EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1673/2010)

 

4 Ιουλίου, 2013

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

EDWARD ESKANDAZ,

 

Αιτητής,

 

-ΚΑΙ-

 

          ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.     ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, ΚΑΙ

2.     ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η Aίτηση.

- - - - - -

Ν. Χαραλαμπίδου, για τον Αιτητή.

 

Α. Καλησπέρα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

- - - - - -                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από την Αίγυπτο, Χριστιανός στο θρήσκευμα, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του το 2004 και αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στις 23.11.2004 υπέβαλε αίτηση ασύλου, σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο του 2000, Ν. 6(1)/2000 (ο Νόμος), όπως τροποποιήθηκε. Η αίτησή του απορρίφθηκε στις 19.1.2010 επειδή, όπως καταγράφεται, ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει προσφυγικό αίτημα και, συνεπώς, δεν είναι άτομο που έχει ανάγκη διεθνούς προστασίας.

 

Ο αιτητής υπέβαλε ακολούθως διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (Α.Α.Π.), η οποία όμως απορρίφθηκε με απόφαση της Αρχής ημερομηνίας 29.10.2010, η νομιμότητα της οποίας αποτελεί αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Στη συνέχεια θα εξετάσω τους λόγους ακύρωσης τους οποίους προβάλλει ο αιτητής.

 

1.     Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2004/83/ΕΚ, της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ και προνοιών των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 μέχρι 2009.

 

Ο αιτητής υποστηρίζει ότι οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα ή δικαιουμένου σε συμπληρωματική προστασία δε συνάδουν με αυτές που προβλέπονται στον περί Προσφύγων Νόμο και στο Εγχειρίδιο της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες και, ως εκ τούτου, καταλήγουν σε παραβίαση της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και των σχετικών Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Πιο συγκεκριμένα, ο αιτητής επικεντρώνεται στον ισχυρισμό ότι, όπως ανέφερε στη συνέντευξή του που πραγματοποιήθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου, καθώς και στη διοικητική του προσφυγή, είναι Χριστιανός στο θρήσκευμα και διώκεται από ισλαμικές φανατικές ομάδες στη χώρα καταγωγής του, ενώ οι αρχές της χώρας του δεν είναι πρόθυμες να τον προστατεύσουν.

 

Ο αιτητής υποβάλλει ότι συντρέχουν στην περίπτωσή του οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Νόμου, οι οποίες και αντικατοπτρίζουν τον ορισμό του πρόσφυγα, όπως αυτός καθορίζεται στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, αλλά και στην Οδηγία 2004/83/ΕΚ. Εφόσον επικαλείται φόβο δίωξής του για λόγους θρησκευτικούς, όπου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3Γ(1)(β) του Νόμου οι πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης αποτελούν, ισχυρίζεται, σώρευση διαφόρων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία είναι αρκούντως σοβαρή έτσι ώστε να θίγονται τα ανθρώπινα δικαιώματα του προσώπου. Οι διατάξεις αυτές αποτελούν προϊόν εναρμόνισης με την Οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς μεταξύ άλλων των υπηκόων τρίτων χωρών.

 

Ο αιτητής επίσης υποβάλλει ότι εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 3Α του Νόμου, στους φορείς δίωξης ή σοβαρής βλάβης συμπεριλαμβάνονται το Κράτος και ομάδες ή οργανώσεις που ελέγχουν το κράτος, θα έπρεπε οι αρμόδιες αρχές να είχαν εξετάσει όλα τα πιο πάνω στοιχεία για να διαπιστώσουν κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ορισμού του πρόσφυγα στην περίπτωσή του. Έτσι θα διαπίστωναν ότι έχει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους θρησκείας.

 

Περαιτέρω, ο αιτητής υποστηρίζει ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε καμιά ανάλυση ή έρευνα, για να διαπιστώσουν κατά πόσο αυτός εμπίπτει στον ορισμό του πρόσφυγα πριν προχωρήσουν ν΄ αποφασίσουν για την αξιοπιστία του.

 

Παράλληλα, ο αιτητής υποβάλλει ότι, αν απερρίπτετο η αίτησή του για άσυλο υπό καθεστώς πρόσφυγα, θα έπρεπε να του παραχωρείτο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του Νόμου, εφόσον στην περίπτωση αυτή δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί δίωξη σε ατομική και προσωπική βάση του αιτητή, αλλά να αποδειχθεί η γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του, αναφορικά με το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να εξεταστεί κατά πόσο η γενική αυτή κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη του αιτητή κατά την έννοια του άρθρου αυτού.

 

Το κείμενο των άρθρων του Νόμου που ορίζουν την έννοια του “πρόσφυγα” και της “Αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας” (άρθρα 3 και 19 αντίστοιχα) έχει ως ακολούθως:

 

“3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθως διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ΄αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5.

 

19.-(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφαση του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγενείας του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.

 

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σημαίνει –

 

(α) Θανατική ποινή ή εκτέλεση·

 

(β) Βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία·

 

(γ) παραβίαση ανθρώπινου δικαιώματος τόσο κατάφωρη ώστε να ενεργοποιεί τις διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας· ή

 

(δ) απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας, ως αποτέλεσμα βίας που ασκείται αδιακρίτως υπό συνθήκες ένοπλης σύγκρουσης ή ως αποτέλεσμα συστηματικών ή γενικευμένων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των οικείων προσώπων.”

 

Είναι ασφαλώς αυτονόητο και αυτό έχει επιβεβαιωθεί επανειλημμένα από τη νομολογία, ότι κάθε αιτητής ο οποίος ισχυρίζεται ότι πρέπει να τύχει ασύλου ή συμπληρωματικής προστασίας, έχει το βάρος να τεκμηριώσει το ότι ικανοποιούνται στην περίπτωσή του οι πιο πάνω προϋποθέσεις του Νόμου. (Βλ. πχ. Zahra Golpour v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1334/2006, 9.7.2007).

 

Δεδομένου ότι ο αιτητής προσβάλλει ως μοναδικό λόγο για τον οποίο αιτείται άσυλο τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, για τις οποίες υποστηρίζει ότι έχει υποστεί επιθέσεις, απειλές, εκφοβισμό και ύβρεις από ομάδες φανατικών ισλαμιστών με στόχο τον προσηλυτισμό του στο Ισλάμ και για τις οποίες ζήτησε την προστασία των αρχών της χώρας καταγωγής του, αλλά αυτές δεν ήταν πρόθυμες να την παραχωρήσουν, όπως ισχυρίζεται, το όλο αίτημά του θα έπρεπε να εξεταστεί με βάση αυτό τον πυρήνα.

Παρόλον τούτου όμως, φαίνεται να προκύπτει, τόσο από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, όσο και από τα παραρτήματα τα επισυνημμένα στην Ένσταση, ότι ο αιτητής δε διώκεται από τις “φανατικές ισλαμικές ομάδες” στη χώρα καταγωγής του, ούτε ότι ζήτησε βοήθεια και προστασία από τις αρχές της χώρας του και δεν την έλαβε. Ούτε στην αίτησή του, αλλά ούτε και κατά τη συνέντευξή του ο αιτητής έκανε αναφορά σε φανατικές ισλαμικές ομάδες. Χαρακτηριστικά για τα όσα υποστήριξε επί καθοριστικής σημασίας είναι τα πιο κάτω, από τα πρακτικά της συνέντευξης του αιτητή στον αρμόδιο Λειτουργό:

 

“Did you exit your country of origin legally? Yes. With a visa.

 

When did you leave your country the last time? It was four years ago, I don´t remember exactly. You have the last visa in my file.

 

How long after leaving Egypt you entered Cyprus? I came the same day.

 

Do you have any documents to prove your identity? I did not bring any documents with me. I left it at home.

 

Do you have a passport? Yes.

 

It is valid? No it is expired.

 

Have you obtained your passport legally? Yes.

 

Where was your last place of residence in Egypt before coming to Cyprus? In Ismailia.

 

How long have you been staying there? Around 18 years.

 

Do you have family there? No.

 

Do you have family in Egypt? Yes. I have only my father. In Zakazika.

 

Where is Ismailia situated in Egypt? East of Egypt. Isauiz, Bousait and Domiat are neighbour cities.

 

What did you do in Ismailia? When I finished school I worked with my father in his business. This business did not succeed because it was situated in Muslims area.

 

Have you completed the application by yourself? Yes.

 

Everything you state in your application is true? Yes but not all.

 

What do you mean? I don´t remember exactly what I wrote.

 

Why did you leave from Egypt? Because my father was afraid that I would convert and my brother has converted, that was why we were trying to leave the country.

 

You left Egypt with your brother? No. With my sister.

 

She converted as well? No we are Christians.

 

When you said that your brother converted, what did you mean? He converted from Christianity to Islam.

 

And what was the reason that made you leave Egypt? I left the country because my brother was forced to convert by a group of Muslims and they tried to do the same with me one time but I run away to Cyprus.

 

Your father is Christian? Yes.

 

And he is still in Ismailia? No he left and went to a place called Zakazik.

 

You said that your father was afraid that you would convert and that you were trying to leave the country. With whom did you try to leave the country? I was talking about myself. My father was trying to find a way for me to leave the country. My sister came to Cyprus, then she came back to Egypt to help me with my papers and then we came together to Cyprus.

 

Who forced your brother to convert? An Islamic Organization. One time they beat him too much but they did not succeed. So they tried to send him women because they knew that he loves women. And one of them went to the police and she said that he tried to rape her. This was of course lies to force him convert. And he did.

 

What did they do to you? Because we were living in an Islamic area, a group of people one time, they stopped me and they beat me and tried to force me to convert but they did not succeed and every time I was hearing insults and abuse from people around me.

 

What happened exactly that time and how long did this incident lasted? I don´t remember exactly what happened that day but I have medical documents in Egypt because they took me to the hospital that day. I forget easily.

 

And how long did this whole incident last? The last time I faced this problem they did not touch me or hear from them. After one month they sent other people, insulted me and abused me.

 

What do you mean by saying they abusedyou? Insults and they consider that every Christian is a non-believer.

 

Do you have any other reasons for leaving your country of origin besides what you have mentioned in your application? No.

 

From the copies of your passport I have in your file, I can see that you visited Cyprus quite a few times. Why? I used to come and visit my sister.

 

But you were coming every month for almost a year. Your were visiting your sister so often? She brought me to live with her here and she brought my mother here as well because she is married with Egyptian Cypriot.

 

Your mother is here in Cyprus as well? Yes.

 

With what status? She came as a visitor and she will go back.

 

Where does your mother live in Egypt? In Ismailia.

 

Your parents do not face any problem with the Islamic group? Just insults from time to time. We are trying to unite all the family here in Cyprus.

 

IMMEDIATE REASONS FOR LEAVING YOUR COUNTRY

 

Have you ever been convicted? No.

 

Are you wanted? No.

 

Have you ever been harassed or persecuted? Just what I have mentioned to you. They insulted me.

 

What do you think would be the consequences if you return to Egypt, Ismailia? If I cannot stay here in Cyprus, I will go back and I will try to find some other country to go to because I don´t want to stay there and convert like my brother did.

 

Did you go to school? I finished University and I have a degree in Commerce.

 

Would the authorities permit you to return to Egypt if this is the case? No. It is impossible. If I go back they will put me in prison.

 

Do you want to add anything else up to this point? All what I am asking is to stay here and start a new life. I want to forget everything that happened there in Egypt. I would like to ask you to help us and unite the family here. I am not asking for money or anything else.”

 

Ο αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού αξιολόγησε τα πιο πάνω στοιχεία και γεγονότα που ώθησαν τον αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα του, ετοίμασε εισήγηση απόρριψης προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος και έκρινε, δικαιολογημένα, ότι στο πρόσωπο του αιτητή δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Νόμου, εφόσον δεν επιβεβαιώθηκε δικαιολογημένος φόβος δίωξης, ούτε και καταδείχθηκε περίπτωση ο αιτητής να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα μόνιμης διαμονής του, εφόσον οι ισχυρισμοί του δεν υποστήριζαν κάτι τέτοιο. Επίσης, κρίθηκε ότι δεν υφίστατο λόγος αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1), επειδή δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2) αναφορικά με τον κίνδυνο ο αιτητής να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.

 

Με τα ίδια δεδομένα στη συνέχεια η Α.Α.Π., λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, καθώς και τους λόγους της διοικητικής προσφυγής του αιτητή, τους οποίους έκρινε ανυπόστατους, κατέληξε ακριβώς στο ίδιο πιο πάνω συμπέρασμα του πρωτοβάθμιου οργάνου, ότι δηλαδή ο αιτητής δεν μπορούσε να τύχει αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 του Νόμου, εφόσον δεν κατάφερε ν΄ αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους θρησκευτικούς. Επίσης, δεν απέδειξε ότι μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του Νόμου) για τους ίδιους πιο πάνω λόγους.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της υπόθεσης (βλ. Παράρτημα 2 της Ένστασης), ο αιτητής πηγαινοερχόταν στη χώρα του από το 2002 μέχρι και το τέλος του 2004, οπότε και υπέβαλε αίτηση ασύλου, πολλές φορές (γύρω στις δεκαπέντε (15) φορές), γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι δεν αντιμετώπιζε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Αίτηση ασύλου υπέβαλε στις 23.11.2004. Επίσης, από τα όσα ο αιτητής διηγήθηκε, προκύπτει ότι για δεκαοκτώ (18) χρόνια ζούσε χωρίς πρόβλημα στη χώρα του και συγκεκριμένα στην πόλη Ismailia και, εν τούτοις, χωρίς ιδιαίτερες εξηγήσεις, παρουσίασε τον αδελφό του αρχικά να αντιμετωπίζει πρόβλημα με τη θρησκεία και μετά τον εαυτό του, ενώ η αδελφή του διέμενε στην Κύπρο και ο ίδιος την επισκέφθηκε με νόμιμο τρόπο, χρησιμοποιώντας το διαβατήριο του δεκαπέντε (15) φορές. Αν όντως τον έδειραν με σκοπό να τον προσηλυτίσουν στη μουσουλμανική θρησκεία, όπως ισχυρίζεται, (βλ. Παράρτημα 5 στην Ένσταση, ερυθρό 38 στο διοικητικό φάκελο), και αυτό συνέβη το 2003, όπως ο ίδιος δήλωσε, ένα χρόνο δηλαδή πριν ο ίδιος αιτηθεί πολιτικό άσυλο, προφανώς η καθυστέρηση αυτή δεν καταδεικνύει άτομο το οποίο κινδυνεύει στη χώρα του. Πώς είναι δυνατό ν΄ αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα δίωξης στην Αίγυπτο όταν πηγαινοερχόταν στη χώρα του δεκαπέντε φορές με νόμιμο τρόπο;

 

Με τα πιο πάνω στοιχεία ως δεδομένα, ο αιτητής φαίνεται ότι είχε πράγματι πρόβλημα να τεκμηριώσει ότι αντιμετωπίζει φόβο δίωξης στη χώρα του από τους  Μουσουλμάνους επειδή είναι Χριστιανός και έτσι πλήττεται η αξιοπιστία του.

 

Επιπρόσθετα, όταν ρωτήθηκε από τον αρμόδιο Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου κατά τη συνέντευξη, αν όλα όσα δήλωσε στην αίτησή του είναι ορθά απάντησε το εξής: «Everything you state in your application is true?’ Yes, but not all. What do you mean? I don´t remember exactly what I wrote

 

Είναι βέβαια λογικό να ξεχάσει ορισμένα πράγματα τα οποία είχε δηλώσει αρκετά χρόνια προηγουμένως, αλλά η αβεβαιότητα ως προς τους ισχυρισμούς που προέβαλε και που συνέθεταν τον πυρήνα του αιτήματός του, δεν  μπορούσε παρά να πλήξει την αξιοπιστία του. Ενόψει μάλιστα και του γεγονότος ότι ισχυρίστηκε κίνδυνο της ζωής του εξαιτίας του χριστιανικού θρησκεύματός του και μόνο γι΄ αυτό το λόγο καθώς και σε σχέση με το πιο πάνω περιστατικό απειλής της ζωής του.

 

Αν πράγματι κινδύνευε τόσο πολύ η ζωή του, δε θα καθυστερούσε να αιτηθεί πολιτικό άσυλο, αλλά και θα θυμόταν τι έγινε την ημέρα εκείνη που ισχυρίστηκε ότι τον κτύπησαν και δε θα παρουσιαζόταν αόριστος σε σχέση με το μοναδικό περιστατικό το οποίο ανέφερε εις βάρος του. Επιπρόσθετα, δε θα πηγαινοερχόταν σχεδόν κάθε μήνα νόμιμα από την Αίγυπτο στην Κύπρο. Το ακόλουθο απόσπασμα από τη συνέντευξή του, είναι χαρακτηριστικό:

 

“What did they do to you? Because we were living in an Islamic area, a group of people one time, they stopped me and they beat me and tried to force me to convert but they did not succeed and every time I was hearing insults and abuse from people around me.

 

What happened exactly that time and how long did this incident lasted? I don´t remember exactly what happened that day but I have medical documents in Egypt because they took me to the hospital that day. I forget easily.

 

And how long did this whole incident last? The last time I faced this problem they did not touch me or hear from them. After one month they sent other people, insulted me and abused me.

 

What do you mean by saying they abused you? Insults and they consider that every Christian is a non-believer.

 

When did the problems start with this group? I don´t remember exactly. I am here in Cyprus for 4 years. It happened 1 year before coming to Cyprus.

 

So, this problem you had lasted for 1 year? Not a whole year. Not every day but from time to time.

 

You said that you were 18 years in Ismailia. For 18 years you did not have any problems? Nothing happened when I was there. Only that time that we had problems and my brother faced the problem and finally converted.”

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω στοιχεία, τις ουσιώδεις αντιφάσεις, ελλείψεις και αδυναμίες που εντοπίστηκαν στη συνέντευξη που έδωσε ο αιτητής, επιβεβαιώνεται ο κλονισμός της αξιοπιστίας του αναφορικά με τους βασικούς ισχυρισμούς του.

 

Όπως έχει νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

 

Όπως ορθά υποδεικνύει και η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του αιτητή, ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις που έδωσε. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις ίδιες τις πρόνοιες του Εγχειριδίου. Πρόνοιες στις οποίες παρέπεμψαν στην αιτιολογημένη απόφασή τους, τόσο η Υπηρεσία Ασύλου όσο και η Α.Α.Π.

 

Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

2.             Η κατ΄ ισχυρισμό πλάνη περί τα πράγματα και/ή έλλειψη επαρκούς και ή δέουσας έρευνας.

 

Ο αιτητής υποβάλλει ότι η Α.Α.Π. δεν προέβη σε οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα αναφορικά με το αίτημά του και ειδικότερα αναφορικά με την κατάσταση στην Αίγυπτο σε σχέση με τους Χριστιανούς. Ισχυρίζεται δε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα.

 

Σύμφωνα με τον αιτητή, οι Χριστιανοί στην Αίγυπτο είναι θύματα διακρίσεων, και απειλούνται από την τρομοκρατία Μουσουλμάνων φανταμενταλιστών και την αυθαίρετη πρακτική των τοπικών αστυνομικών αρχών να τους αρνούνται προστασία από τέτοιες ομάδες.

 

Παρά ταύτα, όλα τα στοιχεία τα οποία παρατέθηκαν πιο πάνω, επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι οι καθ΄ων η αίτηση εξέτασαν δεόντως όλο το υλικό που περιέχεται στο φάκελο του αιτητή και κατέληξαν ότι δεν στοιχειοθετούνταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για παροχή του καθεστώτος του πρόσφυγα, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3 του Νόμου, ούτε και οι προϋποθέσεις για παροχή του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, όπως προβλέπεται από το άρθρο 19 του Νόμου, καθότι ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη όπως καθορίζεται από το άρθρο 19(2) του Νόμου. Επομένως, ούτε πλάνη περί τα πράγματα διαπιστώνεται κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης. Επιπρόσθετα σημειώνεται ότι, ως προς το μεμονωμένο περιστατικό που επικαλέστηκε ο αιτητής σχετικά με ομάδα Χριστιανών που δολοφονήθηκαν από Μουσουλμάνους εξερχόμενους από εκκλησία, αυτό συνέβη πολύ μακριά από την πόλη του αιτητή, αλλά το βασικότερο είναι ότι, μετά από έρευνα από τους καθ΄ων η αίτηση, διαπιστώθηκε ότι το γεγονός αυτό αποτελούσε πράξη αντεκδίκησης μετά από το βιασμό κάποιας Μουσουλμάνας από κάποιο Χριστιανό. Συνεπώς, αποτελεί ένα μεμονωμένο περιστατικό.

 

Επίσης, όπως έχει ήδη αναφερθεί, σημαντικό είναι, μεταξύ άλλων, και το γεγονός ότι ο αιτητής πηγαινοερχόταν από Αίγυπτο-Κύπρο νόμιμα γύρω στις 15 φορές, ανενόχλητα, στοιχείο που προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση, σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία, εξετάζουν υπό μορφή δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας την ορθότητα της διαδικασίας και της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Δε χρειαζόταν οποιαδήποτε νέα έρευνα από τον αρμόδιο Λειτουργό των καθ΄ων η αίτηση που υπέβαλε την έκθεσή του, με δεδομένο ότι έκρινε ότι ο Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου είχε συλλέξει ότι ήταν δυνατό προς διασταύρωση  των ισχυρισμών του αιτητή, ενώ ο ίδιος ο αιτητής δεν παρουσίασε οποιαδήποτε νέα στοιχεία κατά τη διοικητική προσφυγή, ώστε να χρειαζόταν πρόσθετη έρευνα ή αναθεώρηση της αξιολόγησης που έγινε.

 

Ο αρμόδιος Λειτουργός της Αρχής προέβη σε διαπιστώσεις, αφού εξέτασε τους λόγους που ο αιτητής επικαλέστηκε στη διοικητική του προσφυγή. Δεν υπάρχει υποχρέωση για εκ νέου διενέργεια έρευνας κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής από την Αναθεωρητική Αρχή, εκτός εάν η ίδια κρίνει ότι επιθυμεί την παροχή περαιτέρω στοιχείων. (Βλ. σχετικά την απόφαση στην υπόθεση Rishrili κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1756/2007, 28.9.2009.)

Επιπλέον, ο αιτητής παρέπεμψε και σε κάποια περιστατικά για να υποστηρίξει ότι οι Χριστιανοί στην Αίγυπτο αποτελούν θύματα διακρίσεων και ότι απειλούνται από την τρομοκρατία Μουσουλμάνων φανταμελιστών, όπως είναι η πρόθεση των Αιγυπτιακών αρχών να θανατώσουν χοίρους προς αντιμετώπιση της νόσου των χοίρων και ότι αυτό θα έπληττε τους Κόπτες-Χριστιανούς, το ότι πολλοί ασχολούνται με την εκτροφή χοίρων, επίσης σε διακρίσεις που γίνονται εναντίον των Κόπτων-Χριστιανών στον τομέα της εργασίας, κυρίως στο δημόσιο τομέα, όπως και σε διάφορα περιστατικά βίας που σημειώθηκαν κατά καιρούς από Μουσουλμάνους εναντίον των Χριστιανών. Παρατηρώ όμως ότι, σε όλες τις πιο πάνω πηγές πληροφόρησης, δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε περιστατικά εξισλαμισμού ή προσπάθειας εξισλαμισμού νεαρών Κοπτών-Χριστιανών που συνέβησαν στην Αίγυπτο, που αποτελεί τη βάση του ισχυρισμού του αιτητή στη βάση του οποίου θα έπρεπε να τύχει πολιτικού ασύλου.

 

Επομένως, και αυτός ο λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

 

3.       Η κατ΄ισχυρισμό παραβίαση των διαδικασιών εξέτασης αιτήσεων ασύλου.

 

Σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο, οι διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων διεθνούς προστασίας εφαρμόζονται κατά τον ίδιο τρόπο τόσο σε ότι αφορά την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα όσο και την αναγνώριση του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατά γενικό τρόπο ο αιτητής ισχυρίζεται ότι κατά την υποβολή της αίτησης ασύλου του δεν ενημερώθηκε για τα δικαιώματά του όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 11(5) του Νόμου.

 

Πέραν από το γενικό ισχυρισμό ότι δεν πληροφορήθηκε για τα δικαιώματά του, ο αιτητής δεν προσκόμισε οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο να δικαιολογεί τον πιο πάνω ισχυρισμό, ούτε και ήγειρε τέτοιο ισχυρισμό στη διοικητική προσφυγή που καταχώρησε.

 

Επιπρόσθετα, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι η προσωπική συνέντευξη έγινε πέντε (5) χρόνια, μετά την υποβολή της αίτησης, διήρκεσε μιάμιση ώρα, με διερμηνεία από τα αραβικά στα αγγλικά και το αντίστροφο, αυτό σημαίνει ότι σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους για τους οποίους αιτείται άσυλο, όπως απαιτείται από το Νόμο και την Οδηγία 2005/85/ΕΚ.

 

Σε συμφωνία με τη δικηγόρο των καθ΄ων η αίτηση, θα πρέπει ν΄ απορριφθεί και αυτό το σκέλος του ισχυρισμού του αιτητή.

Ο Νόμος δεν καθορίζει ούτε πότε θα πρέπει να καλέσει η Υπηρεσία Ασύλου τον αιτητή για συνέντευξη, ούτε και πόση διάρκεια θα έχει. Πρόκειται δε για την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων και όχι για την ταχύρρυθμη διαδικασία (βλ. άρθρο 12 Δ), όπου κατά προτεραιότητα και όχι αργότερα από 30 ημέρες από την ημέρα υποβολής της αίτησης εξετάζονται από την Υπηρεσία Ασύλου αιτήσεις που, κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού, εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 12, 12 Α και 12 Β του Νόμου. Περαιτέρω, ο αιτητής ερωτήθηκε τα σημαντικά στον πυρήνα του αιτήματος του και η αίτησή του εξετάστηκε ενδελεχώς.

 

Εξάλλου, και στην περίπτωση αυτή παρατηρώ ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν τέθηκε ενώπιον της Α.Α.Π., έτσι ώστε όπως έχει νομολογηθεί, να μην μπορεί να εξεταστεί για πρώτη φορά από το Δικαστήριο, εφόσον εκείνο που εξετάζεται με την προσφυγή είναι η νομιμότητα της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση. [Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 342, 346.]

 

Τέλος, η θέση του αιτητή ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση πάσχει και για το λόγο ότι, ενώ η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε από το Λειτουργό και πιο συγκεκριμένα από τον κ. Σωκράτη Παρπαρίνο, η έκθεση/εισήγηση προς τον Προϊστάμενο έγινε από άλλο Λειτουργό και πιο συγκεκριμένα από την κα Ευαγγελία Κωνσταντίνου, χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί νέα συνέντευξη με το νέο Λειτουργό που ανέλαβε την υπόθεση του αιτητή.

 

Καθοριστικής σημασίας επί του θέματος είναι ο Νόμος και συγκεκριμένα το άρθρο 11 το οποίο προβλέπει όλα τα σχετικά με την υποβολή αίτησης. Πουθενά στο Νόμο δε γίνεται πρόνοια ότι η συνέντευξη και η έκθεση/εισήγηση πρέπει να γίνουν από τον ίδιο Λειτουργό. Ενδεχομένως να υπήρχε θέμα αν ο αιτητής ισχυριζόταν ότι ο Λειτουργός που έκανε έκθεση/εισήγηση δεν έλαβε υπόψη του κάτι που αυτός δήλωσε στη συνέντευξή του, πλην όμως, κάτι τέτοιο δε συνέβη. Προφανώς προκύπτει ότι η εισηγήτρια έλαβε υπόψη της τα όσα είπε στη συνέντευξή του ο αιτητής και όλα τα στοιχεία που περιέχονται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.

 

Ενόψει των ανωτέρω, ούτε αυτός ο λόγος στοιχειοθετείται.

 

Επειδή ο αιτητής, τόσο στις γραπτές του αγορεύσεις, όσο και στο στάδιο των διευκρινίσεων, ισχυρίζεται ότι λανθασμένα οι καθ΄ων η αίτηση τον αντιμετώπισαν κατά την εξέταση της αίτησής του θεωρώντας τον ότι ήταν Μουσουλμάνος ο οποίος προσηλυτίστηκε στο Χριστιανισμό, γι΄αυτό και οι σχετικές ερωτήσεις περί θρησκείας και ειδικά περί Χριστιανισμού, παραλείπονται ενώ αυτός ήταν εκ γενετής Χριστιανός-Κόπτης στην Αίγυπτο, παρατηρώ τα πιο κάτω:

 

Όντως ο αιτητής προσκόμισε πιστοποιητικό γέννησης όπου φαίνεται το θρήσκευμά του. Διαπιστώνεται όμως ότι από το σύνολο της προφορικής συνέντευξης που έδωσε ο αιτητής, ελάχιστες ερωτήσεις περί θρησκείας του υποβλήθηκαν, οι απαντήσεις στις οποίες δεν είχαν βαρύνουσα σημασία έτσι ώστε να εκρίνετο η τύχη της αίτησής του για άσυλο από κάποιες ανακρίβειες που έδωσε περί του θέματος. Ήταν μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της συνέντευξης, όχι όμως καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της υπόθεσης και τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Καταλήγοντας, θεωρώ ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει στα δύο στάδια της διοικητικής διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση ιδιότητας πρόσφυγα δυνάμει του Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση στον ίδιο της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19Α του Νόμου ή για προσωρινή διαμονή στη Δημοκρατία για ανθρωπιστικούς λόγους. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, κατόπιν εκτίμησης των πραγματικών στοιχείων, και στην απουσία οποιασδήποτε μεμπτότητας, το ακυρωτικό Δικαστήριο δε δικαιολογείται όπως επέμβει.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, θεωρώ ότι ο αιτητής δε δικαιούται του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο επικαλείται και παρέχεται στον αιτούντα όταν δεν είναι σε θέση να τεκμηριώσει τους κατά τα άλλα βάσιμους και αξιόπιστους προβαλλόμενους ισχυρισμούς με έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά μέσα. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτητής κρίθηκε γενικά ως αναξιόπιστος. Η άρνηση των καθ΄ων η αίτηση να χορηγήσουν στον αιτητή πολιτικό άσυλο δεν στηρίχθηκε σε αμφιβολίες αναφορικά με το βάσιμο ή μη των ισχυρισμών του, αλλά στην εύλογη διαπίστωση περί αναξιοπιστίας του ιδίου και των στοιχείων που παρουσίασε.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, ακολουθώντας δε το αποτέλεσμα, τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

   K. Κληρίδης,

                                                                        Δ.

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο