ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΗΛΙΑ κ.α. ν. ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (CYTA), Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1670/2010, 1717/2010, 179/2011, 236/2011 και 274/2011, 19/7/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1670/2010, 1717/2010, 179/2011, 236/2011 και 274/2011)

 

19 Ιουλίου, 2013

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 1670/2010)

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΗΛΙΑ,

Αιτήτρια,

ν.

 

αρχησ τηλεπικοινωνιων κυπρου (cyta),

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1717/2010)

χαραλαμποσ παπαχαραλαμπουσ,

Αιτητής,

ν.

 

αρχησ τηλεπικοινωνιων κυπρου (cyta),

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 179/2011)

ΕΦΗ ΚΑΛΑΘΑ,

Αιτήτρια,

ν.

 

αρχησ τηλεπικοινωνιων κυπρου (cyta),

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 236/2011)

ΧΑΡΗΣ ΠΑΦΙΤΗΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (CYTA),

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 274/2011)

ελενη παπα,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (CYTA),

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

 

 

Υπόθεση Αρ. 1670/10

Ρ. Καλλιγέρου (κα), για την Αιτήτρια.

Ι. Χατζηϊωάννου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

Κ. Καντούνας, για το ΕΜ 2.

Υπόθεση Αρ. 1717/10

Π. Σιακαλλής για Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Αιτητή.

Ι. Χατζηϊωάννου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

Κ. Καντούνας, για το ΕΜ.

Υπόθεση Αρ. 179/11

Μ. Κοτσώνη (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για την Αιτήτρια.

Ι. Χατζηϊωάννου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

Κ. Καντούνας, για το ΕΜ 2.

Υπόθεση Αρ. 236/11

Βρ. Χατζηχάννας και Δ. Στεφανίδης, για τον Αιτητή.

Ι. Χατζηϊωάννου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

Κ. Καντούνας, για το ΕΜ 2.

Υπόθεση Αρ. 274/11

Π. Παφίτης, για την Αιτήτρια.

Ι. Χατζηϊωάννου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-

Οι προσβαλλόμενες πράξεις

Προσβάλλεται η από 1.8.2003, αναδρομική προαγωγή της Πολύμνιας Γεωργίου-Κωστάκη (ΕΜ 1), του Γεώργιου Καντούνα (ΕΜ 2), της Νέδης Κολοκοτρώνη (ΕΜ 3), του Χριστάκη Κουλουμά (ΕΜ 4), της Ελένης Στασοπούλου (ΕΜ 5) και του Σπύρου Χριστοφίδη (ΕΜ 6) στη μόνιμη θέση Υποτμηματάρχη (Προσωπικό Πληροφορικής) σε διαδικασία επανεξέτασης μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις αρ. 204/07 κ.α. Παναγιώτα Ηλία και Άλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ημερ. 17.9.2009, αντί των αιτητών ως ακολούθως:-

 

Με την Προσφυγή αρ. 1670/2010 προσβάλλεται η προαγωγή των ΕΜ 1, ΕΜ 2 και Χριστοφίδη (η προσφυγή αποσύρθηκε στην πορεία εναντίον της προαγωγής των ΕΜ 3 (Κολοκοτρώνη) και ΕΜ 5 (Στασοπούλου).

 

Με την Προσφυγή αρ. 1717/2010 και 179/2011 προσβάλλεται η προαγωγή  και των έξι ΕΜ.

 

Με την Προσφυγή αρ. 236/2011 προσβάλλεται η προαγωγή των ΕΜ 1, ΕΜ 2, ΕΜ 4 και ΕΜ 6 [το ΕΜ 3 (Κολοκοτρώνη) εξαιρείτο εξ αρχής και το ΕΜ 5 (Στασοπούλου) αφαιρέθηκε στην πορεία].

 

Με την Προσφυγή αρ. 274/2011 προσβάλλεται η προαγωγή των ΕΜ 3, ΕΜ 4, ΕΜ 5 και ΕΜ 6.

 

Το ιστορικό

Οι προσβαλλόμενες προαγωγές είναι το αποτέλεσμα επανεξέτασης κατόπιν δύο ακυρωτικών αποφάσεων. Στην πρώτη από αυτές (Στασοπούλου κ.α. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υποθέσεις αρ. 641/2003 κ.α., ημερ. 7.7.2004), αιτήτριες ήταν το εδώ ΕΜ 5 Στασοπούλου, η αιτήτρια στην 1670/2010 Παναγιώτη Ηλία, και η αιτήτρια στην 179/2011 Έφη Καλαθά.  Η Καλαθά πρόσβαλλε την προαγωγή και των έξι ΕΜ [Χάρης Παφίτης, Νέδη Κολοκοτρώνη (εδώ ΕΜ 3), Σπύρος Χριστοφίδης (εδώ ΕΜ 6), Χριστάκης Κουλουμάς (εδώ ΕΜ 4), Πολυμνία Γεωργίου-Κωστάκη (εδώ ΕΜ 1) και Παπαχαραλάμπους (εδώ αιτητής στην 1717/2010)] ενώ η Στασοπούλου και Ηλία μόνο των Χριστοφίδη (εδώ ΕΜ 6), Κουλουμά (εδώ ΕΜ 4), Παπαχαραλάμπους και Γεωργίου-Κωστάκη (ΕΜ 1).  Η Ηλία στην πορεία απέσυρε την προσφυγή της ως προς τον Παπαχαραλάμπους.  Η Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3856 η οποία ακολούθησε πέτυχε μερικώς, σε σχέση με τη συγκρότηση της Επιτροπής Προσωπικού. Στη δεύτερη (Παναγιώτα Ηλία κ.α. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υποθέσεις αρ. 204/2007 κ.α., ημερ. 17.9.2009), αιτητές ήταν η αιτήτρια στην 1670/2010 Ηλία, η αιτήτρια στην 179/2011 Καλαθά, ο αιτητής στη 1717/2010 Παπαχαραλάμπους, η αιτήτρια στη 274/2011 Παπά και το εδώ ΕΜ 2 (Καντούνας).  Στη θέση του εδώ αιτητή Παπαχαραλάμπους προάχθηκε το ΕΜ 5 (Στασοπούλου).  Εκτός από την προαγωγή της Στασοπούλου, προσβάλλεται και η προαγωγή του Χάρη Παφίτη, Νέδης Κολοκοτρώνη (εδώ ΕΜ 3), Σπύρου Χριστοφίδη (εδώ ΕΜ 6), Χριστάκη Κουλουμά (εδώ ΕΜ 4) και Πολύμνιας Γεωργίου–Κωστάκη (εδώ ΕΜ 1).

 

Ακολούθησε επανεξέταση και οι καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν την αναδρομική προαγωγή των ΕΜ από 1.8.2003. Στη θέση του Χάρη Παφίτη (αιτητή στην 236/11) προάχθηκε το εδώ ΕΜ 2 (Γιώργος Καντούνας). Η σχετική Ανακοίνωση για την προαγωγή των ΕΜ στην επίδικη θέση κοινοποιήθηκε στο προσωπικό με την Ανακοίνωση ημερομηνίας 15.12.2010.

 

Οι λόγοι ακυρότητας

Συνοψίζω στη συνέχεια τους προσβαλλόμενους λόγους ακυρότητας κατά προσφυγή.

 

Υπόθεση αρ. 1670/2010

Προβάλλεται αριθμός λόγων ακύρωσης οι οποίοι συνοψίζονται στα ακόλουθα: (1) Η επίδικη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα, κατά ουσιώδη πλάνη και έλλειψη ειδικής αιτιολογίας για παραγνώριση του πλεονεκτήματος. (2) Η σύσταση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων και είναι αναιτιολόγητη. (3) Η τελική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου πάσχει ως αναιτιολόγητη και καταχρηστική.

 

Υπόθεση αρ. 1717/2010

Ο αιτητής προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης: (1) Το αναιτιολόγητο της απόφασης του Συμβουλίου Προσωπικού.  (2) Την πλάνη περί το νόμο, την εισαγωγή κριτηρίων πέραν των νομολογημένων και την παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.

 

Υπόθεση αρ. 179/2011

Ο δικηγόρος της αιτήτριας εγείρει τους ακόλουθους τέσσερις λόγους ακυρότητας: (1) Παραβίαση του δεδικασμένου. (2) Παραβίαση δεδικασμένου εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου – έλλειψη αιτιολογίας και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων η απόφαση. (3) Η νέα εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή παραβιάζει το δεδικασμένο, είναι αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων. (4) Πάσχουσα σύνθεση και λειτουργία του Διοικητικού Συμβουλίου.

 

Υπόθεση αρ. 236/2011

Προβάλλεται ως πρώτος ισχυρισμός πως η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ημερ. 14.12.2010 για προαγωγή των τεσσάρων ΕΜ πάσχει εφόσον ο αιτητής υπερέχει σε αρχαιότητα και το μεταπτυχιακό του, όπως και το γεγονός της υπέρ του σύστασης από τον Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή παραγνωρίστηκαν. Για τους λόγους που εξηγεί, ισχυρίζεται επίσης ότι πάσχει η σύνθεση του Συμβουλίου Προσωπικού.

 

Υπόθεση αρ. 274/2011

Η αιτήτρια προβάλλει τρεις ισχυρισμούς, ότι: (1) υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου, (2) παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, και (3) ότι η αιτήτρια υπερέχει των ΕΜ στα νομολογημένα κριτήρια.

 

Η κατάληξη

Ο λόγος ακυρότητας που αφορά στη σύνθεση του Συμβουλίου Προσωπικού, όπως προβάλλεται στην Προσφυγή αρ. 236/2011

Προέχει η εξέταση της νομιμότητας της σύνθεσης του Συμβουλίου Προσωπικού καθώς διατρέχει στη ρίζα της διαδικασίας.

 

Ο αιτητής στην 236/2010 εισηγείται πως η σύνθεση του Συμβουλίου Προσωπικού πάσχει καθόσον σ’ αυτό συμμετείχε ο κ. Ορέστης Βασιλείου ο οποίος προήχθη στη θέση Υποτμηματάρχη το 2008 ενώ το νομικό καθεστώς των υπό πλήρωση θέσεων ανάγεται στο 2003. Με αποτέλεσμα, ο κ. Βασιλείου να έχει και αντικρουόμενο συμφέρον από την προαγωγή του αιτητή η οποία αν του διδόταν, θα καθίστατο αρχαιότερος του κ. Βασιλείου. Ο κ. Βασιλείου μάλιστα, κατά τον αιτητή, διακατέχεται και από οξεία έχθρα και προκατάληψη εναντίον του εφόσον είναι αντίδικός του σε εναντίον του αιτητή αγωγή λιβέλου γεγονός για το οποίο ο αιτητής είχε ενημερώσει τον Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή με επιστολή του ημερ. 8.9.2010.

 

Επιπρόσθετα, η σύνθεση του Συμβουλίου Προσωπικού είναι παράνομη διότι ποτέ δεν ελέγχθηκε με επίσημο μηχανισμό η αριθμητική δύναμη των οργανώσεων του προσωπικού, ώστε να μπορεί να εφαρμοσθεί η φόρμουλα που αναφέρεται στον Κανονισμό 24(2)(β)(ii). Η παρανομία εκτείνεται και στο ότι μετά το διορισμό του το Δεκέμβριο του 2009, η ΣΕΤΕΠ-ΑΤΗΚ που ήταν ήδη εγγεγραμμένη συντεχνία δεν διερευνήθηκε πόσα μέλη είχε ώστε το στοιχείο αυτό να ληφθεί υπόψη στην εφαρμογή του πιο πάνω Κανονισμού.

 

Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός του αιτητή πως οι εκπρόσωποι των συντεχνιών παρανόμως συμμετέχουν στο Συμβούλιο Προσωπικού τόσο επειδή η συμμετοχή αυτή συνιστά συνταγματική και νομοθετική παραβίαση αλλά και επειδή η σχέση μεταξύ μέλους συντεχνίας, δηλαδή των κρινομένων, και εκπροσώπου συντεχνίας στο Συμβούλιο Προσωπικού, δηλαδή ο κριτής, είναι εκ των πραγμάτων ιδιάζουσα και συνεπώς η σύνθεση του οργάνου είναι παράνομη. Το μέλος του Συμβουλίου Προσωπικού Βασιλείου αναιτιολόγητα πρότεινε για προαγωγή τα πέντε μέλη της Συντεχνίας της οποίας ηγείται ως Γενικός Γραμματέας. Το ίδιο ισχύει και για το μέλος του Συμβουλίου Προσωπικού Ανδρέα Ονησιφόρου.

 

Ως προς τον ισχυρισμό για παρανομία στη σύνθεση του Συμβουλίου Προσωπικού ενόψει της συμμετοχής του κ. Βασιλείου ορθά παρατηρούν οι καθ’ ων η αίτηση πως ο Καν. 24(6) του περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών Προσωπικού, οι υπάλληλοι που συμμετέχουν στο Συμβούλιο Προσωπικού μπορούν να συμβουλεύσουν την Αρχή για υπαλλήλους που έχουν είτε τον ίσο είτε ανώτερο βαθμό με αυτούς. Με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός σε αυτή του την έκταση να μην ευσταθεί.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση εισηγούνται περαιτέρω πως από τη συμμετοχή του κ. Βασιλείου, στη βάση των ισχυρισμών του αιτητή, δεν προκύπτει μεροληψία. Από μόνη την ύπαρξη μιας επαγγελματικής σχέσης δεν στοιχειοθετείται «ιδιάζουσα σχέση» κατά το άρθρο 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99. Κατά την εισήγηση, εν πάση περιπτώσει, ο αιτητής προτείνεται μόνο από δύο μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού και εναλλακτικά από άλλα δύο. Την τελική απόφαση όμως, λαμβάνει το Διοικητικό Συμβούλιο και όχι το Συμβούλιο Προσωπικού.

 

Θεωρώ εύστοχη την παρατήρηση των καθ’ ων η αίτηση, μέσα από παραπομπή σε σχετική νομολογία (Μερόπη Κολοκασίδου ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 ΑΑΔ 4801), πως τα κριτήρια που εφάρμοσε το Συμβούλιο Προσωπικού κατά την επιλογή των καλυτέρων υποψηφίων δεν είναι άλλα από τα οριζόμενα από τους Κανονισμούς καθώς και πως το γεγονός ότι στο Συμβούλιο Προσωπικού δε συμμετείχε άτομο που να υποδείχθηκε από τη συνδικαλιστική οργάνωση της οποίας ο αιτητής είναι μέλος, δεν αποδεικνύει από μόνο του προκατάληψη. Οι καθ’ ων η αίτηση επίσης παρατηρούν πως τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού που υποδεικνύονται από τις συντεχνίες δεν εκπροσωπούν τις συντεχνίες (βλ. Αριστείδου ν. ΑΤΗΚ (2000) 3ΑΑΔ 213).  Κατά δε τον ουσιώδη χρόνο, η εν λόγω συντεχνία δεν υπήρχε.

 

Ο ισχυρισμός για παρανομία στη σύνθεση του Συμβουλίου Προσωπικού θα πρέπει να απορριφθεί στην έκταση που αυτός προσκρούει στο δόγμα της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, όπως ορθά παρατηρεί ο δικηγόρος του ΕΜ Καντούνα. Ενώ από τη μια ο δικηγόρος του αιτητή εισηγείται την παρανομία εν γένει στη συμμετοχή των συντεχνιών στην προαγωγική διαδικασία, από την άλλη προτείνει πως έπρεπε να συμμετέχει και η ΣΕΤΕΠ-ΑΤΗΚ στο Συμβούλιο Προσωπικού. Απαραδέκτως, βέβαια.

 

Όμως, ο ισχυρισμός περί παρανομίας στη σύνθεση του Συμβουλίου Προσωπικού θα πρέπει εν τέλει να επιτύχει για τον ακόλουθο λόγο: Σύμφωνα με τεκμήρια τα οποία κατέθεσε ο δικηγόρος του αιτητή κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, το μέλος του Συμβουλίου Προσωπικού Ορέστης Βασιλείου καταχώρισε δύο αγωγές λιβέλου εναντίον, μεταξύ άλλων, και του αιτητή στις 20.8.2010. Οι αγωγές αφορούσαν σε δημοσιεύματα των εναγομένων ημερ. 16.6.2010 και 3.7.2010 για τις οποίες ο ενάγοντας διεκδικούσε αποζημιώσεις.

 

Το Συμβούλιο Προσωπικού συνήλθε στην τελευταία του συνεδρία την 1.7.2010 λίγες ημέρες μετά το πρώτο δημοσίευμα-αντικείμενο των αγωγών. Κάτω από αυτό το δεδομένο, η συμμετοχή του εν λόγω μέλους στο Συμβούλιο Προσωπικού απολήγει να είναι αντίθετη με την εγγύηση αμερόληπτης κρίσης κατά παράβαση του άρθρου 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Ως αποτέλεσμα, το Συμβούλιο Προσωπικού δεν παρείχε τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης και συνεπώς η σύνθεσή του, ως του συμβουλευτικού οργάνου που έχει δημιουργηθεί για να υποβοηθά την ορθή άσκηση της αρμοδιότητας προαγωγών και άλλων θεμάτων προσωπικού από την ίδια την ΑΤΗΚ (βλ. ΑΤΗΚ ν. Στασοπούλου κ.α. (2005) 3 ΑΑΔ 157) πάσχει. Συνακόλουθα, οι διενεργηθείσες από το Διοικητικό Συμβούλιο προαγωγές στη βάση και της συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού είναι παράνομες.

 

Ο ισχυρισμός για παρανομία στη σύνθεση του Συμβουλίου Προσωπικού εγείρεται μόνο στην Προσφυγή αρ. 236/2011. Πρόκειται, όμως, για ζήτημα δημόσιας τάξης αφού η κακή σύνθεση καθιστά αναρμόδιο το συμβουλευτικό όργανο η συμβουλή του οποίου λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπώς μπορεί να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα (Sigma Radio TV Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2010) 3 ΑΑΔ 579) με αποτέλεσμα η πιο πάνω κατάληξη να εφαρμόζεται σε όλες τις υπό εκδίκαση προσφυγές. Στη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού στηρίχθηκε και η εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή οπότε, ως συνακόλουθο, συμπαρασύρεται και αυτή σε ακυρότητα.

 

Η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου πάσχει και για ένα άλλο λόγο ο οποίος εγείρεται στην Προσφυγή αρ. 179/2011.

 

Κατά την εισήγηση, η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου πάσχει καθότι δεν προκύπτει εάν λόγω της απουσίας των δύο μελών στο εξωτερικό κατά την επίδικη συνεδρία θεωρήθηκε περιττή η πρόσκληση.

 

Το ΕΜ Καντούνας  στη γραπτή του αγόρευση εξέφρασε την αντίθεσή του στον ισχυρισμό περί πάσχουσας σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου κατά την κρίσιμη συνεδρία. Θεωρεί πως τα μέλη προσκλήθηκαν δεόντως ενώ οι δύο κωλυόμενοι ειδοποίησαν ανάλογα πως λόγω της απουσίας τους στο εξωτερικό δεν θα μπορούσαν να παραστούν. Οι δε καθ’ ων η αίτηση προσκόμισαν πρόσκληση προς τον Αντιπρόεδρο και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, ημερ. 10.12.2010, προοριζόμενη να προσκαλέσει τους πιο πάνω σε συνεδρίαση για τις 14.12.2010.

 

Έχω τη γνώμη πως δικαίως προβάλλεται ο ισχυρισμός περί παρανομίας στη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου κατά την επίδικη συνεδρία. Σχετική είναι η επικαλούμενη από το δικηγόρο της αιτήτριας δεσμευτική απόφαση της Ολομέλειας στη Sigma Radio TV Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2009) 3 ΑΑΔ 30 από την οποία παρατίθεται το πιο κάτω εκτενές απόσπασμα:-

«Αφού μελετήσαμε όλα τα ενώπιον μας στοιχεία καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως η θέση του πρωτοδίκου δικαστηρίου, η οποία εκφράστηκε τόσο στην προαναφερόμενη ενδιάμεση απόφαση του, όσο και στην προαναφερόμενη τελική του απόφαση, δεν είναι ορθή. Η θέση του ήταν ότι, εφόσον οι προσκλήσεις προς τα μέλη της εφεσίβλητης Αρχής βρίσκονταν στο σχετικό διοικητικό φάκελο, τόσο η αποστολή τους όσο και η λήψη τους από τα μέλη τεκμαίρεται στη βάση του τεκμηρίου της κανονικότητας και ότι δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη απόδειξη της αποστολής τους, ή της λήψης τους, από πλευράς της εφεσίβλητης Αρχής. Η προαναφερόμενη θέση έρχεται σε αντίθεση με σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η ορθή νομική θέση γι’ αυτό το θέμα εκφράστηκε, μεταξύ άλλων, στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αναστασίου ν. Ε.Τ.Ε.Κ. (2003) 3 Α.Α.Δ. 616 στην οποία τονίστηκε ότι για να συνεδριάσει νομότυπα ένα συλλογικό όργανο χρειάζεται η εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήση στη συνεδρία του, κάθε μέλους του συλλογικού οργάνου. Η πρόσκληση των μελών του συλλογικού οργάνου πρέπει να προκύπτει είτε από αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής πρόσκλησης, είτε από βεβαίωση του μέλους, είτε από άλλα έγγραφα, όχι μεταγενέστερα της συνεδριάσεως του οργάνου. Στην Αναστασίου (ανωτέρω) γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, στην A. J. Pericleous (Services) Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 224 και σε σχετικό απόσπασμα από το σύγγραμμα Η.Γ. Κυριακόπουλου, «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον», Β΄ Γενικό Μέρος, 4η έκδοση, σελ. 23, το οποίον και ακολουθείται.

 

 Στη Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 258 εξετάστηκε ζήτημα παράβασης του Άρθρου 21(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 σε σχέση με την νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήση των μελών της εφεσίβλητης Αρχής. Στην υπόθεση εκείνη η Ολομέλεια υπέδειξε ότι η σχετική πρόσκληση δεν έφερε ένδειξη ότι στάληκε αλλά ούτε και άλλη σύγχρονη καταγραφή υπήρχε που να τεκμηριώνει την αποστολή της.

 

Στην Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 629/03, ημερ. 29.9.06 ο Αρτέμης, Δ. (όπως ήταν τότε) έκαμε αναφορά σε άλλες προηγούμενες πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τόνισε ότι τα αναγκαία στοιχεία τα οποία δεικνύουν αν ικανοποιείται η απαίτηση για πρόσκληση πρέπει να προκύπτουν από σαφή γραπτά στοιχεία που έχουν καταχωρηθεί κατά το χρόνο της πρόσκλησης. Η εκ των υστέρων βεβαίωση με ένορκη δήλωση δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αφού ο διοικητικός φάκελος πρέπει να αποτελεί τη μόνη πηγή πληροφόρησης του δικαστηρίου.

 

Ο Κωνσταντινίδης, Δ. στη Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1140/03, ημερ. 10.2.06 τόνισε, για το ίδιο θέμα της πρόσκλησης των μελών διοικητικού οργάνου, ότι χρειάζονται σύγχρονα γραπτά στοιχεία. Η απαίτηση του Άρθρου 21(3) του Ν. 158(Ι)/99 να κληθούν νομότυπα και εμπρόθεσμα όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου σε συνεδρία, δεν ικανοποιείται με μόνη την ύπαρξη πρόσκλησης στο φάκελο, χωρίς γραπτό στοιχείο, με τη μορφή κάποιας βεβαίωσης ή έστω σημείωσης αρμοδίως πως πράγματι στάληκε η πρόσκληση. Η προαναφερόμενη βεβαίωση ή σημείωση είναι απαραίτητη τόσο αναφορικά με την απόδειξη της αποστολής της πρόσκλησης όσο και αναφορικά με το χρόνο της αποστολής της.

 

Στην ίδια γραμμή είναι και η πρόσφατη απόφαση του Φωτίου, Δ. στη Lella Kentonis Investments Co. Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1571/06, ημερ. 6.2.2008.

 

Στις προαναφερόμενες υποθέσεις η κατάληξη ήταν πως έπασχε η σύνθεση της εφεσίβλητης Αρχής επειδή δεν βεβαιωνόταν η αποστολή της πρόσκλησης, προς τα απόντα μέλη, για τις επίδικες συνεδρίες.

 

Στην παρούσα υπόθεση είναι προφανές, από την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 13.10.2005 αλλά και την τελική απόφαση ημερ. 14.4.06, ότι μέλη της εφεσίβλητης Αρχής απουσίαζαν κατά τις συνεδρίες που κατέληξαν στην επίδικη απόφαση. Από το σχετικό φάκελο της εφεσίβλητης, που κατατέθηκε ως τεκμήριο στην προσφυγή, φαίνεται πως στις 6.8.2002, όταν δηλαδή λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, απουσίαζαν δύο μέλη της εφεσίβλητης Αρχής, δηλαδή ο κ. Αγάπιος Κακογιάννης και η κα. Φρ. Ηγουμενίδου-Ριζοπούλου. Για να τηρηθεί η ίδια σύνθεση της Αρχής που ίσχυε κατά την κρίσιμη συνεδρία της με αρ. 32/2002, ημερ. 6.8.2002, στην οποίαν εξετάστηκε και η επίδικη υπόθεση με αρ. 76/2002(3), τα πραναφερόμενα δύο μέλη αποχώρησαν και κατά τη συζήτηση της προαναφερόμενης υπόθεσης (αρ. 76/2002(3)), κατά την επόμενη συνεδρία της εφεσίβλητης Αρχής (με αρ. 33/2002, ημερ. 28.8.2002). Επίσης είναι προφανές, ότι τα μόνα στοιχεία που υπήρχαν στους σχετικούς φακέλους ήταν οι αντίστοιχες προσκλήσεις προς τον Αντιπρόεδρο και τα μέλη της εφεσίβλητης Αρχής, ημερομηνιών 29.7.2002 και 21.8.2002, χωρίς οποιαδήποτε σημείωση ή βεβαίωση ότι οι προσκλήσεις εκείνες απεστάλησαν στα δύο προαναφερόμενα απόντα μέλη της εφεσίβλητης Αρχής, καθ’ οιονδήποτε χρόνο. Συναφώς παρατηρούμε ότι από το σχετικό φάκελο φαίνεται πως, για άλλες περιπτώσεις, υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία αποστολής των προσκλήσεων, ενώ για την προκείμενη περίπτωση, ούτε στην ίδια την πρόσκληση αλλά ούτε και πουθενά αλλού υπάρχει στοιχείο αποστολής των προσκλήσεων, με οποιονδήποτε τρόπο.

 

Ενόψει των προαναφερομένων κρίνουμε πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι λανθασμένη σε σχέση με το ζήτημα της ορθής σύνθεσης της εφεσίβλητης Αρχής κατά τον ουσιώδη χρόνο. Δεν αποδείχθηκε, με βάση τα στοιχεία του σχετικού φακέλου, ότι οι προσκλήσεις προς τα απόντα μέλη της εφεσίβλητης Αρχής στάληκαν νομότυπα, όπως επιβαλλόταν, από την αυστηρή νομολογία μας, και επομένως η σύνθεσή της δεν ήταν ορθή.

 

Η έφεση επιτυγχάνει γι’ αυτό το λόγο και δεν είναι απαραίτητο, υπό τις περιστάσεις, να εξεταστούν και οι άλλοι δύο λόγοι έφεσης».

 

Έχοντας τα πιο πάνω υπόψη, η προσκομισθείσα από τους καθ’ ων η αίτηση πρόσκληση απευθυνόμενη προς τον Αντιπρόεδρο και επτά μέλη δεν διασώζει τη νομιμότητα της σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου εφόσον δεν υπήρχαν παράλληλα σύγχρονα γραπτά στοιχεία τα οποία να φανερώνουν την πράγματι αποστολή της πρόσκλησης.

 

Το γεγονός, βεβαίως, της ύπαρξης απαρτίας κατά την εν λόγω συνεδρία, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Στην Πιερέττη ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (2008) 3 ΑΑΔ 475 λέχθηκαν συναφώς τα ακόλουθα:-

«Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η ύπαρξη απαρτίας ήταν αρκετή, αφού το Άρθρο 4(2) του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου του 1982, Ν.9/82 προβλέπει ότι ο Πρόεδρος και άλλα δύο μέλη αποτελούν απαρτία. Δεν τίθεται όμως θέμα απαρτίας αλλά θέμα νόμιμης σύνθεσης. Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί (βλέπε μεταξύ άλλων Αναστασίου v. Ε.Τ.Ε.Κ. (2003) 3 Α.Α.Δ. 616 και Άρθρο 21(3) του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99) για να συνεδριάσει νόμιμα συλλογικό όργανο πρέπει να κληθούν νομότυπα και εμπρόθεσμα όλα τα μέλη στη συνεδρία, εκτός βέβαια των περιπτώσεων όπου το όργανο συνεδριάζει σε τακτές ημέρες και ώρες».

 

Στοιχειοθετείται, συνεπώς, λόγος ακυρότητας. Ο ισχυρισμός εγείρεται μόνο στην Προσφυγή αρ. 179/2011 αλλά ισχύουν και εδώ τα όσα λέχθηκαν πιο πάνω αναφορικά με την εφαρμογή της κατάληξης σε όλες τις προσφυγές ενόψει της δυνατότητας αυτεπάγγελτης εξέτασης από το Δικαστήριο ζητήματος δημόσιας τάξης.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι πέντε προσφυγές επιτυγχάνουν με €1.300 έξοδα στην κάθε προσφυγή, υπέρ των Αιτητών.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο