ΕΥΑ ΤΣΙΑΤΤΑΛΑ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1037/2011, 9/7/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1037/2011)

 

9 Ιουλίου  2013

 

 [ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΥΑ ΤΣΙΑΤΤΑΛΑ,

Αιτήτρια

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ

 ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------------

Π. Σιακαλλής για  Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδη ΔΕΠΕ,

για την Αιτήτρια.

Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Το Γραφείο Κοινωνικών Υπηρεσιών Στροβόλου απέρριψε με επιστολή του ημερ. 29.6.2011, την αίτηση της αιτήτριας ημερ. 5.10.2010 για παροχή δημοσίου βοηθήματος, για το λόγο ότι η αιτήτρια δεν είχε προσκομίσει τα απαραίτητα στοιχεία και αποδείξεις για τον τρόπο που είχε διαθέσει το ποσό των €205.302 που είχε λάβει από την πώληση κατοικίας της στο Στρόβολο το 1996.  Περαιτέρω, επειδή δεν είχε προσκομίσει στους καθ΄ ων τα απαραίτητα στοιχεία και αποδείξεις για τη διάθεση ποσού €20.000 που είχε εισπράξει από την εξαργύρωση ασφαλιστηρίου συμβολαίου με τη Universal Life το 2008.  Και, τέλος, ότι στη βάση δήλωσης της αιτήτριας, αυτή δεν αποδεχόταν αξιοποίηση της μεγάλης οικίας στην οποία διαμένει εκ 450 τ.μ., σύμφωνα με το άρθρο 3(10)(ζ) του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου αρ. 95(Ι)/2006, (εφεξής «ο Νόμος»). 

 

         Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η πιο πάνω προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω μη επαρκούς/δέουσας έρευνας από τους καθ΄ ων, καθώς και πλάνης περί το Νόμο και τα πράγματα.  Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι εκ του ποσού των €205.302 (£120.000), που είχε λάβει στις 17.10.1996 για την πώληση οικίας της στο Ίδρυμα «Έλικας» στο Στρόβολο, εξοφλήθηκε υποθήκη ύψους £30.000 στη ΣΠΕ Καϊμακλίου που μαζί με τους τόκους ανερχόταν στις £55.841,30.  Το υπόλοιπο ποσό των £65.000, δαπανήθηκε για αγορά οχήματος αξίας £9.100, £4.500 για ανακαίνιση της κατοικίας μετά την αποχώρηση του ενοικιαστή, £2.000 για εγχείρηση καταρράκτη στους οφθαλμούς της μητέρας της, £3.975 για εγχείρηση δεξιού ισχύος και διάφορα άλλα έξοδα για ταξίδια της θυγατέρας της στο εξωτερικό για εξασφάλιση εργασίας, καθώς και έξοδα διαβίωσης της ιδίας και της υπερήλικης και ασθενούς μητέρας της.  Δεδομένης της παρόδου του χρόνου, δηλαδή, 15 έτη από την πώληση της κατοικίας, μέχρι την απόρριψη της αίτησης της για δημόσιο βοήθημα, δεν μπορεί να θεωρείται υπερβολικό το ότι ξόδεψε το εναπομείναν ποσό από την πώληση της κατοικίας για τη δική της επιβίωση εφόσον δεν εργαζόταν έχοντας υπόψη και τα μεγάλα έξοδα συντήρησης της μητέρας της και την οικονομική βοήθεια που έδωσε προς τη θυγατέρα της.  Από την άλλη, θα ήταν εξωπραγματικό να αναμενόταν να εξασφαλιζόταν και να φυλαγόταν κάθε απόδειξη και κάθε έξοδο, ιδιαιτέρως για τις καθημερινές ανάγκες. 

 

         Όσον αφορά το ποσό που έλαβε από την εξαργύρωση του ασφαλιστικού συμβολαίου το 2010, αυτό απεκαλύφθη αυτόβουλα από την αιτήτρια, γεγονός που καταρρίπτει τον ισχυρισμό των καθ΄ ων για απόκρυψη των περιουσιακών της στοιχείων, ενώ ο ισχυρισμός ότι δεν προσκομίστηκαν στοιχεία ή αποδείξεις για τη διάθεση του εν λόγω ποσού είναι ανεδαφικός, εφόσον απλή έρευνα και μελέτη του διοικητικού φακέλου θα αποδείκνυε ότι υπάρχουν στο διοικητικό φάκελο οι αποδείξεις ή θα έπρεπε να υπάρχουν σ΄ αυτό, εφόσον παρελήφθησαν από την αρμόδια λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας, Κατερίνα Τουλούρα στις 5.10.2010, η οποία έθεσε και τη μονογραφή της στο δεξιό μέρος της κάθε απόδειξης. 

 

         Αναφορικά με την αξιοποίηση ή χρησιμοποίηση της οικίας που διαμένει, η αιτήτρια θεωρεί ότι η διατύπωση του σχετικού άρθρου είναι τόσο αόριστη που το καθιστά ανεφάρμοστο.  Διερωτάται πώς θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ή να αξιοποιηθεί η κατοικία της ώστε να βελτιώνονταν οι οικονομικοί της πόροι: με πώληση, ενοικίαση, αντιπαροχή ή κάποιο άλλο τρόπο;  Αυτό, υπό το φως του γεγονότος ότι η εν λόγω οικία αποτελεί τη στέγη της αιτήτριας που προστατεύεται από το Άρθρο 16 του Συντάγματος.  Εν πάση περιπτώσει, η αιτήτρια απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι δήλωσε ότι δεν αποδέχεται να αξιοποιήσει την κατοικία με δεδομένο ότι ανέθεσε στο Εκτιμητικό Κτηματομεσιτικό Γραφείο Δανός και Συνεργάτες, τη δυνατότητα πώλησης ή ενοικίασης, χωρίς όμως αποτέλεσμα.  Παράλληλα και η ίδια προσπάθησε να το πωλήσει ή να το ενοικιάσει με δημοσίευση στη κτηματική εφημερίδα «Χρυσές Ευκαιρίες», ενώ ανήρτησε και πανό  στην οικία της με ένδειξη ότι ενοικιάζεται ή πωλείται.

 

         Υπό το φως των πιο πάνω, η αιτήτρια υποστηρίζει ότι υπάρχει έλλειψη δέουσας έρευνας από τους καθ΄ ων, αλλά και πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα εφόσον ο Νόμος δίδει τη δυνατότητα παροχής δημοσίου βοηθήματος αν τη δεδομένη στιγμή της αίτησης  οι οικονομικοί πόροι του αιτητή δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών αναγκών του.  Οι καθ΄ ων δεν ασχολήθηκαν ούτε ερεύνησαν αν κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής της αίτησης ή λήψης της προσβαλλόμενης πράξης, η αιτήτρια διέθετε επαρκείς οικονομικούς πόρους για αξιοπρεπή διαβίωση, αλλά μόνο πώς η αιτήτρια είχε διαθέσει χρήματα που έλαβε τα προηγούμενα χρόνια. 

 

         Η αντίθετη θέση των καθ΄ ων είναι ότι όχι μόνο υπήρξε δέουσα έρευνα, αλλά στην προσπάθεια τους να εξετάσουν σφαιρικά και επαρκώς την περίπτωση της αιτήτριας, η προϊσταμένη του Τοπικού Γραφείου Στροβόλου και ο λειτουργός που ασχολείται με την περίπτωση επισκέφθηκαν την κατοικία της αιτήτριας για να αξιολογήσουν τα όλα δεδομένα.  Διαπιστώθηκε ότι από το ποσό που εισέπραξε από την πώληση της κατοικίας το 1996, η αιτήτρια ισχυρίστηκε στην αναφορά της ότι έδωσε ποσό €93.793 στον αδελφό της για κάλυψη χρεών του, αλλά όταν μετά το θάνατο του το 2006, το ξενοδοχείο του αδελφού της πωλήθηκε, σύμφωνα με τους δικούς της ισχυρισμούς, πέραν του €1.000.000, η αιτήτρια δεν διεκδίκησε το ποσό του δανείου της από το διαχειριστή της κληρονομιάς και δεν αποδέχθηκε ούτε συνεργασία με τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή τον ανιψιό της Γιώργο Τσιαττάλα, διαχειριστή της περιουσίας του αδελφού της. 

         Περαιτέρω, το ποσό των €20.000 που εισέπραξε από τη  ασφάλεια ζωής το 2008, το ξόδεψε για χρέη της, όπως είπε, χωρίς όμως να παρουσιάσει αποδείξεις.   Πρόσθετα, η αιτήτρια είναι κληρονόμος μεριδίου αξίας €40.000 από τον πατέρα της, αρνούμενη όμως να δεχθεί εφαρμογή του άρθρου 3(15) του Νόμου για επιβολή απαγόρευσης στο κληρονομικό της μερίδιο, αναφέροντας ότι δεν γνώριζε κατά πόσο θα υπήρχε πρόβλημα με τους κληρονόμους, μια εκ των οποίων όμως είναι η μητέρα της.  Τέλος, το άρθρο 3(10)(ζ) του Νόμου προνοεί ότι δεν παρέχεται δημόσιο βοήθημα αν η οικία στην οποία ο αιτητής δημοσίου βοηθήματος διαμένει είναι τέτοιας αξίας ώστε με τη χρησιμοποίηση ή αξιοποίηση της «στο μέτρο που αυτό είναι δυνατό», οι οικονομικοί του πόροι θα βελτιώνονταν ή ο αιτητής θα καθίστατο αυτοσυντήρητος.

 

         Δέουσα έρευνα, όπως είναι παγίως νομολογημένο, υπάρχει όταν λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).  Η επάρκεια της έρευνας συναρτάται προς την επέκταση της στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος και ανάλογα με την περίπτωση, η έρευνα μπορεί να διαφέρει.  Δεν υπάρχουν στερεότυπες μορφές έρευνας υπό την προϋπόθεση ότι το Δικαστήριο ικανοποιείται ως προς την επάρκεια ή την πληρότητα της.  Επισκέψεις κατ΄ οίκον από τους αρμοδίους λειτουργούς στις περιπτώσεις όπου η αίτηση αφορά την παροχή δημοσίου βοηθήματος, εμπίπτουν στα πλαίσια της δέουσας ή επάρκειας της έρευνας, (Βαλέριος Λευτέρη διά του γονέα και φυσικού κηδεμόνα του Ιωάννη Λευτέρη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 30/2011, ημερ. 30.11.2012).

 

         Είναι επίσης δεδομένο ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά με τη δική του κρίση τις αποφάσεις της διοίκησης, ούτε είναι αυτός ο ρόλος του, (Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 113, Θεμιστός Θεμιστού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 879/2009, ημερ. 29.3.2011 και Ανδρέας Ιωάννου ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπόθ. αρ. 547/2011, ημερ. 24.1.2013).  Ασχολείται μόνο με τη νομιμότητα της πράξης και εξετάζει αν η απόφαση λήφθηκε στη βάση των αρχών του διοικητικού δικαίου.

 

         Εξετάζοντας τώρα με βάση τις πιο πάνω αρχές την υπό κρίση υπόθεση, παρατηρείται κατ΄ αρχάς ότι η επίδικη πράξη καθορίζει με ακρίβεια τους λόγους απόρριψης της αίτησης για δημόσιο βοήθημα. Οποιαδήποτε άλλα ζητήματα που αναφέρονται στην ένσταση και στην αγόρευση των καθ΄ ων, ως για παράδειγμα, το ότι η αιτήτρια δεν διεκδίκησε δάνειο που είχε δώσει στον αδελφό της από το κληρονομικό της μερίδιο μετά το θάνατο του αδελφού της, ή, ότι είναι κληρονόμος μεριδίου €40.000 από τον πατέρα της αρνούμενη να αποδεχθεί εφαρμογή του άρθρου 3(15) του Νόμου αρ. 95(Ι)/2006, δεν υποστηρίζουν, ούτε και αποτελούν τους λόγους απόρριψης της αίτησης για δημόσιο βοήθημα.  Παρατηρείται συναφώς ότι αυτοί οι λόγοι αναφέρονται στα προσχέδια ημερ. 19.5.2011 και 2.5.2011 που είχαν γίνει προς απόρριψη της αίτησης της, (κυανά 48-47 και 45 του διοικητικού φακέλου Τεκμ. «Α»), και τα οποία δεν υιοθετήθηκαν εν τέλει στην ολότητα τους.

 

         Μέρος λοιπόν του πρώτου λόγου απόρριψης αφορά την μη προσκόμιση στους καθ΄ ων των απαραίτητων στοιχείων και αποδείξεων ως προς τη διάθεση του ποσού των €20.000 που η αιτήτρια εισέπραξε το 2008 από εξαργύρωση ασφαλιστικού συμβολαίου.  Όμως, αυτή η θέση των καθ΄ ων δεν φαίνεται, ούτε παρουσιάζεται να είναι ορθή.  Η αιτήτρια λέγει ότι κατά την υποβολή της αίτησης στις 5.10.2010 συνυπέβαλε αριθμό αποδείξεων ως προς τη διάθεση του εισπραχθέντος ποσού.  Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία παρουσιάζονται στην αγόρευση της αιτήτριας ως Παραρτήματα Δ.1-14 και φέρουν, ως η αιτήτρια ισχυρίζεται,  τη  μονογραφή λειτουργού της υπηρεσίας  των   καθ΄ ων, κατά την παραλαβή τους.  Πράγματι, κάθε μια από τις αποδείξεις αυτές φέρουν μονογραφή και την ημερομηνία 5.10.2010.  Η αιτήτρια λέγει ότι η μονογραφή αυτή ανήκει στην Κατερίνα Τουλούρα, αρμόδια λειτουργό.  Οι καθ΄ ων δεν απαντούν καθόλου τον ισχυρισμό αυτό στη δική τους αγόρευση.  Αναφέρουν απλώς στη σελίδα 4 της αγόρευσης, ότι η αιτήτρια εισέπραξε το 2008 ποσό από την ασφάλεια της «χωρίς όμως να παρουσιάσει αποδείξεις», θέση που έρχεται σε κάθετη αντίθεση με τα προσκομισθέντα στοιχεία κατά την αίτηση. Τα στοιχεία αυτά είναι και κατατεθειμένα στον παρουσιασθέντα κατά τις διευκρινίσεις διοικητικό φάκελο, Τεκμ. «Α», με ερυθρά Κ8-Κ1. Τα οποία βεβαίως οι καθ΄ ων όφειλαν να εξετάσουν και να αξιολογήσουν  ανάλογα, το οποίο όμως δεν έπραξαν.

 

         Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η αιτήτρια είχε προσβάλει, ανεπιτυχώς, προηγούμενη απόφαση των καθ΄ ων ημερ. 4.6.2008, με την οποία είχε διακοπεί το δημόσιο βοήθημα που προηγουμένως λάμβανε από 1.12.2006.  Το Δικαστήριο στην απόφαση του στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1343/2008 ημερ. 4.3.2010, απέρριψε τους ισχυρισμούς της αιτήτριας περί  μη δέουσας έρευνας και πλάνης της διοίκησης, δεδομένου ότι ενώ είχε δηλώσει κατά την αίτηση της ότι δεν κατείχε οποιαδήποτε κινητή ή ακίνητη περιουσία, διαμένουσα σε ενοικιαζόμενη οικία, διαπιστώθηκε μεταγενέστερα ότι κατείχε ακίνητη ιδιοκτησία, μια διπλοκατοικία, το ισόγειο της οποίας πώλησε το 1996 στον «Έλικα», ενώ χρησιμοποιούσε το ανώγειο για ιδιοκατοίκηση, το οποίο αρχικά ενοικίαζε, με την ίδια να διαμένει σε άλλο υποστατικό με μικρότερο ενοίκιο.  Τα ορθά εκ των υστέρων διαπιστωθέντα από τους καθ΄ ων γεγονότα, αποτέλεσαν τη δέουσα έρευνα στη βάση της οποίας διακόπηκε το μηνιαίο της βοήθημα, προσφέροντας προς τούτο και επαρκή αιτιολογία.

 

         Μετά την πιο πάνω απορριπτική απόφαση, η αιτήτρια υπέβαλε νέα αίτηση στις 5.10.2010, επί της οποίας λήφθηκε η προσβαλλόμενη πράξη.  Αυτή τη φορά αποκάλυψε η ίδια και τη λήψη του επακριβούς ποσού των €21.405,03 από την Universal Life στις 24.8.2010, (Παράρτημα Δ.1 στην αρχική αγόρευση της).  Μαζί, όπως ήδη λέχθηκε, υπέβαλε και διάφορες αποδείξεις που είναι όλες σε χρονική εγγύτητα με την πιο πάνω ημερομηνία της 24.8.201 και βεβαίως μεταγενέστερες αυτής, οι οποίες και δείχνουν εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον μια σχετική δαπάνη που συναρτάτο με την απόκτηση του εν  λόγω ποσού των €21.405,03 και τη δυνατότητα που έδωσε στην αιτήτρια να πληρώσει διάφορα έξοδα για τη συντήρηση της ίδιας και της οικίας της.   Στην αίτηση της για δημόσιο βοήθημα ημερ. 5.10.2010, το πρωτότυπο της οποίας βρίσκεται  στο  διοικητικό  φάκελο, η  αιτήτρια  σαφώς στην παρ. 1(β) των Περιουσιακών στοιχείων κατέγραψε ότι επισύναψε σχετικές αποδείξεις.  Το ουσιαστικό εδώ είναι ότι οι καθ΄ων δεν αναφέρθηκαν καθόλου σ΄ αυτά τα στοιχεία, ούτε τα αξιολόγησαν και δεν επαφίεται βεβαίως στο αναθεωρητικό Δικαστήριο να εκτιμήσει τα δεδομένα ή να προβεί σε πρωτογενή κρίση.  Αυτό είναι έργο της διοίκησης.

 

         Όσον αφορά τη θέση των καθ΄ ων ότι η αιτήτρια δεν αποδέχεται αξιοποίηση της μεγάλης οικίας στην οποία διαμένει σύμφωνα με το άρθρο 3(10)(ζ) του Νόμου, παρατηρείται ότι και πάλι οι καθ΄ ων  δεν παρέχουν οποιαδήποτε ουσιαστική αιτιολογία, αλλά απλώς μνημονεύουν το πιο πάνω άρθρο.  Η δήλωση της αιτήτριας, ως η προσβαλλόμενη πράξη αναφέρει, ότι δεν αποδέχεται αξιοποίηση της οικίας της, δεν στοιχειοθετείται με κάποια συγκεκριμένη αναφορά στο διοικητικό φάκελο πέρα από μια γενικευμένη θέση που ο λειτουργός Στρούθος Κώστας σε σημείωμα του ημερ. 31.1.2011 καταγράφει, ότι η αιτήτρια του δήλωσε ότι το σπίτι της χρειάζεται επισκευές και πρόθεση της ήταν να παραμείνει εκεί.  Μετέπειτα, οι λειτουργοί Αγγέλα Ιωακείμ και Γεώργιος Όμορφος στα σημειώματα τους 6.12.2010, αναφέρουν απλώς ότι η αιτήτρια θα μπορούσε να ενοικιάζει το σπίτι έναντι μεγάλου ποσού και η ίδια να κατοικεί σε μικρότερο χώρο.  Αυτά όμως εκτός του ότι αποτελούν αόριστες θέσεις, παραγνωρίζουν και το γεγονός ότι η αιτήτρια διαμένει με την ασθενή μητέρα της, αλλά και ότι στο παρελθόν είχε ενοικιάσει το σπίτι της, ενώ προσπάθησε και να το πωλήσει ή ενοικιάσει περαιτέρω.

 

 Η άλλη θέση που καταγράφηκε στο σημείωμα της Παναγιώτας Σάκκαλου της Υπηρεσίας Δημοσίων Βοηθημάτων σε Ηλικιωμένους και Ανάπηρους ημερ. 23.5.2008, (Παράρτημα Στ στην αγόρευση της αιτήτριας), αφορά πληροφορία του παρελθόντος που προϋπήρχε της απόφασης των καθ΄ ων να διακόψουν το δημόσιο βοήθημα της αιτήτριας στη βάση της οποίας ασκήθηκε η προσφυγή ημερ. 1343/08.  Η αιτήτρια όμως είχε στις 15.2.2008 καταχωρήσει αγγελία για σκοπούς πώλησης, (δέστε Παράρτημα Ε στην αρχική αγόρευση της), ενώ αυτό βεβαιώνεται και από την καταγραφή στο εν λόγω σημείωμα ότι υπήρχε κατά την επίσκεψη της λειτουργού μεγάλο πανό για την ενοικίαση ή πώληση της οικίας.  Επομένως, φαίνεται να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η κάθετη θέση των καθ΄ ων στην προσβαλλόμενη πράξη ότι  δεν αποδέχθηκε αξιοποίηση της οικίας, η οποία μπορεί να παρουσιάζεται εκ πρώτης όψεως εύλογη, αλλά όχι εύκολη ή στην πράξη πραγματοποιήσιμη.

 

         Πέραν των πιο πάνω, δεν φαίνεται οπουδήποτε ποιες ήταν οι συγκεκριμένες εισηγήσεις των καθ΄ ων προς εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 3(10)(ζ) του Νόμου, το οποίο, ας σημειωθεί, προνοεί για χρησιμοποίηση ή αξιοποίηση της οικίας όπου διαμένει ένας αιτητής, «…..στο μέτρο που αυτό είναι δυνατό ……»..  Εμπεριέχεται επομένως στο εν  λόγω εδάφιο, ζήτημα στάθμισης γεγονότων, επιλογών και δυνατοτήτων που πρέπει να τίθενται ενώπιον του αιτητή και της διοίκησης, ώστε το «μέτρο του δυνατού», να είναι ταυτόχρονα και εύλογο, δεδομένου ότι η εν λόγω αξιοποίηση ή χρησιμοποίηση αφορά το σπίτι διαμονής του αιτούντος.

 

         Προστίθεται ότι τα όσα καταγράφονται στην αγόρευση των καθ΄ ων περί άρνησης της αιτήτριας να αποδεχθεί απαγόρευση ή επιβολή απαγόρευσης σε ολόκληρη ή μέρος της περιουσίας της, της οποίας η αξιοποίηση δεν είναι εφικτή, δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη πράξη, αλλά ούτε και αφορά τα δεδομένα της αιτήτριας.

 

         Τέλος, σ΄ ότι αφορά τη θέση των καθ΄ ων ότι δεν προσκομίστηκαν στοιχεία και αποδείξεις για τη διάθεση του ποσού των €205,302, που η αιτήτρια έλαβε από την πώληση της κατοικίας της το 1996, παρατηρείται ότι η θέση αυτή είναι γενική και αόριστη και χωρίς καμιά αιτιολογία.  Σε αιτήσεις του είδους για παροχή δημοσίου βοηθήματος, η διοίκηση θα πρέπει να δίδει επαρκείς λεπτομέρειες όταν αρνείται τη βοήθεια.  Η αιτήτρια στην αγόρευση της παραθέτει στοιχεία και αποδείξεις έστω μερικώς, (ενόψει του διαρρεύσαντος χρόνου), τα οποία δεν φαίνεται και πάλι να αποτελούν το αντικείμενο ιδιαίτερου σχολιασμού και απόφασης των καθ΄ ων, επ΄ αυτών.

 

 Περαιτέρω και πλέον ουσιαστικό, είναι το γεγονός ότι τα όσα καταγράφονται στην αγόρευση των καθ΄ων,  φαίνεται πράγματι να αφορούν τα δεδομένα της προσφυγής υπ΄ αρ. 1343/08 στην οποία εξετάστηκε ζήτημα διακοπής του δημοσίου βοηθήματος προς την αιτήτρια, και όχι την παρούσα προσφυγή.  Δεν φαίνεται να εξετάστηκαν τα όποια δεδομένα της αιτήτριας υπό το φως της νέας της αίτησης και των εξηγήσεων που είχε δώσει.  Υπενθυμίζεται ότι η προηγούμενη απόφαση αφορούσε διακοπή του δημοσίου βοηθήματος διότι η αιτήτρια είχε παραπλανήσει ή μη αποκαλύψει όλα τα δεδομένα της.  Η παρούσα προσφυγή ασκήθηκε βεβαίως σε άλλο χρόνο και επί διαφορετικών δεδομένων.  Η θέση των καθ΄ ων, όπως παρουσιάζεται από τα σημειώματα των λειτουργών Αγγέλας Ιωακείμ και Γεώργιου Όμορφου ημερ. 6.12.2010, όπου αναφέρουν ότι η αιτήτρια δεν απέδειξε πού «σπατάλησε» τα χρήματα που έλαβε από την πώληση του σπιτιού της το 1996, θέτει τα πράγματα σε εντελώς λανθασμένη βάση.  Η λέξη «σπατάλη», άλλα υπονοεί και άλλα αφήνονται να νοηθούν και δεν δείχνει δέουσα και επαρκή έρευνα.

 

         Η προσφυγή, υπό το φως όλων των ανωτέρω, επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το                Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                    Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο