ΓΛΑΥΚΟΣ ΚΑΡΙΟΛΟΥ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ κ.α., Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1308/2010 και 1571/2010, 28/6/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1308/2010 και 1571/2010)

 

28 Ιουνίου, 2013

 

[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 1308/2010)

ΓΛΑΥΚΟΣ ΚΑΡΙΟΛΟΥ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

1. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

2.  ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

 

_______________

 

(Υπόθεση Αρ. 1571/2010)

ΜΑΡΙΟΣ ΠΕΥΚΑΡΟΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

1. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

2.  ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

 

_______________

 

 

Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή στην 1308/10.

Γ. Σεραφείμ, για τον Αιτητή στην 1571/10.

Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρίστο Μ. Τριανταφυλλίδη, για τους Καθ΄ ων η αίτηση 1.

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση 2.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με τις παρούσες προσφυγές οι αιτητές ζητούν απόφαση του Δικαστηρίου, για ακύρωση της συνεχιζόμενης παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας των καθ΄ ων η αίτηση να προβούν σε επανεξέταση της διαδικασίας διορισμού, για τη θέση Γενικού Διευθυντή στον Κυπριακό Οργανικό Τουρισμού (στο εξής «ο Κ.Ο.Τ.»),  σε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις υπ΄ αρ. 593/2007 και 613/2007, Μάριος Πεύκαρος και Γλαύκος Καριόλου ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού κ.α., ημερ. 10.5.2010.

 

Στις  10.5.2010 το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του αποδέχθηκε τις συνεκδικαζόμενες προσφυγές 593/2007 και 613/2007 των αιτητών, με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός της Φοίβης Κατσούρη στη θέση του Διευθυντή Τουρισμού των καθ΄ ων η αίτηση 1.

 

Το άρθρο 3(8) του 1990 (Ν.115/90) του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών), στο εξής «ο Νόμος», προνοεί, σε περίπτωση ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο της απόφασης για διορισμό οποιουδήποτε προσώπου στη θέση Γενικού Διευθυντή, η υπογραφείσα σύμβαση μεταξύ αυτού και του οικείου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, να τερματίζεται από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Το διοικητικό συμβούλιο των καθ΄ ων  η αίτηση αρ. 1, στη συνεδρία του ημερ. 10.5.2010 αποφάσισε να αποστείλει άμεσα επιστολή στην κα Κατσούρη προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αναζήτησε νομική συμβουλή για τον περαιτέρω χειρισμό του θέματος.

 

Στη συνεδρία του ημερ. 12.5.2010, το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε όπως διορίσει τον κ. Λεύκο Φυλακτίδη στη θέση Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή μέχρι το διορισμό του νέου Γενικού Διευθυντή.  Την απόφαση αυτή ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο στις 12.5.2010.

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση 2, με την ένστασή τους προβάλλουν ότι οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να στραφούν εναντίον τους, αφού η εμπλοκή τους γενικότερα και ειδικότερα στη διαδικασία διορισμού συνίσταται στην έγκριση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση 1.  Για να στηρίξουν τη θέση τους επικαλούνται νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και μεταξύ άλλων την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αλίκη Γεωργίου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακος κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 475, όπου κρίθηκε ότι:

 

«Το ίδιο θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Κονναρής ν. Επιτροπής Δημόσιας Υγείας Πολυστύπου και της Δημοκρατίας μέσω του Υπουργικού Συμβουλίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 563, στην οποία έγινε ανάλυση της σχετικής νομολογίας, όπως επίσης και στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Νορβάν Χανιάν ανηλίκου διά της μητρός αυτού Φλώρας Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690, όπου ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Πικής τόνισε ότι,

 

"Σύμφωνα με την ισχύουσα αρχή, η οποία προκύπτει από τη νομολογία, η έγκριση του Υπουργού αποτελεί συμπληρωματική πράξη, χωρίς να μετατοπίζει την αποφασιστική αρμοδιότητα στον Υπουργό. Είναι γεγονός, και αυτό αποτελεί τη διαπίστωσή μας, ότι η έγκριση του Υπουργού δε θα μπορούσε να αποτελέσει, αφ' εαυτής, αντικείμενο αναθεώρησης."

 

Με βάση τα πιο πάνω, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί στη σχετική διαδικασία ως διάδικος, κρίνεται ως ορθό.».

 

Η προδικαστική ένσταση ευσταθεί:  με βάση την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο ρόλος του Υπουργικού Συμβουλίου περιορίζεται απλώς στην έγκριση της απόφασης.  Tην αποφασιστική αρμοδιότητα έχει το εκάστοτε νομικό πρόσωπο και εδώ οι καθ΄ ων η αίτηση 1.  Ως εκ τούτου, οι παρούσες προσφυγές θα πρέπει να απορριφθούν σε σχέση με τους καθ΄ ων η αίτηση 2, εφ΄ όσον η έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν θα μπορούσε αφ΄εαυτής να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης.

 

Επί της ουσίας οι αιτητές στρέφονται εναντίον της παράλειψης των καθ΄ ων η αίτηση να προχωρήσουν στην επανεξέταση και την πλήρωση της επίδικης θέσης.

 

Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146.5 του Συντάγματος:

 

«Η κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις δεσμεύει παν δικαστήριον, όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία, και τα περί ων πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην.».

 

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 243, αναφέρεται:

 

«Παράλειψις οφειλομένης νομίμου ενεργείας προσβλητή επί ακυρώσει δι΄ αιτήσεως προς το Συμβούλιον Επικρατείας δύναται να υπάρξη μόνον οσάκις διά σαφούς διατάξεως η Διοίκησις υποχρεούται εις συγκεκριμένην ενέργειαν προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως. Της ενεργείας μη επιβαλλομένης ρητώς υπό του νόμου και συνεπώς μη ούσης υποχρεωτικής διά την Διοίκησιν,  η παράλειψις της Διοικήσεως ίνα ενεργήση, και η εκ της παραλείψεως τεκμαιρομένη άρνησις δεν συνιστούν εκτελεστάς πράξεις, άλλως τεκμαίρεται, ότι η ενέργεια ανήκει εις την διακριτικήν ευχέρειαν της διοικήσεως, εντός της σφαίρας της οποίας δεν είναι νοητή παράλειψις οφειλόμενης ενεργείας».

 

Την παράλειψη αυτή προσβάλλουν οι αιτητές, προβάλλοντας ότι παραβιάζει το ΄Αρθρο 146.5 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι η διοίκηση οφείλει να συμμορφώνεται με την όποια ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση 1, μέσα από τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, ενώ ουσιαστικά αποδέχονται την επίδικη παράλειψη, προβάλλουν ότι δεν υπήρξε από μέρους τους παρανομία και ότι η παράλειψή τους «είναι εντός ευλόγου χρόνου», εφ΄όσον δικαιολογημένα αναμένουν την έκβαση της αναθεωρητικής έφεσης, εναντίον της επίδικης ακυρωτικής απόφασης, η οποία ακόμη εκκρεμεί, πριν ενεργήσουν για πλήρωση της θέσης.

 

Με βάση το Νόμο, το Σύνταγμα και τις αρχές του διοικητικού δικαίου και ειδικότερα της αρχής της χρηστής διοίκησης, η τελευταία οφείλει να συμμορφώνεται άμεσα με τις ακυρωτικές αποφάσεις (Πελαγία Εγγλεζάκη κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697). Το ότι εκκρεμεί αναθεωρητική έφεση εναντίον της ακυρωτικής απόφασης, κρίνω ότι δεν αιτιολογεί τη στάση των καθ΄ ων η αίτηση 1 να μην προχωρήσουν στην επανεξέταση της πλήρωσης της επίδικης θέσης, αφήνοντας να διαρρεύσει άπρακτο τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να προχωρήσουν σε πλήρωση της θέσης και σε επίλυση της επίδικης διοικητικής διαφοράς (Μελέτης Παπαχριστοφόρου ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού κ.α. (1998) 4Α.Α.Δ., 347).   Η υποχρέωση της διοίκησης να ενεργήσει προς αυτή την κατεύθυνση, πηγάζει απ΄ ευθείας από την άμεση εκτελεστότητα των ακυρωτικών αποφάσεων και την εμβέλεια της αναθεωρητικής έφεσης.  Η άσκηση έφεσης  δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

 

Πρωτόδικη απόφαση θεωρείται τελική, και διατηρεί τον τελικό της χαρακτήρα, έστω κι΄ αν έχει καταχωριστεί έφεση, εκτός κι΄ αν ανατραπεί, οπότε το αποτρεπτικό αποτέλεσμα επενεργεί αναδρομικώς (Kyproxil Designs Ltd v. Panos Englezos & Co. Ltd. (1988) 1 C.L.R. 546).  Όπως το έθεσε ο Πικής, Δ. (υπό την τότε ιδιότητά του):

 

«In our judgment the statement in Stephanidou (supra) quoted above, was not only obiter but with respect also wrong.  The principle permeating every aspect of our judicial system is that first instance judgments are final; an attribute they retain unless reversed on appeal.  Even in that situation, the reversal operates retrospectively.  The appellate process is not an extension of the trial or a continuation of it.  It is a forum for the review of the soundness of the adjudication and the judgment, in no way designed to diminish the finality of first instance judgments.».

 

Η πρωτόδικη απόφαση λοιπόν στις σχετικές προσφυγές, παρά το ότι εφεσιβλήθηκε, κρίνεται ως τελική: Οι καθ΄ ων η αίτηση 1 όφειλαν να συμμορφωθούν πλήρως με το αποτέλεσμά της, και όχι μερικώς, όπως επέλεξαν, με επαναφορά του ενδιαφερόμενου μέρους στην προτεραία του θέση.

 

Κρίνω ότι ο αναπληρωματικός διορισμός στον οποίο προχώρησαν οι καθ΄ων η αίτηση 1, καθώς και τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα, απολήγουν στο μοναδικό λογικό συμπέρασμα: της αναγκαιότητας πλήρωσης της θέσης.

 

Η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση 1 να αναμένουν την έκβαση της έφεσης και η παράλειψή τους να προχωρήσουν εντός εύλογου χρόνου σε επανεξέταση της διαδικασίας, αντίκειται στο πνεύμα του ΄Αρθρου 146.5 του Συντάγματος και της τελεσιδικίας.

 

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν.  Η παράλειψη κηρύσσεται άκυρη.  Παν το παραληφθέν έδει να είχεν εκτελεσθεί (΄Αρθρο 146.4(γ)).  Επιδικάζονται €1.800 έξοδα  πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των αιτητών, εν όψει της συνεκδίκασής τους.

 

 

 

Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο