ΜΑΡΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1207/2011, 15/2/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1207/2011)

 

15 Φεβρουαρίου 2013

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΑΡΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ,

Αιτητής

- ΚΑΙ –

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-----------------------------------

Λ. Χριστοδούλου, για τον Αιτητή.

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

--------------------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η Ε.Δ.Υ. προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος αντί τον αιτητή στη μόνιμη θέση του Οικονομικού Λειτουργού Α΄, Υπουργείο Οικονομικών από 1.7.2011, μη υιοθετώντας τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών για προαγωγή του.  Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής παραπονείται επομένως ότι η σχετική απόφαση της Ε.Δ.Υ. λήφθηκε σε παραγνώριση της έκδηλης υπεροχής του έναντι του ενδιαφερομένου μέρους σε πείρα, αρχαιότητα, προσφορά και αξία.

 

         Συγκεκριμένα, ο αιτητής παραπονείται ότι η Ε.Δ.Υ. χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία παρέκαμψε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ του, παρέλειψε να προβεί σε δέουσα έρευνα και/ή σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους κατά ουσιαστικό τρόπο, παραβλέποντας έτσι ότι ο αιτητής είχε πρόσθετα προσόντα, αλλά και πείρα λόγω εξειδικευμένων καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.  Ενώ ο Γενικός Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τον αιτητή, η Ε.Δ.Υ. έδωσε, κατά πλάνη, υπέρμετρη αξία στην αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους, η οποία αναγόταν μόνο στην ημερομηνία γέννησης, ενώ έδωσε και  υπέρμετρη αξία στο μεταπτυχιακό δίπλωμα που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος στη Δημόσια Διοίκηση από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης, το οποίο όμως δεν αποτελεί πλεονέκτημα, μη αναφερόμενη ταυτόχρονα και στα πρόσθετα ακαδημαϊκά και άλλα προσόντα του αιτητή, σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. 

 

         Εκ των άνω, ο αιτητής θεωρεί ότι όχι μόνο υπήρξε πλημμελής έρευνα από την Ε.Δ.Υ., αλλά και πλημμελής αιτιολογία, η οποία κατ΄ αντίθεση προς τη νομολογία δεν ήταν επαρκής και νόμιμη, βασιζόμενη σε πλημμελή έρευνα ή και αμφιβολία ως προς τα πραγματικά γεγονότα που την οδήγησαν στην απόφαση της.

 

         Τόσο η Ε.Δ.Υ., όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, αντιτάσσουν ότι η κατάληξη της Ε.Δ.Υ. να μην υιοθετήσει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν εύλογη και θεμιτή, δικαιολογημένη με ειδικό τρόπο και με αναφορά στα συγκριτικά μεταξύ των υποψηφίων στοιχεία. Η αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους, παρά το περιορισμένο της σημασίας της, δεν μπορούσε να παραγνωριστεί, ενώ η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη το δεύτερο μεταπτυχιακό δίπλωμα του ενδιαφερομένου μέρους στη Δημόσια Διοίκηση, στο οποίο δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα εφόσον κρίθηκε σχετικό με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης, παρόλο που δεν απαιτείτο ή προβλεπόταν ως πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν από το σχέδιο υπηρεσίας.

 

 Ακριβώς αυτή η υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σε πρόσθετο προσόν, των υπολοίπων προσόντων ίσων μεταξύ των υποψηφίων, ευλόγως κρίθηκε από την Ε.Δ.Υ. ως το διαφοροποιητικό εκείνο στοιχείο για παράκαμψη της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, μαζί με την αρχαιότητα που είχε το ενδιαφερόμενο μέρος έστω ηλικιακά, του άλλου κριτηρίου της αξίας, θεωρούμενης ίσης, εφόσον και οι δύο είχαν βαθμολογηθεί ως «εξαίρετοι» στις ετήσιες εκθέσεις των τελευταίων ετών.  Το ενδιαφερόμενο μέρος μάλιστα στη δική του αγόρευση, προσθέτει ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν αναιτιολόγητη κατά παράβαση του άρθρου 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, το οποίο επιτάσσει αιτιολογημένη σύσταση σε περίπτωση προαγωγών, του Γενικού Διευθυντού μη καταγράφοντος σε ποια σημεία υπερείχε ο αιτητής που συστήθηκε από αυτόν και σε ποια σημεία υστερούσε το ενδιαφερόμενο μέρος. 

 

         Ο αιτητής γεννήθηκε στις 11.12.1978 και αποφοιτήσας από το Λύκειο, έλαβε Δίπλωμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου Κύπρου με λίαν καλώς το 2002, απέκτησε δε και μεταπτυχιακό τίτλο στα Νομισματικά και Χρηματοοικονομικά από το ίδιο Πανεπιστήμιο το 2004.  Διορίστηκε στις 17.4.2006, ως Οικονομικός Λειτουργός.  Το ενδιαφερόμενο μέρος γεννήθηκε στις 28.4.1976 και μετά την αποφοίτηση του από το Λύκειο, έλαβε με λίαν καλώς Δίπλωμα Οικονομικών Επιστημών από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 2000, μεταπτυχιακό τίτλο στα Νομισματικά και Χρηματοοικονομικά από το Πανεπιστήμιο Κύπρου το 2004, καθώς και μεταπτυχιακό δίπλωμα με ειδίκευση στη Δημόσια Διοίκηση από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης, το 2010.  Διορίστηκε, όπως και ο αιτητής, στις 17.4.2006, ως Οικονομικός Λειτουργός.

 

         Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Οικονομικού Λειτουργού Α΄, θέση προαγωγής, έχει ως απαιτούμενα προσόντα την πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Οικονομικού Λειτουργού ή στη θέση Δημοσιονομικού Λειτουργού, καθώς και ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα κλπ.

 

         Όσον αφορά την αρχαιότητα που η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη και η οποία αρχαιότητα ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης των υποψηφίων με διαφορά 2½ και πλέον ετών, η νομολογία αποκαλύπτει ότι ακόμη και αυτή η διαφορά έστω και οριακή δυνατό να έχει τη σημασία της, των υπολοίπων κριτηρίων ίσων μεταξύ των υποψηφίων. Η αρχαιότητα παραμένει ένα θεσμοθετημένο κριτήριο με βάση το άρθρο 35(3) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1990 στη βάση δε του άρθρου 49(7) του ιδίου Νόμου, όταν η ημερομηνία στους πρώτους διορισμούς είναι η ίδια, η προηγούμενη αρχαιότητα κρίνεται στη βάση της ηλικίας των υπαλλήλων.

 

 Ο αιτητής παραπονείται στο θέμα αυτό, ότι η Ε.Δ.Υ. χρησιμοποίησε την αρχαιότητα βάσει ηλικίας αντιφατικά και κατ΄ αντίστροφο τρόπο μεταξύ των συνυποψηφίων.  Συγκεκριμένα, ενώ θεώρησε ότι το κριτήριο της αρχαιότητας λειτουργούσε υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους στη βάση της ηλικιακής διαφοράς έναντι του αιτητή, την ίδια στιγμή θεώρησε ότι η ηλικιακή αρχαιότητα μπορούσε να παρακαμφθεί αναφορικά με δύο άλλους υποψήφιους, τους Κωνσταντίνου Κώστα και Διονυσίου Μαρία, οι οποίοι προηγούνταν του ενδιαφερομένου μέρους.  Αυτή η θέση παρουσιάζεται ορθή, και σαφώς το διοικητικό όργανο δεν μπορεί να μην χρησιμοποιεί ίσο μέτρο κρίσης για όλους τους υποψηφίους, άλλως η πράξη οδηγείται σε ακύρωση  λόγω πλάνης, (δέστε Χριστάκης Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 607/2010, ημερ. 21.2.2012 και Παντελίτσα Παντελή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1307/2010, ημερ. 29.5.2012).

 

Το επιχείρημα όμως αυτό δεν ωφελεί τον αιτητή διότι αυτή η αντίφαση στο σκεπτικό της Ε.Δ.Υ., θα μπορούσε πράγματι να είχε σημασία εάν προσέφευγαν εναντίον του διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους οι άλλοι συνυποψήφιοι του, Κωνσταντίνου και Διονυσίου, των οποίων η αρχαιότητα με βάση την ημερομηνία γέννησης παραμερίσθηκε προς όφελος του ενδιαφερομένου μέρους ενόψει της περιορισμένης σημασίας που η Ε.Δ.Υ. απέδωσε σ΄ αυτή. 

 

         Το Δικαστήριο όμως εδώ εξετάζει αίτηση ακυρώσεως του αιτητή έναντι της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους και όχι έναντι άλλων προσώπων.  Συνεπώς αποκτά σημασία η σύγκριση που έγινε μεταξύ των δύο από την Ε.Δ.Υ.  Η Ε.Δ.Υ., θεώρησε ότι «….. συγκρινόμενος ο συστηθείς με τον Ιγνατίδη, υστερεί σε προσόντα και αρχαιότητα και δεν υπερέχει σε αξία.».  Αυτή ήταν η γενική θεώρηση της Ε.Δ.Υ., καταγράφοντας το σκεπτικό της ότι δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ του αιτητή.  Στη συνέχεια, επεξηγώντας περαιτέρω το σκεπτικό της κατέγραψε σε ειδική παράγραφο τα όσα έλαβε υπόψη για το ενδιαφερόμενο μέρος, καταλήγοντας ότι υπερέχει σε αρχαιότητα «…. πλην των Κωνσταντίνου Κώστα και Διονυσίου Μαρίας, οι οποίοι προηγούνται με βάση την ημερομηνία γέννησης, αρχαιότητα στην οποία αποδίδεται περιορισμένη σημασία.».  Επομένως,  η καθ΄ αυτό κρίση της Ε.Δ.Υ. συγκρίνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος με τον αιτητή ήταν ορθή διότι όντως το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί σε αρχαιότητα του αιτητή.  Πέραν των πιο πάνω που έχουν αναφερθεί σχετικά με την αρχαιότητα, μπορεί να καταγραφεί  και η υπόδειξη προερχόμενη από συγκεκριμένη νομολογία ότι ναι μεν η αρχαιότητα λόγω ηλικίας μπορεί να θεωρείται συμβολική, αλλά δεν παύει να είναι ένα, κατά περίπτωση, διαφοροποιητικό στοιχείο υπέρ του κατόχου της, (Αλευρά ν. Ηρακλέους (2005) 3 Α.Α.Δ. 85, Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585 και Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, προσφ. υπ΄ αρ. 1673/08, ημερ. 30.11.2009).

 

         Το μείζον βέβαια διαφοροποιητικό στοιχείο υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους ήταν η υπό αυτού κατοχή πρόσθετου μεταπτυχιακού το οποίο, κατά εύλογη διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ., κρίθηκε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και ευλόγως προσμέτρησε στην κρίση της.  Όπως έχει αναφερθεί και στην υπόθεση Στέλιου Στυλιανού ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 1719/07, ημερ. 22.7.2010, κάθε πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν πέραν των απαιτουμένων για μια θέση συνεκτιμάται αναλόγως με το αν είναι σχετικό ή όχι με τα καθήκοντα της θέσης αυτής, με το αν ή όχι αποτελεί πλεονέκτημα, κλπ., (δέστε και Δήμητρα Μέσσιου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 527/2010, ημερ. 17.7.2012).  Το διοικητικό όργανο έχει την ευθύνη της ερμηνείας ενός σχεδίου υπηρεσίας και εναπόκειται σ΄ αυτό να θεωρήσει κάποιο προσόν ως σχετικό ή όχι με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης έστω και αν δεν αποτελεί πλεονέκτημα, (δέστε Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102 και Χριστοφίδου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 80). 

 

Το πρόσθετο αυτό προσόν του ενδιαφερομένου μέρους έστω και αν δεν αποτελούσε πλεονέκτημα ή δεν απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας, μπορούσε λοιπόν εφόσον κρίθηκε σχετικό, να ληφθεί υπόψη στη βάση της νομολογίας ότι εναπόκειται στο διοικητικό όργανο να σταθμίσει τη σημασία του, αποφεύγοντας τα δύο άκρα αποδίδοντας, δηλαδή, στο επιπρόσθετο προσόν υπερβολική βαρύτητα ώστε να πλησιάζει το σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής ή να θεωρείται από την άλλη ως εντελώς οριακό, ως εάν το προσόν να μην είχε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406 και Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639).

 

         Ο αιτητής εισηγείται ότι λανθασμένα η Ε.Δ.Υ. κατά την στάθμιση των προσόντων των υποψηφίων δεν συνυπολόγισε και τα δικά του προσόντα που αφορούν δημοσιεύσεις στη Μονάδα Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου και άλλα πιστοποιητικά και εκπαιδεύσεις.  Η νομολογία όμως αποκαλύπτει ότι δεν είναι αυτού του είδους τα πρόσθετα προσόντα που έχει υπόψη της η νομοθεσία διότι είναι κατ΄ αρχάς υποδεέστερα των μεταπτυχιακών προσόντων που κατέχει τόσο ο ίδιος ο αιτητής, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, (δέστε Μιχαήλ Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 411). Πρόσθετα, είναι τα ακαδημαϊκά προσόντα που λογίζονται ως ιδιαίτερης σημασίας για σκοπούς στάθμισης, (Κανάρα ν. Δημοκρατίας, προσφ. υπ΄ αρ. 1509/08, ημερ. 26.10.2010 και Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, προσφ. υπ΄ αρ. 783/02, ημερ. 19.4.2004), και αυτό είναι εύλογο διότι μετά θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι και αδύνατο, να αξιολογούνταν κατά αντικειμενικό τρόπο τα διάφορα πιστοποιητικά παρακολούθησης μαθημάτων και εκπαιδεύσεων.  Αντίθετα, όπως είναι γνωστό, διπλώματα και πτυχία αξιολογούνται αρμοδίως από τα αρμόδια σώματα, όπως το ΚΥΣΑΤΣ.

 

Περαιτέρω, το διοικητικό όργανο είχε ενώπιον του όλους τους φακέλους των υποψηφίων και επομένως τεκμαίρεται ότι συνυπολόγισε όλα τα σχετικά δεδομένα και στοιχεία εκάστου υποψηφίου, περιλαμβανομένων και των προσόντων τους γενικά, και δεν χρειαζόταν εξειδικευμένη αναφορά σε οτιδήποτε πέραν των καθ΄ αυτών ακαδημαϊκών τίτλων.

 

         Ο αιτητής αναφέρεται επίσης στα ιδιαίτερα καθήκοντα που εκτέλεσε αποσπασθείς από την 1.7.2009 στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις  Βρυξέλλες, υπηρετών ως Οικονομικός Σύμβουλος.  Ο συνήγορος στη σελ. 5 της αρχικής του αγόρευσης εξειδικεύει και τα καθήκοντα τα οποία εκτελούσε στην εν λόγω θέση.  Είναι όμως σαφώς νομολογημένο ότι το  διοικητικό όργανο δεν δικαιούται να λάβει υπόψη του ως διαφοροποιητικό υπέρ ενός υποψηφίου στοιχείο, τα ευκαιριακά καθήκοντα που ανατίθενται σε αυτόν από τον προϊστάμενο ή την Υπηρεσία του ή το είδος της εργασίας που εκτελείται και τη φύση της, (Κούλη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 852, Αγάθη Παπαδοπούλου ν. Ρ.Ι.Κ. (2009) 3 Α.Α.Δ. 362 και Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης ν. Α.Τ.Η.Κ., υπόθ. αρ. 757/2012, ημερ. 27.9.2012).  Αν το έπραττε, θα ήταν λάθος που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης.

 

Η νομολογία έχει, αντίθετα, επανειλημμένα επιβεβαιώσει ότι η αξία των δημοσίων λειτουργών, όταν κρίνονται για προαγωγή, αναζητείται αποκλειστικά και μόνο μέσα από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις.  Οι εκθέσεις αυτές και η απόδοση των υποψηφίων στα επί μέρους στοιχεία κρίσης, αποτελούν τον μόνο αντικειμενικό οδηγό της αξίας τους, (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695 και  Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Ε.Δ.Υ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 626).  Διαφορετικά, θα εναπόκειτο εύκολα στον προϊστάμενο της Υπηρεσίας να υπερτονίζει κατά την προαγωγική φάση δεξιότητες και επιλεκτική ανάθεση καθηκόντων, που η νομολογία θεωρεί ανεπίτρεπτο, (Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213 και Κουάλης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742).

 

         Παραμένει επομένως να εξετασθεί κατά πόσο η αιτιολογία που δόθηκε από την Ε.Δ.Υ.,  μη ακολουθούσα τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, είναι ειδική και πειστική όπως το επιτάσσει η νομολογία.  Είναι βέβαια παγίως αναγνωρισμένο ότι η σύσταση του προϊσταμένου ή του Γενικού Διευθυντή, κατά περίπτωση, αποτελεί αυτοτελές και σημαντικό, ταυτόχρονα, στοιχείο κρίσης εφόσον στοχεύει στην καθοδήγηση, κατά ορθό βεβαίως τρόπο, του διοικητικού οργάνου προς επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου, (Leonidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1918, Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826, Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624 και Ειρήνη  Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164).

 

         Αναγνωρίζεται η δυνατότητα στο διορίζον όργανο να αποκλίνει από τη σύσταση, εφόσον η απόκλιση αυτή εδράζεται επί επαρκούς αιτιολογίας, γεγονός που συμβαίνει όταν η αιτιολογία για την απόκλιση είναι ειδική και πειστική με την καταγραφή δηλαδή ειδικών και πειστικών λόγων ως προς την επιλογή του υποψηφίου που δεν έχει υπέρ του τη σύσταση.  Πρέπει να φαίνεται στο πρακτικό το σχετικό σκεπτικό και όχι να συνάγεται γενικώς και αορίστως από την ολότητα των πρακτικών.  Το κατά πόσο η παράκαμψη εδώ ήταν εύλογη, στη βάση ειδικής, πειστικής αιτιολογίας, είναι θέμα στάθμισης των όσων οι καθ΄ ων έλαβαν υπόψη και τον τρόπο εξήγησης της θέσης τους για την απόκλιση.  Να σημειωθεί ότι εδώ δεν υπήρξε προφορική συνέντευξη, ούτε εντυπώσεις που αποκομίσθηκαν από σχετική αξιολόγηση, που θα παρέπεμπε αμέσως σε ένα υποκειμενικό παράγοντα κρίσης και το συσχετισμό του με τους αντικειμενικούς παράγοντες, έτσι ώστε να μην είναι εύκολα μετρήσιμη η απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, έναντι της αρχαιότητας, της αξίας, (απορρέουσας από τους φακέλους) και των προσόντων, (Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω – και Κασσιανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. υπ΄ αρ. 339/2010 και 471/2010, ημερ. 20.7.2012).

 

         Στην υπό κρίση περίπτωση υπήρχαν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. μόνο αντικειμενικά κριτήρια, ως τα καθορίζει η νομοθεσία, ήτοι, της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας.  Στην αξία, οι δύο υποψήφιοι ήσαν ίσοι και δεν υπάρχει επ΄ αυτού αντίλογος ή θέμα προς συζήτηση.  Η αρχαιότητα ήταν, έστω και οριακά, υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους κατά τον τρόπου που εξηγήθηκε πριν.  Αλλά το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε και στα προσόντα και μάλιστα όχι οριακά.  Η κατοχή του δεύτερου μεταπτυχιακού του έδινε το προβάδισμα και επομένως ήταν εύλογη η κρίση της Ε.Δ.Υ. να μην υιοθετήσει τη θέση του Γενικού Διευθυντή.  Η Ε.Δ.Υ. κατέγραψε τη διαφοροποιητική εκείνη αιτιολογία που της επέτρεπε να αποκλίνει από τη σύσταση.  Η αιτιολογία που έδωσε παρέπεμπε στα δύο υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους κριτήρια, ενώ στο τρίτο, αυτό της αξίας, οι υποψήφιοι ισοδυναμούσαν.

 

         Παρόλον που η λεκτική αποτύπωση της σκέψης της Ε.Δ.Υ. θα μπορούσε να ήταν σαφώς καλύτερη, η πειστική, ειδική αιτιολογία αναφέρεται από αυτή ρητά στις σχετικές παραγράφους που έχουν ήδη μνημονευθεί, δηλαδή, στην παράγραφο της απευθείας σύγκρισης του αιτητή με το ενδιαφερόμενο μέρος και στην παράγραφο όπου εξειδικεύεται η συγκεκριμένη επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους.

 

         Ενόψει των ανωτέρω, δεν χρειάζεται να εξεταστεί το αναιτιολόγητο της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, ως η πρόσθετη εισήγηση του ενδιαφερομένου μέρους.  Αρκεί να λεχθεί ότι είναι το σύνολο των κριτηρίων που λαμβάνονται υπόψη, ως ο διαχρονικά ορθός τρόπος αντιμετώπισης από το διοικητικό όργανο της ανεύρεσης του καταλληλότερου υποψήφιου.  (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 97 και Έλλη Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377).  Όλα τα νόμιμα κριτήρια που μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, ευλόγως υπολογίστηκαν από την Ε.Δ.Υ. υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους.

 

         Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται δυνάμει του                     Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                    Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο