ΜΑΡΙΑ ΠΑΤΣΑΛΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1223/2009, 28/6/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1223/2009)

 

28 Ιουνίου 2013

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΑΡΙΑ ΠΑΤΣΑΛΟΥ,

Αιτήτρια

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-----------------------------------

Ρ. Πασιουρτίδου (κα) για Γ. Τριανταφυλλίδη.

Ρ. Παπαέτη (κα), Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Μ. Καλλιγέρου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1, Ιωσήφ Μουτήρη.

Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2, Σωτήριο Φραντζέσκο.

-------------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 26.5.2009 προήγαγε τα ενδιαφερόμενα μέρη Μουτήρη Ιωσήφ Αντωνίου και Φραντζέσκο Σωτήριο, στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημοσίας Υγείας στην Ειδικότητα της Καρδιολογίας, από 1.6.2009. 

 

         Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. προσβάλλεται από την αιτήτρια, η οποία θεωρεί ότι η απόφαση πάσχει και είναι άκυρη για σειρά λόγων που θα καταγραφούν στη συνέχεια. 

 

         Η Ε.Δ.Υ. στην απόφαση της οδηγήθηκε μετά από συνεκτίμηση των προσόντων των υποψηφίων και μετά την αξιολόγηση της απόδοσης τους στην προφορική εξέταση που έγινε και στην οποία τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη κρίθηκαν «εξαίρετοι», ενώ η αιτήτρια «σχεδόν εξαίρετη».  Η Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών που ήταν παρούσα κατά τη συνεδρία της Ε.Δ.Υ. και η οποία συνοδευόταν από τον Ευαγόρα Νικολαΐδη, Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος (Καρδιολογίας), για να βοηθήσει την Ε.Δ.Υ. κατά την προφορική εξέταση, σύστησε για προαγωγή τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, αφού προηγουμένως, τόσο αυτή όσο και ο Ε. Νικολαΐδης, καθώς βέβαια και η ίδια η Ε.Δ.Υ., υπέβαλαν σχετικές ερωτήσεις στους υποψήφιους σε θέματα που άπτονταν των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης, καθώς και επί των θεμάτων και των απαιτήσεων του σχεδίου υπηρεσίας.

 

 Να σημειωθεί ότι της συνεδρίας της Ε.Δ.Υ., στην οποία αποφασίστηκε η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, προηγήθηκε συνεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία σύστησε τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, καθώς και δύο έτερα άτομα, όχι όμως και την αιτήτρια.  Η Ε.Δ.Υ. όμως, όπως είχε δικαίωμα, αποφάσισε να καλέσει και την αιτήτρια στην ενώπιον της προφορική εξέταση, καθώς και έτερο υποψήφιο, έχοντας διαπιστώσει ότι είχε αξιολογηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως «πάρα πολύ καλή», στο ίδιο δηλαδή επίπεδο με τον έτερο συνυποψήφιο Ανδρέα Τρύφωνος, τον οποίο η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε ενόψει αρχαιότητας του έναντι της αιτήτριας.

 

         Η αιτήτρια γεννηθείσα στις 8.9.1965, ενεγράφη στην Κύπρο ως ιατρός στις 27.10.1992, αφού έλαβε δίπλωμα Ιατρικής του Α΄ Ινστιτούτου Ιατρικής Λένιγκραντ το 1991. Απέκτησε ειδικότητα στην Καρδιολογία στην Ελλάδα στις 13.1.1998 και πιστοποιητικό Ειδικότητας στην Καρδιολογία από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου στις 15.1.1998.  Πέτυχε στις εξετάσεις ELTS στις 24.4.1999 και απέκτησε μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διεύθυνση, με Ειδίκευση στη Δημόσια Διοίκηση από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης στις 31.1.2005.

 

         Ο Ιωσήφ Μουτήρης γεννήθηκε στις 5.1.1959 και είναι εγγεγραμμένος ιατρός στην Κύπρο από το 1989, αφού απέκτησε δίπλωμα Ιατρικής από τη Ρουμανία το 1985.  Έχει ειδικότητα στην Καρδιολογία από την Πολωνία το 1991 και πιστοποιητικό ειδικότητας στην Καρδιολογία από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου το 1992.  Έχει Master of Science Course in Cardiology από το Imperial College της Μεγάλης Βρετανίας το 2000 και είναι European Cardiologist από το European Board for the Speciality of Cardiology το 2000.  Έχει επίσης διδακτορικό τίτλο στις Ιατρικές Υπηρεσίες από την Ιατρική Ακαδημία Βαρσοβίας το 2006.  Έχει, τέλος, βεβαίωση κατοχής πολύ καλής γνώσης της ελληνικής γλώσσας από την Ε.Δ.Υ., το 1998.

 

         Ο Σωτήρης Φραντζέσκος γεννήθηκε στις 23.10.1948 και αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών το 1974, με ειδικότητα στην Καρδιολογία στην Ελλάδα το 1981, ενώ ενεγράφη ως ιατρός στην Κύπρο το 1984.  Απόκτησε πιστοποιητικό ειδικότητας στην Καρδιολογία από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου το 1985 και παρακολούθησε τη σειρά μαθημάτων «Echocardiography» από το Imperial College, Ηνωμένο Βασίλειο, μεταξύ 28.11.2000-28.2.2001.

 

         Η αιτήτρια κατέχει τη θέση Ιατρικού Λειτουργού 1ης τάξης (Καρδιολογίας) από τις 15.3.2001, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη Μουτήρης και Φραντζέσκος, κατέχουν την ίδια θέση από 1.1.1997 και 15.9.1998, αντίστοιχα. 

         Ένα από τα ζητήματα που εγείρει η αιτήτρια και το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, είναι η πάσχουσα νομιμότητα στη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Κατ΄ ισχυρισμόν, παρά την πρόνοια του άρθρου 32(1)(β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1990, η Συμβουλευτική Επιτροπή που συστήνεται για την πλήρωση κενών θέσεων σε τμήμα, αποτελείται από τον προϊστάμενο του οικείου τμήματος ή υπηρεσίας ως πρόεδρο και τέσσσερεις άλλους λειτουργούς, τρεις από τους οποίους ακολουθούν κατά σειρά ιεραρχίας τον προϊστάμενο του τμήματος ή υπηρεσίας και ένα που επιλέγεται από τον Γενικό Διευθυντή του οικείου Υπουργείου.

 

 Ως τέταρτο μέλος είχε διοριστεί ο Δρ. Μιχάλης Μηνά, Διευθυντής Κλινικής/Τμήματος Καρδιολογίας στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, ο οποίος όμως στις 8.10.2008, όταν οι υποψήφιοι κλήθηκαν σε προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, βρισκόταν με προαφυπηρετική άδεια.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή σημείωσε ότι η απουσία του δεν δημιουργούσε πρόβλημα στη σύγκλιση της εφόσον τρία από τα μέλη αυτής συνιστούσαν εν πάση περιπτώσει απαρτία δυνάμει του Νόμου αρ. 1/90.  Συναφώς η αιτήτρια με παραπομπή σε νομολογία λέγει ότι δεν μπορούσε ο Δρ. Μηνά να ασκήσει νομίμως τα καθήκοντα του, με αποτέλεσμα η Συμβουλευτική Επιτροπή να μην ήταν νομίμως συγκροτημένη μέχρις ότου διοριζόταν νέο μέλος στη θέση του.  Με πάσχουσα τη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η τελική κρίση της Ε.Δ.Υ. που βασίστηκε στις εντυπώσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ομοίως έπασχε, ώστε η απόφαση της να υπόκειται σε ακύρωση γι΄  αυτό το λόγο.

 

Προς επίλυση της πιο πάνω αιτίασης ακύρωσης, θα πρέπει κατ΄ αρχάς να υπομνησθεί η  ουσιώδης διαφορά μεταξύ «συγκρότησης» και «σύνθεσης» διοικητικού οργάνου, που εδώ φαίνεται να χρησιμοποιείται ως ταυτόσημη έννοια από την αιτήτρια.  Η συγκρότηση οργάνου επέρχεται από έγκυρο κανόνα δικαίου και νόμιμο διορισμό όλων των υπό του νόμου προβλεπόμενου αριθμού μελών.  Αν η συγκρότηση του οργάνου πάσχει εξαρχής τότε το ζήτημα ανάγεται στην ουσία του πράγματος και το διοικητικό όργανο δεν νομιμοποιείται να λειτουργεί ούτως ή άλλως, έστω δηλαδή και αν η σύνθεση του κατά το συγκεκριμένο χρόνο είναι νόμιμη.

 

Η σύνθεση οργάνου  από την άλλη αφορά συγκεκριμένη συνεδρία και η συμμετοχή ή απουσία κωλυόμενου μέλους αφορά τη σύνθεση και όχι τη συγκρότηση.  Η αρχή της απαρτίας του διοικητικού οργάνου συνδέεται με τη νόμιμη σύνθεση, (δέστε Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α», σελ. 214-217, Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου Ενημέρωσις (Νοέμβριος 1978) σελ. 124-128, Λήδα Σκουφάρη Θεμιστού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 909/2006, ημερ. 22.7.2008, (εφεσιβλήθη με την Α.Ε. αρ. 140/08, η οποία όμως απεσύρθη στις 28.4.2010) και Μιχαέλα Χατζηδημητρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ., συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 1501/08 κ.α. ημερ. 17.7.2012).

 

Είναι φανερό από τα όσα αναλύει η αιτήτρια στην αγόρευση της ότι δεν πάσχει η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δηλαδή, δεν αμφισβητείται οπουδήποτε ο εξαρχής νόμιμος διορισμός του Προέδρου και των μελών της.  Η νομολογία στην οποία γίνεται αναφορά, (Τσεριώτης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 474/04, ημερ. 23.9.2005), δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο.  Η έναρξη προαφυπηρετικής άδειας δεν μπορεί να ενταχθεί στις ρητές και εξαντλητικές κατηγορίες που καθορίζει το άρθρο 20(2) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, το οποίο προνοεί για ύπαρξη «κενής θέσης» που επηρεάζει τη νόμιμη συγκρότηση του συλλογικού οργάνου μόνο στις περιπτώσεις θανάτου ή παραίτησης μέλους.  Και δεν νοείται επέκταση των εννοιών «θανάτου» και «παραίτησης», σε άτομα που μεταγενέστερα του νόμιμου διορισμού τους τελούν υπό προαφυπηρετική άδεια.  Εξ ου και ο Σπηλιωτόπουλος στο απόσπασμα που αναπαράγεται στην πιο πάνω απόφαση, αναφέρεται σε έλλειψη μέλους όταν αυτό αποβιώσει ή χάσει οριστικά την ιδιότητα μέλους λόγω παραίτησης, απόλυσης ή έκπτωσης από το συλλογικό όργανο.

 

 Η έλλειψη μέλους διακόπτει το δεσμό, ενώ το κώλυμα ή η απουσία μέλους, όχι.  (δέστε Μιχαέλα Χατζηδημητρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω –).  Η έναρξη προαφυπηρετικής άδειας δεν διακόπτει μονίμως το δεσμό, (σ΄ αντίθεση με την οριστική αφυπηρέτηση), έτσι ώστε να διαπιστώνεται μόνο κώλυμα εξ αιτίας της απουσίας του Δρ. Μηνά από τη συνεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 8.10.2008.  Έπεται ότι τίθεται μόνο θέμα σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και εφόσον υπήρχε απαρτία, δεν διαπιστώνεται πρόβλημα, όπως ακριβώς αποφάσισε και η ίδια. 

 

Διαφορετική αντιμετώπιση θα σήμαινε ότι εν μέσω συνεδριών και της εξέλιξης εξέτασης θεμάτων προς λήψη αποφάσεων, όλα θα έπρεπε να αρχίζουν από την αρχή, με νέο διορισμό.  Το θέμα φαίνεται ότι αντιμετωπίστηκε και νομοθετικά ενόψει ακριβώς αυτών των εγγενών πρακτικών, αλλά και αχρείαστων προβλημάτων που θα προέκυπταν, εξ ου και, όπως εύστοχα αναφέρει η κα Παπαέτη στη δική της αγόρευση, η υπόθεση Τσεριώτης – ανωτέρω – αποφασίσθηκε επί γεγονότων πριν την τροποποίηση που επήλθε με το Νόμο αρ. 31(Ι)/2004, ώστε κατά το ισχύον πλέον άρθρο 32(8) του Νόμου αρ. 1/90, το οποίο ισχύει, όπως ρητά καθορίζεται, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 20 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, η νομιμότητα της συγκρότησης αφενός και η εγκυρότητα οποιασδήποτε πράξης ή εργασίας διοικητικού οργάνου, δεν επηρεάζονται από το θάνατο, παραίτηση,  αφυπηρέτηση, απουσία ή άλλο κώλυμα μέλους σε οποιοδήποτε μάλιστα στάδιο της διαδικασίας.  Πόσο μάλλον εδώ, που η απουσία του Δρ. Μηνά οφειλόταν σε προαφυπηρετική άδεια.  Η Δημοκρατία παραπέμπει επίσης στη σχετική απόφαση του Αρτέμη, Δ., όπως ήταν τότε, στη Χρίστος Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 466/05, ημερ. 5.8.2008 η οποία υιοθετείται και εδώ.  Μάλιστα εκεί το υπό αφυπηρέτηση μέλος ήταν η ίδια η Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Υπήρξε και συμπληρωματική αγόρευση της αιτήτριας με άδεια του Δικαστηρίου ως προς το ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε και ως προς τον πρόσθετο λόγο ότι ο Δρ. Μηνά απουσίαζε από τη συνεδρία 8.10.2008, καθώς και στη συνέχεια μη υπογράφοντας ούτε την έκθεση της ημερ. 10.1.2009.  Αυτό, ως διατείνεται η αιτήτρια, κατά παράβαση του άρθρου 22 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99.  Όμως το επιχείρημα δεν μπορεί να ευσταθήσει.  Δεν είναι βάσιμη ή νοητή η ανάδειξη διπλού προβλήματος, από τη μία και μοναδική απουσία του Δρ. Μηνά.  Από τη στιγμή που κρίνεται ότι η απουσία του στις 8.10.2008, δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της συγκρότησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής υπό το φως της επελθούσας τροποποίησης του άρθρου 32(8), δεν τίθεται ούτε θέμα μη νόμιμης σύνθεσης επειδή δεν μετείχε στη συνεδρία, εφόσον η μη συμμετοχή του οφειλόταν στην έναρξη της προαφυπηρετικής του άδειας, η οποία και δικαιολογούσε την απουσία του.  

 

Ως προς τα υπόλοιπα ζητήματα που εγείρει η αιτήτρια κρίνεται επίσης ότι οι θέσεις της δεν είναι βάσιμες.  Γίνεται πολύς λόγος για την κατ΄ ισχυρισμόν πεπλανημένη έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία παρέλειψε να λάβει υπόψη το μεταπτυχιακό δίπλωμα της αιτήτριας στη Διεύθυνση με Ειδίκευση τη Δημόσια Διοίκηση από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης.  Πράγματι, η Συμβουλευτική Επιτροπή στη σχετική τελική της έκθεση και έχοντας αξιολογήσει την αιτήτρια ως «πάρα πολύ καλή», κατά την προφορική εξέταση της, διατύπωσε τη θέση ότι αυτή δεν έχει επιπρόσθετα προσόντα και, επομένως, η τελική της αξιολόγηση παραμένει η ίδια με την προφορική της.  Αυτή η πλάνη της Συμβουλευτικής Επιτροπής επηρέασε κατ΄ ισχυρισμόν και την απόφαση της Ε.Δ.Υ., με αποτέλεσμα να μην μπορεί κανείς να γνωρίζει ποια θα ήταν η τελική εκτίμηση της Ε.Δ.Υ. και συνακόλουθα η τελική απόφαση της.  Η πλάνη αυτή της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι, κατά την αιτήτρια, και ουσιώδης, ιδιαιτέρως εφόσον συγκριτικά η Συμβουλευτική Επιτροπή σε ό,τι αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Μουτήρη ψήλωσε την αξιολόγηση της του «σχεδόν εξαίρετος» ως εκ της προφορικής εξέτασης, σε «εξαίρετη» αξιολόγηση, λαμβάνοντας υπόψη το επιπρόσθετο του προσόν στην Καρδιολογία και τη διδακτορική του διατριβή. 

 

Το πιο πάνω επιχείρημα της αιτήτριας θα ήταν ορθό εάν πράγματι η Ε.Δ.Υ. είχε πλανηθεί ως εκ της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής παρασυρόμενη και η ίδια στη διαιώνιση του λάθους ώστε να μην λάβει υπόψη το επιπρόσθετο προσόν της αιτήτριας από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης.  Δεν είναι όμως αυτά τα δεδομένα στην υπό κρίση περίπτωση.  Η Ε.Δ.Υ. στην απόφαση της όχι μόνο εξέτασε την υποψηφιότητα της αιτήτριας, η οποία δεν είχε καν προταθεί για προαγωγή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή,  αλλά και αναφέρθηκε ρητά κατά την επιλογή της στα όλα δεδομένα των υποψηφίων, περιλαμβανομένης και ρητής μνείας του γεγονότος ότι η αιτήτρια κατέχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διεύθυνση, προσόν το οποίο έλαβε υπόψη κατά τον τρόπο που θα αναφερθεί στη συνέχεια.  Επομένως, η Ε.Δ.Υ. όχι μόνο δεν πλανήθηκε από τη λανθασμένη παράλειψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά κάλεσε ενώπιον της την αιτήτρια, ωφελώντας την έτσι με το να την καταστήσει συνυποψήφια, παρά την κατά πολύ χαμηλότερη βαθμολογία που είχε έναντι των δύο ενδιαφερομένων μερών, οι οποίοι είχαν κριθεί ως «εξαίρετοι».  Δεν υπήρξε, επομένως, καμιά πλάνη και μάλιστα ουσιώδης από την Ε.Δ.Υ., η οποία είναι και το αποφασιστικό όργανο, σε αντίθεση με τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία συμβουλεύει μόνο και την οποία συμβουλή εν πάση πετριπτώσει η Ε.Δ.Υ., εδώ, δεν ακολούθησε.  Η απόφαση που αναφέρει η αιτήτρια στην αγόρευση της, Νιόβη Παπαϊωάννου κ.ά. (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, δεν είναι σχετικά εφόσον το λάθος που είχε διαπιστωθεί ως προς τη βαθμολογία της εκεί εφεσείουσας αφορούσε στοιχείο λανθασμένου δεδομένου πάνω στο οποίο η ίδια η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας είχε αποφασίσει. 

 

Πέραν των ανωτέρω, δεν διαπιστώνεται καμία αναιτιολόγητη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως εκ της αναφοράς ότι οι υποψήφιοι απάντησαν  σε «πολλές» ή «τις περισσότερες» ερωτήσεις που αντίστοιχα τέθηκαν, γενικότητα που κατά την αιτήτρια υποστηρίζει τη θέση της ότι είναι αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος.  Δεν είναι όμως αναγκαίο να καταγράφονται οι ερωτοαπαντήσεις κατά την προφορική εξέταση και αρκεί, κατά τη νομολογία, να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της αξιολόγησης και της φραστικής διατύπωσης των όσων η Συμβουλευτική Επιτροπή απεκόμισε ως γενική εντύπωση από τον κάθε υποψήφιο.  Ανάγνωση του σχετικού πρακτικού της Συμβουλευτικής Επιτροπής δείχνει επάρκεια του λόγου απόδοσης της αξιολόγησης «πάρα πολύ καλή», για την αιτήτρια και του «σχεδόν εξαίρετος» για το ενδιαφερόμενο μέρος Μουτήρη, εναντίον του οποίου ιδιαιτέρως στρέφει τα βέλη της η αιτήτρια. 

 

Ούτε είναι ορθή η θέση ότι η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε να καθορίσει τη βαρύτητα που προσέδωσε στο πρόσθετο προσόν της αιτήτριας και στη διαπίστωση της γενικής υπεροχής των επιλεγέντων, κατ΄ αντίθεση κατ΄ ισχυρισμόν προς τα στοιχεία των φακέλων.  Η αιτήτρια εδώ παραπονείται ως προς τη λεκτική και μόνο αποτύπωση της πρόσδοσης βαρύτητας στο πρόσθετο προσόν χωρίς να έχει ταυτόχρονα καθοριστεί και ο επακριβής τρόπος και βαθμός αυτής της βαρύτητας.  Η απλή αναφορά στο ότι το πρόσθετο προσόν συνεκτιμήθηκε δεν αφήνει περιθώριο, κατά την αιτήτρια, να αντιληφθεί το Δικαστήριο το βαθμό στον οποίο το προσόν επέδρασε πράγματι στην κρίση της Ε.Δ.Υ. 

Στην απόφαση της Ολομέλειας Παναγή ν. Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, λέχθηκε ότι οι λέξεις «δέουσα βαρύτητα» ή «ανάλογη βαρύτητα» που συχνά χρησιμοποιούνται από το διοικητικό όργανο αποδίδουν την εκτίμηση του οργάνου σε ό,τι αφορά τη σημασία πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος.  Τέτοια φράση είχε χρησιμοποιηθεί και στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, όπου κρίθηκε ως εύλογη αποτίμηση της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. που δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της λογικής αποτίμησης προσόντων, (δέστε Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186).  Εδώ, η Ε.Δ.Υ. δεν χρησιμοποίησε τις πιο πάνω φράσεις, αλλά ρητώς ανέφερε ότι «δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη», το πρόσθετο αυτό προσόν της αιτήτριας, το οποίο και «συνεκτίμησε ….. με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης.».  Η διατύπωση αυτή είναι εύλογη και ικανοποιητική και αποδίδει τη νοητική διεργασία των μελών της Ε.Δ.Υ., κατά τη συγκριτική άσκηση κρίσης των υποψηφίων. 

 

Η παραπομπή στην απόφαση Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, δεν βοηθά την αιτήτρια διότι τα δεδομένα εκεί ήταν πολύ διαφορετικά με βασικό στοιχείο της απόφασης να ήταν ότι υπεροχή στην προφορική εξέταση από μόνη της, δεν μπορεί να είναι αποφασιστικό στοιχείο κρίσης σε ανώτερες θέσεις σε παραγνώριση των υπολοίπων στοιχείων της αρχαιότητας, των προσόντων και της σύστασης του προϊσταμένου.  Ακριβώς στην παρούσα περίπτωση τα δεδομένα είναι διαφορετικά εφόσον και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη είχαν υπέρ τους τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τη σύσταση της Διευθύντριας, ήταν κατά πολύ αρχαιότερα της αιτήτριας, ενώ κρίθηκαν σε ανώτερο επίπεδο αξιολόγησης κατά την προφορική εξέταση τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο, ιδιαιτέρως, και από την ίδια την Ε.Δ.Υ.

 

Με όλα τα πιο πάνω στοιχεία υπέρ των δύο ενδιαφερομένων μερών, το μόνο που διέθετε υπέρ της η αιτήτρια ήταν το πρόσθετο πτυχίο, το οποίο συνεκτιμήθηκε δεόντως από την Ε.Δ.Υ.  Παρατηρήθηκε ορθά ότι το πρόσθετο αυτό προσόν δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, αλλά εκτιμήθηκε από την Ε.Δ.Υ., μέσα στα δικαιώματα της να κρίνει γενικώς τα προσόντα των υποψηφίων, ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, κρίση εύλογη υπό το φως του δεδομένου ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας του Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος εμπεριέχει στα καθήκοντα και ευθύνες και διοικητικής φύσεως λειτουργία εφόσον δύναται να αντικαθιστά το Διευθυντή ή και να εκτελεί καθήκοντα Διευθυντή με ό,τι αυτό συνεπάγεται.  Έπεται ότι η εισήγηση της αιτήτριας περί ανεπαρκούς στάθμισης και συνεκτίμησης των όλων στοιχείων δεν είναι ορθή.  Η Ε.Δ.Υ. μέσα στα πλαίσια που έχει καθορίσει η νομολογία, (δέστε Πούρος ν. Χατζηστεφάνου – ανωτέρω – Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, Έλλη Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377 και Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω –), έλαβε υπόψη το πρόσθετο μη προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν της αιτήτριας κινούμενη ορθά μεταξύ των δύο επιτρεπτών ορίων, μη αποδίδοντας αφενός σ΄ αυτό υπερβολική βαρύτητα κατατείνουσα σε έκδηλη υπεροχή, αλλά ούτε αφετέρου και της εντελώς οριακής αξιολόγησης του, μη αποδίδοντας στην ουσία οποιαδήποτε σημασία, ως να μην ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. 

 

Ούτε είναι ορθή η θέση της αιτήτριας ότι η Ε.Δ.Υ. αναιτιολόγητα και με έλλειψη δέουσας έρευνας αποφάσισε το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών.  Όντως η απόδοση στην προφορική εξέταση υπήρξε οριακή με βάση τη νομολογία ότι διαφορά μεταξύ του «εξαίρετος» και «σχεδόν εξαίρετος», είναι μικρή, (Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω –, Χαράλαμπος Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, Δημοκρατία ν. Λάζαρου Σαββίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 69 και Άντη- Σχίζα Κωνσταντινίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1617/2009 και 1647/2009, ημερ. 31.10.2011).  Όμως η Ε.Δ.Υ. δεν απέδωσε στην προφορική αξιολόγηση από τη συνέντευξη τέτοια σημασία που ήταν έξω από τα νομολογιακά όρια.  Αντίθετα, έχοντας και αυτή την έστω οριακή διαφορά υπέρ των ενδιαφερομένων μερών, η οποία θα ήταν λάθος η εξουδετέρωση της σημασίας της, συνεκτίμησε και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, με αρκετή μάλιστα αναλυτική διάθεση.  Στάθμισε την αρχαιότητα, ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια η σημασία του οποίου δεν πρέπει ποτέ να υποβαθμίζεται, ιδιαιτέρως εδώ όπου η υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών ήταν τέσσερα σχεδόν χρόνια για τον Μουτήρη και τριάμιση για τον Φραντζέσκο, (τέσσερα χρόνια στη Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731 κρίθηκε, για παράδειγμα, ουσιαστική διαφορά στη αρχαιότητα, ενώ ακόμη και     11 μήνες αρχαιότητα προσμέτρησε στην όλη εικόνα των συνυποψηφίων στην Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω –),  αρχαιότητα η οποία φέρει μαζί της και ανάλογη υπέρτερη πείρα, (Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω – και Μουρτζής ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605), και τη σύσταση της Διευθύντριας.  Η αξιολόγηση της αξίας των τελευταίων πέντε ετών ήταν η ίδια, οπότε μόνο στον τομέα των προσόντων η αιτήτρια υπερείχε έναντι του Φραντζέσκου μόνο, αλλά όχι και έναντι του Μουτήρη, ο οποίος εν πάση περιπτώσει υπερείχε σε πρόσθετα προσόντα, έχοντας διδακτορικό τίτλο στην Ιατρική.

 

         Η Ε.Δ.Υ., ευλόγως, υπό το φως των ανωτέρω, έκαμε λόγο για «γενική υπεροχή των επιλεγέντων», φράση που η αιτήτρια απομονώνει από το σύνολο της απόφασης και του σκεπτικού της Ε.Δ.Υ. που την οδήγησε στην επιλογή των ενδιαφερομένων μερών.  Η υπεροχή ήταν εμφανής από τα όλα στοιχεία των φακέλων και η αιτήτρια δεν επεξηγεί με ακρίβεια τη θέση της ως προς το λόγο που θεωρεί την απόφαση ως ερχόμενη σε αντίθεση με τα στοιχεία και δεδομένα των φακέλων.  Το πρόσθετο προσόν της αιτήτριας, λήφθηκε υπόψη με επάρκεια κατά τον τρόπο που ήδη εξηγήθηκε ανωτέρω, μη παραλείποντας να αναφερθεί στο πρόσθετο, αλλά μη απαιτούμενο προσόν της.  Για τον Φραντζέσκο, η Ε.Δ.Υ. έκαμε ειδική αναφορά, όπως και για το Μουτήρη, στην εξαίρετη απόδοση του στην Επιτροπή, όσο και ενώπιον της, στην υπέρ του σύσταση της Διευθύντριας, που αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο κρίσης που μόνο με πειστική και καλή αιτιολογία η Ε.Δ.Υ. θα μπορούσε να παρακάμψει (Χατζηχριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 362), και στη σαφή αρχαιότητα του, μνημονεύοντας μάλιστα ότι αυτός υστερούσε σε αρχαιότητα έναντι άλλου συνυποψηφίου του.  Επομένως, η Ε.Δ.Υ. αντίκρυσε, ως όφειλε, σφαιρικά το όλο θέμα, αλλά και συγκριτικά.  Δεν χρειαζόταν κάθε φορά να προβαίνει σε ιδιαίτερο συσχετισμό του κάθε ενδιαφερόμενου μέρους με την αιτήτρια.

 

         Περαιτέρω, δεν έχει δίκαιο η αιτήτρια ούτε στην άλλη θέση της ότι η Ε.Δ.Υ. όφειλε να σταθμίσει αρνητικά παρατηρηθέν πρόβλημα με τη συμπεριφορά του Μουτήρη ώστε ουσιαστικά να εξουδετερώσει τις καθόλα εξαίρετες αξιολογήσεις του σ΄ όλα τα έτη που λήφθηκαν υπόψη.  Η βαθμολογημένη εικόνα των δημοσίων υπαλλήλων είναι εκείνη που απορρέει από τους διοικητικούς φακέλους, οι οποίοι αποτελούν τον μοναδικό αντικειμενικό οδηγό για την Ε.Δ.Υ.  Εκτός του ότι η επιστολή που περιέχει αρνητική κρίση επί των διαπροσωπικών σχέσεων του Μουτήρη ανάγεται στο απώτερο παρελθόν, (το 2001, ενώ η επίδικη πράξη λήφθηκε το 2009), θα συνιστούσε ανεπίτρεπτο λάθος για την Ε.Δ.Υ., αν ανέτρεχε σ΄ αυτό το απώτερο παρελθόν για να διαπιστώσει πρόβλημα με τον Μουτήρη, ανατρέποντας έτσι την εικόνα που το ενδιαφερόμενο αυτό μέρος ανέδυε μέσα από τους διοικητικούς φακέλους κατά τα τελευταία πέντε έτη, που είχε, ορθά, λάβει υπόψη η Ε.Δ.Υ. Διαφορετική αντιμετώπιση θα έδειχνε, ενδεχομένως, προσπάθεια θυματοποίησης του Μουτήρη, έξω από την εικόνα των φακέλων κατά ανεπίτρεπτο τρόπο.

 

         Τέλος, στη βάση διαχρονικής νομολογίας το διορίζον διοικητικό όργανο οφείλει να συνυπολογίζει όλα τα κριτήρια στο σύνολο τους, ώστε να ανευρεθεί ο καταλληλότερος υποψήφιος προς το καλώς νοούμενο συμφέρον του δημοσίου, (Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω – Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 97 και  Γιωργούδης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116).

 

         Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται στη βάση του             Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

                                                   Στ. Ναθαναήλ,

                                                             Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο