HIRANTHA WASANA DE SILVA NAMBUKARA WASAM APPUBADUGE ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1252/2013, 17/7/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1252/2013)

 

17 Ιουλίου 2013

 

  [ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

HIRANTHA WASANA DE SILVA NAMBUKARA

WASAM APPUBADUGE,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

                  ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

3.   ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ

                  ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                  ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

----------------------------------------

 

Ν. Λοΐζου και Χρ. Χριστούδιας, για τον Αιτητή.

Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο αιτητής, υπήκοος της Σρι Λάνκα, αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 28.7.2006 με άδεια εισόδου ως επισκέπτης για να διαμένει με τη μητέρα του, η οποία παντρεύτηκε στις 5.2.2003 με Ελληνοκύπριο και στη συνέχεια γράφτηκε ως Κύπρια πολίτιδα στις 19.9.2007.

 

         Κατά τη διάρκεια που ο αιτητής ήταν ανήλικος, έχοντας γεννηθεί στις 21.8.1987, αιτείτο προσωρινής άδειας παραμονής ως επισκέπτης, ενώ και η μητέρα του αιτήθηκε παρόμοιας άδειας.  Οι καθ΄ ων με επιστολή τους ημερ. 20.3.2008, ενημέρωσαν τον αιτητή ότι με την ενηλικίωση του έπαυσε να είναι εξαρτώμενος της μητέρας του και, επομένως, η αίτηση για παράταση της άδειας προσωρινής παραμονής του δεν μπορούσε να εγκριθεί.  Υπεδείχθη σ΄ αυτόν όπως αποταθεί με νέα αίτηση για άδεια εργασίας και με σφραγισμένο συμβόλαιο από το Τμήμα Εργασίας, κάτι που δεν έγινε.  Αντ΄ αυτού, η μητέρα του αιτήθηκε να επιτραπεί στον αιτητή να εγγραφεί σε κολλέγιο στις αρχές του Φεβρουαρίου του 2009.  Οι καθ΄ ων αποδέχθηκαν την αίτηση δίδοντας του παράταση προσωρινής άδειας μέχρι τις 31.1.2009, άδεια που ανανεωνόταν κατά διαστήματα μέχρι και τις 26.2.2010, με σκοπό την προσωρινή παραμονή του αιτητή ως φοιτητή στο Global College

 

         Το Global College με επιστολή του ημερ. 13.5.2010 ενημέρωσε τους καθ΄ ων ότι ο αιτητής δεν γράφτηκε για το εαρινό εξάμηνο του 2010 και έτσι το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης τον κάλεσε να αναχωρήσει αμέσως από τη Δημοκρατία με επιστολή του ημερ. 27.12.2010.  Ο αιτητής παρέλειψε να το πράξει και τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον κατάλογο των αναζητουμένων προσώπων στις 30.3.2011.  Αίτημα της μητέρας του αιτητή μέσω δικηγόρου με επιστολή ημερ. 18.1.2011 για παραχώρηση σ΄ αυτόν άδειας παραμονής και εργασίας, απερρίφθη από τους καθ΄ ων στις 22.6.2011,  εφόσον ο  αιτητής  είχε  διακόψει  τις σπουδές του και όφειλε  να αναχωρήσει άμεσα από τη Δημοκρατία.  Η  μητέρα του αιτητή καταχώρησε στις 29.10.2012, την προσφυγή υπ΄ αρ. 1811/2012.

 

         Ο αιτητής εντοπίστηκε τελικά στις 17.5.2013, από μέλη της αστυνομίας στη Λευκωσία και συνελήφθη για παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία.  Στη συνέχεια εκδόθηκαν τα επίμαχα διατάγματα κράτησης και απέλασης στις 18.5.2013, τα οποία και γνωστοποιήθηκαν στον αιτητή με επιστολή ίδιας ημερομηνίας στις 22.5.2013, αλλά ο αιτητής αρνήθηκε να υπογράψει και να τα παραλάβει. 

 

         Με την παρούσα προσφυγή επιδιώκεται η ακύρωση των εν λόγω διαταγμάτων, μαζί με διάφορες συναφείς δηλώσεις οι οποίες όλες οδηγούν στη διακήρυξη από το Δικαστήριο των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ως παρανόμων, αντισυνταγματικών και εκδοθέντων κατά παράβαση της Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για Επανασύνδεση Μελών Οικογενειών από Τρίτες Χώρες.  Διατείνεται ο αιτητής στη γραπτή του αγόρευση ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εκδόθηκαν κατά παράβαση του Κανονισμού 19 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 242/72, ο οποίος προνοεί για την προηγούμενη της έκδοσης των διαταγμάτων αυτών, κήρυξη και πληροφόρηση του αλλοδαπού ότι έχει καταστεί απαγορευμένος μετανάστης.  Επομένως, κατά τον αιτητή, η έκδοση και κοινοποίηση των διαταγμάτων στις 18.5.2013 και 22.5.2013, αντίστοιχα, ήταν άκυρη εφόσον κατά τη σύλληψη του στις 17.5.2013 δεν είχε κηρυχθεί ακόμη σε απαγορευμένο μετανάστη. 

 

Περαιτέρω, οι καθ΄ ων εξέδωσαν τα διατάγματα χωρίς έρευνα ή με ανεπαρκή έρευνα διότι ενώ ο αιτητής μέσω του τότε δικηγόρου του Πάνου Παφίτη αιτήθηκε με επιστολή του ημερ. 18.1.2011 προς την Διευθύντρια Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης να του δοθεί άδεια παραμονής και εργασίας ώστε να συνεχίσει να παραμένει με τη μητέρα του, η επιστολή αυτή ουδέποτε απαντήθηκε και μόνο μετά την καταχώρηση της προσφυγής υπ΄ αρ. 1811/2012 είναι που οι καθ΄ ων «κατασκεύασαν–χάλκευσαν επιστολή ημερ. 22.6.2011 προς τον κ. Πάνο Παφίτη», απλώς για το φάκελο της υπόθεσης ώστε να εξουδετερώσουν την παράλειψη απάντησης.  Περαιτέρω, ενώ κατά τις 3.8.2012, οι νυν δικηγόροι του αιτητή που τον αντιπροσωπεύουν και  στην παρούσα προσφυγή, έδωσαν νέα στοιχεία ζητώντας την παρέμβαση της Υπουργού Εσωτερικών για να απαντήσει η Διευθύντρια ώστε ο αιτητής να συνεχίσει να παραμένει στην Κύπρο εργαζόμενος και να είναι κοντά στην ασθενή μητέρα του, ουδέποτε έτυχαν οποιασδήποτε απάντησης ή ενημέρωσης. 

 

         Πρόσθετα, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, η οποία δεν συμπληρώνεται από το διοικητικό φάκελο και η οποία αιτιολογία εν πάση περιπτώσει είναι ανεπαρκής παραμένουσα μόνο σε γενικές και αόριστες θέσεις.  Η απόφαση των καθ΄ων αντίκειται εν τέλει προς την αρχή της χρηστής διοίκησης, και προς  το άρθρο 50 του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, καθώς και προς την καλή πίστη κατά παράβαση του άρθρου 51 του εν λόγω Νόμου, διότι ο αιτητής βρίσκεται στην Κύπρο από το 2008 στα πλαίσια της Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για επανασύνδεση με την οικογένεια της μητέρας του, η οποία απέκτησε το 2007 την Κυπριακή υπηκοότητα.  Η έλλειψη καλής πίστης της διοίκησης φαίνεται και από το γεγονός ότι οι καθ΄ ων αμελούσαν και/ή παρέλειπαν να απαντούν στις επιστολές του αιτητή και των δικηγόρων του, φθάνοντας στο σημείο να χαλκεύουν εκ των υστέρων επιστολή για να εμφανίζονται ότι απάντησαν στο αίτημα του αιτητή.

 

         Η αντίθετη θέση των καθ΄ ων εστιάζεται στο γεγονός ότι με τη λήξη της νόμιμης, αλλά προσωρινής, παραμονής του αιτητή για σκοπούς φοίτησης στο Global College αφού προηγουμένως ο αιτητής διέκοψε την εκεί φοίτηση του, ορθά κλήθηκε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία με τα στοιχεία του να είχαν καταχωρηθεί στον κατάλογο των αναζητουμένων προσώπων. Με δεδομένο ότι ο αιτητής παρέλειψε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης με το συνακόλουθο της έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης να ήταν το φυσικό αποτέλεσμα της κήρυξης του ως τέτοιου.  Εφόσον ο αιτητής δεν προσέβαλε την απόρριψη της αίτησης του για άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας δεν δύναται να προσβάλει αυτοτελώς τα διατάγματα κράτησης και απέλασης τα οποία από μόνα τους εκδόθηκαν ορθά και νόμιμα. 

 

         Οι καθ΄ ων εισηγούνται ότι αντίθετα με τη θέση του αιτητή αυτός ενημερώθηκε για την απόρριψη του αιτήματος του για παραχώρηση άδειας παραμονής και εργασίας με επιστολή ημερ. 22.6.2011 που αποστάληκε στον τότε δικηγόρο του, αντίγραφο της οποίας επισυνάφθηκε στην ένσταση της Δημοκρατίας που είχε καταχωρηθεί στα πλαίσια της προσφυγής αρ. 1811/2012.  Η ίδια η έκδοση των διαταγμάτων γνωστοποιήθηκε στον αιτητή έστω και αν αυτός αρνήθηκε να την υπογράψει και, επομένως, τηρήθηκαν οι διατάξεις του Καν. 19 της Κ.Δ.Π. 242/72.

 

         Οι καθ΄ ων εισηγούνται επίσης ότι υπήρξε επαρκής και δέουσα διερεύνηση των όλων δεδομένων του αιτητή, του Δικαστηρίου περιοριζόμενου μόνο στον έλεγχο κατά πόσο υπήρξε αυτή η επαρκής έρευνα ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πλάνης περί τα πράγματα ή υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας και δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση με αυτή της διοίκησης.  Η έρευνα ήταν επαρκής διότι ενώπιον της διοίκησης ήταν όλο το ιστορικό του αιτητή, περιλαμβανομένης και επιστολής της μητέρας του ημερ. 18.1.2011, η οποία επίσης απαντήθηκε με επιστολή ημερ. 22.6.2011, ενημερώνοντας τη συνήγορο της μητέρας του αιτητή ότι το αίτημα είχε απορριφθεί στη βάση του Καν. 13(Β)(8) της Κ.Δ.Π. 448/2001, ο οποίος προνοεί ότι αλλοδαπός ο οποίος είτε ολοκληρώνει, είτε διακόπτει τις σπουδές του, υποχρεούται να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία.  Κατά τους καθ΄ ων η αίτηση, ο όλος χειρισμός της υπόθεσης από αυτούς δεν δείχνει παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης ή της καλής πίστης και η προσβαλλόμενη πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη. 

 

         Σημειώνεται ότι ο αιτητής δεν καταχώρησε απαντητική αγόρευση αρκούμενος στην αρχική του αγόρευση, την οποία θεωρεί ότι καλύπτει όλα τα σημεία που ήγειραν οι καθ΄ ων η αίτηση. 

         Η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει εφόσον στο σύνολο των δεδομένων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, Τεκμ. 15 στην ένσταση, νομίμως εκδόθηκαν και δεόντως κοινοποιήθηκαν στον αιτητή,  στη βάση του Τεκμ. 16, εφόσον ο Α/Αστ. 2509 σημείωσε στην επιστολή ημερ. 18.5.2013, ότι αυτή επιδόθηκε στον αιτητή στις 22.5.2013 και περί ώρα 12.00, ο οποίος αφού την ανέγνωσε, δεν την υπέγραψε.  Με την ύπαρξη της σημείωσης αυτής τεκμαίρεται η κανονικότητα της ενέργειας της διοίκησης και διαφαίνεται με σχετική μαρτυρία η  διαδικαστική ορθότητα που ακολουθήθηκε από πλευράς των καθ΄ ων,  (Αναφορικά με την Αίτηση του Falak Islam για Habeas Corpus, Πολ. Αίτηση αρ. 68/2011, ημερ. 23.5.2011).  Άλλωστε ο αιτητής δεν εισηγείται οποιαδήποτε παρανομία ή ακυρότητα σε σχέση με την καθαυτή επίδοση ή γνωστοποίηση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. 

 

         Όσον  αφορά την τήρηση του Κανονισμού 19 της     Κ.Δ.Π. 242/72, η νομολογία έχει καθορίσει ότι δεν επιβάλλεται ούτε συσχετίζεται η έκδοση διατάγματος κράτησης και απέλασης με προηγούμενη ειδοποίηση ότι ο αιτητής έχει κηρυχθεί σε απαγορευμένο μετανάστη.  Αυτό που ο Κανονισμός 19 προνοεί είναι ότι θα πρέπει να επιδοθεί ειδοποίηση από το Λειτουργό Μετανάστευσης στο πρόσωπο που θεωρείται απαγορευμένος μετανάστης, χωρίς να είναι αναγκαίο ή επιτακτικό να προηγηθεί η ειδοποίηση ότι έχει κηρυχθεί ως τέτοιος.  Όπως έχει διαπιστωθεί στην υπόθεση Falak Islam v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 11523/2012, ημερ. 11.1.2013, από τον Χατζηχαμπή, Δ., (ως ήταν τότε), δεν φαίνεται να είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος απέλασης και κράτησης, η προηγούμενη κοινοποίηση της κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη.  Ούτε και θεωρείται η πρόνοια του Κανονισμού 19 ως ουσιώδους τύπου, (δέστε επίσης Mohammad Tajul Islam v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 997/2013, ημερ. 9.7.2013).

 

         Δεν διαπιστώνεται ούτε ανεπάρκεια έρευνας ή ελλειμματική αναφορά και αναγωγή σε ουσιώδη γεγονότα.  Λέγει ο αιτητής, μέσω του νυν συνηγόρου του, ότι ο κ. Πάνος Παφίτης, δικηγόρος, τους δήλωσε κατηγορηματικά ότι ουδέποτε έλαβε απάντηση στην επιστολή του ημερ. 18.1.2011 που απηύθυνε προς τη Διευθύντρια, το Τμήμα της οποίας, προφανώς, κατασκεύασε εκ των υστέρων επιστολή προς απάντηση, μετά την καταχώρηση της προσφυγής υπ΄ αρ. 1811/2012.  Πέραν του ότι ουδεμία υποστηρικτική μαρτυρία δόθηκε προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού, είτε με αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας, είτε με κάποια ένορκη δήλωση του κ. Παφίτη, οι καθ΄ ων επισυνάπτουν την καταχωρηθείσα υπ΄ αυτών ένσταση στην εν λόγω προσφυγή, όπου στις παραγράφους 13 και 14 των αναφερομένων γεγονότων μνημονεύεται το αίτημα της μητέρας του αιτητή μέσω του            κ. Παφίτη με την επιστολή του ημερ. 18.1.2011, επισυναφθείσα ως Παράρτημα 12 και η απάντηση του Τμήματος στις 22.6.2011. επισυναφθείσα ως Παράρτημα 13.  Αυτή η επιστολή κατατέθηκε ως  Τεκμήριο 13 και στην παρούσα ένσταση των καθ΄ ων.  Εναπόκειτο στον αιτητή που έχει και το σχετικό βάρος, να αποδείκνυε τον βαρύ αυτό ισχυρισμό κατά των καθ΄ ων. Δεν είναι νοητό μέσω αγορεύσεων και επιχειρηματολογίας συνηγόρου να αποδεικνύονται ισχυρισμοί επί γεγονότων, ούτε και είναι δεοντολογικά πρέπον ή ορθό να αναπτύσσονται τέτοιοι ισχυρισμοί χωρίς υπόβαθρο.

 

         Όσον αφορά την έτερη επιστολή που απηύθυναν οι νυν δικηγόροι του  αιτητή ημερ. 3.8.2012 προς την τότε Υπουργό Εσωτερικών, αυτή απαντήθηκε με επιστολή ημερ. 9.8.2012 πληροφορώντας τους δικηγόρους ότι το αίτημα είχε διαβιβαστεί στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης από το οποίο θα λάμβαναν και σχετική απάντηση εφόσον το ζήτημα αφορούσε τις εξουσίες της Διευθύντριας.  Διαφορετικά θα υποβαλλόταν σχετικό σημείωμα της Διευθύντριας προς την Υπουργό για να απαντηθεί από την ίδια, (τα Παραρτήματα ΙΙ και ΙΙΙ στην αγόρευση των καθ΄ ων είναι σχετικά).  Πράγματι δεν φαίνεται να δόθηκε συνέχεια στο θέμα από την Υπουργό ή τη Διευθύντρια επ΄ αυτής της επιστολής.  Προηγήθηκε όμως η απορριπτική απάντηση ημερ. 22.6.2011, η οποία πληροφορούσε τον αιτητή, μέσω του δικηγόρου του, ότι θα έπρεπε «να αναχωρήσει αμέσως από τη Δημοκρατία διαφορετικά θα ληφθούν μέτρα για την απομάκρυνση του.», απορρίπτοντας το αίτημα για περαιτέρω παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας.  Από τα όλα γεγονότα, αλλά και από την ένσταση που καταχωρήθηκε στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1811/2012 (Παράρτημα Ι στην αγόρευση των καθ΄ ων), ο αιτητής είχε ήδη από τις 27.12.2010 κληθεί να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία ενόψει της διακοπής της φοίτησης του, (Τεκμ. 10 στην ένσταση), αλλά έκτοτε, με εξαίρεση την αίτηση της μητέρας του ημερ. 18.1.2011, ο ίδιος δεν εντοπίστηκε από την Αστυνομία με αποτέλεσμα να τοποθετηθεί στον κατάλογο των αναζητουμένων προσώπων (Τεκμ. 11 στην ένσταση), μέχρι που εντοπίστηκε από την Αστυνομία και συνελήφθη στις 17.5.2013, σε σχετική επιχείρηση.

 

         Δεν έχει επομένως καμιά ουσιώδη επίπτωση η μη απάντηση, παράλειψη η οποία ουδόλως περιποιεί τιμή στους  καθ΄ ων, (το γεγονός ότι δόθηκε τελικώς  απάντηση στις 5.7.2013, όπως ανέφερε η κα Εργατούδη κατά τις διευκρινίσεις, επιτείνει το πρόβλημα, εφόσον απαντήθηκε και εξαιρετικά καθυστερημένα – ένα ολόκληρο χρόνο μετά – και μετά την καταχώρηση της προσφυγής), εφόσον το καθεστώς του αιτητή παρέμεινε το ίδιο, διαμένοντας παράνομα και χωρίς οποιαδήποτε άδεια στη Δημοκρατία.  Υπήρξε δέουσα έρευνα, η οποία όπως είναι παγίως νομολογημένο διαπιστώνεται όταν λαμβάνονται υπόψη όλα τα δεδομένα που είναι ουσιώδη προς τα γεγονότα της υπόθεσης, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).  Αν η έρευνα είναι επαρκής (Καμηλάρης ν. Δημοκρατάς (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Cassinos Construction Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835), τότε η διοίκηση έχει επιτελέσει το καθήκον της.  Όπως έχει και πρόσφατα λεχθεί στην Εύα Τσιαττάλα ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1037/2011  ημερ. 9.7.2013, δεν υπάρχουν στερεότυπες μορφές έρευνας υπό την προϋπόθεση ότι το Δικαστήριο ικανοποιείται ως προς την επάρκεια, ή, την πληρότητα της, ανάλογα βέβαια με τις συνθήκες της κάθε υπόθεσης.

 

         Υπό το φως όλων των  ανωτέρω, δεν διαπιστώνεται καμιά παράβαση των αρχών της καλής πίστης ή της χρηστής διοίκησης.  Οι αρχές αυτές δεν εφαρμόζονται in abstracto, αλλά έχουν άμεση συνάρτηση προς τα δεδομένα της υπόθεσης που εξετάζεται, (για παράδειγμα δέστε την απόφαση στην Πετρίδης κ.ά. ν. Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς κ.ά. (2010) 3 Α.Α.Δ. 501).  Πέραν της ολοκληρωτικά λανθασμένης στάσης των καθ΄ ων να μην απαντήσουν εγκαίρως στην επιστολή ημερ. 3.8.2012, παράλειψη που δεν επεξηγήθηκε, ενώ είναι γενικώς ανεπίτρεπτο η διοίκηση να λειτουργεί έξω από τις πρόνοιες του Άρθρου 29 του Συντάγματος, η παράλειψη αυτή δεν επηρέασε ουσιωδώς, ούτε μετέβαλε τη θέση ή τα δικαιώματα του αιτητή, διότι προφανώς η επιστολή αυτή δεν λειτούργησε πειστικά προς τους καθ΄ ων ώστε να αλλάξουν την απόφαση που είχε ήδη ληφθεί.  Κατά τα λοιπά δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε πρόβλημα στη στάση που τήρησαν οι καθ΄ ων.  Θα έλεγε κανείς ότι, αντίθετα, ήσαν και ανεκτικοί με την όλη πορεία της υπόθεσης έχοντας κατ΄ επανάληψη εγκρίνει αιτήσεις για πρόσθετη παραμονή στη Δημοκρατία για διάφορους λόγους.

         Οι αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης που έχουν παγίως νομολογηθεί και τώρα έχουν και νομοθετική καθιέρωση με τα άρθρα 50 και 51 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, σχετίζονται με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης κατά τρόπο σύννομο και χωρίς να αποφασίζονται άδικες ή ανεπιεικείς λύσεις.  Οι αρχές όμως αυτές δεν δίνουν δικαιώματα στο διοικούμενο τα οποία ο νόμος ή τα δεδομένα και περιστατικά της υπόθεσης δεν επιτρέπουν ή όπου ο διοικούμενος συμμετέχει κατά τρόπο που να προκαλεί ή να δημιουργεί καταστάσεις παράνομες ή παράτυπες, (Unicars Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 283 και Μίχαλος Δημητρίου Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 675).

 

         Εδώ ο ίδιος ο αιτητής πρέπει να μέμφεται τον εαυτό του εφόσον διέκοψε τη φοίτηση του στο κολλέγιο, αφαιρώντας έτσι το υπόβαθρο για την περαιτέρω νόμιμη παραμονή του στη Δημοκρατία, όπου βεβαίως εισήλθε ως φιλοξενούμενος για συγκεκριμένους λόγους στα πλαίσια πάντοτε του κυριαρχικού δικαιώματος της να ελέγχει ποιους αλλοδαπούς αποδέχεται στο έδαφος της.

 

         Όσον αφορά τη σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία για επανασύνδεση των μελών οικογένειας, πέραν της απλής μνείας της στους λόγους ακύρωσης και στην αγόρευση του αιτητή, χωρίς καν να δοθεί ο αριθμός της, ουδεμία περαιτέρω αναφορά ή προώθηση της έγινε ώστε να διαφανεί η σχετικότητα ή η εφαρμογή της στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.

 

         Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το                    Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                     Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο