετά το συμβάν, το περιεχόμενο της δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ως μαρτυρία με τον ενδεδειγμένο τρόπο, γι’ αυτό και θα αγνοηθεί. Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι η αιτήτρια επιφύλαξε τα δικαιώματα της –                  βλ. γραπτή αγόρευση των συνηγόρων της – να προσκομίσει προφορική μαρτυρία, πράγμα όμως που τελικά δεν έπραξε.

 

Αναφορικά με την προβαλλόμενη διαζευκτικά θέση της αιτήτριας ότι η απολεσθείσα ποσότητα στην ουσία ήταν άχρηστη και ακατάλληλη για οποιαδήποτε χρήση και συνεπώς η υπόθεση θα έπρεπε να τύχει, σύμφωνα με την απαντητική αγόρευση του συνηγόρου της, «προσεκτικότερου χειρισμού» από το Τελωνείο, παρατηρώ τα εξής:

 

Στην απαντητική αγόρευση τους οι συνήγοροι της αιτήτριας δεν συγκεκριμενοποιούν την εισήγηση τους περί «προσεκτικότερου χειρισμού». Στη συμπληρωματική όμως αγόρευση τους, την οποία καταχώρισαν με την άδεια του Δικαστηρίου, διατύπωσαν τη θέση ότι λανθασμένα επιβλήθηκε στην αιτήτρια φόρος κατανάλωσης για προϊόν το οποίο πριν ακόμα το συμβάν ήταν ακατάλληλο και ο λόγος που διατηρείτο στη δεξαμενή ήταν γιατί δεν είχε ακόμα εξευρεθεί τρόπος καταστροφής του.

 

Έχω την άποψη ότι η ακαταλληλότητα του προϊόντος δεν συνεπάγεται αυτόματα και απαλλαγή από τη φορολογία, όπως δεν απαλλάσσει την αιτήτρια από την υποχρέωση να αποδείξει ότι η απώλεια οφείλεται σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία. Το γεγονός ότι το προϊόν δεν ήταν κατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου 13(1)(α) του Νόμου. Όπως πολύ ορθά επισημαίνεται στην υπόθεση ΚΕΟ Plc ν. Δημοκρατίας, Αρ. Υπόθ. 1341/2009, ημερομηνίας 31/5/2011 (Απόφαση Ναθαναήλ, Δ.):

 

“Οι σχετικές πρόνοιες του ημεδαπού νόμου εναρμονιστικού, όπως λέχθηκε, με το κοινοτικό δίκαιο καθιστούν το φόρο απαιτητό κατά τη θέση του προϊόντος σε ανάλωση ή κατά τη διαπίστωση ελλειμμάτων όταν ο εγκεκριμένος αποθηκευτής δεν μπορεί να αποδείξει ότι τα ελλείμματα οφείλονται σε ανωτέρα βία ή τυχαίο περιστατικό. Στην υπόθεση C-314/06 Societe Pipeline Mediterranee et Rhone (SPMR) v. Administration des douanes et droits indirects και Direction nationale du renseignement et des enquetes douanieres (DNRED) του Δ.Ε.Κ. ημερ. 18.12.07, κρίθηκε ότι η Οδηγία 92/12/ΕΚ αποσκοπεί στην εξασφάλιση της εγκαθίδρυσης και λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς για εμπορεύματα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης κατά ομοιογενή τρόπο και η φορολογία επιβάλλεται κατά την παραγωγή των προϊόντων στο έδαφος της κοινότητας ή την εισαγωγή τους στο έδαφος αυτό. Ο φόρος κατά το άρθρο 6.1 δεν καθίσταται απαιτητός εκτός όταν τα προϊόντα τεθούν σε ανάλωση ή διαπιστωθούν ελλείμματα. Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 14 και που αφορά την απώλεια οφειλόμενη σε ανώτερη βία ή τυχαίο γεγονός ερμηνεύεται στενά και δεν εξισούται με τη μη οφειλή του ειδικού φόρου κατανάλωσης επειδή τα προϊόντα δεν τέθηκαν σε ανάλωση. Σχετική είναι και η γνωμοδότηση πρόταση της Γενικού Εισαγγελέως Juliane Kokott που δόθηκε στα πλαίσια της απόφασης στη C-314/06.”

 

 

Ως αποτέλεσμα, ούτε η πιο πάνω θέση με βρίσκει σύμφωνο.

 

Τέλος, η αιτήτρια προβάλλει ως λόγο ακύρωσης τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Άξονα της επί του προκειμένου επιχειρηματολογίας των ευπαίδευτων συνηγόρων της, συνιστά η θέση ότι οι καθ’ων η αίτηση όφειλαν, εφόσον διενεργούσαν τακτικούς ελέγχους των αποθεμάτων της, να τους υποδείξουν τα οποιαδήποτε κακώς έχοντα αφορούσαν τη δεξαμενή ή τον τρόπο διαχείρισης και συντήρησης των αποθεμάτων. Ούτε η εν λόγω θέση με βρίσκει σύμφωνο. Τέτοια υποχρέωση δεν είχαν οι καθ’ων η αίτηση. Ο έλεγχος κατά πόσο η αποθήκευση των αποθεμάτων ήταν ενδεδειγμένος και οι χώροι στους οποίους αυτά αποθηκεύοντο ήταν κατάλληλοι, ήταν καθήκον αποκλειστικά της αιτήτριας.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται με έξοδα €1.500 υπέρ των καθ’ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                              Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                        Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο