BORISLAV BORISOV ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Yπόθεση Αρ.: 213/2013, 29/7/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                           (Yπόθεση Αρ.: 213/2013).

[29 Ιουλίου, 2013]

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 11, 12, 15, 28, 30, 33, 35, 54, 61, 136, 152, 169(3), 179 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2004/38/ΕΚ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΤΟΥΣ ΝΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΑΜΕΝΟΥΝ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΚΑΙ ΤΟΝ Ν.7(1)/2007 ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 5 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ.

 

 

BORISLAV BORISOV,

                                                                             Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

                                                              Καθ΄ ου η αίτηση.

---------------------------

Γιάννης Πολυχρόνης, για τον Αιτητή.

Αριάδνη Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για το Καθ΄ ου η αίτηση.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΚΛΗΡΙΔΗΣ Δ.:   Ο αιτητής κατάγεται από τη Βουλγαρία και διαμένει στην Κύπρο από το 2011, εργασθείς σε διάφορους εργοδότες.

 

Κατά την 12.2.2013 ο αιτητής συνελήφθη από μέλος της Αστυνομίας καθότι εναντίον του υπήρχαν πληροφορίες ότι ενέχεται σε υπόθεση που αφορά τα αδικήματα της  1. Συνωμοσίας προς διάπραξη Κακουργήματος, 2. Εκβίασης, 3. Απαίτησης περιουσίας με απειλές, 4. Απειλές, 5. Παράνομης κατοχής πυροβόλου όπλου τάξεως Β, 6. Οπλοφορίας προς διέγερση τρόμου, 7. Παράνομης κατοχής αντικειμένου κατασκευασμένου να εκκενώνει ηλεκτρική ενέργεια, 8. Συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, 9. Συμμετοχής και αποδοχής διάπραξης εγκλημάτων και 10. Παράνομης κατοχής ελεγχόμενων φαρμάκων ήτοι ναρκωτικών, τα οποία διαπράχθηκαν κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2013 στην Επαρχία Λάρνακας.

 

Με βάση τις ανωτέρω πληροφορίες, την ίδια ημερομηνία, δηλαδή στις 12.2.2013, η Υπουργός Εσωτερικών έκρινε ότι ο Αιτητής είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (ζ) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105 και αποφάσισε την απέλασή του.

 

Επίσης στις 12.2.2013 εκδόθηκαν εναντίον του Αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης κατόπιν οδηγιών του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ο οποίος έκρινε ότι ο Αιτητής αποτελεί πραγματική και ενεστώσα απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας και αφού έλαβε υπόψη του τη σχέση του αιτητή με τη Δημοκρατία και τη χώρα καταγωγής του, δηλαδή τη Βουλγαρία.

 

Με την παρούσα προσφυγή του, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση Υπουργείου, με την οποία διενεργήθηκε η σύλληψη και κράτησή του, είναι παράνομη και θα πρέπει να ακυρωθεί.  Προβάλλει δε προς τούτο, διάφορους λόγους ακύρωσης, τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια.

 

1ος λόγος ακύρωσης – Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση της αρχής φυσικής δικαιοσύνης περί του δικαιώματος ακρόασης

 

Όπως υποστηρίζει ο αιτητής, αφ΄ης στιγμής το καθ΄ου η αίτηση ή η Αστυνομία, δυνάμει πληροφοριών άσκησε κρίση σύμφωνα με την οποία ο αιτητής ήταν πρόσωπο που αποτελούσε κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, και επροτίθετο να προχωρήσει στη σύλληψη και κράτησή του για σκοπούς απέλασης, τότε όφειλε να του δώσει την ευκαιρία να προβεί σε παραστάσεις ενώπιον του και να εκθέσει τη θέση του.  Προς υποστήριξη των θέσεών του, ο αιτητής παρέπεμεψε σε νομοθετικές πρόνιες και σε αποφάσεις από τη νομολογία.  Επικαλέστηκε συγκεκριμένα το Άρθρο 43(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου – Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, το Άρθρο 30 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στην Επικράτεια της Δημοκρατίας Νόμου – Νόμος αρ. 7(Ι)/2007 και του Νόμου αρ. 18(ΙΙΙ)/2000.

 

Από την άλλη πλευρά, το καθ΄ου η αίτηση παρέπεμψε στη σχετική νομοθεσία, για να υποδείξει ότι, σ΄ αυτήν πουθενά δεν προβλέπεται για δικαίωμα σε πρόσωπο να ακουστεί και υποβάλει τις παραστάσεις του πριν την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Η μόνη σχετική νομοθετική υποχρέωση είναι όπως μετά την έκδοση των διαταγμάτων, αυτή κοινοποιηθεί γραπτώς στον ενδιαφερόμενο.

 

Το καθ΄ου η αίτηση έχει δίκαιο στις επισημάνσεις του.  Όπως επανειλημμένα έχει τονισθεί στη νομολογία, τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, δεν συνιστούν κύρωση ούτε και είναι πειθαρχικού χαρακτήρα ώστε να προκύπτει άμεσα η ανάγκη να ακουσθεί ο ενδιαφερόμενος πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης (Βλπ, μεταξύ άλλων, και Khatataev v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 735/2004, ημερ. 23.11.05 και Islam v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1224/2004, ημερ. 19.5.2005). Ο αιτητής είχε και άσκησε το δικαίωμα καταχώρισης προσφυγής προς ακύρωση της απόφασης για απέλαση του, διαδικασία στην οποία δικαιωματικά μπορεί να προβάλει όλες τις θέσεις και όλα τα επιχειρήματα που επιθυμεί.

 

2ος λόγος ακύρωσης – Η κατ΄ισχυρισμό παραβίαση των προνοιών των Άρθρων 29 και 30 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007 και της Οδηγίας 2004/38 ΕΚ.

 

Όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, στην περίπτωσή του, παραβιάστηκε από τις αρχές της Δημοκρατίας, το Άρθρο 29 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στην Επικράτεια της Δημοκρατίας Νόμου -  Νόμος αρ. 7(Ι)/2007.  Το Άρθρο τούτο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«29.-(1)  Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.

 

(2) Δε δύναται να γίνεται επίκληση των λόγων του εδαφίου (1) για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών.

 

3(α)  Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελειώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας:

 

Νοείται ότι, δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δε συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης ούτε η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης∙

 

(β)  Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ΄ εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων.

 

(4)  Για να εξακριβωθεί κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, κατά την έκδοση βεβαίωσης εγγραφής ή κατά την έκδοση του δελτίου διαμονής, η αρμόδια αρχή δύναται, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να ζητά από το κράτος μέλος καταγωγής του ενδιαφερομένου και, ενδεχομένως, από άλλα κράτη μέλη, να της παρέχουν εντός δύο μηνών το αργότερο πληροφορίες για το ποινικό μητρώο, που πιθανόν να έχει ο ενδιαφερόμενος:

 

Νοείται ότι, η έρευνα αυτή δε δύναται να έχει συστηματικό χαρακτήρα».

 

 

Όπως υποστηρίζει ο αιτητής, στην προκείμενη περίπτωση δεν ικανοποιείται καμιά από τις προαναφερόμενες νομοθετικές πρόνοιες. Ούτε ακόμα και το στοιχείο ύπαρξης προηγούμενων ποινικών καταδικών αποτελεί λόγο για τη λήψη περιοριστικών μέτρων. Ο αιτητής εδώ, ουσιαστικά απελάθηκε μόνο με τις οδηγίες του Β. Αρχηγού Αστυνομίας, ο οποίος χωρίς νόμιμη εξουσία, ζήτησε την απέλασή του και χωρίς καν να επιβεβαιωθούν οι ληφθείσες πληροφορίες.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 29 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ΄ εαυτών λόγους για τη λήψη μέτρων εναντίον Ευρωπαίου πολίτη [εδάφιο 3(β)], ενώ κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή ασφάλειας, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστκά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας [εδάφιο 3(α)].

 

Στην περίπτωση του αιτητή, ετοιμάστηκε πράγματι μια δισέλιδη έκθεση από τον Β.Αρχηγό Αστυνομίας, η οποία υποβλήθηκε προς τον Διοικητή της ΥΑΜ, ημερ. 12.2.2013, στην οποία παρατίθενται οι πληροφορίες της Αστυνομίας εναντίον πέντε προσώπων, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής ως προς την εμπλοκή τους στα προαναφερθέντα αδικήματα. Η έκθεση εκείνη συνοδευόταν από Ενημερωτικό Σημείωμα, στο οποίο περιγραφόταν το είδος και η ποιότητα των αστυνομικών πληροφοριών. Όπως αναφερόταν στο Σημείωμα, οι πληροφορίες της Αστυνομίας προέρχονταν απο τρεις διαφορετικές επώνυμες πηγές, κυρίως από τη Λάρνακα, εκ των οποίων οι δύο φέρονται να έχουν ιδίαν αντίληψη των δραστηριοτήτων και γεγονότων.

 

Όπως είχε αποφασισθεί, μεταξύ άλλων και στην απόφαση στην υπόθεση Eddine v. Δημοκρατίας (2008)3 Α.Α.Δ. 395, σε μια περίπτωση όπως η παρούσα, παρέχεται επαρκές πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση, εφόσον συγκεντρώνονται από κατάλληλες πηγές πληροφορίες που εύλογα προκαλούν ανησυχία αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στην Κύπρο.  Ακόμα και γενικές ενδείξεις περί ενδεχομένου προβλήματος μπορούν να δικαιολογήσουν την αρνητική απόφαση.  Η όποια αμφιβολία λειτουργεί υπέρ της Δημοκρατίας.

 

Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία τα οποία κατείχε η Αστυνομία, πιστεύω ότι η αρμόδια αρχή προς την οποία απευθύνθηκε δυνητικά θα μπορούσε να θεωρήσει τον αιτητή ως πρόσωπο που συνιστούσε απειλή για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια λόγω της προσωπικής συμπεριφοράς του, όπως προνοείται στο Άρθρο 29 του Νόμου.

 

Επικαλείται όμως ο αιτητής και παραβίαση των προνοιών του Άρθρου 30 του Νόμου.  Το Άρθρο 30 προνοεί τα ακόλουθα:

 

«(1)  Προτού η αρμόδια αρχή λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, λαμβάνει υπόψη της την περίοδο διαμονής του ενδιαφερόμενου προσώπου στη Δημοκρατία, την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του, την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωση του στη Δημοκραλτία και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής του.»

 

Είναι η εισήγηση του αιτητή ότι κανένα από τα πιο πάνω στοιχεία δεν φαίνεται να διερευνήθηκε και/ή να λήφθηκε υπόψη πριν από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Αντίθετα, η συνήγορος του καθ΄ ου η αίτηση εισηγείται ότι αυτά τα στοιχεία προέκυπταν από την αίτηση του αιτητή για έκδοση Βεβαίωσης Εγγραφής Πολίτη της Ένωσης.  Όπως δε αναφέρεται στις οδηγίες του Γενικού Διευθυντού του Υπουργείου Εσωτερικών για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αιτητής δεν έχει κανένα δεσμό με τη Δημοκρατία και η οικογένεια του μένει στη Βουλγαρία.

 

Οι πιο πάνω εξηγήσεις που προβάλλονται από πλευράς διοίκησης δεν είναι ικανοποιητικές ώστε να δείξουν συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του Νόμου. Ούτε το λιτό περιεχόμενο ενός εντύπου για Βεβαίωση Εγγραφής που είχε υποβληθεί πολλούς μήνες προηγουμένως θα ήταν αρκετό, ούτε και το έντυπο που υπέγραψε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου αναφέροντας ότι ο αιτητής δεν έχει κανένα δεσμό με τη Δημοκρατία θα ήταν αρκετό, ούτε βέβαια και τα δύο αυτά έγγραφα μαζί συνθέτουν την εικόνα διερεύνησης, αποκόμισης και αξιολόγησης των στοιχείων που απαιτεί ο Νόμος να ληφθούν υπόψη.  Το ότι ο αιτητής δεν έχει κανένα δεσμό με την Κύπρο, ή καλύτερα το εάν ο αιτητής έχει ή όχι δεσμούς με την Κύπρο, είναι ένα από τα ζητούμενα προς διακρίβωση και όχι ένα από τα δεδομένα. Πουθενά δεν εξηγείται πως ήχθη η διοίκηση στο συμπέρασμα ανυπαρξίας οποιουδήποτε δεσμού του αιτητή με την Κύπρο.  Ο αιτητής αντίθετα, εισηγείται ότι από το 2006 έχει την οικογένεια του στην Κύπρο και όχι στη Βουλγαρία, με την οποία έχει αποκόψει δεσμούς, και ότι έχει αρραβωνιαστεί με κοπέλα η οποία διαμένει στην Κύπρο.

 

Το γεγονός παραμένει ότι όλα αυτά δεν φαίνεται να διερευνήθηκαν και να εκτιμήθηκαν στην περίπτωση του αιτητή.

 

Στο σημείο τούτο σημειώνω, ότι εκδόθηκε πρόσφατα και απόφαση αδελφού δικαστή στην συνδεόμενη Υπόθεση αρ. 212/2013, Ελλάδης Σουσανίδης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 24.5.2013, η οποία αφορούσε την απέλαση ενός άλλου από τα πέντε πρόσωπα τα οποία η Αστυνομία συνέδεε με τον αιτητή στην ίδια έκθεση και στα ίδια σημειώματα που ετοιμάστηκαν.  Όπως διαφαίνεται από την απόφαση,  στην περίπτωση εκείνου του αιτητή, διαγνώστηκε ότι το δεδομένο ότι ο αιτητής δεν είχε κανένα δεσμό με την Κύπρο, δεν ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση καμιά μνεία δεν γίνεται είτε στην προσβαλλόμενη απόφαση είτε σε προηγηθείσα αλληλογραφία, σημειώματα, κλπ, ως προς τα στοιχεία τα οποία σύμφωνα με το Νόμο θα έπρεπε να διερευνηθούν και να αξιολογηθούν. Ούτε και αιτιολογείται με οποιονδήποτε τρόπο η αναφορά περί μη ύπαρξης οποιουδήποτε δεσμού του αιτητή με την Κύπρο.

 

Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης επιτυγχάνει.

 

3ος λόγος ακύρωσης – Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του Άρθρου 32(2) του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007.

 

Το κείμενο του Άρθρου 32 του Νόμου, οι πρόνοιες του οποίου ισχυρίζεται ο αιτητής ότι παραβιάσθηκαν από το καθ΄ου η αίτηση, έχει ως ακολούθως:

 

 

«32(1)  Κάθε απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 29, κοινοποιείται γραπτώς στους ενδιαφερόμενους και συντάσσεται κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να κατανοήσουν το περιεχόμενο και τις συνέπειές της έναντι αυτών.

 

(2)  Οι ενδιαφερόμενοι ενημερώνονται, επακριβώς και πλήρως, για τους λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας επί των οποίων στηρίζεται η ληφθείσα στην περίπτωση τους απόφαση, εκτός εάν αυτό αντιτίθεται στα συμφέροντα της ασφάλειας της Δημοκρατίας.

 

 

Προφανώς προς συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του πιο πάνω Άρθρου του Νόμου, το καθ΄ου η αίτηση απηύθυνε προς τον αιτητή επιστολή ημερ. 12.2.2013, με την οποία τον πληροφορούσε για τα ακόλουθα:

 

«Υou are hereby informed that you are an illegal immigrant by virtue of paragraph (Z), section 1, Article 6 of the Aliens and Immigration Law, Chapter 105 as amended until 2009 and it has been decided to deport you from the Republic of Cyprus in accordance also with Article 29 of the Right of Union Citizens and their Family Members to Move and Reside Freely within the Territory of the Republic of Cyprus Law of 2009, since it was considered that your personal conduct represents a genuine, present and sufficiently serious threat affecting the public order of the Republic.»

 

 

Όπως έκδηλα προκύπτει από το κείμενο της πιο πάνω επιστολής, ο μόνος λόγος τον οποίο δίδει το καθ΄ ου η αίτηση στον αιτητή για τη ληφθείσα απόφαση, είναι το γεγονός ότι θεωρήθηκε ότι η προσωπική του συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή επηρεάζουσα τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας («it was considered that your personal conduct represents a genuine present and sufficiently serious threat affecting the public order of the Republic.»)

 

Αυτός ο λόγος είναι έκδηλα ανεπαρκής και καθόλου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ικανοποιεί τη νομοθετική απαίτηση όπως ο αιτητής ενημερώνεται «επακριβώς και πλήρως για τους λόγους δημόσιας τάξης .....» επί των οποίων στηρίζεται η ληφθείσα απόφαση.  Απλά με την πιο πάνω πληροφόρηση, δίνεται στον αιτητή μόνο η νομοθετική βάση στην οποία μπορούσε να ενεργήσει η διοίκηση, πλην όμως δεν του δίδεται καμμιά πληροφόρηση ως προς τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε στην περίπτωση του ότι στοιχειοθετείται αυτή η βάση.  Για να το θέσω πιο απλά, στην προκείμενη περίπτωση, κρίθηκε ότι ο αιτητής συνιστούσε σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη και αυτό του κοινοποιήθηκε.  Όμως αυτή είναι η νομοθετική βάση στην οποία βρίσκει έρεισμα η προσβαλλόμενη απόφαση, οι δε λόγοι, επακριβείς και πλήρεις στους οποίους στηρίχθηκε η διοίκηση για να στοιχειοθετήσει την απαιτούμενη νομοθετική βάση, δεν γνωστοποιήθηκαν στον αιτητή με την προαναφερθείσα επιστολή, παρά την περί αντιθέτου νομοθετική επιταγή.

 

Είναι βέβαια γεγονός ότι το Άρθρο 32(2), με το οποίο απαιτείται η πληροφόρηση του ενδιαφερόμενου προσώπου ως προς τους επακριβείς λόγους δημόσιας τάξης ή ασφάλειας που οδήγησαν στην απόφαση, προνοεί για εξαίρεση από αυτή την υποχρέωση, σε περίπτωση κατά την οποία η ενημέρωση ενός προσώπου ως προς τους επακριβείς λόγους, θα αντιτίθετο στα συμφέροντα της ασφάλειας της Δημοκρατίας.  Στη γραπτή αγόρευση του καθ΄ ου η αίτηση αφήνεται να νοηθεί ότι στην περίπτωση του αιτητή δεν υφίστατο αυτό το καθήκον πληροφόρησης, ακριβώς διότι κάτι τέτοιο αντιτίθετο στα συμφέροντα της Δημοκρατίας. Όμως η γενική αυτή τοποθέτηση δεν επεξηγείται περαιτέρω και παραμένει μετέωρη.  Εν πάση δε περιπτώσει, όπως έχει διαπιστωθεί προηγουμένως, οι αστυνομικές πληροφορίες φαίνονται να αφορούσαν σε εμπλοκή του αιτητή σε διάφορες ενέργειες οι οποίες συνιστούν συνήθη αδικήματα προβλεπόμενα στον Ποινικό Κώδικα και άλλη νομοθεσία και δεν φαίνεται να είναι ενέργειες οι οποίες άπτονται ή επηρεάζουν την ασφάλεια της Δημοκρατίας. 

 

Επομένως, και αυτός ο λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται.

 

4ος λόγος ακύρωσης – Η κατ΄ισχυρισμό παραβίαση του Άρθρου 34 του Νόμου.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 34 του ιδίου Νόμου:

 

«34.-(1)  Τα πρόσωπα στα οποία επιβλήθηκε απόφαση απαγόρευσης εισόδου για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας δύνανται να υποβάλουν αίτηση στην αρμόδια αρχή για την άρση της εν λόγω απόφασης μετά από μία εύλογη, ανάλογα με τις περιστάσεις, προθεσμία, και, σε κάθε περίπτωση, μετά την πάροδο τριετίας από την εκτέλεση της οριστικής απόφασης απαγόρευσης εισόδου που έχει ληφθεί νομότυπα σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, επικαλούμενα στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ότι υπήρξε ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων που είχαν δικαιολογήσει την απόφαση απαγόρευσης εισόδου.»

 

 

Το καθ΄ ου  η αίτηση στη σχετική επιστολή του προς τον αιτητή, με την οποία τον πληροφόρησε περί της προσβαλλόμενης απόφασης, είχε αναφέρει και τα ακόλουθα:

 

«Your re-entry into Cyprus after your deportation is forbidden for the next 10 years from the date of deportation.»

 

 

Ο αιτητής, αναφερόμενος στο πιο πάνω απόσπασμα από την επιστολή του καθ΄ ου η αίτηση, ισχυρίζεται ότι η 10ετής απαγόρευση επανεισόδου του αιτητή στην Κύπρο αντίκειται στο Άρθρο 34(1).

 

Αντίθετα, η συνήγορος του καθ΄ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι η νομοθετική πρόνοια αναφέρεται μόνο στη δυνατότητα όπως αποταθεί ένα ενδιαφερόμενο πρόσωπο, για την άρση απόφασης απαγόρευσης εισόδου και όχι για τη διάρκεια της. Η παρατήρηση αυτή της συνηγόρου είναι ουσιαστικά ορθή, με την έννοια ότι το σχετικό άρθρο δεν αποκλείει την επιβολή περιορισμού της εισόδου προσώπου για λόγους δημόσιας τάξης ή ασφάλειας για περίοδο 10 ετών ή για οποιαδήποτε άλλη περίοδο.  Εκείνο το οποίο αναφέρει είναι ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί να υποβάλει αίτηση για άρση της απαγόρευσης εισόδου του, όση και να είναι αυτή, μετά όμως από την πάροδο τουλάχιστον τριών ετών. Με αυτή επομένως την έννοια, δεν παραβιάζεται το Άρθρο 34(1) του Νόμου, πλην όμως, είναι η άποψή μου, ότι για σκοπούς πληρέστερης και δίκαιης πληροφόρησης του ενδιαφερομένου προσώπου, θα πρέπει να αναφέρεται στην επιστολή κοινοποίησης της απόφασης ότι έχει το δικαίωμα να αποταθεί για άρση της απαγόρευσης μετά την πάροδο τριετίας.

 

Κατά τα άλλα, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Στο σημείο τούτο αναφέρω ότι ο αιτητής ήγειρε και άλλους λόγους ακύρωσης, μερικοί από τους οποίους έχουν ήδη καλυφθεί κάτω από τους ήδη εξετασθέντες λόγους, άλλος λόγος αποσύρθηκε, ενώ άλλοι λόγοι συνιστούν ουσιαστικά εναλλακτικούς τρόπους προώθησης ήδη εγερθέντων ζητημάτων.  Για τούτο, και με δεδομένη την επιτυχία της προσφυγής επί των λόγων ακύρωσης οι οποίοι εξετάστηκαν προηγουμένως, δεν θα εξετάσω άλλους λόγους ακύρωσης.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, όπως αυτές περιγράφονται στο αιτητικό υπό παρ. Α και Β της Αίτησης, ακυρούνται.

 

Τα έξοδα της προσφυγής επιδικάζονται υπέρ του αιτητή, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                             Κ. Κληρίδης, Δ.  ..................................

 

 

 

 

/ΣΓ

  

       


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο