MAHFUJA AKTER ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1669/2011, 22/3/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1669/2011)

 

22 Μαρτίου 2013 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

MAHFUJA AKTER,

Αιτήτρια

- ΚΑΙ –

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-------------------------------------

 

Α. Καρεκλάς, για την Αιτήτρια.

Κ. Λοΐζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

-------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         Η αιτήτρια καταγόμενη από το Μπαγκλαντές αφίχθηκε νόμιμα στην Κύπρο χρησιμοποιώντας το διαβατήριο της στις 5.2.2010.  Στην αίτηση που υπέβαλε πολύ αργότερα στις 2.8.2011 για διεθνή προστασία, ανέφερε στο σχετικό έντυπο, στοιχείο 19, (Παράρτημα 2 στην ένσταση), ότι οι λόγοι που την ώθησαν να φύγει από τη χώρα καταγωγής της ήταν πολιτικοί ενόψει του ότι ο πατέρας της εκτός από επιχειρηματίας, είναι και πολιτικός που υποστηρίζει το κόμμα της αντιπολίτευσης στη χώρα της, με αποτέλεσμα ένα μήνα προηγουμένως (της αιτήσεως της), κάποια εγκληματικά κυβερνητικά στοιχεία να είχαν επιτεθεί στον πατέρα της βάζοντας φωτιά στα καταστήματα του.  Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο πατέρας της βρέθηκε σε κίνδυνο και θα επιτίθονταν και στην ίδια μετέπειτα.

 

         Στις 31.8.2011, η Υπηρεσία Ασύλου διευθέτησε προσωπική συνέντευξη στην παρουσία διερμηνέα με την αιτήτρια.  Τα δεδομένα της συνέντευξης, όπως καταγράφηκαν στο Παράρτημα 4 της ένστασης, αποκαλύπτουν ότι η αιτήτρια, όπως η ίδια ανέφερε σε σχετικές ερωτήσεις της αρμοδίας λειτουργού, δεν συμπλήρωσε η ίδια την αίτηση για πολιτικό άσυλο, αλλά κάποιος της είχε πει να γράψει ότι είχε προβλήματα πολιτικής φύσεως, γεγονός για το οποίο εκ των υστέρων δεν αισθανόταν καλά.  Ο λόγος που την οδήγησε να έλθει στη Δημοκρατία ήταν καθαρά οικονομικός, ερχόμενη ουσιαστικά για εργασία και για να σπουδάσει.  Στη συνέχεια ανέφερε ότι νομίμως είχε λάβει και χρησιμοποιήσει το διαβατήριο της, δεν είχε οποιαδήποτε προηγούμενη φορά υποβάλει αίτηση σε οποιαδήποτε χώρα ή στα Ηνωμένα Έθνη ή για άσυλο, ενώ η οικογένεια της και η ίδια δεν είχαν ούτε έχουν οποιαδήποτε συμμετοχή σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή άλλη κοινωνική οργάνωση στη χώρα της, επαναλαμβάνοντας ότι ο μόνος λόγος που έφυγε από το Μπαγκλαντές  ήταν τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε. Διευκρίνισε περαιτέρω ότι ουδέποτε έχει συλληφθεί, ενοχληθεί ή διωχθεί στη χώρα της, σε περίπτωση δε που ήθελε να επιστρέψει, οι αρμόδιες αρχές θα της το επέτρεπαν με μόνη συνέπεια της επιστροφής της, τα οικονομικά προβλήματα που θα αντιμετώπιζε. 

 

         Στη βάση των πιο πάνω, τόσο η αίτηση της για πολιτικό άσυλο, όσο και η διοικητική προσφυγή που ακολούθησε, απορρίφθησαν. Η αιτήτρια προσβάλλει την απορριπτική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων για σειρά λόγων εισηγούμενη ότι είχε κατά πάντα χρόνο τα τυπικά προσόντα να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας ή να της παραχωρηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ή της διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Παρά ταύτα, αναιτιολόγητα απερρίφθη η αίτηση της, χωρίς η αρμόδια λειτουργός να δεχθεί έστω και μια απάντηση της αιτήτριας, ενώ αναρμοδίως λήφθηκε η απόφαση από το διοικητικό όργανο που την εξέδωσε.  Η αιτήτρια διαμαρτύρεται επίσης για το λόγο που της απεστάλη έστω και τυποποιημένα η σχετική επιστολή σε κατανοητή γι΄ αυτή γλώσσα, αλλά οι λόγοι απόρριψης, της κοινοποιήθηκαν σε χωριστό έντυπο και σε μη κατανοητή γλώσσα.  Περαιτέρω, της αποστερήθηκε το δικαίωμα να ακουστεί πριν την απόφαση, δεν της λέχθηκε ότι μπορούσε να παραστεί με συνήγορο της επιλογής της, ενώ  δεν προηγήθηκε δέουσα έρευνα και δεν λήφθηκε υπόψη ο πραγματικός κίνδυνος που αντιμετωπίζει στην περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα της. 

 

         Είναι εμφανές από τα προηγηθέντα, ότι πολύ ορθά και εύλογα η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων απέρριψε τη διοικητική προσφυγή της δεχόμενη την ουσιαστική θέση της Υπηρεσίας Ασύλου ότι η αιτήτρια ήταν στην ουσία οικονομικός πρόσφυγας και όχι άτομο που χρειαζόταν προστασία για ένα οποιοδήποτε από τους λόγους που είναι δυνατό να παραχωρηθεί τέτοια προστασία.  Όπως ορθά αναφέρεται στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, κανένα επιπρόσθετο στοιχείο δεν παρατέθηκε κατά την διοικητική προσφυγή, με την αιτήτρια να επιβεβαιώνει, αντίθετα, ότι η αίτηση για διεθνή προστασία υπεβλήθη λόγω οικονομικών προβλημάτων.  Η αιτήτρια με τα δεδομένα της δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, αναγκαίες προϋποθέσεις για την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, ενώ δεν απέδειξε ότι χρειαζόταν συμπληρωματική προστασία λόγω βάσιμου φόβου ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη δυνάμει του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000.  Ούτε και πληρούσε τις προϋποθέσεις για την παραχώρηση του καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους δυνάμει του άρθρου 19Α του ιδίου Νόμου. 

 

Όλοι οι λόγοι που προβάλλει ο δικηγόρος της αιτήτριας είναι γενικοί, αόριστοι και εντελώς αβάσιμοι.  Όπως η ίδια η αιτήτρια ανέφερε κατά τη συνέντευξη της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, οι λόγοι που την ώθησαν να έλθει στη Δημοκρατία είναι καθαρά οικονομικοί, αναιρώντας έτσι τη δική της θέση κατά την υποβολή της αίτησης ότι υπάρχει φόβος καταδίωξης της λόγω του ότι ο πατέρας της ασχολείται με την πολιτική και εξ αυτού έγινε εμπρησμός των καταστημάτων του από εγκληματικά στοιχεία.  Πολύ ορθά η Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου δέχθηκε ως αξιόπιστη τη θέση της αιτήτριας, όπως η θέση αυτή της ανεφέρθη κατά τη συνέντευξη, και στη βάση αυτής της θέσης εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης, η οποία στη συνέχεια απερρίφθη.  Το παράπονο συνεπώς ότι ουδεμία απάντηση της αιτήτριας έγινε δεκτή από τη Λειτουργό είναι αβάσιμο.

 

 Η διοικητική προσφυγή ουδέν προσέθεσε στα στοιχεία της συνέντευξης και, επομένως, ευλόγως η Αναθεωρητική Αρχή έκρινε ότι δεν χρειαζόταν να καλέσει την αιτήτρια σε συνέντευξη ενώπιον της.  Τέτοια συνέντευξη είναι δυνητική κατά το άρθρο 28Ζ(1), (3) και (4) του Νόμου και όχι υποχρεωτική, (δέστε Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 383, Shahidul (Sumon) v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 387, Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, κ.ά.).  Η Αναθεωρητική Αρχή, άλλωστε, δεν είναι υποχρεωμένη να διεξαγάγει νέα έρευνα εφόσον η διαπίστωση της εξαντλείται στο κατά πόσο η έρευνα από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν ορθή και πλήρης με τη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών παραμέτρων, (Yuri Polishchuk v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 27/2005, ημερ. 19.11.2005).  Και πάντοτε βέβαια υπό το φως των όσων ο ίδιος ο αιτητής θέτει ενώπιον της, (Aida Oganezov v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1869/08, ημερ. 4.3.2010 και Muhammad Igbal v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1629/07, ημερ. 14.4.2009).

 

         Οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν εν πάση περιπτώσει στην έννοια του πολιτικού πρόσφυγα, (δέστε τις υποθέσεις Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 883/08, ημερ. 10.2.2012 και Irene Ferenko v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1051/10, ημερ. 21.12.2011).  Η ίδια αιτήτρια έφυγε από τη χώρα της χωρίς πρόβλημα, με νόμιμο διαβατήριο και δύναται, ως η ίδια δήλωσε, να επιστρέψει στη χώρα της, χωρίς πρόβλημα.  Αυτό επιβεβαιώνει τη θέση ότι η αιτήτρια δεν είναι γνήσιος αιτητής ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα και επείγεται να υποβάλει το αίτημα για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό.  Η αιτήτρια υπέβαλε το αίτημα της 1½ χρόνο μετά την άφιξη της στη Δημοκρατία και αυτό μόνο, όπως συνάγεται ευλόγως, όταν κατά το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα δεν μπορούσε να βρει εργασία στην Κύπρο.  Σχετική είναι η απάντηση της ιδίας ενώπιον της Λειτουργού Ασύλου στη δεύτερη σελίδα του Παραρτήματος 4 στην ένσταση, στην ερώτηση κατά πόσο τα όσα δήλωσε στην αίτηση ασύλου ήταν αληθή.  Δεν είναι νοητό ένας πραγματικός αιτητής ασύλου να καθυστερεί 1½ χρόνο για να υποβάλει την αίτηση.  Η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει, (δέστε Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.3.2008 και Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 8.5.2008).  Σχετική είναι και η υπόθεση  Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.2.2011.

 

         Αναφορικά με το επιχείρημα ότι δεν δόθηκε στην αιτήτρια η ευκαιρία να έχει τις υπηρεσίες δικηγόρου, παρατηρείται ότι το άρθρο 18(1), που εισήχθηκε στον περί Προσφύγων Νόμο με τον Τροποποιητικό Νόμο αρ. 9(Ι)/2004, δίδει το δικαίωμα να είναι παρών κατά τη διάρκεια συνέντευξης ο δικηγόρος ή ο νομικός σύμβουλος του αιτητή ή άλλα αρμόδια πρόσωπα που εκεί αναφέρονται, εάν βέβαια ο αιτητής το ζητήσει.  Η πρόνοια αυτή δεν επιβάλλει την παρουσία των προσώπων αυτών κατά τη συνέντευξη, αλλά δίδει δικαίωμα σε αυτούς, εάν το επιθυμούν, να παραστούν.  Η αιτήτρια δεν άσκησε αυτό το δικαίωμα παρόλο που της είχε δοθεί το σχετικό πληροφοριακό έγγραφο κατά την υποβολή της διοικητικής προσφυγής της ως το Παράρτημα 8 στην ένσταση το οποίο φέρει και την υπογραφή της.  Στην παρ. 3C του εντύπου αυτού αναφέρεται ακριβώς αυτό το δικαίωμα παρουσίας του δικηγόρου και επομένως ήταν σε γνώση της αιτήτριας, η οποία όμως δεν χρησιμοποίησε το δικαίωμα αυτό.

 

         Η υπόθεση Harizi v. Γαλλίας η οποία αναφέρεται στην αγόρευση του συνηγόρου της αιτήτριας χωρίς να δίδονται άλλες λεπτομέρειες, (η πλήρης αναφορά είναι (2005) ECHR 191), δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τα υπό κρίση γεγονότα.  Η υπόθεση αφορούσε παραβίαση του δικαιώματος εκπροσώπησης του αιτητή από δικηγόρο διότι δεν του επετράπη να παρουσιαστεί στο Γαλλικό Εφετείο στο Παρίσι στην απουσία του ιδίου του αιτητή, ο οποίος είχε καταδικαστεί ερήμην σε εξάμηνη φυλάκιση μετά που είχε απελαθεί στην Αλγερία ως αποτέλεσμα έκδοσης εναντίον του διατάγματος απέλασης.  Η υπόθεση αφορούσε ποινικής φύσεως διαδικασία και διαπιστώθηκε παραβίαση του Άρθρου 6 παρ. 1 και 3(c) της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

         Ως προς τη θέση ότι η απόφαση της δόθηκε σε γλώσσα κατανοητή, αλλά το σκεπτικό σε γλώσσα μη κατανοητή σ΄ αυτήν, η νομολογία έχει θεμελιώσει ότι εφόσον η απόφαση αποστέλλεται σε γλώσσα κατανοητή δεν υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση αν το σκεπτικό αποστέλλεται στην ελληνική γλώσσα, (δέστε Harpeet Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393 – απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας).  Άλλωστε δεν φαίνεται να δημιουργήθηκε οποιοδήποτε εμπόδιο στην πληροφόρηση του σκεπτικού της απόφασης, ούτε και επηρεάστηκαν τα δικαιώματα της εφόσον έχει καταχωρήσει την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως στο Ανώτατο Δικαστήριο.  Όπως αναφέρθηκε και στην απόφαση Irene Fesenko v. Δημοκρατίας – πιο πάνω –, δεν υπάρχει υποχρέωση εκ του Νόμου για μετάφραση στη γλώσσα καταγωγής ενός αιτητή της απόφασης και ευλόγως διότι θα ήταν πρακτικώς αδύνατο να παρέχεται η δυνατότητα μετάφρασης στις τόσες διαφορετικές γλώσσες που υπάρχουν και ομιλούνται από κάθε αιτητή.  Περαιτέρω, στη Harpeet Sing v. Δημοκρατίας – πιο πάνω – αμφισβητήθηκε κατά πόσο το Άρθρο 30 του Συντάγματος καλύπτει και διοικητικές διαδικασίες. 

 

         Ανεδαφικό είναι και το ζήτημα που εγείρεται ως προς το κατ΄ ισχυρισμόν αναιτιολόγητο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου που εν πάση περιπτώσει δεν τέθηκε ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής κατά τη διοικητική προσφυγή και δεν μπορεί εκ των υστέρων να τεθεί.  Αβάσιμη είναι και η κατ΄ ισχυρισμόν αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη διότι αυτή υπογράφηκε από τον Πρόεδρο της Αναθεωρητικής Αρχής ο οποίος, δυνάμει του άρθρου 28Ε(3) του Νόμου, δύναται από μόνος του να ασκεί τις αρμοδιότητες της Αναθεωρητικής Αρχής.

 

Η απόφαση εν πάση περιπτώσει είναι πλήρως αιτιολογημένη, έχει ληφθεί στα πλαίσια της νομιμότητας και μετά από δέουσα έρευνα.  Δεν υπάρχει λόγος επέμβασης στην απόφαση από το Δικαστήριο, το οποίο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης, αλλά ελέγχει μόνο τη νομιμότητα αυτής, (Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609 και Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το              Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                         

                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                             Δ.

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο