ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 819/2012, 22/2/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 819/2012)

 

22 Φεβρουαρίου, 2013

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Ρ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή.

Ε. Παπαγεωργίου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:   Η προαγωγή του Αιτητή το 2005 στη μόνιμη θέση Διευθυντή Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας ανακλήθηκε και προσφυγές οι οποίες ασκήθηκαν από τον Ιάκωβο Δημητρίου (ΕΜ) και τον Αντώνη Λεμεσιανό και άλλο, αποσύρθηκαν.  Το 2007, κατόπιν επανεξέτασης, η ΕΔΥ επαναδιόρισε τον Αιτητή.  Προσφυγές των ιδίων απορρίφθηκαν. Στην έφεση που ακολούθησε (Ιάκωβος Δημητρίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 68/09, ημερ. 2.3.2012) ακυρώθηκε η εν λόγω προαγωγή λόγω πάσχουσας σύνθεσης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (ΕΔΥ), εφόσον η σκόπιμη μη συμμετοχή του Προέδρου της με αναφορά στην απουσία του από προηγούμενες συνεδρίες, οφειλόταν στη λανθασμένη αντίληψη αναφορικά με τη δυνατότητα συμμετοχής του.  Ακολούθησε επανεξέταση.  Με την απόφασή της ημερ. 19.4.2012, η ΕΔΥ προήγαγε στη θέση το ΕΜ, αναδρομικά από τις 3.10.2005.  Αυτή είναι η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Αίτημα του Αιτητή για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης αποσύρθηκε.

 

Προβάλλεται ως πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή η παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, με την παρουσία και συμμετοχή του κ. Αλέκου Μιχαηλίδη, Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων (ο Γενικός Διευθυντής) στις συνεντεύξεις ενώπιον της ΕΔΥ και την άσκηση της αρμοδιότητας των συστάσεων.  Ότι, περαιτέρω, πάσχουν τόσο η σύσταση υπέρ του ΕΜ όσο και η όλη διαδικασία ενώπιον της ΕΔΥ η οποία έλαβε υπόψη τη σύσταση αυτή.

 

Προς υποστήριξη του ισχυρισμού του ο Αιτητής εξηγεί πως ο Γενικός Διευθυντής είχε συμφέρον στη μη εκ νέου προαγωγή του στην επίδικη θέση, ως ανθυποψήφιός του για τη θέση του Γενικού Διευθυντή, η διαδικασία για την πλήρωση της οποίας είχε συμπληρωθεί μερικές ημέρες πριν την υποβολή συστάσεων από μέρους του Γενικού Διευθυντή ενώπιον της ΕΔΥ.  Ο Αιτητής, κατά το χρόνο υποβολής των συστάσεων, είχε ήδη ασκήσει προσφυγή εναντίον του διορισμού/προαγωγής του Γενικού Διευθυντή, κ. Μιχαηλίδη.  Είχε δε επί τούτου ενημερώσει την ΕΔΥ με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 11.4.2012, ζητώντας την εξαίρεση του κ. Μιχαηλίδη από τη διαδικασία της υποβολής συστάσεων και την προφορική εξέταση στην οποία ο Γενικός Διευθυντής συμμετείχε ενεργά.

 

Εν τω μεταξύ, με την ακύρωση του διορισμού του Αιτητή στην επίδικη θέση, ο κος Μιχαηλίδης, ο οποίος κατά το χρόνο ήταν Αν. Γενικός Διευθυντής, διόρισε Αν. Διευθυντή Πολιτικής Αεροπορίας το ΕΜ στην παρούσα προσφυγή.   Κατά την εισήγηση δε, τυχόν σύσταση του Γενικού Διευθυντή για αναδρομικό διορισμό του Αιτητή θα τροποποιούσε αναδρομικά τα δεδομένα που ίσχυαν ενώπιον της ΕΔΥ κατά το διορισμό στη θέση Γενικού Διευθυντή και θα οδηγούσαν σε ακύρωση την απόφαση του δικού του διορισμού, λόγω ουσιώδους πλάνης περί τα πράγματα.  Παραπέμπει σχετικά στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αντώνη Αντωνίου, ΑΕ 39/2009, ημερ. 13.7.2012 και στη Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα (2003) 3 ΑΑΔ 558 στην οποία η αλλαγή των δεδομένων της αρχαιότητας του Αιτητή λόγω ακριβώς αναδρομικής προαγωγής του, κατέρριπτε και τις διαδικασίες που έποντο αυτής της αναδρομικότητας και προσβλήθηκαν ήδη με προσφυγή, λόγω πλάνης περί τα πραγματικά δεδομένα.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση παραπέμπουν στα όσα η ΕΔΥ σχετικά κατέγραψε στο πρακτικό της τής 18.4.2012 στα πλαίσια της εξέτασης του περιεχομένου της επιστολής του δικηγόρου του Αιτητή προς την ΕΔΥ.  Ειδικότερα, στη Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2006) 3 ΑΑΔ  256 όπου η Ολομέλεια, απέρριψε ισχυρισμό για οξεία προκατάληψη και έχθρα εναντίον του εκεί Αιτητή, από το Διευθυντή ο οποίος ήταν και αντίδικος του σε άλλες προσφυγές, υιοθετώντας λεχθέντα από το πρωτόδικο δικαστήριο σύμφωνα με τα οποία «η έναρξη δικαστικής διαδικασίας από κάποιον εναντίον άλλου, δεν στοιχειοθετεί έλλειψη αντικειμενικότητας (Christou v. Republic (1980) 3CLR 437)». Περαιτέρω, πως η εκκρεμούσα προσφυγή εναντίον του Γενικού Διευθυντή «αποτελεί μια απλή δικαστική διαδικασία, όπου ελλείπει το στοιχείο του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και δεν στοιχειοθετεί έλλειψη αντικειμενικότητας ή αμεροληψίας».  Τονίζουν πως ο Γενικός Διευθυντής δεν έχει οποιοδήποτε συμφέρον γιατί η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και συνεπώς είναι γι’ αυτόν αδιάφορο αν ο Αιτητής κατέχει ή όχι την επίδικη θέση.  Αορίστως ο Αιτητής επικαλείται προκατάληψη.  Ο δε Γενικός Διευθυντής ουδέποτε διεκδίκησε την επίδικη θέση, ούτε και η επίδικη θέση ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για διορισμό/προαγωγή στη θέση Γενικού Διευθυντή. Πρόκειται για θέσεις ανεξάρτητες μεταξύ τους, μη αλληλοεπηρεαζόμενες, με διαφορετικά σχέδια υπηρεσίας, διαφορετικές κλίμακες και προσόντα.

 

Ορθά οι Καθ’ ων η αίτηση παραπέμπουν στη δυνατότητα της ΕΔΥ να ζητήσει την παρουσία του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με το άρθρο 17 του Ν. 1/90 (βλ. Δημοκρατία ν. Ιακώβου κ.α. (2005) 3 ΑΑΔ 35 και Βασιλειάδης κ.α. ν. Τσιάππα κ.α. (2005) 3 ΑΑΔ 403) όπως και ορθά αναφέρονται στο άρθρο 34(9) στη βάση του οποίου ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου προβαίνει στις συστάσεις.  Αυτά όμως, υπό την αίρεση της νομιμότητας της συμμετοχής του Γενικού Διευθυντή στη συνεδρία του διορίζοντος οργάνου.

 

Θεωρώ εύστοχη την αναφορά από μέρους της ευπαιδεύτου δικηγόρου του Αιτητή στην πρόσφατη Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αντώνη Αντωνίου, ανωτέρω, ενώ η άποψη των Καθ’ ων η αίτηση πως η υπόθεση διαφοροποιείται από την παρούσα, δεν με βρίσκει σύμφωνο.  Εκεί, η εφεσείουσα Δημοκρατία, αμφισβήτησε την ορθότητα της ακύρωσης της απόφασης της ΕΔΥ για προαγωγή του ΕΜ για το λόγο ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε, αφού η συμμετοχή σ’ αυτήν του Διευθυντή του αρμόδιου Τμήματος δεν παρείχε εγγύηση αμερόληπτης κρίσης, αντικειμενικά κρινόμενης. Τέθηκε ισχυρισμός ότι για να μη μετείχε ο Διευθυντής στη Συμβουλευτική Επιτροπή και να υπέβαλλε σύσταση, θα έπρεπε να συνέτρεχαν λόγοι αμεροληψίας, που να ήταν πέραν της απλής δικαστικής αντιδικίας για τη διεκδίκηση της θέσης του Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής. Η Ολομέλεια επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε πως το ζήτημα το οποίο τέθηκε ήταν ζήτημα αντικειμενικής αδυναμίας συμμετοχής του Διευθυντή στη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, λόγω της αντιδικίας που υπήρχε μεταξύ του και του εφεσίβλητου και όχι ζήτημα αμεροληψίας του, ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής τα νομολογηθέντα στη Christou v. Republic (1980) 3 CLR 437.  Περαιτέρω, πως για να κριθεί το ζήτημα της αντικειμενικής αδυναμίας, δεν εξετάζεται εάν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πράγματι μεροληπτική αλλά εξετάζονται τα περιστατικά της υπόθεσης, για να διαπιστωθεί κατά πόσο συνάγεται ότι η σύνθεση του διοικητικού οργάνου δεν παρέχει εγγύηση αμερόληπτης κρίσης, επειδή μέλος του έχει ιδιάζουσα σχέση ή συμφέρον για την έκβασή της.  Η Ολομέλεια κατέληξε στα ακόλουθα:-

«Στην παρούσα περίπτωση, όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως, η συνεχής δικαστική αντιπαράθεση μεταξύ του εφεσίβλητου με τον κ. Κ. Αγρότη σε σχέση με τη θέση του Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής, υπό την ιδιότητα του οποίου ο κ. Κ. Αγρότης συμμετείχε στη Συμβουλευτική Επιτροπή, αφαιρεί από τη σύνθεσή της την απαραίτητη εγγύηση αμερόληπτης κρίσης της, αντικειμενικά κρινόμενης. Κατά το χρόνο που ο κ. Κ. Αγρότης, ως μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, χαρακτήριζε τον εφεσίβλητο ως «Σχεδόν Πολύ Καλό», ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως «Πάρα Πολύ Καλή» και σύστηνε ενώπιον της Ε.Δ.Υ. για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος, υπήρχε μεταξύ τους αντιδικία.»

 

Η Ολομέλεια στην Αντωνίου, ανωτέρω, διέκρινε το ζήτημα της «αντικειμενικής αδυναμίας» από το θέμα της «μεροληψίας» αιτιολογώντας έτσι την εκεί μη εφαρμογή των νομολογηθέντων στη Christou, ανωτέρω.  Όπως λέχθηκε, το σκεπτικό της Αντωνίου τυγχάνει, και εν προκειμένω, εφαρμογής.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω πιστεύω πως η συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή στη διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν αντικειμενικά αδύνατη λόγω της προσφυγής του Αιτητή εναντίον της προαγωγής του Γενικού Διευθυντή στη θέση την οποία ακριβώς κατέχει, χωρίς να εξετάζεται κατά πόσο η τέτοια συμμετοχή του ήταν υποκειμενικά μεροληπτική (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 111, στα οποία γίνεται παραπομπή στην Αντωνίου, ανωτέρω).  Υπάρχει εκ των πραγμάτων «ιδιάζουσα σχέση» η οποία δεν μπορεί να παραγνωριστεί.  Αυτό το οποίο η διοίκηση χαρακτήρισε ως απλή δικαστική διαδικασία θα μπορούσε να περιγραφεί ως δικαστική αντιπαράθεση και ως τέτοια να κριθεί ότι ευλόγως διαβάλλει τη διοικητική κρίση.

 

Ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του Γενικού Διευθυντή στην επίδικη συνεδρία, η σύνθεση της ΕΔΥ καθίσταται πάσχουσα εφόσον, εκ των πραγμάτων, δεν παρέχονται τα απαιτούμενα από το άρθρο 42(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99, εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης της.

 

Η παραπομπή, δε, των Καθ’ ων η αίτηση στη γραπτή τους αγόρευση στο άρθρο 43(3) του Ν. 158(Ι)/99, (μάλλον εννοούν το άρθρο 42(3), όπως φαίνεται από το περιεχόμενο του άρθρου το οποίο καταγράφουν στην αγόρευσή τους) προς υποστήριξη της θέσης πως ήταν αδύνατο να παρευρεθεί άλλος Γενικός Διευθυντής ενώπιον της ΕΔΥ, αποτελεί θέση της δικηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση εφόσον η διοίκηση δεν διερεύνησε καθόλου τέτοιο ενδεχόμενο και βεβαίως, το Δικαστήριο δεν ασκεί πρωτογενή κρίση.

 

Ο Αιτητής προβάλλει επίσης σειρά άλλων ισχυρισμών οι οποίοι συνοψίζονται στα ακόλουθα:-

Η παρουσία του Γενικού Διευθυντή στην επίδικη συνεδρίαση, κατά την οποία εκτός από τις συνεντεύξεις ελέγχθηκε και η πλήρωση των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας από τους υποψηφίους, καθιστά τη σύνθεση της ΕΔΥ παράνομη καθότι η αρμοδιότητα αυτή ανήκει αποκλειστικά στην ΕΔΥ ως το αποφασιστικό όργανο ελέγχου, ερμηνείας και εφαρμογής του σχεδίου υπηρεσίας.  Περαιτέρω, πεπλανημένα κρίθηκε ότι έπρεπε να κληθεί ο νέος Γενικός Διευθυντής να δώσει νέες συστάσεις.  Η δε διεξαγωγή νέων συνεντεύξεων, έγινε κατά παράβαση του άρθρου 34Α(3) του Ν. 1/90.  Οι συνεντεύξεις προηγήθηκαν της συνεδρίασης της 11.7.2005 που είχε ανακληθεί. Είχαν διεξαχθεί στη συνεδρία της 8.7.2005 όπου παρευρέθη και ο Γενικός Διευθυντής και υπέβαλε ερωτήσεις και στη συνέχεια έδωσε τη σύστασή του και αποχώρησε.  Επιπρόσθετα, η ΕΔΥ, υπό πλάνη και αναιτιολόγητα, παρέλειψε να πιστώσει στον Αιτητή το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας για «μακρά και ευδόκιμη πείρα σε θέματα Πολιτικής Αεροπορίας».  Εν τέλει, ο Αιτητής εισηγείται πως η ΕΔΥ απέτυχε να επιλέξει τον καταλληλότερο υποψήφιο ο οποίος, υπό τις περιστάσεις, ήταν ο Αιτητής.

 

Η εξέταση των ισχυρισμών αυτών, κατά τη γνώμη μου, παρέλκει εφόσον ο λόγος ακυρότητας ο οποίος σχετίζεται με την παρανομία στη σύνθεση του διοικητικού οργάνου ενόψει της αντικειμενικά αδύνατης συμμετοχής του Γενικού Διευθυντή, «ανατρέχει στη ρίζα τα διαδικασίας και δεν παρέχεται υπόβαθρο για τη συζήτηση των άλλων θέσεων που εγείρονται» όπως ακριβώς και στην Ιάκωβος Δημητρίου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ανωτέρω.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.400, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο