ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1472/2011, 15/4/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 1472/2011)

 

15 Απριλίου, 2013

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥΣΑΤΣ),

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Ο Αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.

Κ. Κλεάνθους (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Ο Αιτητής ζητά ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων αίτηση με ημερ. 20 Σεπτεμβρίου 2011, η οποία εκδόθηκε κατόπιν επανεξέτασης λόγω ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία δεν αναγνωρίστηκαν οι τίτλοι σπουδών του ως ισότιμοι του «Hospitality Management», αντί του «Hospitality Management and Cookery».

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Το ιστορικό της υπόθεσης καλύπτει σχεδόν μια δεκαετία.  Ο Αιτητής με αίτηση του που παραλήφθηκε στις 29.6.2004, ζήτησε από τους Καθ’ ων η αίτηση, στο εξής «το ΚΥΣΑΤΣ», όπως αναγνωριστούν οι τίτλοι σπουδών του, ήτοι το «Diploma of Cookery», που απονεμήθηκε από το Hotel  and Catering Institute of Cyprus της Λευκωσίας και του «Bachelor of Arts in Hospitality Management», το οποίο του απονεμήθηκε από το College of Tourism and Hotel Management επίσης της Λευκωσίας, ως τίτλοι ισότιμοι και αντίστοιχοι προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο «Hospitality Management and Cookery».

 

Η αίτηση του στάληκε στα μέλη της Επιτροπής Κρίσεως του ΚΥΣΑΤΣ, το οποίο αφού μελέτησε το φάκελο της αίτησης και τις  εισηγήσεις της Επιτροπής Κρίσεως, αποφάσισε στις 5.4.2005 να απορρίψει το αίτημα, διότι η διάρκεια των σπουδών του δεν πληρούσε τις απαιτήσεις των Δημόσιων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και, συνεπώς, δεν πληρούνταν οι πρόνοιες του Κανονισμού 3(3)(α) των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμών του 1999 (ΚΔΠ 172/99), στο εξής «οι Κανονισμοί».  Όμως το ΚΥΣΑΤΣ αναγνώρισε τους τίτλους που κατείχε ο Αιτητής, ως τίτλους ισότιμους και αντίστοιχους προς Δίπλωμα Ανώτερης Εκπαίδευσης στον κλάδο/ειδίκευση «Hospitality Management».

 

Ο Αιτητής, ο οποίος δεν ικανοποιήθηκε από την απόφαση του ΚΥΣΑΤΣ, καταχώρησε την προσφυγή με αρ. 757/05, προσβάλλοντας τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης.  Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 29.1.2007 ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή η Επιτροπή Κρίσεως κατά τη διαδικασία υποβολής της Εισήγησης δεν ενήργησε ως συλλογικό όργανο.  Παρά την επιτυχία του, ο Αιτητής καταχώρησε την Α.Ε. 34/2007 κατά της απόφασης η οποία απορρίφθηκε από την Ολομέλεια στις 11.2.2008.

 

Στο μεταξύ όμως, το ΚΥΣΑΤΣ ενόψει της ακυρωτικής απόφασης στην 757/05, αποφάσισε να επανεξετάσει την υπόθεση.  Γι’ αυτό το σκοπό, προχώρησε σε διορισμό νέας Επιτροπής Κρίσεως, η οποία αποτελείτο από τρεις καθηγητές του ΤΕΠΑΚ από το Τμήμα «Διοίκησης Ξενοδοχείων και Τουρισμού».  Στις 27.10.2008, με βάση τους Κανονισμούς, εστάλη στα μέλη της νέας Επιτροπής το αντίγραφο του φακέλου της αίτησης μαζί με το σχετικό έντυπο αξιολόγησης.  Πριν ακόμη επιστραφούν τα νέα έντυπα αξιολόγησης από τα μέλη της Επιτροπής Κρίσεως και ολοκληρωθεί η όλη διαδικασία επανεξέτασης, ο Αιτητής καταχώρησε νέα προσφυγή εναντίον του ΚΥΣΑΤΣ με Αρ. 1825/2008, με την οποία παραπονείτο ότι το ΚΥΣΑΤΣ παρέλειψε να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση στην 757/2005 και να επανεξετάσει την αρχική αίτηση του, ζητώντας όπως παν το παραληφθέν δέον όπως εκτελεστεί.  Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε σε κατοπινό στάδιο, επειδή στο μεταξύ ολοκληρώθηκε η διαδικασία επανεξέτασης.  Τελικά η διαδικασία επιστροφής των εντύπων αξιολόγησης ολοκληρώθηκε στις 20.11.2008.

 

Στις 21.9.2009, ο φάκελος της αίτησης και οι εισηγήσεις της Επιτροπής Κρίσεως μελετήθηκαν από το Συμβούλιο του ΚΥΣΑΤΣ, το οποίο αποφάσισε να αναγνωρίσει τους τίτλους σπουδών του Αιτητή, ως τίτλους ισότιμους και αντίστοιχους προς πτυχίο Πανεπιστημιακού Επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση «Hospitality Management» και όχι και στον κλάδο/ειδίκευση «Cookery».  Σύμφωνα με τις Αποφάσεις Πολιτικής του Συμβουλίου, αναγνώριση ισοτιμίας και αντιστοιχίας μπορεί να χορηγηθεί στον κλάδο/ειδίκευση που αναγράφεται στον τίτλο σπουδών και όχι σε οποιοδήποτε άλλο κλάδο/ειδίκευση και ότι το ΚΥΣΑΤΣ δεν προβαίνει σε αλλαγή των τίτλων σπουδών.

 

Με επιστολή ημερ. 2.10.2009 η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή ο οποίος, με επιστολή του ημερ. 8.10.2009, ζήτησε επανεξέταση της αίτησης του.  Το Συμβούλιο κατά την επανεξέταση αποφάσισε όπως ο Αιτητής πληροφορηθεί ότι το Συμβούλιο έχει ήδη επανεξετάσει το αίτημα του και έχει λάβει σχετική απόφαση, η οποία του είχε κοινοποιηθεί με την επιστολή ημερ. 2.10.2009.  Ο Αιτητής, ο οποίος ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή του ΚΥΣΑΤΣ ημερ. 21.12.2009, καταχώρησε νέα προσφυγή με αρ. 1692/09 προσβάλλοντας την απόφαση του ΚΥΣΑΤΣ.

 

Μετά την καταχώρηση της προσφυγής 1692/09, το ΚΥΣΑΤΣ ζήτησε τη βοήθεια της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, η οποία απέστειλε γνωμάτευση της κας Ρένας Βραχίμη-Πετρίδου, ημερ. 30.9.2010, η οποία εξετάστηκε στις 22.11.2010 από το Συμβούλιο, το οποίο λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρονταν στην εν λόγω επιστολή, αποφάσισε να ανακαλέσει την απόφαση που προσβάλλετο με την προσφυγή 1692/09 και να προχωρήσει σε επανεξέταση του θέματος, ενημερώνοντας σχετικά και τον Αιτητή.  Σε απάντηση της πιο πάνω επιστολής του ΚΥΣΑΤΣ, ο Αιτητής απέστειλε νέα επιστολή ημερ. 26.12.2010, αποδίδοντας στο ΚΥΣΑΤΣ υστερόβουλα ελατήρια.

 

Το ΚΥΣΑΤΣ, αφού εξέτασε την πιο πάνω επιστολή του Αιτητή στις 21.1.2011, αποφάσισε, μεταξύ άλλων, να αποστείλει την αίτηση ξανά στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως, με οδηγίες όπως στα πλαίσια επανεξέτασης αυτή συνέλθει και  συνεδριάσει ως συλλογικό όργανο και καταγράψει τις απόψεις της σε ενιαίο πρακτικό.  Στις 11.3.2011 στάληκαν όλα τα σχετικά στην Επιτροπή Κρίσεως, η Έκθεση της οποίας δόθηκε στις 6.4.2011.

 

Όμως, προτού ακόμη ολοκληρωθεί η διαδικασία επανεξέτασης, ο Αιτητής στις 20.6.2011 κατέθεσε νέα προσφυγή εναντίον του ΚΥΣΑΤΣ με Αρ. Υπόθεσης 789/11.

 

Παρά την καταχώρηση νέας προσφυγής, το ΚΥΣΑΤΣ σε συνεδρία του στις 12.9.2011, αφού μελέτησε  το φάκελο της αίτησης και την Έκθεση αξιολόγησης της Επιτροπής Κρίσεως, αποφάσισε για άλλη μια φορά να μην εγκρίνει το αίτημα για αναγνώριση των τίτλων σπουδών του Αιτητή, ως τίτλο ισότιμο και αντίστοιχο προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση «Hospitality Management and Cookery».  

 

Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή προσβάλλει και την τελευταία απόφαση του ΚΥΣΑΤΣ, προβάλλοντας έξι λόγους ακυρότητας:- (1) Παραβίαση του δεδικασμένου, (2) παραβίαση της αρχής της νομιμότητας, (3) μη δέουσα έρευνα και αιτιολογία, (4) κακή σύνθεση, (5) μη τήρηση άρτιων πρακτικών, (6) παραβίαση των αρχών της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

 

Παραβίαση του δεδικασμένου - Λόγος ακυρότητας 1

Ο Αιτητής, ο οποίος χειρίζεται προσωπικά την υπόθεση του, συγκεκριμένα προβάλλει ότι παραβιάσθηκε (α) το δεδικασμένο ως προς τη διαδικασία επανεξέτασης, αφού οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να προχωρήσουν από την αρχή σε νέα διαδικασία, με το διορισμό νέας Επιτροπής Κρίσεως και (β) ότι η Επιτροπή Κρίσεως επανέλαβε το σφάλμα της προηγούμενης διαδικασίας κατά την οποία αντί να υποβάλει στο ΚΥΣΑΤΣ ενιαία εισήγηση η οποία να καταγράφεται σε ενιαίο πρακτικό, υπέβαλε δύο αποφάσεις με μεγάλη χρονική διάρκεια μεταξύ τους, αφού η πρώτη λήφθηκε στις 20.8.2008 και η άλλη στις 6.4.2011.

 

Κατ’ αρχάς το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης 757/2005, ημερ. 29.5.2007, καλύπτει μόνο τα ζητήματα επί των οποίων το Δικαστήριο εξέτασε και αποφάνθηκε.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι:-

«Ορθά, λοιπόν, η αίτηση απεστάλη στην Επιτροπή Κρίσεως για υποβολή σχετικής εισήγησης προς το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., η οποία, όμως, δεν προκύπτει να ενήργησε συλλογικά, σύμφωνα με τους καλά γνωστούς κανόνες λειτουργίας συλλογικών οργάνων. Από το συνδυασμό του ΄Αρθρου 7 του Νόμου (Ν. 68(Ι)/96) και του Κ. 6 των Κανονισμών (ΚΔΠ 172/99), φαίνεται ότι έναν από τα μέλη κάθε Επιτροπής Κρίσεως διορίζεται ως συντονιστής και τούτο για να συντονίζει τα μέλη της, προς το σκοπό διαμόρφωσης εισήγησης και υποβολής της στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Στην παρούσα περίπτωση, τα δύο μέλη της Επιτροπής Κρίσεως εξέφρασαν τις απόψεις τους χωριστά, χωρίς να φαίνεται εάν υπήρξε διορισμός συντονιστή και μεταξύ τους ανταλλαγή απόψεων για τη διαμόρφωση εισήγησης.

 

΄Ομοιος λόγος ακύρωσης εξετάστηκε στην Καραφυλλίδου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 823/04, 8/5/06, από το Νικολάου, Δ., όπου αποφασίστηκε ότι:-

 

«Η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση ΚΥΣΑΤΣ ν. Ιωαννίδου (ανωτέρω) επιβεβαίωσε ότι οι Επιτροπές Επανεξέτασης και Κρίσεως ενεργούν συλλογικά, σύμφωνα με καλώς γνωστούς κανόνες. Το κάθε μέλος της Επιτροπής μπορεί βέβαια να έχει τη δική του άποψη και οι απόψεις δύο εκ των τριών μελών είναι αρκετές, αλλά στην κάθε περίπτωση χρειάζεται, στη βάση των όποιων απόψεων, η διαμόρφωση ολοκληρωμένης εισήγησης από μέρους της Επιτροπής: βλ. Καν. 6(5) και (9). Στην προκείμενη περίπτωση η Επιτροπή δεν υπέβαλε εισήγηση. Επομένως η απόφαση του Συμβουλίου εστερείτο του αναγκαίου νομικού ερείσματος.»

 

Τα πιο πάνω λεχθέντα με βρίσκουν σύμφωνη και καθιστούν την εξέταση των υπολοίπων λόγων ακύρωσης αχρείαστη.»

 

Είναι φανερό ότι το δεδικασμένο αφορούσε στο ότι η πρώτη Επιτροπή Κρίσεως, η οποία αποτελείτο από τους καθηγητές Γ. Ζαχαράτο, Π. Τσάρτα και Λ. Χυτήρη, δεν ενήργησε συλλογικά αφού (α) δεν είχε διοριστεί συντονιστής της Επιτροπής και (β) τα δύο από τα τρία μέλη της που απάντησαν, εξέφρασαν τις απόψεις τους χωριστά.  Συμμορφούμενο με το δεδικασμένο και με άλλα σφάλματα που είχαν στο μεταξύ εντοπιστεί, το ΚΥΣΑΤΣ προχώρησε σε επανεξέταση από την αρχή διορίζοντας στις 30.6.2008 νέα Επιτροπή Κρίσεως.  Η νέα Επιτροπή αποτελείτο από τρεις καθηγητές του ΤΕΠΑΚ από το Τμήμα «Διοίκησης Ξενοδοχείων και Τουρισμού», οι οποίοι ήταν ο Ανδρέας Σαββίδης, ο Ανδρέας Βαρνάβας και η Μαρία Κραμβία-Καπαρδή.  Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ενώπιον της νέας Επιτροπής Κρίσεως, λήφθηκε και πάλιν απορριπτική απόφαση.

 

Ακολούθησε η προσφυγή 1692/09.  Μεσολάβησε η γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, ημερ. 30.9.2010, στην οποία υποδεικνύοντο διάφορα στοιχεία πλάνης κατά τη διαδικασία επανεξέτασης και ιδιαίτερα:- (α) ότι τα μέλη της Επιτροπής Κρίσεως δεν είχαν σπουδές συναφείς με τους τίτλους σπουδών του Αιτητή και (β) ότι από το σχετικό πρακτικό δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή Κρίσεως αφενός συνήλθε σε συνεδρία ως συλλογικό όργανο και αφετέρου ότι είχε καταγράψει τι ακριβώς ερεύνησε σε σχέση με τους τίτλους σπουδών του Αιτητή, ώστε να τεκμηριώνει την εισήγησή της, κάτι που απαιτείτο από το άρθρο 4(1)(ε) και 13(2)(α) και (β) του Νόμου.

 

Το ΚΥΣΑΤΣ αποδεχόμενο την εισήγηση της Νομικής Υπηρεσίας, προχώρησε στην ανάκληση της απορριπτικής απόφασης ημερ. 21.9.2009, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 2.10.2009 και επιβεβαιώθηκε την 21.12.2009.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, το ΚΥΣΑΤΣ προχώρησε σε νέα επανεξέταση, η οποία είναι και η επίδικη.  Στην 107η Συνεδρία του που έγινε την 21.1.2011, αποφάσισε όπως στα πλαίσια της επανεξέτασης «….αποστείλει την αίτηση ξανά στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως, η οποία θα πρέπει να συνέλθει και να συνεδριάσει σαν συλλογικό όργανο και να καταγράψει τις απόψεις της σε ενιαίο πρακτικό».  Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι το θέμα παραπέμφθηκε στα ίδια μέλη της Επιτροπής Κρίσεως, με οδηγίες όπως τηρήσουν ενιαίο πρακτικό.  Φαίνεται επίσης ότι τα σχόλια της κας Ρένας Βραχίμη-Πετρίδου, Ανώτερης Δικηγόρου της Δημοκρατίας, που εκφράστηκαν στην επιστολή-γνωμάτευση της ημερ. 30.9.2010 αναφορικά με το γνωστικό αντικείμενο των σπουδών ενός των μελών της Επιτροπής, αγνοήθηκε με αποτέλεσμα ο κ. Α. Σαββίδης να συνεχίσει να είναι μέλος της Επιτροπής και μάλιστα να παρουσιάζεται και ως Συντονιστής της.  Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή Κρίσεως με την ίδια σύνθεση (Σαββίδης, Βαρνάβας και Καπαρδή) ετοίμασε Έκθεση στην οποία αιτιολόγησε την απόφασή της.  Στη βάση της αρνητικής τοποθέτησης των Μελών της Επιτροπής, το ΚΥΣΑΤΣ, απέρριψε και πάλιν την αίτηση του Αιτητή.

 

Με βάση τα πιο πάνω, υπήρξε κατά την άποψή μου συμμόρφωση με το δεδικασμένο το οποίο αφορούσε σε ένα μόνο σημείο, ότι η Επιτροπή Κρίσεως δεν ενήργησε ως συλλογικό όργανο.  Η νέα Επιτροπή που διορίστηκε από το ΚΥΣΑΤΣ συνήλθε και με συντονιστή τον καθηγητή κ. Α. Σαββίδη ετοίμασε Έκθεση για την αξιολόγηση των τίτλων σπουδών του Αιτητή.  Αυτό κατά την κρίση μου συνιστά συμμόρφωση με το δεδικασμένο.  Το αν έπρεπε να συσταθεί νέα Επιτροπή ενόψει των σχολίων που έγιναν από τη Νομική Υπηρεσία αναφορικά με τις σπουδές των μελών της Επιτροπής και αν αυτές είναι συναφείς με τον τίτλο σπουδών του Αιτητή, δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια του παρόντος λόγου, αφού αυστηρά ομιλούντες, δεν σχετίζεται με το δεδικασμένο.  Επομένως ο πρώτος λόγος ακυρότητας κρίνω ότι δεν ευσταθεί.

 

Κακή σύνθεση της Επιτροπής Κρίσεως, μη δέουσα έρευνα και αιτιολογία, μη τήρηση άρτιων πρακτικών, παραβίαση της αρχής της νομιμότητας, της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Λόγοι ακυρότητας 2-6

Ως προς τη σύνθεση της Επιτροπής Κρίσεως, ο Αιτητής προβάλλει ότι η όλη διαδικασία που ακολούθησε το Συμβούλιο κατά την επανεξέταση, ήταν παράνομη και αντίθετη με το σχετικό Νόμο και Κανονισμούς.

 

Το άρθρο 7 του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου του 1996 (Ν. 68(Ι)/1996), προβλέπει ότι:-

«7.-(1) Το Συμβούλιο καταρτίζει τριμελείς Επιτροπές Κρίσεως Τίτλων Σπουδών, όπου κρίνει τούτο αναγκαίο, με κύρια αρμοδιότητα τη μελέτη συγκεκριμένων θεμάτων και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων στο Συμβούλιο για λήψη τελικής απόφασης.

(2) Κάθε Επιτροπή αποτελείται από μέλη ακαδημαϊκού προσωπικού από τις βαθμίδες επίκουρου καθηγητή, αναπληρωτή καθηγητή και καθηγητή πανεπιστημίου της Κύπρου ή του εξωτερικού, ειδικούς στο υπό εξέταση θέμα:

Νοείται ότι κάθε ειδικός συμμετέχει σε μια μόνο Επιτροπή Κρίσεως Τίτλων Σπουδών.

 (3) Η σύσταση και ο τρόπος λειτουργίας των Επιτροπών καθορίζονται με Κανονισμούς.»

 

Κύρια αρμοδιότητα της κάθε Επιτροπής είναι η μελέτη συγκεκριμένων θεμάτων για την υποβολή σχετικών εισηγήσεων στο Συμβούλιο για λήψη σχετικής απόφασης.  Το άρθρο 10 το οποίο προβλέπει για τη διαδικασία αναγνώρισης τίτλων σπουδών προβλέπει επίσης για τη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου να παραπέμψει σε Επιτροπή Κρίσεως αίτηση ενδιαφερόμενου για αναγνώριση τίτλου σπουδών, προτού το ίδιο λάβει τελική απόφαση.  Περαιτέρω το άρθρο 11 προβλέπει για τη διαδικασία επανεξέτασης.  Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 11, η αίτηση για επανεξέταση θα πρέπει να υποβάλλεται μέσα σε 30 μέρες από την ημερομηνία γνωστοποίησης της απόφασης του Συμβουλίου.  Σε τέτοια περίπτωση το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 11(2) καταρτίζει «Ειδικές Επιτροπές Επανεξέτασης», καθεμιά από τις οποίες απαρτίζεται από τρία μέλη ακαδημαϊκού προσωπικού συγκεκριμένων βαθμίδων, τα οποία είναι ειδικοί στο συγκεκριμένο θέμα για επανεξέταση.

 

Οι Κανονισμοί 6-8 των Κανονισμών ΚΔΠ 172/99 οι οποίοι καταρτίστηκαν δυνάμει του άρθρου 7(3) του Νόμου, προβλέπουν τα ακόλουθα σχετικά για τις Επιτροπές Κρίσεως Τίτλων Σπουδών:-

«6.-(1) Για τη μελέτη των αιτήσεων και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων για τη λήψη τελικής απόφασης το Συμβούλιο καταρτίζει τριμελείς Επιτροπές Κρίσεως.

 

(2) Κάθε Επιτροπή Κρίσεως αποτελείται από καθηγητές πανεπιστημίου.

 

(3)  Κάθε Επιτροπή Κρίσεως καλύπτει γνωστικά αντικείμενα σε επίπεδο πανεπιστημιακής σχολής ή ομάδας ομοειδών τμημάτων ή προγραμμάτων σπουδών.

 

(4)  Το Συμβούλιο ορίζει ένα από τα μέλη κάθε Επιτροπής Κρίσεως ως συντονιστή.

 

(5)  Η εισήγηση της Επιτροπής Κρίσεως θεωρείται ολοκληρωμένη, αν περιέχει τις απόψεις δύο τουλάχιστο μελών της.

 

(6)  Η διάρκεια της θητείας των μελών κάθε Επιτροπής Κρίσεως καθορίζεται από το Συμβούλιο.

 

(7)  Το έντυπο αίτησης και όλα τα σχετικά στοιχεία αποστέλλονται στο συντονιστή της Επιτροπής Κρίσεως, ο οποίος και φροντίζει για την ολοκλήρωση της διαδικασίας.

 

(8)  Το Συμβούλιο δύναται να αντικαταστήσει μέλη των Επιτροπών Κρίσεως, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, αν κρίνει ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που τους έχουν ανατεθεί.

 

(9)  Το Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει στις Επιτροπές Κρίσεως τη μελέτη ειδικών θεμάτων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικής εισήγησης.

 

(10)  Σε περιπτώσεις υποβολής μεγάλου αριθμού αιτήσεων, το Συμβούλιο μπορεί να συγκροτεί παράλληλες Επιτροπές Κρίσεως για το ίδιο γνωστικό αντικείμενο.

 

(11)  Στα μέλη των Επιτροπών Κρίσεως καταβάλλεται ετήσιο τιμητικό επίδομα (Honorarium) Λ.Κ. 200.

 

7.  Η απάντηση του Συμβουλίου, θετική ή αρνητική, δίνεται γραπτώς στον αιτητή, το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της διαδικασίας συγκέντρωσης των απαραίτητων στοιχείων και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα από τρεις μήνες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

 

8.(1)  Το Συμβούλιο καταρτίζει Ειδικές Επιτροπές Επανεξέτασης, οι οποίες υποβάλλουν τις εισηγήσεις τους στο Συμβούλιο, το οποίο, αφού τις μελετήσει, αποφαίνεται τελικά για το θέμα και πληροφορεί σχετικά τον αιτητή.

(2)  Οι διατάξεις του Κανονισμού 6 εφαρμόζονται, κατ’ αναλογία, για τη σύσταση και λειτουργία των Ειδικών Επιτροπών Επανεξέτασης:

 

Νοείται ότι στις Ειδικές Επιτροπές Επανεξέτασης δε συμμετέχουν πρόσωπα που εξέτασαν κατά πρώτο το υπό κρίση θέμα.

 

(3)  Η αίτηση επανεξέτασης υποβάλλεται σε έντυπο ο τύπος του οποίου καθορίζεται από το Συμβούλιο.  Για κάθε αίτημα επανεξέτασης τίτλου υποβάλλεται ξεχωριστή αίτηση.»

 

Μετά την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 757/2005, το Συμβούλιο συγκρότησε εξ υπαρχής νέα Επιτροπή Κρίσεως με διαφορετικά μέλη.  Η συγκεκριμένη Επιτροπή προχώρησε σε επανεξέταση και το Συμβούλιο εξέδωσε την απορριπτική απόφαση ημερ. 21.9.2009, την οποία όμως μετέπειτα ανακάλεσε μετά από τις επισημάνσεις της Νομικής Υπηρεσίας.  Ενόψει της ανάκλησης, κατέστη αναγκαίο να υπάρξει συμμόρφωση με το δεδικασμένο στην 757/2005, παρά τα 4 χρόνια που πέρασαν από την έκδοση της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης.

 

Όμως παρά τις επισημάνσεις της Νομικής Υπηρεσίας ως προς τα προσόντα των Μελών της Επιτροπής, το Συμβούλιο του ΚΥΣΑΤΣ άφησε το θέμα να εξεταστεί από την ίδια Επιτροπή Κρίσεως, στην οποία απλώς δόθηκαν σαφείς οδηγίες για τήρηση ενιαίου πρακτικού.  Σύμφωνα με το άρθρο 7(1) του Νόμου 68(Ι)/1996, τα Μέλη της Επιτροπής Κρίσεως θα έπρεπε να είναι ειδικοί στο υπό εξέταση θέμα.  Πέραν τούτου, ο Κανονισμός 6(2) προβλέπει ότι η Επιτροπή Κρίσεως θα έπρεπε να απαρτίζεται από τρεις καθηγητές Πανεπιστημίου (εδώ του ΤΕΠΑΚ), ενώ σύμφωνα με τον Κανονισμό 6(3) η Επιτροπή έπρεπε να καλύπτει γνωστικά το αντικείμενο σε επίπεδο πανεπιστημιακής σχολής. 

 

Ο Αιτητής υποβάλλει αριθμό παραπόνων σε σχέση με τη σύνθεση της Επιτροπής.  Πρώτον, ότι τα Μέλη της ήταν μεν ακαδημαϊκοί αλλά όχι ειδικοί στο υπό εξέταση θέμα.  Το παράπονο του Αιτητή ευσταθεί.  Το κώλυμα το είχε εντοπίσει στη γνωμάτευση της η κα Ρ. Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας.[1]  Παρά ταύτα, το ΚΥΣΑΤΣ αγνόησε τις παρατηρήσεις και άφησε το θέμα να εξεταστεί από την ίδια Επιτροπή.  Στο πίσω μέρος του διοικητικού φακέλου, σε ειδική θήκη, εντόπισα τα βιογραφικά σημειώματα των τριών μελών.  Ο Α. Σαββίδης κατέχει διάφορους τίτλους στα οικονομικά και χρηματοοικονομικά, ο Α. Βαρνάβας στην παραγωγικότητα της ξενοδοχειακής βιομηχανίας, στη διοίκηση ξενοδοχείων και άλλα παρεμφερή θέματα, ενώ η Μ. Κραμβία-Καπαρδή φαίνεται κατά κύριο λόγο να ειδικεύεται στη δικανική ελεγκτική.  Το ΚΥΣΑΤΣ προτού παραπέμψει εκ νέου το θέμα στα Μέλη της Επιτροπής, όφειλε, ενόψει των παρατηρήσεων της Νομικής Υπηρεσίας, να είχε ερευνήσει τα προσόντα τους ώστε να βεβαιωθεί ότι κατείχαν την απαιτούμενη ειδικότητα που προβλέπεται στο άρθρο 7(2) του Νόμου 68(Ι)/1996.  Δεν το έπραξε, με αποτέλεσμα να υπάρχει το ενδεχόμενο πλάνης ως προς την ειδίκευσή τους (βλ. ΚΥΣΑΤΣ ν. Ελένης Σάββα (2009) 3 ΑΑΔ 461 και Κούρτης ν. ΚΥΣΑΤΣ, Υπόθ. Αρ. 1240/07, ημερ. 15.6.2010).

 

Πέραν τούτου, οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να ερευνήσουν κατά πόσον σύμφωνα με τον Κανονισμό 6(3) η Επιτροπή Κρίσεως κάλυπτε γνωστικά αντικείμενα σε επίπεδο πανεπιστημιακής σχολής, όμοια με αυτά που κατείχε ο Αιτητής.  Στην προκειμένη περίπτωση δεν φαίνεται από το διοικητικό φάκελο να υπήρξε οποιαδήποτε έρευνα κατά πόσον το Τμήμα Διοίκησης Ξενοδοχείων και Τουρισμού του ΤΕΠΑΚ κάλυπτε και θέματα στον κλάδο «Cookery» που ήταν ένας από τους τίτλους που κατείχε ο Αιτητής.

 

Το δεύτερο παράπονο του Αιτητή σχετίζεται με την υποχρέωση του Συμβουλίου να ορίσει ένα από τα μέλη της Επιτροπής Κρίσεως, ως συντονιστή στη βάση του Κανονισμού 6(4).  Ο Αιτητής παραπονείται ότι το Συμβούλιο του ΚΥΣΑΤΣ δεν εκπλήρωσε αυτό το καθήκον του.  Και αυτό το παράπονο του Αιτητή ευσταθεί.  Στο φάκελο της υπόθεσης δεν υπάρχει κανένα πρακτικό που να δείχνει ότι το Συμβούλιο προέβη σε διορισμό συντονιστή.  Το μόνο στοιχείο που υπάρχει είναι ότι στην Έκθεση της Επιτροπής ο καθηγητής κ. Ανδρέας Σαββίδης, παρουσιάζεται ως συντονιστής.  Όμως δεν αναφέρεται ποιος τον όρισε για να ενεργήσει υπό αυτή την ιδιότητα.  Επομένως υπάρχει εκτροπή από την προβλεπόμενη από τους Κανονισμούς διαδικασία. 

 

Το τρίτο παράπονο του Αιτητή αφορά στη θητεία της Επιτροπής.  Δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οποιαδήποτε απόφαση του Συμβουλίου του ΚΥΣΑΤΣ για τη διάρκεια της θητείας της Επιτροπής.  Τα μέλη της αρχικά διορίστηκαν στην 88η Συνεδρία, στις 30.6.2008.  Το πρακτικό της Συνεδρίας δεν υπάρχει στο διοικητικό φάκελο ο οποίος παρουσιάζει και πολλές άλλες ελλείψεις.  Όμως αντίγραφο των πρακτικών της συγκεκριμένης Συνεδρίας επισυνάφθηκε από τον Αιτητή ως Παράρτημα 1 στη γραπτή αγόρευσή του.  Πουθενά στο σύντομο πρακτικό της 88ης Συνεδρίας δεν φαίνεται να έγινε πρόνοια για τη διάρκεια της θητείας της, όπως απαιτείτο από τον Κανονισμό 6(6).  Επομένως διαπιστώνεται άλλη μια παρεκτροπή από την προβλεπόμενη διαδικασία, η οποία εδραιώνει και τον αντίστοιχο λόγο ακυρότητας που αφορά στη μη τήρηση άρτιων πρακτικών και στην έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας.

Ο Αιτητής στα πλαίσια του δεύτερου λόγου ακυρότητας παραπονείται επίσης και για τον τρόπο που το Συμβούλιο εξέτασε το αίτημα του για επανεξέταση της απορριπτικής απόφασης του Συμβουλίου, ημερ. 12.9.2011.  Σύμφωνα με τον Κανονισμό 8 το Συμβούλιο όφειλε να καταρτίσει Ειδική Επιτροπή Επανεξέτασης η οποία αφού προέβαινε σε επανεξέταση του αιτήματος, όφειλε να υποβάλει την εισήγηση της στο Συμβούλιο.  Κατά την άποψή μου, ούτε σ’ αυτή την περίπτωση υπήρξε συμμόρφωση με τον Κανονισμό 8.  Το Συμβούλιο κατά τρόπο υπεροπτικό θεώρησε ότι δεν έχει υποβληθεί αίτηση για επανεξέταση, ενώ από το διοικητικό φάκελο φαίνεται καθαρά ότι ο Αιτητής υπέβαλε το αίτημα του στο σχετικό Έντυπο στο οποίο επισυνάπτονται δαχτυλογραφημένοι 20 λόγοι για τους οποίους ο ίδιος θεωρούσε την απόφαση του Συμβουλίου παράνομη.  Το Συμβούλιο στην απάντηση του ημερ. 10.11.2011 θεωρεί αυθαίρετα και πεπλανημένα ότι δεν υποβλήθηκε αίτηση για επανεξέταση με βάση τις εγκεκριμένες διαδικασίες και ούτε καταβλήθηκαν τα απαιτούμενα τέλη.

 

Όμως οι αρχές της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης απαιτούσαν όπως υποδειχθεί στον Αιτητή, ο οποίος ενεργούσε χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου, η διαδικασία με την οποία δεν συμμορφώθηκε και να τον πληροφορήσουν ποια ήταν τα σχετικά τέλη τα οποία εν πάση περιπτώσει δεν καθορίζονται ούτε στο Έντυπο Επανεξέτασης, ούτε στους σχετικούς Κανονισμούς.  Ο τρόπος που το Συμβούλιο χειρίστηκε το αίτημα του Αιτητή για επανεξέταση, είχε ως αποτέλεσμα να ταλαιπωρηθεί ο Αιτητής και να παραβιαστεί η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη στη διοίκηση.  Κατά την άποψή μου διαπιστώνεται παραβίαση των αρχών της νομιμότητας και ως εκ τούτου κρίνω ότι ευσταθεί, τόσο ο δεύτερος, όσο και ο έκτος λόγος ακυρότητας.

 

Προτού δώσω την τελική μου κατάληξη, θα πρέπει να αναφέρω ότι ο διοικητικός φάκελος που καταχώρησε η δικηγόρος των Καθ’ ων η αίτηση είναι ελλιπέστατος και καθόλου δεν ικανοποιεί την απαίτηση για τήρηση άρτιου φακέλου, ο οποίος νομολογιακά θεωρείται ως απαραίτητο στοιχείο για τη διεξαγωγή της διοικητικής δίκης (βλ. Δημοκρατία ν. Ακίνητα Στ. Ιωαννίδη (1991) 3 ΑΑΔ 398 και Westpark Ltd Ltd v. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1997) 3 ΑΑΔ 63).  Για παράδειγμα τα έγγραφα που επισυνάφθηκαν στην ένσταση δεν ταυτίζονται με τα έγγραφα του φακέλου.  Στο διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1, δεν υπήρχαν όλα τα πρακτικά των Συνεδριάσεων.  Πέραν τούτου, στα έγγραφα που επισυνάφθηκαν στην ένσταση απουσίαζαν αρκετά σημαντικά έγγραφα, όπως το πρακτικό της 88ης Συνεδρίας του Συμβουλίου (επισυνάφθηκε ως Παράρτημα 1 στη γραπτή αγόρευση του Αιτητή), το πρακτικό της Συνεδρίας ημερ. 21.9.2009 το οποίο δεν εντοπίστηκε πουθενά, καθώς και η γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας ημερ. 30.9.2010, η οποία τελικά επισυνάφθηκε στην απαντητική αγόρευση του Αιτητή).

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει.  Επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή τα πραγματικά του έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠς



[1] Στη σελίδα 2 της γνωμάτευσης, αναφέρονται τα εξής:-

«2. Πρόσθετα με τα πιο πάνω διαπιστώνω από τα επισυνημμένα στην επιστολή αυτή βιογραφικά που μου στάληκαν από την Διοίκηση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ότι το ένα από τα τρία Μέλη (ο κος Σαββίδης) της «Επιτροπής Κρίσεως» (βλ. επιστολή ημερ. 20.11.2008) δεν έχει καμία σχέση με Ξενοδοχειακές Σπουδές.  Όλα τα Μέλη της εν λόγω Επιτροπής δεν έχουν σπουδές συναφείς με τους τίτλους με τους οποίους υπάρχει αίτημα να αντιστοιχηθούν και/ή κριθούν ισότιμοι οι τίτλοι του Αιτητή.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο