ΥΦΑΔΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1622/2010, 30/11/2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1622/2010)

 

30 Νοεμβρίου 2012

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΥΦΑΔΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

Αιτητές

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

------------------------------------

Χρ. Χριστάκη, για τους Αιτητές.

Ε. Γαβριήλ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------------

 

 

 

 Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Αμφισβητείται ως άκυρη και παράνομη, η απόφαση των καθ΄ ων να επιβάλουν στους αιτητές, απορρίπτοντας στις 5.10.2010 αίτημα για αναθεώρηση βεβαίωσης τελωνειακής οφειλής, εισαγωγικό δασμό €117,00, φόρο κατανάλωσης €3.644,00, Φ.Π.Α. €792,00 και χρηματική επιβάρυνση ύψους €455,00, πλέον 8% τόκο ετησίως από 27.4.2009, μέχρι εξόφλησης.

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη (Παράρτημα 23 στην ένσταση), προέκυψε ως αποτέλεσμα διαπίστωσης λειτουργών του Τελωνείου που επισκέφθηκαν  αποθήκη αποταμίευσης ότι έλειπε όλη η ποσότητα αιθυλικής αλκοόλης που ήταν αποθηκευμένη σε τρία πλαστικά βαρέλια αποθηκευμένα στην αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης την οποία διαχειρίζονταν τρίτα άτομα.  Τα τρία αυτά βαρέλια έπρεπε να περιείχαν 211,6 λίτρα αιθυλικής αλκοόλης το καθένα, 96°, αλλά βρέθηκαν άδεια.  Σύμφωνα με τα παρατηρηθέντα γεγονότα, αλλά και τις θέσεις-εξηγήσεις των ιδίων των αιτητών, τα τρία αυτά πλαστικά βαρέλια αν και βρέθηκαν κενά περιεχομένου, έφεραν άθικτη την εργοστασιακή τους σφραγίδα, είχαν όμως ραγίσματα στο πάνω μέρος τους.

 

         Η άποψη των αιτητών, ζητώντας απαλλαγή από την καταβολή τυχόν δασμών, ήταν ότι τα ραγίσματα έγιναν λόγω του μακρού χρόνου αποθήκευσης των βαρελιών, οι δε ρωγμές συνέτειναν, λόγω της φύσης του περιεχομένου τους, στην εξάτμιση της αιθυλικής αλκοόλης.  Ο ισχυρισμός των αιτητών ήταν ότι δεν ήσαν υπαίτιοι για την απώλεια εφόσον το γεγονός ήταν τυχαίο.  Σύμφωνα με την επιστολή τους ημερ. 18.9.2009, (Παράρτημα 15 στην ένσταση), οι αιτητές ζήτησαν την αναθεώρηση της επιβληθείσας τελωνειακής οφειλής που τους επιβλήθηκε με την επιστολή του Τελωνείου Λεμεσού ημερ. 30.7.2009, (Παράρτημα 11).  Αναφέρθηκαν στο γεγονός ότι στις 31.3.2005, περιήλθαν στην κατοχή τους 80 βαρέλια αλκοόλης που η Arab Bank Ltd είχε ήδη αποθηκεύσει για τα προηγούμενα εννέα χρόνια με την εταιρεία Nearchos Bonded Stores Ltd.  Η αποθήκευση των βαρελιών έγινε σε στεγασμένη αποθήκη, επί του εδάφους και σε παλέτες.  Επομένως, το ράγισμα και η συνακόλουθη εξάτμιση του περιεχομένου πιθανόν να οφειλόταν στη μεταφορά και διακίνηση των βαρελιών κατά τα προηγηθέντα εννέα έτη πριν αυτά περιέλθουν στην κατοχή των ιδίων των αιτητών.  Συνεπώς, οι  ίδιοι δεν μπορούν να ευθύνονται, ενώ και το Τελωνείο στις επιθεωρήσεις των υποστατικών για την τήρηση των όρων έγκρισης της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης, ουδέποτε υπέδειξε ή απαίτησε τη λήψη οποιωνδήποτε απαραίτητων μέτρων ώστε τα εμπορεύματα να διατηρούνται με ασφάλεια.

 

         Το Τελωνείο απέρριψε το αίτημα αναθεώρησης, κρίνοντας, με βάση τα διαπιστωθέντα γεγονότα, ότι η εξάτμιση δεν οφειλόταν είτε σε τυχαίο περιστατικό, είτε σε ανώτερη βία.  Με αναφορά στη σχετική επιστολή του ημερ. 5.10.2010, που αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη, στις σχετικές νομικές διατάξεις που έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση,  (άρθρα 102, 204, 206 και 213 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92, άρθρο 43 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004, άρθρο 5(1) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου αρ. 91(Ι)/2004 και τις αποφάσεις C-314/06, ημερ. 18.12.2007 του ΔΕΚ και Συνεργατικού Οργανισμού Διαθέσεως Αμπελουργικών Προϊόντων (ΣΟΔΑΠ) Λτδ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 467/07, ημερ. 19.6.2009, το Τελωνείο θεώρησε ότι οι αιτητές είχαν ευθύνη, που δεν απέσεισαν, ως αποταμιευτές του εμπορεύματος, να εκπληρώνουν ορθά τις υποχρεώσεις τους διατηρώντας τα εμπορεύματα σε καλή κατάσταση, λαμβάνοντας προς τούτο μέτρα όπως, αλλαγή συσκευασίας, εργασία που θα μπορούσε να υλοποιηθεί μετά από διαβούλευση τους ως ιδιοκτητών των εμπορευμάτων με τους διαχειριστές της αποθήκης, Nearchos Bonded Stores Ltd.  Ως εκ τούτου, το Τελωνείο αποφάσισε ότι οι ατιητές δεν απέδειξαν ότι η απώλεια οφειλόταν σε τυχαίο περιστατικό ή ανωτέρα βία.

 

         Οι αιτητές αμφισβητούν την ορθότητα της προσβαλλόμενης πράξης.  Θεωρούν ότι το Τελωνείο πλανήθηκε περί το Νόμο και τα πράγματα ενόψει του ότι δυνάμει της κοινοτικής νομοθεσίας ήταν οι Nearchos Bonded Stores Ltd,  που ήσαν οι κάτοχοι δημόσιας αποθήκης αποταμίευσης τύπου Α, που είχαν την ευθύνη ως διαχειριστές και όχι οι αιτητές ως αποταμιευτές.  Αυτό όσον αφορά τον εισαγωγικό δασμό.  Αλλά και για τον επιβληθέντα φόρο κατανάλωσης, υπεύθυνος είναι ο εγκριμένος αποθηκευτής, που δεν ήταν οι αιτητές.

 

 Περαιτέρω, παραβιάστηκε το δικαίωμα των αιτητών για ακρόαση, διότι ουδέποτε κατά το στάδιο ελέγχου των βαρελιών τους δόθηκε η ευκαιρία να ακουστούν, αφού ενημερώθηκαν για το πρόβλημα μόνο με την εκ των υστέρων βεβαίωση της τελωνειακής οφειλής.  Εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί δυσμενή διοικητική πράξη, το Τελωνείο όφειλε να παραχωρήσει το δικαίωμα ακρόασης και στη διαδικασία που προηγείτο της έκδοσης της.  Οι αιτητές δεν γνώριζαν καν για την απώλεια της αλκοόλης, οι δε δειγματοληπτικοί έλεγχοι έγιναν στην παρουσία υπαλλήλου της διαχειρίστριας εταιρείας που έδωσε τη δική του εξήγηση, χωρίς όμως ποτέ οι ίδιοι οι αιτητές να έχουν την ευκαιρία να διαφωτίσουν, ενδεχομένως, για το όλο συμβάν.

 

 Η θέση των διαχειριστών περί εξάτμισης της αλκοόλης φαίνεται να επηρέασε μέχρι τέλους το Τελωνείο, το οποίο την αποδέχθηκε χωρίς μέχρι σήμερα να έχει γίνει γνωστή η πραγματική αιτία απώλειας του περιεχομένου των βαρελιών.   Αυτή η θέση περί εξάτμισης, όμως, και της φύλαξης της αλκοόλης σε πλαστικά βαρέλια, που ήσαν κατάλληλα για συσκευασία, αλλά όχι για μακροχρόνια αποθήκευση, που ήταν θέση της Nearchos Bonded Stores Ltd, ουδέποτε τέθηκε ενώπιον των αιτητών για επεξήγηση, ενώ ουδέποτε τους δόθηκαν  οδηγίες για ορθή ή κατάλληλη φύλαξη των εμπορευμάτων.

 

         Περαιτέρω, οι αιτητές διατείνονται ότι υπήρξε από πλευράς του Τελωνείου ελλιπής έρευνα, αρκούμενο γενικά και αόριστα στην απαρίθμηση των νομικών διατάξεων και της νομολογίας (που αφορά όμως τον εγκεκριμένο αποθηκευτή και όχι τον αποταμιευτή), χωρίς να εξηγεί ποια η ευθύνη των ιδίων των αιτητών και χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένο πόρισμα περί της ακαταλληλότητας των πλαστικών βαρελιών, ενώ ήταν σαφές, κατά το αρχικό πόρισμα των τελωνειακών λειτουργών ότι δεν υπήρξε ανθρώπινη παρέμβαση.  Ούτε και αιτιολογία υπάρχει διότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αναφέρεται στο πώς και το γιατί οι αιτητές δεν τήρησαν τις όποιες υποχρεώσεις τους.

 

         Τέλος, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι το Τελωνείο κακώς θεώρησε ότι η περίπτωση δεν εμπίπτει στην ανώτερη βία, εφόσον με βάση και την ευρωπαϊκή νομολογία, η έννοια της «ανώτερης βίας», καλύπτει ξένες προς τον εγκεκριμένο αποθηκευτή περιστάσεις, ενώ η εξάτμιση της αιθυλικής αλκοόλης εμπίπτει στην ανωτέρα βία, ως ένα σαφές παράδειγμα ξένης περίστασης.  Η νομολογία που ανέφερε το Τελωνείο στην απόφαση του δεν έχει εφαρμογή στα εδώ γεγονότα, τόσο διότι αυτά διαφέρουν, όσο και διότι εφαρμόζονται διαφορετικοί νομικοί κανόνες.  Άλλωστε, κατά τους αιτητές, υπήρξε ανεπίτρεπτη, ανεξήγητη και αδικαιολόγητη μεταβολή στάσης μεταξύ του πορίσματος του τελωνειακού λειτουργού που υπέβαλε την έκθεση του στις αρχές του Τελωνείου και την απόφαση που έλαβε το ίδιο το Τελωνείο, χωρίς να αιτιολογείται ο λόγος της απόκλισης.

 

         Η αντίθετη θέση του Τελωνείου με αναφορά στην Κοινοτική, αλλά και την ημεδαπή νομοθεσία, είναι ότι οι αιτητές ως αποταμιευτές ήταν εν πάση περιπτώσει υπεύθυνοι για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την υπαγωγή των εμπορευμάτων σε καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης.  Κατά το Τελωνείο, οι αιτητές είναι υπεύθυνοι τόσο για τους εισαγωγικούς δασμούς όσο και για το σχετικό φόρο κατανάλωσης, κατ΄ ανεξάρτητη μάλιστα υποχρέωση για την καταβολή τους με την εταιρεία Nearchos Bonded Stores Limited, ως διαχειριστών της αποθήκης αποταμίευσης.  Η ευθύνη των δύο, αποταμιευτών και διαχειριστών είναι κεχωρισμένη και ανεξάρτητη και γι΄ αυτό το λόγο απαιτήθηκαν οι διάφορες οφειλές και από τη Nearchos Bonded Stores Limited, αλλά και από την ασφαλιστική εταιρεία που είχε υπογράψει εγγυητήριο έγγραφο κατατεθειμένο στο Τμήμα Τελωνείων προς εγγύηση της προσήκουσας αποταμίευσης εμπορευμάτων στην αποθήκη της εταιρείας Nearchos Bondes Stores Limited.

 

         Η Δημοκρατία αμφισβητεί ότι παραβιάστηκαν οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης και το δικαίωμα των αιτητών σε προηγούμενη ακρόαση, με δεδομένο το γεγονός ότι οι αιτητές ακούσθηκαν στα πλαίσια του αιτήματος τους για αναθεώρηση, με αποτέλεσμα το Τελωνείο πριν εκδώσει την τελική του απόφαση να είχε λάβει υπόψη και να είχε αξιολογήσει δεόντως τις απόψεις των αιτητών.  Οι θέσεις τους, άλλωστε, κατά το αίτημα αναθεώρησης ήταν γενικές και αόριστες και δεν υπέβαλαν προς το Τμήμα Τελωνείων οποιοδήποτε συγκεκριμένο ζήτημα προς εξέταση.  Λανθασμένη θεωρείται από τη Δημοκρατία και η αιτίαση για έκδοση της πράξης χωρίς δέουσα έρευνα εφόσον το Τμήμα Τελωνείων είχε όχι μόνο προβεί σε επί τόπου έλεγχο, αλλά και εξέτασε οτιδήποτε ήταν δυνατό να εξεταστεί, έχοντας υπόψη τη νομολογία ότι το βάρος για την προβολή και ενδεχομένως τεκμηρίωση στοιχείων για τα ακριβή αίτια της απώλειας, το φέρουν οι ίδιοι οι αιτητές και όχι το Τμήμα Τελωνείων. 

 

         Πλήρως αιτιολογημένη είναι επιπρόσθετα, κατά τη Δημοκρατία, η προσβαλλόμενη πράξη, δεδομένης της ερμηνείας που δόθηκε στη φράση «ανωτέρα βία» από τη νομολογία του ΔΕΕ, η οποία φράση καλύπτει ουσιαστικά ασυνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις, οι οποίες δεν θα μπορούσαν εν πάση περιπτώσει να αποφευχθούν παρά τη δέουσα επιδειχθείσα επιμέλεια εκ μέρους του υποκείμενου σε εισαγωγικούς δασμούς και φορολογία προσώπου.  Ούτε και μπορεί να ευσταθεί ο ισχυρισμός των αιτητών περί μεταβολής της στάσης της διοίκησης, εφόσον την ευθύνη για την προσβαλλόμενη πράξη είχε η Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων, η οποία καθηκόντως έλαβε υπόψη και τα όσα οι αρμόδιοι τελωνειακοί λειτουργοί είχαν υποβάλει στα διάφορα σημειώματα τους. 

 

         Η Δημοκρατία ήγειρε επίσης και προδικαστική ένσταση, μόνο διά της αγορεύσεως της όμως, αναφορικά με την μη εκτελεστότητα της πράξης, σε σχέση με την επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου.  Στηρίχτηκε προς αυτό στις αποφάσεις Καλαπαλίκης ν. Εφόρου Φ.Π.Α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 818 και Χρ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 772, οι οποίες έχουν καθορίσει ότι η επιβολή επιβαρύνσεων και τόκων δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη εφόσον προβλέπονται και επιβάλλονται κατευθείαν από το Νόμο.  Η αρχή αυτή είναι βεβαίως ορθή και έχει επιβεβαιωθεί έκτοτε πλειστάκις και ο           κ. Χριστάκη δεν την έχει αμφισβητήσει, αλλά αντίθετα αποδέχθηκε ότι απορριπτομένης  της προσφυγής, οι αιτητές θα πρέπει να καταβάλουν και τις επιπρόσθετες επιβαρύνσεις που επιβάλλονται αυτομάτως νομοθετικά.  Ως ανέφερε ο συνήγορος κατά τις διευκρινίσεις, οι αιτητές στην ουσία προσβάλλουν την καθ΄ αυτή βεβαίωση της τελωνειακής οφειλής και όχι τις παρεπόμενες επιπρόσθετες επιβαρύνσεις. 

 

         Έγινε πολύ συζήτηση και κατά τις διευκρινίσεις, αναφορικά με την ενδεχόμενη οφειλή τρίτων προσώπων και συγκεκριμένα της Nearchos Bonded Stores Limited.  Η ουσία, όμως, σε ό,τι αφορά την παρούσα προσφυγή είναι κατά πόσο οι ίδιοι οι αιτητές ευλόγως θεωρήθηκαν από το Τμήμα Τελωνείων ως υπόχρεοι σε εισαγωγικούς δασμούς και φόρο κατανάλωσης μέσα στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας και όχι αν υπόχρεη είναι και η Nearchos Bonded Stores Limited, (η οποία, ως ανεφέρθη, αμφισβήτησε με δική της προσφυγή την εν λόγω οφειλή), ή, και η ασφαλιστική εταιρεία από την οποία το Τελωνείο αναζήτησε την κάλυψη από τη δοθείσα εγγυητική.  Προφανώς το ποσό είναι το ίδιο και από οπουδήποτε πληρωθεί, το Τμήμα Τελωνείων δεν μπορεί να λάβει τα οφειλόμενα δύο φορές.

 

         Όπως εξηγεί η Δημοκρατία στη γραπτή της αγόρευση, με αναφορά στα γεγονότα που προηγήθηκαν, με βάση το άρθρο 99 του Καν. 2913/92/ΕΟΚ, που είναι ο Κοινοτικός Τελωνειακός Κώδικας, μια αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης μπορεί να είναι είτε δημόσια, είτε ιδιωτική.  Στη δημόσια αποθήκη δύνανται να αποθηκευτούν εμπορεύματα από οποιοδήποτε πρόσωπο.  Διαχειριστής δε αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης είναι το πρόσωπο εκείνο που έχει άδεια διαχείρισης τέτοιας αποθήκης.  Από την άλλη,  αποταμιευτής θεωρείται το πρόσωπο που δεσμεύεται με τη δήλωση υπαγωγής των εμπορευμάτων στο καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης ή το πρόσωπο στο οποίο έχουν μεταβιβαστεί τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του προηγούμενου.

 

 Το άρθρο 101 του πιο πάνω Κανονισμού επιβάλλει στον διαχειριστή αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης την ευθύνη ότι θα εξασφαλίζει ότι τα εμπορεύματα κατά την παραμονή τους στην αποθήκη δεν θα διαφεύγουν της τελωνειακής επιτήρησης, θα εκτελεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την αποθήκευση των εμπορευμάτων και θα τηρεί τους ειδικούς όρους που αναγράφονται στην άδεια.  Ταυτόχρονα, στο  άρθρο 102 αναφέρεται ότι ο αποταμιευτής είναι πάντοτε υπεύθυνος για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την υπαγωγή των εμπορευμάτων σε καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης και αυτό κατά παρέκκλιση από το άρθρο 101, όταν η άδεια αφορά δημόσια αποθήκη,  οπότε και οι ευθύνες που αφορούν το διαχειριστή της αποθήκης (εκτός εκείνων που αφορούν τους ειδικούς όρους της άδειας του), μπορούν να βαρύνουν αποκλειστικά τον αποταμιευτή. 

 

         Στην υπό κρίση περίπτωση, η Nearchos Bonded Stores Limited ήταν η εγκεκριμένη κάτοχος γενικής αποταμίευσης, ενώ δόθηκε σ΄ αυτή, μετά την ένταξη της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, άδεια από το Τελωνείο για τη λειτουργία και τη διαχείριση αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης, υπό τον όρο της συνεχούς συμμόρφωσης αυτής με τις σχετικές διατάξεις, εθνικές και κοινοτικές.  Στις 23.7.1996, η εταιρεία Nearchos Bonded Stores Limited κατέθεσε διασάφηση αποταμίευσης στο Τελωνείο Λεμεσού στο όνομα της Arab Bank Limited για την αποθήκευση 80 βαρελιών αιθυλικής αλκοόλης.  Αυτά τα βαρέλια εναποτέθηκαν μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης, αλλά κατά το έτος 2005, η κυριότητα των εμπορευμάτων αυτών περιήλθε στους αιτητές. 

 

         Στα πλαίσια ελέγχου και στην παρουσία εκπροσώπου της εταιρείας Nearchos Bonded Stores Ltd, διαπιστώθηκε στις 27.4.2009 και 4.5.2009 από λειτουργούς του Τμήματος Τελωνείων, το γεγονός ότι τρία από τα εν λόγω βαρέλια, τα οποία είχαν μείνει αποταμιευμένα στην αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης της εν λόγω εταιρείας,  ήσαν άδεια.  Η εταιρεία Nearchos Bonded Stores Limited σε σχετική επιστολή της εξέθεσε τα γεγονότα της αποθήκευσης, θεωρώντας ότι ο μακρύς χρόνος αποθήκευσης των βαρελιών τα οποία, παρά το γεγονός ότι έφεραν ακόμη άθικτη την εργοστασιακή τους σφραγίδα, είχαν ραγίσματα στο πάνω μέρος τους, συνετέλεσε στην εξάτμιση της αλκοόλης.  Η απαλλαγή όμως από την τελωνειακή οφειλή που η εταιρεία αυτή αιτήθηκε από το Τμήμα Τελωνείων, απερρίφθη.  Αυτό, υπό το φως του γεγονότος ότι ως εγκεκριμένη διαχειρίστρια της αποθήκης είχε υποχρέωση με βάση και τους όρους της άδειας να είχε λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα προφύλαξης κατά την αποθήκευση, ιδιαιτέρως αυτών που απαιτούνταν από την ίδια τη φύση του εμπορεύματος. 

 

         Ζητήθηκαν και από τους αιτητές τα διάφορα οφειλόμενα ποσά υπό την ιδιότητα τους ως ιδιοκτητών των εμπορευμάτων.  Αίτημα αναθεώρησης που υπεβλήθη και από τους αιτητές απερρίφθη από το Τμήμα Τελωνείων διότι η απώλεια δεν αποδείχθηκε να οφειλόταν σε τυχαίο περιστατικό ή ανωτέρα βία. 

 

         Η παραπομπή του Τμήματος Τελωνείων στις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες κατά την απορριπτική προσβαλλόμενη απόφαση της προς τους αιτητές, δικαιολογεί την αναζήτηση των οφειλομένων από τους αιτητές.  Βεβαίως και κάθε εκτελεστή διοικητική πράξη πρέπει να εξετάζεται ως προς τη νομιμότητα της στη βάση των προνοιών του Νόμου στις οποίες εβασίσθη, (S. Paroutis Electronics Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1092/08, ημερ. 10.2.2010), αλλά εδώ το άρθρο 102.2 στο οποίο βασίσθηκε η υπό κρίση πράξη, μεταξύ άλλων, καθορίζει τη διαρκή υπευθυνότητα του αποταμιευτή για όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την υπαγωγή των εμπορευμάτων σε καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης.  Αυτό βεβαίως καλύπτει τους αιτητές, ως ιδιοκτήτες των εμπορευμάτων και αυτό είναι πολύ λογικό εφόσον ως ιδιοκτήτες έχουν υπό την ευθύνη τους την ιδιοκτησία τους και οφείλουν να προστατεύουν ορθά το εμπόρευμα.  Τέτοια ευθύνη προερχόμενη από το γεγονός της ιδιότητας της ιδιοκτησίας την οποία βέβαια δεν αρνούνται οι αιτητές, είναι φυσιολογικά ανεξάρτητη από την ευθύνη του ιδίου του ιδιοκτήτη της αποθήκης, δηλαδή, την Nearchos Bonded Stores Ltd.  Τέτοιες συντρέχουσες ευθύνες είναι ανάλογες με άλλες υποχρεώσεις, όπως για παράδειγμα, την ασφάλεια των προϊόντων.  Εξ ου και όπως αναφέρεται στα έγγραφα της ένστασης, η Nearchos Bonded Stores Ltd όφειλε να ασφαλίσει τα εμπορεύματα της.  Και δεν διαπιστώνεται, όπως ήταν η εισήγηση του δικηγόρου των αιτητών κατά τις διευκρινίσεις, σύγχυση του Τμήματος Τελωνείων ως προς τις ορθές νομοθετικές πρόνοιες που διέπουν την υπό κρίση υπόθεση.  Η προσβαλλόμενη πράξη είναι αυτή που αναθεωρείται εδώ και σημασία έχουν οι νομικές αυτής βάσεις και όχι η τυχόν διάσταση τους με τις αναφερόμενες νομοθετικές πρόνοιες (εν πολλοίς οι ίδιες), στην επιστολή του Τελωνείου ημερ. 30.7.2009, που προηγήθηκε της τελικής βεβαίωσης.  Ούτε είναι ορθή η θέση ότι το άρθρο 102 δεν καθορίζει ποια υποχρέωση έπρεπε ο αποταμιευτής να εκπληρώσει.  Είναι σαφές ότι περιλαμβάνει και την επιβληθείσα δασμολογική υποχρέωση, η οποία δεν αλλοιώνεται λόγω της Κ.Δ.Π. 77/11 σε σχέση με το είδος των αποθηκών, ζήτημα που αποφασίστηκε προηγουμένως.

 

         Έχοντας αποφασίσει ότι εύλογη ήταν η αναζήτηση των οφειλών και από τους αιτητές, θα πρέπει στη συνέχεια να σημειωθεί ότι καμία από τις άλλες αιτιάσεις των αιτητών δεν ευσταθεί προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.  Αναφορικά πρώτιστα με τον ισχυρισμό για αδικαιολόγητη μεταβολή στάσης με αναφορά στην  άποψη του Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού Αδάμου ότι δεν γεννάται τελωνειακή οφειλή, λόγω του ότι η εξάτμιση και συνακόλουθη απώλεια του εμπορεύματος οφείλεται στην ίδια τη φύση αυτού, θα πρέπει να τονισθεί εκ νέου ότι η τελική απόφαση αφορούσε μόνο τη Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων, η οποία μπορεί να υιοθετήσει ή να μην υιοθετήσει τις απόψεις των Τελωνειακών Λειτουργών.

 

  Παρόμοιο θέμα εξετάστηκε από το παρόν Δικαστήριο στην ΚΕΟ Plc v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1341/09, ημερ. 31.5.2011, όπου απορρίφθηκε λόγος ακύρωσης συναρτώμενος προς κατ΄ ισχυρισμόν αλλαγή στάσης.  Όπως λέχθηκε εκεί, η αρχική ευνοϊκή εισήγηση από Τελωνειακό Λειτουργό που είχε επιθεωρήσει το δοχείο δεν εξουδετέρωνε την ευθύνη ότι η απόφαση έπρεπε να ληφθεί, όπως και εδώ, από την ίδια τη διεύθυνση του Τμήματος Τελωνείων, οι δε λειτουργοί που είχαν ευνοϊκή τοποθέτηση προς τους αιτητές δεν ενεργούσαν υπό κάποια συμβουλευτική θεσμοθετημένη ιδιότητα ώστε να χρειάζεται αιτιολογία για τη μη αποδοχή της θέσης τους.  Αυτό αναμφίβολα ισχύει κατά μείζονα λόγο και για τον ίδιο τον Ανώτερο Τελωνειακό Λειτουργό Αδάμου, στην παρούσα περίπτωση, ο οποίος συμμορφώθηκε εν τέλει με τις οδηγίες της Διευθύντριας. 

 

         Εξετάζοντας τα άλλα ζητήματα που τέθηκαν στην προσφυγή περαιτέρω, επαναλαμβάνεται ότι η νομολογία εναποθέτει στους ίδιους τους αιτητές την ευθύνη να εξηγήσουν ότι η απώλεια στα εμπορεύματα που είναι υπό τη φύλαξη  ή την ιδιοκτησία τους, οφείλεται σε λόγο που ανάγεται σε τυχαίο περιστατικό ή ανωτέρα βία.  Σχετικές είναι οι αποφάσεις BP Eastern Meditterenean Ltd v.  Υπουργού Οικονομικών, υπόθ. αρ. 520/2008, ημερ. 25.9.2009, Petrolina (Holdings) Public v. Υπουργού Οικονομικών, υπόθ. αρ. 1613/08, ημερ. 6.9.2010, Keo Plc v. Δημοκρατίας – πιο πάνω –, οι οποίες ακολουθήθηκαν και πολύ πρόσφατα στην υπόθεση Keo Plc v. Δημοκρατίας, υπόθ.      αρ. 1595/09, ημερ. 7.11.2012.  Το ότι το βάρος εναπόκειται στον ίδιο τον αποθηκευτή ή αποταμιευτή ως ιδιοκτήτη των εμπορευμάτων είναι άλλωστε λογικό εφόσον όλα τα δεδομένα είναι στη δική τους αποκλειστική γνώση και δεν υπάρχει βάρος στο Τμήμα Τελωνείων στο να ανακαλύψει ή, αφού ανακαλύψει, να πιστοποιήσει και τον επακριβή λόγο του δημιουργηθέντος προβλήματος. 

 

         Έπεται ότι  η έρευνα του Τμήματος Τελωνείων ήταν πλήρης διότι διαπιστώθηκε η εξάτμιση (προφανώς μέσω των ραγισμάτων των τριών βαρελιών), κατά  την επί τόπου επίσκεψη στην αποθήκη από τους αρμόδιους Τελωνειακούς Λειτουργούς. Το βάρος μετέπειτα της πιο πάνω διαπίστωσης, το είχαν οι ίδιοι οι αιτητές για να αποσείσουν την εκ πρώτης όψεως ευθύνη τους, εφόσον ήσαν ιδιοκτήτες του εμπορεύματος, με το να δείξουν, εντός της νομολογίας, ότι η απώλεια οφειλόταν σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία.  Η έννοια της ανωτέρας βίας έχει αναλυθεί στην υπόθεση C-314/06, ημερ. 18.12.2007, του ΔΕΚ, που υιοθετήθηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως την Συνεργατικού Οργανισμού Διαθέσεως Αμπελουργικών Προϊόντων (ΣΟΔΑΠ) Λτδ ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω –, Keo Plc v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1341/09, ημερ. 31.5.2011, από όπου και μεταφέρεται το πιο κάτω απόσπασμα, το οποίο υιοθετήθηκε και στην Keo Plc v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1595/09, ημερ. 7.11.2012 (από τον Πασχαλίδη, Δ):

 

          «Οι σχετικές πρόνοιες του ημεδαπού νόμου εναρμονιστικού, όπως λέχθηκε, με το κοινοτικό δίκαιο καθιστούν το φόρο απαιτητό κατά τη θέση του προϊόντος σε ανάλωση ή κατά τη διαπίστωση ελλειμμάτων όταν ο εγκεκριμένος αποθηκευτής δεν μπορεί να αποδείξει ότι τα ελλείμματα οφείλονται σε ανωτέρα βία ή τυχαίο περιστατικό.  Στην υπόθεση C-314/06 Societe Pipeline Mediterranee et Rhone (SPMR) v. Administratrion des douanes et droits indirects και Direction nationale du reseignement et des eenquetes douanieres (DNRED) του Δ.Ε.Κ. ημερ. 18.12.07, κρίθηκε ότι η Οδηγία 92/12/ΕΚ αποσκοπεί στην εξασφάλιση της εγκαθίδρυσης και λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς για εμπορεύματα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης κατά ομοιογενή τρόπο και η φορολογία επιβάλλεται κατά την παραγωγή των προϊόντων στο έδαφος της κοινότητας ή την εισαγωγή τους στο έδαφος αυτό.  Ο φόρος κατά το άρθρο 6.1 δεν καθίσταται απαιτητός εκτός όταν τα προϊόντα τεθούν σε ανάλωση ή διαπιστωθούν ελλείμματα.  Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 14 και που αφορά την απώλεια οφειλόμενη σε ανώτερη βία ή τυχαίο γεγονός ερμηνεύεται στενά και δεν εξισούται με τη μη οφειλή του ειδικού φόρου κατανάλωσης επειδή τα προϊόντα δεν τέθηκαν σε ανάλωση.  Σχετική είναι και η γνωμοδότηση-πρόταση της Γενικού Εισαγγελέως Juliane Kokott που δόθηκε στα πλαίσια της απόφασης στη C-314/06.»

 

Δεν έχει σημασία για σκοπούς  απόδειξης του γεγονότος ότι το συμβάν οφείλεται σε τυχαίο γεγονός ή προέρχεται από ανώτερη βία, ότι οι  παρόντες  αιτητές  είναι   οι αποταμιευτές του εμπορεύματος  και  όχι οι διαχειριστές της αποθήκης.  Ορθά ο κ. Χριστάκη εντόπισε το γεγονός ότι η εν λόγω απόφαση του ΔΕΚ C-314/06, αφορούσε από πλευράς γεγονότων, τον αποθηκευτή, αλλά, όπως εξηγήθηκε και ανωτέρω, και ιδιαιτέρως στη βάση του άρθρου 102 του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα, ο αποταμιευτής δεν υπέχει λιγότερη ευθύνη από το διαχειριστή της αποθήκης. Δεδομένου ότι τα τρία βαρέλια ήσαν στην ιδιοκτησία τους για σειρά ετών, οι εξηγήσεις που έδωσαν για την απώλεια του εμπορεύματος της αιθυλικής αλκοόλης ήσαν αόριστες και ασαφείς.

 

 Όπως αναφέρθηκε και στην Keo Plc v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1341/09 – ανωτέρω –, δεν αρκεί να παρατηρηθεί το έλλειμα και να αναφερθεί από τους αιτητές ότι η αιθυλική αλκοόλη εξατμίστηκε ουσιαστικά μέσω των ραγισμάτων.  Οι αιτητές θα έπρεπε να παραθέσουν και να εξηγήσουν και τους ουσιαστικούς λόγους που τα τρία αυτά βαρέλια βρέθηκαν ραγισμένα, γεγονός που δείχνει πλημμελή τρόπο αποθήκευσης και συντήρησης της αιθυλικής αλκοόλης.  Θα αναμενόταν από τους αιτητές, από την εποχή που απέκτησαν την ιδιοκτησία των βαρελιών, (τα οποία προφανώς δεν ήταν ραγισμένα όταν τα παρέλαβαν ούτε προτείνεται, βεβαίως, τέτοιος ισχυρισμός), να φρόντιζαν, αν χρειαζόταν, για την επανατοποθέτηση τους ενδεχομένως σε καλύτερη συσκευασία από αυτή ενός πλαστικού βαρελιού.  Το αν αυτό όντως χρειαζόταν ή όχι, ήταν δικό τους θέμα στη βάση της ευθύνης που είχαν αποκτήσει περιερχόμενα τα βαρέλια στην ιδιοκτησία τους.  Εάν οι αιτητές έδειχναν ότι πράγματι είχαν λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα προστασίας των εμπορευμάτων τους, τότε βέβαια θα μπορούσαν βάσιμα να ισχυριστούν ότι η απώλεια της αιθυλικής αλκοόλης οφειλόταν σε ανώτερη βία ή τυχαίο γεγονός.

 

 Στη λογική ερμηνεία των όρων αυτών νοείται συμβάν ανεξάρτητο και έξω από την ίδια τη θέληση ή και την εύλογη επιμέλεια που θα μπορούσε να ασκήσει ο διαχειριστής της αποθήκης, ή, εδώ, ο ιδιοκτήτης των εμπορευμάτων.   Το ΔΕΚ στην C-314/06 απόφαση του, είπε ακριβώς στις σκέψεις 31 και 33, ότι ο υπόλογος στη φορολογία πρέπει για να απαλλαγεί, να αποδείξει «….. την ύπαρξη εξαιρετικών έναντι του ιδίου μη φυσιολογικών και απρόβλεπτων περιστάσεων, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν έστω και με επίδειξη δέουσας επιμέλειας.».  Βεβαίως, όπως λέχθηκε και στη σκέψη 32, η εφαρμογή των προϋποθέσεων αυτών δεν θα πρέπει να οδηγεί σε απόλυτη ευθύνη του εγκεκριμένου αποθηκευτή, όμως, όπως ειπώθηκε στη σκέψη 33, οι σχετικές απώλειες πρέπει να είναι ξένες σε σχέση με τον εγκεκριμένο αποθηκευτή, δεν περιορίζονται στις εξωτερικές έναντι αυτού περιστάσεις σε σχέση με το υλικό ή τη φύση του εμπορεύματος, και πρέπει να «….. αφορά περιστάσεις που διαφεύγουν αντικειμενικά από τον έλεγχο του εγκεκριμένου αποθηκευτή ή βρίσκονται εκτός της σφαίρας ευθύνης του.».

 

 Προφανώς και είναι από τα ραγίσματα που προκλήθηκε η εξάτμιση, αλλά το ερώτημα είναι αν έπρεπε να παραμένουν τα εμπορεύματα για τόσα χρόνια σε πλαστική συσκευασία, και κατά πόσο αυτή ήταν η ενδεικνυόμενη για αιθυλική αλκοόλη συσκευασία.  Αυτό ήταν που έπρεπε να δείξουν οι αιτητές προς τις τελωνειακές αρχές και δεν επαρκεί βεβαίως το ερώτημα των αιτητών γιατί τα ραγίσματα εμφανίστηκαν σε τρία μόνο από τα ογδόντα βαρέλια.  Αυτό οι ίδιοι έπρεπε να το εξηγήσουν και όχι το Τελωνείο.

 

Ως προς το κατ΄ ισχυρισμόν παραβιασθέν δικαίωμα ακρόασης, ούτε αυτή η θέση ευσταθεί. Αυτό, διότι δόθηκε στους αιτητές μέσα από την υποβολή της ένστασης προς αναθεώρηση, η δυνατότητα να προβάλουν όλες τις θέσεις που ήθελαν, όπως και έπραξαν.  Το αίτημα αναθεώρησης ως δικαίωμα των αιτητών ανεφέρθη από το ίδιο το Τελωνείο στις 30.7.2008, στη σχετική  προς αυτούς επιστολή (Παράρτημα 11 στην ένσταση), κατά την επιβολή  των  σχετικών   φορολογιών με ρητή αναφορά στο άρθρο 112 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004 και άρθρο 139 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου αρ. 91(Ι)/2004.    Το Τμήμα Τελωνείων κατέγραψε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του μηχανογραφημένου συστήματος, τα βαρέλια ανήκαν στην ιδιοκτησία των αιτητών, οι εξηγήσεις δε περί του λόγου εξάτμισης που δόθηκαν από τους ιδιοκτήτες της αποθήκης δεν είχαν κριθεί ικανοποιητικές.

 

Αυτό δεν σήμαινε βέβαια ότι οι αιτητές ως ιδιοκτήτες των ιδίων των εμπορευμάτων ήταν εκ προοιμίου υπεύθυνοι για την καταβολή των όποιων οφειλομένων, εξ ου και το παρεχόμενο δικαίωμα αναθεώρησης.  Το ότι η επιτόπια έρευνα από τους τελωνειακούς λειτουργός έγινε στην απουσία των ιδιοκτητών των εμπορευμάτων δεν ενέχει ιδιαίτερη  σημασία, ούτε υπάρχει νομική διάταξη που υποχρεώνει το Τελωνείο να ειδοποιεί και τους ιδιοκτήτες του κάθε εμπορεύματος που είναι σε μια αποθήκη να είναι παρόντες κατά την επιθεώρηση. Το άρθρο 75 του Νόμου αρ. 94(Ι)/2004, εξουσιοδοτεί γενικώς τελωνειακούς λειτουργούς να εισέρχονται σε κάθε χώρο υποκείμενο σε τελωνειακή επιτήρηση, συμπεριλαμβανομένων αποθηκών τελωνειακής αποταμίευσης.  Ούτε το άρθρο αυτό, ούτε τα επόμενα άρθρα δίνουν δικαίωμα σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο να είναι παρόν κατά την επιθεώρηση, (δέστε G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155). Το άρθρο 78(1) καθορίζει ότι οι λειτουργοί μπορούν να ζητούν σε εύλογο χρόνο και σε τόπο που εύλογα καθορίζουν, από οποιοδήποτε πρόσωπο συνδέεται με τα εμπορεύματα να παράσχουν οποιαδήποτε συναφή πληροφορία. Από το Παράρτημα 6 της ένστασης προκύπτει ότι είχε γίνει δειγματολογικός έλεγχος της αποθήκης και προς τούτο, ως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, ειδοποιήθηκαν  να είναι παρόντες οι διαχειριστές της, Nearchos Bonded Stores Limited.

 

Το άρθρο 43 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση.  Η υπόθεση εδώ δεν αποτελεί πειθαρχικής φύσεως διοικητικό μέτρο, ούτε έχει το χαρακτήρα της κύρωσης και δεν είναι άλλως πως δυσμενούς φύσεως, από την άποψη ότι πρόκειται για βεβαίωση εκ των υστέρων οφειλής που οι αιτητές ευλόγως κρίθηκαν να είναι υπόχρεοι προς τη Δημοκρατία.  Δεν είναι δυνατό να θεωρείται δυσμενής μια απόφαση που απλώς ενημερώνει περί και επιβάλλει στον διοικούμενο την πληρωμή των νομίμων οφειλών του. Και εν πάση περιπτώσει, η τελωνειακή βεβαίωση δεν είχε ολοκληρωθεί ή τελειωθεί πριν την εξέταση κατά το στάδιο της αναθεώρησης των όσων είχαν να προβάλουν οι αιτητές.  Πράγμα το οποίο έκαμαν.  Επομένως τους δόθηκε το δικαίωμα να ακουσθούν και βεβαίως ό,τι είχαν να ισχυριστούν, το πρόβαλαν.  Με την επιστολή τους ημερ. 18.9.09, Παράρτημα 15 στην ένσταση, έθεσαν όλα τα επιχειρήματα τους, τα οποία ήταν εν πάση περιπτώσει αόριστα και γενικόλογα, χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία ή έγγραφα ή αποτελέσματα εργαστηριακών εξετάσεων ή άλλως, ως προς τα αίτια των διαπιστωθέντων ρωγμών.

 

         Ορθά η κα Γαβριήλ εισηγείται στην αγόρευση της ότι η προσβαλλόμενη πράξη ήταν αυτή της 5.10.2010, δηλαδή η πράξη που έπετο του αιτήματος αναθεώρησης των οφειλών.  Και βεβαίως επίσης ορθά παρατηρεί ότι αποτελεί υπερβολή και εκ των υστέρων σκέψη, η θέση των αιτητών ότι θα μπορούσαν να διαφωτίσουν την όλη υπόθεση αν γίνονταν κοινωνοί της επίσκεψης των λειτουργών στην αποθήκη και τους διδόταν η ευκαιρία να εκθέσουν από εκείνο το στάδιο τις θέσεις τους.  Οι αιτητές ό,τι είχαν να πουν το είπαν κατά την υποβολή του αιτήματος αναθεώρησης και ουδείς τους εμπόδισε να θέσουν οποιαδήποτε θέση, σκέψη ή αιτιολογία για την απώλεια.  Το αίτημα αναθεώρησης, όπως έχει εξηγηθεί και στη Μίχαλος Δημητρίου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 675, αποτελεί αυτό καθαυτό δικαίωμα ακρόασης, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 112 του Νόμου αρ. 94(Ι)/2004.

 

         Τέθηκε ζήτημα σε σχέση με την παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης στη βάση του ότι η επιβολή της φορολογίας έγινε μετά παρέλευση πολλών ετών.  Έγινε προς τούτο επίκληση της απόφασης Φίλιππος Χατζημάμας ν. Δημοκρατίας, υπόθ.    αρ. 201/2010, ημερ. 7.5.2012, σε σχέση και πάλι με εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής μετά από πάροδο επτά ετών. Κρίθηκε εκεί σε περίπλοκα γεγονότα  ότι η καθυστέρηση στην άσκηση ελέγχου σε εύλογο χρόνο παραβιάζει την αρχή της νομιμότητας και της χρηστής διοίκησης.  Δεν υπάρχει όμως αντιστοιχία της υπόθεσης εκείνης με τα υπό κρίση δεδομένα.  Μπορεί τα εμπορεύματα να ήταν τοποθετημένα από το 1996, αλλά το Τμήμα Τελωνείων διαπίστωσε την απώλεια της αιθυλικής αλκοόλης στις 27.4.2009.  Έκτοτε, το Τμήμα ενήργησε με εύλογη χρονική επιμέλεια, προέβη στα δέοντα και επέβαλε την οφειλή αφού άκουσε τους αιτητές.  Δεν διαπιστώνεται παραβίαση των αρχών της νομιμότητας και της χρηστής διοίκησης.  Άλλωστε, προκειμένου περί δασμών, φόρων και γενικώς νομίμων υποχρεώσεων του διοικούμενου προς τη Δημοκρατία, ο χρόνος δεν αποτελεί πρόβλημα ως εκ της υποχρέωσης του διοικούμενου να καταβάλλει τους φόρους ως θέμα δημοσίου συμφέροντος συμβάλλοντας έτσι  στη σύννομη επιβολή και είσπραξη τους από τη Δημοκρατία, (Fournaris M & J Imports & Exports Ltd v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 486).

 

         Ούτε τα περί αναρμοδιότητας οργάνου ευσταθούν.  Αυτά τέθηκαν στην αρχική αγόρευση, αλλά δεν εμφανίζεται το θέμα εκ νέου στην απαντητική, προφανώς υπό το φως των εξηγήσεων που δόθηκαν μέσα από την αγόρευση της Δημοκρατίας.  Να σημειωθεί δε ότι δεν εμφανίζεται αυτός ο λόγος ακύρωσης στα νομικά σημεία της προσφυγής κατά παράβαση του Καν. 7 του περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 και ως εκ τούτου, κατά εφαρμογή πάγιας νομολογίας, δεν μπορεί καν να εξεταστεί, (Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 23 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655).  Εν πάση περιπτώσει, το Παράρτημα «Γ» στη γραπτή αγόρευση της Δημοκρατίας, θέτει τέρμα στην αιτίαση αναρμοδιότητας.  Ο υπογράφων την προσβαλλόμενη πράξη έχει εξουσιοδοτηθεί κατά τη δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 112(1), από τον νομίμως εκτελούντα καθήκοντα Αναπληρωτή Διευθυντή Τελωνείων, με βάση την απόφαση της Ε.Δ.Υ. ημερ. 30.3.2010.

 

         Ενόψει όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το                          Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                     Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο