GALINA BINDIOUK ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Υπόθεση Αρ. 685/2012, 23/4/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 685/2012)

 

23 Απριλίου 2013

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

GALINA BINDIOUK,

Αιτήτρια

- ΚΑΙ -

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-------------------------------

 

Τ. Πούλλος, για την Αιτήτρια.

Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

--------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αιτήτρια αμφισβητεί την απορριπτική κρίση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερ. 13.3.2012, με την οποία δεν έγινε αποδεκτή η διοικητική προσφυγή της εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου που απέρριψε το αίτημα της για παροχή διεθνούς προστασίας ή συμπληρωματικής προστασίας ή προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.

 

         Η αιτήτρια αφίχθηκε στην Κύπρο νομίμως με τη χρήση του διαβατηρίου της στις 2.3.2003, ως επισκέπτρια, αναχώρησε δε για την πατρίδα της τη Ρωσία ένα μήνα μετά.  Επέστρεψε όμως και πάλι στη Δημοκρατία με την ανήλικη θυγατέρα της αυτή τη φορά στις 28.5.2003.  Δύο και πλέον έτη μετά και συγκεκριμένα στις 5.7.2005, υπέβαλε αίτηση ασύλου καταγράφοντας στο σχετικό έντυπο ότι έφυγε από τη χώρα της λόγω απειλών εναντίον της ζωής της και της θυγατέρας της.  Κλήθηκε σε συνέντευξη ενώπιον αρμοδίου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου στις 6.3.2009, όπου με τη βοήθεια διερμηνέα η αιτήτρια, αφού προσκόμισε τα σχετικά πιστοποιητικά που αφορούσαν στο θάνατο του συζύγου της, απάντησε στις σχετικές ερωτήσεις της λειτουργού.

 

         Η αρμοδία λειτουργός, που έλαβε και τη συνέντευξη, υπέβαλε έκθεση-εισήγηση στις 14.3.2009 με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος για παροχή ασύλου εφόσον η γενική αξιοπιστία της αιτήτριας δεν ήταν ικανοποιητική, έχοντας υποπέσει σε αντιφάσεις, ενώ οι απαντήσεις της γενικώς δεν ήσαν ικανοποιητικές.  Η εισήγηση έγινε δεκτή από τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με αποτέλεσμα να απορριφθεί η αίτηση.  Υπεβλήθη διοικητική προσφυγή από την Future Worlds Center, η νομική σύμβουλος της οποίας ζήτησε και άμεση πρόσβαση στο φάκελο και στα στοιχεία και πρακτικά της συνέντευξης της αιτήτριας.  Διευθετήθηκε όντως η σχετική πρόσβαση, αλλά ουδείς περαιτέρω λόγος προστέθηκε στη διοικητική προσφυγή, η οποία απλώς αμφισβήτησε τη νομιμότητα της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. 

 

         Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στην υπό κρίση απόφαση της, ημερ. 13.3.2012, απέρριψε τη διοικητική προσφυγή επικυρώνοντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.  Στην απόφαση της η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων έκρινε ότι ορθά η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου επισήμανε διάφορα στοιχεία που κλόνιζαν την αξιοπιστία της αιτήτριας.  Συναφώς, ενώ η αιτήτρια αναφέρθηκε σε δολοφονία του συζύγου της, εν τούτοις δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι το πρόσωπο που δολοφονήθηκε ήταν όντως σύζυγος της, αρχικά ισχυριζόμενη ότι δεν είχε πιστοποιητικό γάμου διότι ο γάμος ήταν πολιτικός, για να αναφέρει εν τέλει ότι δεν είχε νυμφευθεί και απλώς συζούσε με το άτομο εκείνο έχοντας πρόθεση να παντρευτούν.  Η δολοφονία του ατόμου αυτού είχε αποτελέσει και το φόβο για τη δική της ζωή, αλλά πέραν από ένα μεμονωμένο περιστατικό που αφορούσε απειλές που δέχθηκε από τη λογίστρια και τον βοηθό του συντρόφου της κατά την επιστροφή της με τρένο από την κηδεία, ουδέν άλλο συμβάν αναφέρθηκε από την ίδια ως γεγονός που στοιχειοθετούσε τις εν λόγω απειλές.  Η λειτουργός επίσης  θεώρησε ως μη ικανοποιητικές τις θέσεις της αιτήτριας ότι έμεινε κλειδωμένη στο σπίτι της μαζί με φίλη της που είχε καλέσει για συντροφιά και ότι όταν η φίλη της έφευγε για ψώνια, τα προαναφερθέντα άτομα απειλούσαν τη φίλη της ότι θα έκαιγαν το σπίτι και μαζί και την αιτήτρια. 

 

         Σημειώθηκε επίσης από τη λειτουργό ασύλου και κρίθηκε ως πρόσθετο βάσιμο στοιχείο αναξιοπιστίας και από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, ο υπερβολικός και μη πειστικός φόβος της αιτήτριας με δεδομένο ότι έχοντας τη δυνατότητα να φύγει από τη χώρα της και διαμένοντας στην Κύπρο πρωταρχικά για ένα μήνα, ουδεμία αίτηση για προστασία υπέβαλε τότε, επιλέγοντας αντίθετα να επιστρέψει στη χώρα της.  Περαιτέρω, ενώ η αιτήτρια ανέφερε ότι δεν αντιμετώπιζε οποιαδήποτε προβλήματα με τις αρχές της χώρας της, εντούτοις ουδέποτε αποτάθηκε σ΄ αυτές για βοήθεια, θεωρώντας ότι στη Ρωσία δεν υπάρχει τάξη.  Ακόμη, σημειώθηκε ότι η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι αν επιστρέψει στην πατρίδα της, οι συνέπειες θα είναι ότι δεν θα έχει πού να μείνει, επειδή το κράτος της πήρε το σπίτι, θα δυσκολευτεί να βρει εργασία και ότι φοβάται τις μεγαλουπόλεις. 

         Σύμφωνα με την αγόρευση του συνηγόρου της αιτήτριας, η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής πάσχει ως αναιτιολόγητη, ενώ είναι προϊόν μη δέουσας έρευνας, ιδιαιτέρως διότι δεν αιτιολόγησε ή δεν ασχολήθηκε καθόλου με την παροχή του δικαιώματος της παροχής ανθρωπιστικής προστασίας κάτω από το άρθρο 19(Α)(2)(α) του Νόμου.  Σύμφωνα με τη θέση αυτή, υπήρξε απλή αντιγραφή της αιτιολογίας χωρίς καμιά εξήγηση ως προς το λόγο της μη παροχής της ανθρωπιστικής αυτής βοήθειας, ιδιαιτέρως επτά χρόνια μετά την υποβολή της αίτησης.  Έπρεπε να υπάρχει δέουσα έρευνα ως προς την ανθρωπιστική προστασία εφόσον δεν υπάρχει ερμηνεία του όρου αυτού στο Νόμο, ενώ εν πάση περιπτώσει η προστασία αυτή είναι ανεξάρτητη από την παροχή της ιδιότητας του πρόσφυγα ή  του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας.

 

         Επιπροσθέτως, γίνεται εισήγηση για παραβίαση του δικαιώματος της αιτήτριας να έχει πρόσβαση στο φάκελο κατά παράβαση  της προθεσμίας των δέκα ημερών από την έκδοση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, δίδοντας δικαίωμα πρόσβασης στο φάκελο τρία ολόκληρα χρόνια μετά, και με προθεσμία  δέκα ημερών για να καταχωρηθούν πρόσθετοι λόγοι, έξω από κάθε προβλεπόμενη από το Νόμο διαδικασία.  Παραβιάστηκε επίσης το δικαίωμα ακρόασης, εφόσον πέραν της δυνατότητας να κληθεί η αιτήτρια σε συνέντευξη, έπρεπε να της δοθεί αυτό το δικαίωμα μετά την πάροδο τόσων ετών από την αίτηση.  Η ακρόαση θα έδινε τη δυνατότητα στην αιτήτρια να αναφέρει συμπληρωματικά ό,τι ήταν σχετικό και για την ίδια, αλλά και για τη θυγατέρα της.

 

         Τέλος, η αιτήτρια παραπονείται για την καθυστέρηση στη λήψη της απόφασης και της όλης διαδικασίας κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας, τόσο ως προς τη διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής.

 

         Η δικηγόρος των καθ΄ ων εισηγείται στη δική της αγόρευση, το καθόλα εύλογο της κρίσης τους, τόσο πρωτοβάθμια, όσο και δευτεροβάθμια, θεωρώντας ότι η αναξιοπιστία της αιτήτριας έδιδε το δικαίωμα απόρριψης της αίτησης της, η απόφαση επί της οποίας λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αλλά και με εμφανή αιτιολογία.  Σε κανένα στάδιο της όλης διαδικασίας, η αιτήτρια δεν παραπονέθηκε ως προς οποιαδήποτε παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του Νόμου, περιλαμβανομένων και των σχετικών προθεσμιών.  Νέοι λόγοι δεν προστέθηκαν κατά τη διοικητική προσφυγή και συνεπώς δεν παρίστατο και λόγος για την Αναθεωρητική Αρχή να καλέσει την αιτήτρια σε συνέντευξη ή περαιτέρω ακρόαση.  Ως προς την καθυστέρηση, οι καθ΄ ων ισχυρίζονται ότι έχοντας υπόψη τα διάφορα στάδια της όλης εξέτασης και τον τεράστιο όγκο αιτήσεων που είχαν ενώπιον τους, η διαδικασία ολοκληρώθηκε το ταχύτερο δυνατόν.

 

         Η εξέταση των αιτιάσεων που, κατά την αιτήτρια, η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής θα πρέπει να ακυρωθεί, αποκαλύπτει ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος για επιτυχία της προσφυγής. Η προσβαλλόμενη πράξη είναι δεόντως αιτιολογημένη, αλλά και εμφανώς έχει εκδοθεί μετά από δέουσα έρευνα.  Οι λόγοι που έχουν καταγραφεί πιο πάνω αναφορικά με την κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου ως προς το αναξιόπιστο της θέσης της αιτήτριας και η οποία επικυρώθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή είναι εύλογοι και απλή ανάγνωση της απόφασης της, αποκαλύπτει το εκτεταμένο σκεπτικό της Αναθεωρητικής Αρχής, η οποία επιλήφθηκε σημείο προς σημείο όλων των θεμάτων που τέθηκαν ενώπιον της.

 

 Διερωτάται κανείς ποιά ιδιαίτερη αιτιολογία χρειαζόταν ως προς τη μη παραχώρηση του καθεστώτος της προσωρινής διαμονής αναφορικά με ανθρωπιστικούς λόγους που δίδεται από το άρθρο 19Α.  Η Αναθεωρητική Αρχή έχοντας για σειρά λόγων κρίνει ότι η αιτήτρια δεν είναι άτομο που δικαιούται διεθνούς προστασίας, επιβεβαιώνουσα έτσι την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, προχώρησε στην εύλογη κρίση ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους που ανάγονται σε φυλετικές ή θρησκευτικές διακρίσεις ή που σχετίζονται με την ιθαγένεια ή την ιδιότητα μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων.

 

  Το άρθρο 19Α(1) του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000, το οποίο προνοεί για την προσωρινή διαμονή για ανθρωπιστικούς λόγους, εφαρμόζεται σε πρόσωπα που αν και δεν μπορούν να αναγνωρισθούν ως πρόσφυγες, ή να λάβουν το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, εν τούτοις δύνανται να τύχουν ανθρωπιστικής προστασίας.  Η έννοια της ανθρωπιστικής προστασίας είναι ευρεία, αλλά η ανθρωπιστική προστασία είναι παρεπόμενη της δυνατότητας παροχής του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας, κατά το άρθρο 19Α(1) (2) (α).  Επομένως, η όλη απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής συναρτάται και με δεδομένα που έχουν σχέση με τη συμπληρωματική αυτή προστασία, η οποία δίδεται όταν ο αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του.

 

 Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης  ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 

 Πολύ ορθά η Αναθεωρητική Αρχή έκρινε εύλογη τη θέση περί μη απόδειξης εκ μέρους της αιτήτριας ότι θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής της στη Ρωσία σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο άρθρο 19(2).  Υπενθυμίζεται ότι η αίτηση για άσυλο που υπέβαλε η αιτήτρια απλώς ανέφερε ότι οι λόγοι που την ώθησαν να φύγει από τη χώρα της ήταν η απειλή κατά της ζωής αυτής και της θυγατέρας της, χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση.  Στη συνέντευξη της τα όσα εκεί δήλωσε και που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ουδόλως την ενέτασσαν στις περιπτώσεις της  αναγκαιότητας παροχής του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας.  Δεν υπήρχε επομένως οποιοσδήποτε λόγος για ιδιαίτερη αιτιολογία ή για  περαιτέρω εξέταση ή έρευνα των δεδομένων της αιτήτριας.

 

         Έπεται ότι εύλογα δεν διαπιστώθηκαν και λόγοι για την παροχή της ανθρωπιστικής βοήθειας.  Η Αναθεωρητική Αρχή στην απόφαση της έκρινε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση του καθεστώτος της προσωρινής παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, καθεστώς που κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19Α, δύναται να παραχωρηθεί για λόγους που δεν συνιστούν ταυτόχρονα λόγους παροχής του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας, ή, όταν η απέλαση είναι εκ του Νόμου ή εκ των πραγμάτων αδύνατη ή όταν ο αιτητής έχει εύλογες πιθανότητες να του δοθεί θεώρηση διαβατηρίου από άλλη ασφαλή χώρα.  Η παροχή της διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους δεν γίνεται in abstracto.  Δεν είχε τεθεί τίποτε ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής που να ήταν βοηθητικό προς αυτή την κατεύθυνση.  Η θέση της αιτήτριας διά του συνηγόρου της ότι μετά από επτά έτη που εξετάστηκε η αίτηση της από την Αναθεωρητική Αρχή, δυνατόν να είχε πολλά να πει ακόμη και για το καθεστώς της διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους δυνάμει του άρθρου 19Α του Νόμου, είναι ωσαύτως αβάσιμη και αναιρείται από το γεγονός και μόνο ότι η αιτήτρια διά του νομικού αντιπροσώπου της είχε δηλώσει  μετά την πρόσβαση στο διοικητικό φάκελο, ότι δεν θα προσέθετε οποιουσδήποτε περαιτέρω λόγους κατά τη διοικητική προσφυγή της.

 

         Δεν είναι άτοπο να παρατηρηθεί, όπως διαπίστωσε και η Υπηρεσία Ασύλου και η Αναθεωρητική Αρχή, ότι η αιτήτρια έφυγε από τη χώρα της με νόμιμο διαβατήριο και δύναται να επιστρέψει σ΄ αυτή χωρίς πρόβλημα.  Το αίτημα για τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα υπεβλήθη δύο και πλέον έτη μετά την εκ νέου άφιξη της στη Δημοκρατία στις 28.5.2003 και βέβαια δεν είναι νοητό ένας πραγματικός αιτητής ασύλου να καθυστερεί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα να υποβάλει την αίτηση του.  Όπως λέχθηκε και πρόσφατα στη Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει, (δέστε Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.3.2008 και Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 8.5.2008).  Σχετική είναι και η υπόθεση  Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.2.2011.

 

         Παραπονείται η αιτήτρια επίσης ότι δεν κλήθηκε σε νέα συνέντευξη ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, ιδιαιτέρως μετά την πάροδο τόσο μακρού χρονικού διαστήματος, όταν πιθανώς η αιτήτρια να είχε νέα δεδομένα να υποβάλει γενικώς για την κατάσταση της και ειδικώς ως προς την παροχή της ανθρωπιστικής προστασίας.  Το επιχείρημα είναι αβάσιμο εφόσον η ίδια η αιτήτρια δήλωσε διά του νομικού της εκπροσώπου ότι δεν θα κατατίθεντο πρόσθετοι λόγοι προσφυγής εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.  Αυτή η θέση εκφράστηκε μετά την επιθεώρηση του φακέλου που έγινε στις 9.3.2012, δηλαδή, 4 μέρες πριν την έκδοση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής και επομένως καμία σχέση δεν έχει το γεγονός ότι διέρρευσε αρκούντως μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας που ζητήθηκε η πρόσβαση στο διοικητικό φάκελο και της ημερομηνίας που δόθηκε το δικαίωμα στην πρόσβαση αυτή.  Με άλλα λόγια, εάν η αιτήτρια είχε πρόσθετους λόγους να παραθέσει μετά την πάροδο του χρονικού αυτού διαστήματος, είχε κάθε δικαίωμα και υποχρέωση ταυτόχρονα να τους θέσει ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής αμέσως μετά την εξέταση του διοικητικού φακέλου.  Αντ΄ αυτού, ο νομικός της εκπρόσωπος δήλωσε, και δεν υπάρχει επ΄ αυτού αμφισβήτηση, ότι ουδέν είχε να προσθέσει στους λόγους προσφυγής.  Όσα δε αναφέρονται στην αγόρευση του συνηγόρου της αιτήτριας για την εκπαίδευση της θυγατέρας της αιτήτριας, αποτελούν ζητήματα που απαράδεκτα τίθενται για πρώτη φορά με την αγόρευση, μια μη αποδεκτή κατά τη νομολογία δυνατότητα.

 

         Άλλωστε, τέτοια συνέντευξη είναι δυνητική κατά το άρθρο 28Ζ(1), (3) και (4) του Νόμου και όχι υποχρεωτική, (δέστε Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 383, Shahidul (Sumon) v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 387, Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, κ.ά.).  Η Αναθεωρητική Αρχή, πρόσθετα, δεν είναι υποχρεωμένη να διεξαγάγει νέα έρευνα εφόσον η διαπίστωση της εξαντλείται στο κατά πόσο η έρευνα από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν ορθή και πλήρης με τη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών παραμέτρων, (Yuri Polishchuk v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 27/2005, ημερ. 19.11.2005).  Και πάντοτε βέβαια υπό το φως των όσων ο ίδιος ο αιτητής θέτει ενώπιον της, (Aida Oganezov v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1869/08, ημερ. 4.3.2010 και Muhammad Igbal v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1629/07, ημερ. 14.4.2009).

 

         Παραπονείται επίσης η αιτήτρια ότι δεν της δόθηκε το δικαίωμα πρόσβασης στο διοικητικό φάκελο εντός των δέκα ημερών όπως προνοείται από το άρθρο 18(2Β)(α) και (β)(ii).  Είναι γεγονός ότι απαραδέκτως η επιστολή ημερ. 13.4.2009 της νομικής συμβούλου της αιτήτριας, με την οποία ζητήθηκε άμεση πρόσβαση στο φάκελο για σκοπούς μελέτης και υποβολής εμπεριστατωμένων λόγων έφεσης (Παράρτημα 8 στην ένσταση), απαντήθηκε μόλις στις 2.3.2012, ως το Παράρτημα 10 στην ένσταση, χωρίς μάλιστα να δοθεί οποιαδήποτε αιτιολογία για την καθυστέρηση.  Αναμφίβολα υπήρξε παραβίαση της νομοθετικής πρόνοιας για εξέταση του φακέλου εντός δέκα ημερών, αλλά επί της ουσίας ουδέν δικαίωμα της αιτήτριας παραβιάστηκε διότι η πρόσβαση, έστω και καθυστερημένα, δόθηκε, ο φάκελος και η συνέντευξη της αιτήτριας ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου μελετήθηκε, και, ουδέν στοιχείο νέο προστέθηκε ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής.  Σημασία έχει το γεγονός ότι προηγήθηκε η πρόσβαση και η μελέτη του φακέλου πριν την εξέταση της διοικητικής προσφυγής.

 

 Δεν είναι αντιληπτό επομένως πώς η αιτήτρια αποστερήθηκε οποιουδήποτε δικαιώματος, έστω και αν τέθηκε βραχεία προθεσμία από τις 2.3.2012-9.3.2012 για επιθεώρηση του φακέλου και υποβολή των πρόσθετων λόγων εντός δέκα ημερών από την επιθεώρηση.  Η επιθεώρηση του φακέλου έγινε στις 9.3.2012, αλλά δηλώθηκε αυθημερόν ότι δεν θα καταχωρούνταν πρόσθετοι λόγοι προσφυγής και επομένως είναι αβάσιμο και το επιχείρημα ότι η Αναθεωρητική Αρχή δεν ανέμενε την εκπνοή της περιόδου των δέκα ημερών προθεσμίας πριν εκδώσει την απόφαση της.  Η θέση του συνηγόρου της αιτήτριας ότι πιθανόν να προστίθεντο λόγοι σε περίπτωση που η αιτήτρια εκπροσωπείτο από νέο δικηγόρο, αποτελεί απλώς εικασία χωρίς πραγματική υπόσταση ή ουσιαστικό υπόβαθρο.

 

Οι προθεσμίες που τίθενται στο Νόμο είναι ενδεικτικές και όχι ανατρεπτικές, εξ ου και το άρθρο 28Η(2), προνοεί ότι επί διοικητικών προσφυγών στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 28ΣΤ(2), της άσκησης δηλαδή της διοικητικής προσφυγής σε περιπτώσεις άλλες από εκείνες που εμπίπτουν στην ταχύρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, η απόφαση εκδίδεται το συντομότερο δυνατό.   Άλλωστε, θέμα παραβίασης των προθεσμιών που τίθενται επί της διαδικασίας ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου δεν τέθηκε στη διοικητική προσφυγή, η οποία απλώς αμφισβήτησε με γενικότητα τη νομιμότητα της απόφασης της Αρχής Ασύλου.  Λόγοι ακύρωσης που τίθενται για πρώτη φορά στην προσφυγή, ενώ δεν τέθηκαν ενώπιον μιας Αναθεωρητικής Αρχής, δεν εξετάζονται (Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 342 και Ανδρέας Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 547/2011, ημερ. 24.1.2013).

 

Τέλος, μπορεί να λεχθεί ότι σκοπός μιας ιεραρχικής προσφυγής είναι, όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί, η εξ υπαρχής εξέταση της απόφασης του ιεραρχικά κατώτερου οργάνου και όχι ο έλεγχος της ορθότητας αυτής.  Το δευτεροβάθμιο ιεραρχικά όργανο δεν δεσμεύεται από την απόφαση του κατωτέρου οργάνου.  Είναι σαφές ότι η Αναθεωρητική Αρχή δεν υιοθέτησε απλώς ούτε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, ούτε την έκθεση-εισήγηση της λειτουργού της Αναθεωρητικής Αρχής.  Η σύμπτωση των απόψεων ή η αποδοχή της θέσης της λειτουργού, δεν ισοδυναμεί με άνευ ετέρου απλή σφραγίδα της εξέτασης των όσων ήσαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής.  Υπήρξε επαρκής διερεύνηση κάθε πτυχής της υπόθεσης, όπως αυτή τέθηκε ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, η οποία εύλογα κατέληξε στο προσβαλλόμενο αποτέλεσμα.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το                   Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                Στ. Ναθαναήλ,

                                        Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο