ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΜΠΟΡΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 546/2011, 8/11/2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 546/2011)

 

 8 Νοεμβρίου, 2012

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΜΠΟΡΗΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

2.    ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Κ. Ταμπούρλας, για τον Αιτητή.

Φ. Κωμοδρόμος, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:   Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής ζητά ακύρωση της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας, Καθ' ου η αίτηση 2, ημερ. 31.1.2011, με την οποία απορρίφθηκε αίτημά του, όπως του επιστραφεί το χρηματικό ποσό που του κατακρατήθηκε κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του για την περίοδο 9.10.2009 έως 14.9.2010, σχετικά με την πειθαρχική υπόθεση Λάρνακος Αρ. 7/2009.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Ο Αιτητής, ο οποίος είναι μέλος της Αστυνομίας από το 1993, στις 13.9.2001 διορίστηκε Αναπληρωτής Λοχίας και τοποθετήθηκε στη Μηχανοκίνητη Μονάδα Άμεσης Δράσης.  Στις 8.10.2009, ενώ βρισκόταν εκτός καθήκοντος και διασκέδαζε στη Λάρνακα με φίλους του, κάλεσε από το κινητό του τηλέφωνο την Andriana Ciobanu, ρουμανικής καταγωγής και ως αποτέλεσμα των όσων ελέχθησαν μεταξύ τους, αυτή τον κατήγγειλε στην Αστυνομία για το αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας, που είχε ως συνέπεια ο Αιτητής να συλληφθεί και να τεθεί υπό κράτηση, προς διερεύνηση των ισχυρισμών της ρουμάνας παραπονούμενης.

 

Ακολούθως, εναντίον του Αιτητή διερευνήθηκε από το ΤΑΕ Αρχηγείου το ενδεχόμενο διάπραξης του αδικήματος της απειλής βιαιοπραγίας.  Αφού συμπληρώθηκε ο φάκελος, τέθηκε ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στις 17.11.2009, ο οποίος και έδωσε γραπτές οδηγίες να ταξινομηθεί για τα επόμενα δύο χρόνια, καθότι η παραπονούμενη σε γραπτή της κατάθεση, απέσυρε την καταγγελία εναντίον του Αιτητή.

 

Όμως αυτό δεν ήταν το τέλος της υπόθεσης για τον Αιτητή.  Εναντίον του Αιτητή καταχωρήθηκε η Πειθαρχική Υπόθεση Λάρνακας, στο πλαίσιο της οποίας διορίστηκε Ερευνών Αξιωματικός.  Η Πειθαρχική υπόθεση, περιελάμβανε κατηγορίες εναντίον του Αιτητή για τα αδικήματα της:- (α) ανάρμοστης συμπεριφοράς, (β) παράνομης ή άσκοπης άσκησης εξουσίας και (γ) ανάρμοστης συμπεριφοράς (προστέθηκε αργότερα).  Η Πειθαρχική υπόθεση εκδικάστηκε από Πειθαρχική Επιτροπή στις 6.9.2009 και ο Αιτητής αθωώθηκε στην (α) και στη (β) κατηγορία, ενώ στην (γ) κατηγορία του επιβλήθηκε η ποινή της αυστηρής επίπληξης.  

 

Ο Αιτητής εφεσίβαλε την απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων, το οποίο στις 5.10.2010, αποφάσισε ομόφωνα ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η καταχώρηση της έφεσης γιατί δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τον Κανονισμό 28(3) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 53/89).  Δηλαδή το αίτημα δεν είχε υποβληθεί γραπτώς και εμπρόθεσμα μέσω του οικείου Αστυνομικού Διευθυντή στον Αρχηγό Αστυνομίας, αλλά εστάλη ταχυδρομικώς με συστημένη επιστολή στον Αρχηγό Αστυνομίας, η οποία παραλήφθηκε στις 22.9.2010 και όταν ήδη η πειθαρχική καταδίκη δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές.

 

Αφού η καταδίκη του Αιτητή στην κατηγορία (γ), ανωτέρω, και η ποινή της επίπληξης οριστικοποιήθηκε, τέθηκε από τον Αιτητή θέμα επιστροφής των κατακρατηθέντων μισθών.  Σημειώνεται ότι για διευκόλυνση της έρευνας, καθώς και της εκδίκασης της Πειθαρχικής υπόθεσης, ο Αιτητής τέθηκε σε διαθεσιμότητα από τις 9.10.2009 μέχρι τις 14.9.2010.  Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του ο Αιτητής, λάμβανε χορήγημα διαθεσιμότητας ανερχόμενο στο ½ του μισθού του, σύμφωνα με τον Κανονισμό 31(γ) της ΚΔΠ 53/89, το δε ποσό που του κατακρατήθηκε ανέρχεται στα €12,218.09.

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 31(ζ) της ΚΔΠ 53/89:-

«(ζ) Σε περίπτωση που μέλος το οποίο είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα αναλαμβάνει εκ νέου τα καθήκοντά του, θα λάβει από την ημερομηνία που τέθηκε σε διαθεσιμότητα, το μισθό και τα επιδόματα τα οποία θα εδικαιούτο σύμφωνα με τους περί Αστυνομίας (Γενικούς) Κανονισμούς του 1989 ή οποιουσδήποτε Κανονισμούς που τους τροποποιούν ή τους αντικαθιστούν, αν

(i)              αποφασίστηκε το μέλος αυτό να μην κατηγορηθεί για πειθαρχικό αδίκημα, ή

(ii)             όλες οι εναντίον του κατηγορίες έχουν απορριφθεί:

 

Νοείται ότι, αν βρέθηκε ένοχος και η ποινή που του επιβλήθηκε είναι άλλη από απόλυση, εξαναγκασμό σε παραίτηση ή υποβιβασμό κατά βαθμό ή τάξη, μπορεί να επιστραφεί στο μέλος τόσο ποσό από τις απολαβές και τα επιδόματα που του κατακρατήθηκαν, όσο ο Αρχηγός ήθελε αποφασίσει.»

 

Ο Αρχηγός, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Αιτητής νόμιμα τέθηκε σε διαθεσιμότητα και ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο προαναφερθείς Κανονισμός 31, με την προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι δεν ενδείκνυται η επιστροφή στον Αιτητή του χρηματικού ποσού των €12.218,09 που του κατακρατήθηκε κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του.

 

Ο συνήγορος του Αιτητή προς ακύρωση της απόφασης του Καθ’ ου η αίτηση 2, προβάλλει 9 λόγους ακυρότητας, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση:- (1) Είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και/ή υπέρβαση εξουσίας, (2) λήφθηκε σε νομικά πάσχουσα διαδικασία και στηρίχθηκε σε γεγονότα και ή ενέργειες αναρμόδιων οργάνων κατά παράβαση της σχετικής Νομοθεσίας, Κανονισμών, Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου και του Συντάγματος, (3) παραβιάζει κεκτημένα δικαιώματα και τους Κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, (4) είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο, (5) δεν λήφθηκε υπόψη ότι κατά την πειθαρχική διαδικασία ο Αιτητής αθωώθηκε, (6) δεν λήφθηκε υπόψη η όλη σταδιοδρομία του, (7) είναι αναιτιολόγητη, (8) είναι παράνομη καθότι λήφθηκαν υπόψη γεγονότα από την Πειθαρχική Υπόθεση Λάρνακα Αρ. 7/2009 και (9) είναι δυσανάλογη και εξοντωτική σε σχέση με την κατηγορία στην οποία καταδικάστηκε.

 

Ο δικηγόρος των Καθ’ ων η αίτηση με την αγόρευσή του εγείρει για πρώτη φορά δύο προδικαστικές ενστάσεις.  Δεν προτίθεμαι να τις εξετάσω, εφόσον αυτές δεν ηγέρθηκαν με τον ενδεδειγμένο τρόπο στη γραπτή ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση, όπως προβλέπει ο Κανονισμός 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.  Δεν υπήρξε εισήγηση εκ μέρους του δικηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση ότι για λόγους δημοσίου συμφέροντος θα πρέπει οι λόγοι να εξεταστούν.

 

Πολλοί από τους λόγους ακυρότητας εγείρονται από το δικηγόρο του Αιτητή κατά τρόπο γενικό και αόριστο, γι’ αυτό και δεν θα τους εξετάσω σε βάθος, εφόσον δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένοι, σύμφωνα με τον πιο πάνω Διαδικαστικό Κανονισμό του 1962.  Η ουσία των παραπόνων εμπεριέχεται στους λόγους ακυρότητας 2 και 9, με τους οποίους ο Αιτητής προβάλλει ότι η απόφαση του Καθ’ ου η αίτηση 2 πάσχει, καθότι η κατακράτηση του ποσού των €12.218,09 θα πρέπει να θεωρηθεί εξοντωτικό μέτρο και δυσανάλογο με το αδίκημα στο οποίο κρίθηκε ένοχος ο Αιτητής και την ποινή της επίπληξης που επιβλήθηκε στον Αιτητή από την Πειθαρχική Επιτροπή.

 

Οι λόγοι ακύρωσης ευσταθούν. 

 

Ο Αρχηγός είχε διακριτική ευχέρεια, δυνάμει του Κανονισμού 31(ζ) των Κανονισμών, να αποφασίσει το ποσό που θα έπρεπε να επιστραφεί.  Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, θα έπρεπε να λάβει υπόψη στοιχεία τα οποία να είναι νόμιμα και σχετικά με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αρχηγός όχι μόνο ξέφυγε των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, αλλά ούτε αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του.  Πέραν των γεγονότων της υπόθεσης, τα μόνα στοιχεία που αναφέρει ότι λήφθηκαν υπόψη, είναι ότι:- «η απόφαση για διαθεσιμότητα ήταν όντως αναγκαία και ορθή υπό τις περιστάσεις» και ότι «η πειθαρχική υπόθεση συμπληρώθηκε σε εύλογο χρονικό διάστημα».  Το πρώτο στοιχείο, δεν ήταν επίδικο θέμα, εφόσον ο Αιτητής δεν αμφισβήτησε την αναγκαιότητα της διαθεσιμότητάς του.  Ως προς το δεύτερο, ο Αρχηγός δεν αιτιολογεί την κατάληξή του.  Εκ πρώτης όψεως, ο χρόνος των 11 μηνών που διήρκεσε η πειθαρχική υπόθεση, δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογος, δεδομένης της απλότητας της υπόθεσης και του γεγονότος ότι η πειθαρχική έρευνα ολοκληρώθηκε στις 4.11.2009.  Πέραν τούτου, ο Αρχηγός ενήργησε ως να ήταν δέσμια η αρμοδιότητά του.  Δεν φαίνεται να τον προβλημάτισε ότι θα μπορούσε να διατάξει την κατακράτηση ενός μικρότερου ποσού.  Ο τρόπος με τον οποίο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, έρχεται σε αντίθεση με τον επιδιωκόμενο σκοπό του Κανονισμού 31(ζ) των Κανονισμών, που είναι να καταστήσει το ποσό που τελικά θα κατακρατηθεί δίκαιο, υπό τις περιστάσεις. 

 

Πέραν τούτου, θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη ότι ο Αιτητής αθωώθηκε στις αρχικές κατηγορίες και καταδικάστηκε μόνο στην τρίτη κατηγορία η οποία προστέθηκε εκ των υστέρων.  Στα πλαίσια της δέουσας έρευνας όφειλε επίσης να διερευνήσει και την όλη σταδιοδρομία του Αιτητή, την οποία θα μπορούσε να συνυπολογίσει με τα υπόλοιπα στοιχεία.  Όπως νομολογήθηκε στη Τσαγγαρίδης ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.α. (1998) 4(Α) ΑΑΔ 517, δεν είναι ασφαλές να οριστούν εξαντλητικά τα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, κάτω από τον Κανονισμό 31(ζ).  Όμως έχει διευκρινιστεί νομολογιακά ότι «η διαθεσιμότητα δεν αποτελεί πειθαρχικό μέτρο ή πειθαρχική ποινή και ούτε έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, αλλά είναι προληπτικό μέτρο για τη διευκόλυνση της περάτωσης μιας πειθαρχικής διαδικασίας» (βλ. Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγ. Νάπας (1993) 3 ΑΑΔ 579).  Κατ’ επέκταση ο Αρχηγός Αστυνομίας όφειλε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια κατά τρόπο που η απόφαση του να μην είναι τιμωρητικού χαρακτήρα.

 

Η απόφαση του Αρχηγού να διατάξει την κατακράτηση ολόκληρου του ποσού των €12.218,09, στην πράξη επαυξάνει την επιβαλλόμενη ποινή, κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας και στην ουσία επιβάλλει ποινή δυσανάλογη και εξοντωτική, τόσο σε σχέση με την κατηγορία στην οποία καταδικάστηκε, όσο και με αυτή της επιβληθείσας ποινής της αυστηράς επίπληξης.  Σχετικά η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Τσαγγαρίδης (2001) 3(Α) ΑΑΔ 35, επισήμανε ως προς τον Κανονισμό 31(ζ) ότι:-

«Ο ίδιος ο Κανονισμός, στο πρώτο σκέλος της επιφύλαξης, καθορίζει τις περιπτώσεις όπου δεν επιστρέφονται οι απολαβές που κατακρατήθηκαν, δηλαδή όταν επιβάλλεται η ποινή της απόλυσης, εξαναγκασμού σε παραίτηση ή υποβιβασμού στο βαθμό ή τάξη. Στις υπόλοιπες το ζήτημα αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του Αρχηγού. Χωρίς να εξαντλούμε τα στοιχεία που δυνατό να ληφθούν υπόψη σε μια τέτοια απόφαση, υποδεικνύουμε πως αυτά που ενδεικτικά αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση είναι σχετικά, δηλαδή η μετά τη λήξη της πειθαρχικής διαδικασίας διαπίστωση της αναγκαιότητας του χρόνου που διήρκεσε, και να προσθέσουμε κι΄εμείς πως σ΄αυτό το κριτήριο προσμετρά και η συνεργασία του ίδιου του πειθαρχικά διωκόμενου. ΄Ομως, η πειθαρχική διαδικασία διεξάγεται ενώπιον άλλου οργάνου, που καθορίζει ο Κανονισμός. Στην υπόθεση που εξετάζουμε έγινε συνοπτική διαδικασία από το Διευθυντή Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, ο οποίος επέβαλε την ποινή της επίπληξης στον εφεσίβλητο. Ο Κανονισμός 31(ζ) δεν δίδει εξουσία στον Αρχηγό αναθεώρησης της ποινής. Η διαθεσιμότητα δεν είναι πειθαρχικό μέτρο. Γίνεται για να διευκολυνθούν οι έρευνες για την πιθανή διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος.»

 

Πέραν των λόγων που ανέφερα, η απόφαση του Καθ’ ου η αίτηση 2 πάσχει και για τους πρόσθετους λόγους ότι στερείται δέουσας έρευνας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πλάνης, τόσο ως προς τα πράγματα, όσο και ως προς το νόμο.  Επίσης, η απόφαση πάσχει, καθότι η αιτιολογία που δόθηκε δεν είναι επαρκής.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή, μείον τα ήδη επιδικασθέντα έξοδα, υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση (βλ. πρακτικό ημερ. 9.5.2012).

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο