NALANI RANASIGNHE RUPASSARAGE ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 5551/2013, 19/7/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 5551/2013)

 

19 Ιουλίου, 2013

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

NALANI RANASIGNHE RUPASSARAGE,

 

Αιτήτρια,

 

-ΚΑΙ-

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

Καθ΄ης η Aίτηση.

- - - - - -

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 12.6.2013 ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ

 

Ν. Χαραλαμπίδου, για την Αιτήτρια.

 

Μ. Δρυμιώτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

 

- - - - - -                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η     Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Σύμφωνα με αδιαμφισβήτητα γεγονότα τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η αιτήτρια, η οποία είναι υπήκοος Σρι Λάνκα, αφίχθηκε στη  Δημοκρατία κατά το 2010 με άδεια εισόδου για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός, με εργοδότη τον M.Λ., στη Λευκωσία. Της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας ως οικιακή βοηθός με ισχύ μέχρι την 12.4.2014, τελική και μη ανανεώσιμη. Ακολούθως, κατά το Μάρτιο του 2012, ποινική έρευνα η οποία είχε διενεργηθεί εναντίον τριών άλλων προσώπων, κατόπιν πληροφοριών ότι αυτοί προμηθεύουν σε αλλοδαπούς από τη Σρι Λάνκα πλαστά έγγραφα για εξασφάλιση άδειας εισόδου και παραμονής στη Δημοκρατία, απέληξε στη διαπίστωση ότι τέτοια πλαστά πιστοποιητικά είχαν χρησιμοποιηθεί από 38 αλλοδαπούς, μια εκ των οποίων ήταν και η αιτήτρια. Η Αστυνομία προέβηκε τότε σε εισήγηση, με την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα, όπως τα στοιχεία των εμπλεκόμενων αλλοδαπών, περιλαμβανομένης και της αιτήτριας, τεθούν στον κατάλογο των προσώπων των οποίων η είσοδος στη Δημοκρατία απαγορεύεται και όπως τα πρόσωπα αυτά αναζητηθούν και απελαθούν όταν εντοπιστούν από την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης.

 

Στις 20.2.2013 η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ενεργούσα με βάση τις πληροφορίες της Αστυνομίας και λαμβάνοντας υπόψη ότι η εν τω μεταξύ καταχωρηθείσα ποινική υπόθεση εναντίον των τριών εμπλεκόμενων κατηγορουμένων είχε καταλήξει σε καταδίκη τους σε ποινική φυλάκισης, ακύρωσε την άδεια παραμονής της αιτήτριας. Στις 6.6.2013 η αιτήτρια συνελήφθηκε από μέλη της ΥΑΜ Λευκωσίας για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία και την επομένη, 7.6.2013, εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης τα οποία και της γνωστοποιήθηκαν με επιστολή επίσης ημερομηνίας 7.6.2013. Ακολούθησε η λήψη επιστολής προς το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης από τον επίτιμο Πρόξενο της Σρι Λάνκα στην Κύπρο ο οποίος ζητούσε την απόλυση της αιτήτριας επειδή τα πιστοποιητικά που παρουσίασε για την εξασφάλιση άδειας εισόδου στη Δημοκρατία ήταν αυθεντικά, όπως διαβεβαίωνε το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας εκείνης. Μετά την εξέλιξη αυτή, η Διευθύντρια ανέστειλε την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης, έτσι ώστε να διερευνηθεί περαιτέρω το θέμα της εγκυρότητας των πιστοποιητικών. Σύμφωνα με μεταγενέστερη πληροφόρηση της Αστυνομίας, τελικά πλαστές φαίνεται να ήσαν οι σφραγίδες και επικυρώσεις των εγγράφων του Προξενείου της Σρι Λάνκα. Η Διευθύντρια λαμβάνοντας υπόψη το μικρό ποσοστό ευθύνης της αιτήτριας κατά την εμπλοκή της στο θέμα των πλαστών εγγράφων, παρουσιάστηκε έτοιμη να της επιτρέψει να παραμείνει στη Δημοκρατία νοουμένου ότι θα απέσυρε την παρούσα προσφυγή την οποία η αιτήτρια είχε εν τω μεταξύ καταχωρήσει. Αυτή η πρόθεση της Διευθύντριας φαίνεται να διαφοροποιήθηκε αργότερα επειδή, όπως διαπιστώθηκε, ενώ εργοδότης της αιτήτριας παρουσιαζόταν να είναι ο κ. Μ.Λ., αυτή απασχολείτο παράνομα από τη σύζυγό του με την οποία είχε διαζευχθεί.

 

Με την παρούσα αίτησή της η αιτήτρια επιζητεί την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων με τα οποία να αναστέλλεται η εκτέλεση των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης της, καθώς και να εμποδίζεται η λήψη οποιωνδήποτε περαιτέρω μέτρων εναντίον της αναφορικά με διαδικασίες κράτησης και απέλασης, μέχρι την εκδίκαση και πλήρη αποπεράτωση της προσφυγής της.

 

Προς υποστήριξη της αίτησής της η αιτήτρια προβάλλει συνοπτικά τα ακόλουθα:

 

Στις 6.6.2013, ενώ βρισκόταν στην εργασία της, η ΥΑΜ προέβηκε στη σύλληψή της και την έθεσε υπό κράτηση, χωρίς προηγουμένως να την ενημερώσει ως προς τους λόγους των ενεργειών τούτων. Όπως υποστηρίζει, η ίδια τίποτα δεν γνωρίζει περί πλαστογραφίας οποιωνδήποτε εγγράφων είχε προσκομίσει και τα οποία ισχυρίζεται ότι είναι γνήσια. Σύμφωνα με την αιτήτρια, η απέλαση αλλοδαπών εργαζομένων οι οποίοι διαμένουν νόμιμα στο έδαφος της Δημοκρατίας δε διενεργείται παρά μόνο αν αυτοί καταστούν επικίνδυνοι για την ασφάλεια του κράτους ή παραβλάπτουν το δημόσιο συμφέρον, τα χρηστά ήθη κλπ, ενώ κανένας από τους λόγους αυτούς δεν συντρέχει στην περίπτωσή της. Παρατηρείται, επομένως, η διάπραξη έκδηλης παρανομίας από τη διοίκηση. Άλλος λόγος που συνιστά έκδηλη παρανομία είναι, σύμφωνα με την αιτήτρια, το γεγονός ότι η διαταχθείσα απέλαση της παραβιάζει τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο και την Οδηγία 2008/115/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού ουδέποτε ενημερώθηκε προηγουμένως για οποιαδήποτε ανάκληση της άδειας παραμονής της και για τους λόγους της, ώστε να μπορούσε να προσβάλει τη νομιμότητά της ενώπιον Δικαστηρίου.

 

Με την Ένσταση την οποία καταχώρησε, η καθ΄ης η αίτηση ισχυρίζεται ότι από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προκύπτει οποιαδήποτε έκδηλη παρανομία και αν ακόμα υπήρχε κάποια παρανομία, αυτή δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έκδηλη δηλαδή αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανής. Το διάταγμα απέλασης είχε εκδοθεί στη βάση του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105 λόγω της παράνομης παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία και συνακόλουθα, το διάταγμα κράτησης είχε εκδοθεί στη βάση του διατάγματος απέλασης, οπότε και η κράτηση θεωρείται νόμιμη. Ως προς το θέμα της πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιά τέτοια σοβαρή πιθανότητα δεν έχει καταδειχθεί από πλευράς της αιτήτριας.

 

Αγορεύοντας ενώπιον του Δικαστηρίου η κα Χαραλαμπίδου για την αιτήτρια έδωσε έμφαση στα στοιχεία που παρατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οποία, ενώ η άδεια παραμονής της αιτήτριας είχε τερματιστεί λόγω της δήθεν εμπλοκής της σε υποθέσεις πλαστογραφίας, τελικά, όπως διαπιστώνεται από την ίδια την Ένσταση της καθ΄ης η αίτηση, η ίδια η αιτήτρια ούτε ανάμειξη είχε σε πλαστογράφηση εγγράφων, ούτε και γνώση περί πλαστότητάς τους. Περαιτέρω, διαπιστώνεται παρανομία από πλευράς της Διοίκησης, καθότι ουδέποτε γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια το γεγονός της ανάκλησης της άδειας παραμονής της έτσι ώστε να είχε τη δυνατότητα να προσβάλει τη νομιμότητά της. Όπως δε πρόσθεσε η συνήγορος και αν ακόμα η Διευθύντρια είχε το δικαίωμα υπό αυτές τις συνθήκες να ακυρώσει την άδεια παραμονής της αιτήτριας, τότε, σύμφωνα με το Νόμο και τη σχετική Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έπρεπε να είχε προβεί και σε έκδοση διατάγματος επιστροφής της αιτήτριας. Περαιτέρω, η συνήγορος της αιτήτριας προέβηκε σε επισημάνσεις ως προς την κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση και άλλων προνοιών του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας αναφορικά με τη διαδικασία η οποία πρέπει να ακολουθείται σε τέτοιες περιπτώσεις. Ως προς την κράτηση της αιτήτριας, υπέβαλε ότι αυτή είναι έκδηλα παράνομη, καθότι κατά παράβαση του άρθρου 18(π)(στ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, κανένα από τα προνοούμενα εκεί στοιχεία δεν αποδείχθηκαν έτσι ώστε να δικαιολογείτο η κράτησή της. Αναφορικά με το θέμα της θέσης που εκφράστηκε στην Ένσταση της καθ΄ης η αίτηση, σύμφωνα με την οποία η αιτήτρια παράνομα εργοδοτείτο από πρόσωπο άλλο από εκείνο που είχε δηλωθεί ως εργοδότης της, η κα Χαραλαμπίδου παρέπεμψε στο περιεχόμενο ενόρκων δηλώσεων που καταχωρήθηκαν κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου, τόσο από το δεδηλωμένο εργοδότη της αιτήτριας κ. Λ. όσο και από την πρώην σύζυγό του, σύμφωνα με την οποία ο εργοδότης της αιτήτριας ήταν και παρέμεινε πάντα ο ίδιος.

 

Με τη δική της αγόρευση, η κα Δρυμιώτου για την καθ΄ης η αίτηση, αφού αναφέρθηκε στις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιούνται έτσι ώστε να μπορούσε να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα αναστολής της ισχύος μιας διοικητικής απόφασης, εισηγήθηκε ότι στην παρούσα περίπτωση καμιά από τις προϋποθέσεις δεν ικανοποιείται. Ούτε έκδηλη παρανομία έχει καταδειχθεί, αφού νόμιμα είχε τερματισθεί η άδεια παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία, οπότε και αυτή κατέστη απαγορευμένος μετανάστης, λόγω των πληροφοριών της Αστυνομίας, ενώ το γεγονός ότι πράγματι η αιτήτρια δεν ενημερώθηκε για την απόφαση ανάκλησης της άδειας παραμονής της και της συνακόλουθης κήρυξής της σε απαγορευμένη μετανάστρια, δεν ενέχει οποιεσδήποτε επιπτώσεις. Η κα Δρυμιώτου παρέπεμψε σε σχετική νομολογία, σύμφωνα με την οποία καίτοι οι περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμοί του 1972 προνοούν για επίδοση σχετικής ειδοποίησης για την κήρυξη αλλοδαπού σε απαγορευμένο μετανάστη, εν τούτοις, η διαδικασία αυτή δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ως προς τη νομιμότητα της έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Εν πάση δε περιπτώσει, ένα τέτοιο θέμα δε συνιστά έκδηλη παρανομία. Αναφορικά με τα γεγονότα τα οποία σχετίζονται με το θέμα του ποιος είναι ο εργοδότης της αιτήτριας, η συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση υπέβαλε ότι αυτά συνιστούν μαρτυρία ως προς αμφισβητούμενα γεγονότα τα οποία αναμένεται να εξεταστούν στο πλαίσιο της ουσίας της προσφυγής και είναι άσχετα με το θέμα της νομιμότητας της έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.

 

Όπως ξεκάθαρα εξάγεται από τη νομολογία, η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί παρέχοντας ενδιάμεση – προσωρινή θεραπεία, εκεί μόνο όπου ο αιτητής αποδεικνύει την ύπαρξη ενός από δύο παράγοντες:

 

α. Έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ή,

 

β. Επιφορά ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος.

 

[Βλ. πχ. Economides v. Republic (1982) 3 CLR 837, Moyo and another v. Republic (1988) 3 CLR 1203, Frangos and others v. Republic (1982) 3 CLR 53].

 

Ο όρος “έκδηλη παρανομία” ή “προφανής παρανομία” (flagrant illegality) έχει τύχει ερμηνείας σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Κροκίδου (ανωτέρω) αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα (στη σελίδα 1862 του τόμου Αποφάσεων):

 

“Είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης "προφανής παρανομία". Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε η νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Στο σημείο αυτό η απόφαση Frangos and Others v. Minister of Interior and Others (1982) 3 C.L.R. 53 στη σελ. 57 διευκρινίζει:

 

 

"For the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts."

 

Ακολουθεί σε γενικευτική διατύπωση η σημασία του όρου

 

"Although what amounts to flagrant illegality is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law ..."

 

Οι σκέψεις του δικαστηρίου επαναλαμβάνονται αυτούσιες στην απόφαση της Ολομέλειας Sydney Alfred Moyo and Another ν. The Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203:.

 

"For the illegality to qualify as flagrant, it must be glaring and as such self-evident and immediately identifiable."

 

Θα προσθέταμε ότι η έκδηλη παρανομία είναι έννοια που προκύπτει από την αντιδιαστολή της προς την παρανομία.”

 

Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, παρανομία για να θεωρηθεί έκδηλη θα πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη, με άλλα λόγια, χειροπιαστή παρανομία που να αναγνωρίζεται από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης. [Βλ. Moyo (πιο πάνω), Frangos and Others v. The Republic (1982) 3 CLR 53, Economides v. The Republic (1982) 3 CLR 837, Κροκίδου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω)]. Με τον όρο υποδηλώνεται η περίπτωση που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων.

 

Όπως έχει προαναφερθεί, ένας άλλος, εναλλακτικός προς τον ήδη εξετασθέντα λόγο της έκδηλης παρανομίας λόγος έκδοσης προσωρινού διατάγματος από το Ανώτατο Δικαστήριο, είναι η κατάδειξη του στοιχείου ότι, αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, ο αιτητής ενδεχόμενα θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά.

 

Για την κατάδειξη αυτού του λόγου, ο αιτητής θα πρέπει να παρουσιάσει μαρτυρία περί της αναμενόμενης να προκύψει ζημιάς και περί του ανεπανόρθωτου της. Θα πρέπει δηλαδή να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα όπως η μη έκδοση του διατάγματος επιφέρει στον ίδιο ζημιά η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που θα μπορούσαν να αποδοθούν στο τέλος με την ακύρωσης της προσβαλλόμενης με την προσφυγή διοικητικής πράξης.

 

Επανερχόμενος στα γεγονότα της παρούσας διαδικασίας, θα εξετάσω πρώτα το θέμα της κατ΄ ισχυρισμό κατάδειξης της προϋπόθεσης ύπαρξης έκδηλης παρανομίας.

 

Η καθ΄ης η αίτηση στις 20.2.2013, ενεργούσα στη βάση της προαναφερθείσας αστυνομικής πληροφόρησης και του γεγονότος ότι τα τρία άλλα εμπλεκόμενα σε υποθέσεις πλαστογραφίας άτομα καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης, αποφάσισε την ακύρωση της άδειας παραμονής της αιτήτριας. Αυτό το γεγονός, αυτή η απόφαση της διοίκησης, η οποία καθιστούσε την αιτήτρια απαγορευμένο μετανάστη, είναι αδιαμφισβήτητο ότι δε γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια.

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 19 των περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Κανονισμών του 1972 (ΚΔΠ 242/1972):

 

“19. Λειτουργός μεταναστεύσεως, όστις αποφασίζει ότι πρόσωπον τι είναι απαγορευμένος μετανάστης δέον όπως επιδώσει εις αυτό ειδοποίησιν συμφώνως προς τον Δεύτερον Πίνακα των παρόντων Κανονισμών.”

 

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Nandanie Lauden Pathiranne-Relage v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1072/2011, ημερομηνίας 2.12.2011, η παράλειψη επίδοσης τέτοιας ειδοποίησης κρίθηκε ότι συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου αφού, χωρίς αυτή, ένα πρόσωπο ουδέποτε πληροφορείται μέχρι τη μετέπειτα σύλληψη και κράτησή του για σκοπούς απέλασης, ότι είχε κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης, έτσι ώστε να λάμβανε, αν επιθυμούσε, τα αναγκαία ένδικα μέσα.

 

Το ίδιο αποφασίστηκε και στη μεταγενέστερη απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1108/2011, Yuxian Wang v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 9.2.2012, όπου και τονίστηκε ότι η παράλειψη ειδοποίησης προσώπου ότι κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης αφαιρεί το υπόβαθρο ικανοποίησης των αναγκαίων προϋποθέσεων για έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.

 

Σε άλλες όμως αποφάσεις, επίσης μονομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι η παράλειψη της διοίκησης να επιδώσει ειδοποίηση δυνάμει του Κανονισμού 19, με την οποία να ενημερώνεται πρόσωπο ότι κατέστη απαγορευμένος μετανάστης, δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και, αν ακόμα αποτελούσε τέτοια προϋπόθεση, το γεγονός ότι δεν τηρήθηκε, δεν αποτελεί έκδηλη παρανομία, αφού στα διατάγματα κράτησης και απέλασης ρητά, αναφέρεται ότι το εν λόγω πρόσωπο είναι απαγορευμένος μετανάστης. [Vilma Marcelino v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 739/2012, ημερομηνίας 16.7.2012, Αρ. Αίτησης 3/2013, Jatinder Singh Sandhn, ημερομηνίας 28.3.2013].

 

Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό προς τις τελευταίες δύο αποφάσεις, διαφωνώ με το σκεπτικό τους για τους ακόλουθους λόγους:

 

Το θέμα που πρέπει να απασχολήσει δεν είναι το κατά πόσο η ειδοποίηση ενός προσώπου περί του ότι κατέστη απαγορευμένος μετανάστης είναι ή όχι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε νόμιμα να μπορούν να εκδοθούν διατάγματα κράτησης και απέλασής του. Απαραίτητη προϋπόθεση και αναφαίρετη βάση για την έκδοση διατάγματος απέλασης, σε μια τέτοια περίπτωση, είναι το ίδιο το γεγονός ότι κάποιο πρόσωπο κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης και όχι το εάν ειδοποιήθηκε ως προς τούτο. Όμως, το σημαντικό θέμα που πρέπει να απασχολήσει είναι το ότι, με την παράλειψη της διοίκησης να γνωστοποιήσει στον ενδιαφερόμενο το γεγονός ότι κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης, αυτός αποστερήθηκε του δικαιώματος να λάβει είτε διοικητικής φύσεως μέτρα προς νομιμοποίησή του, είτε νομικής φύσεως ένδικα μέτρα προς ανατροπή της δημιουργηθείσας κατάστασης πραγμάτων και, ασφαλώς, προς αποτροπή της έκδοσης των παρεπόμενων διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του. Επομένως, η παραβίαση του Κανονισμού 19 συνιστά παραβίαση δευτερογενούς νομοθεσίας και καθαρή παρανομία. Στο σημείο τούτο, δεν μπορώ να συμφωνήσω ούτε και με την ενδιάμεση απόφαση άλλου αδελφού Δικαστή στην Υπόθεση Αρ. 1523/2012 Falak Islam v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 11.1.2013, στην οποία αναφέρθηκε ότι το θέμα της αποδεδειγμένης παράλειψης συμμόρφωσης προς τον Κανονισμό 19 της ΚΔΠ 247/1972 δε συνιστά έκδηλη παρανομία, επειδή πρόκειται για νομικό θέμα το οποίο εξυπακούει κάποια περαιτέρω κρίση υπό τη μορφή ερμηνείας νόμου ή κανονισμών και, συνακόλουθα, δεν ικανοποιεί την προϋπόθεση ύπαρξης έκδηλης παρανομίας προς το σκοπό έκδοσης προσωρινού διατάγματος. Κατά την άποψή μου, η αποδεδειγμένη (και εδώ παραδεδεγμένη) παραβίαση του Κανονισμού, συνιστά όντως παράβαση ουσιώδους τύπου και έκδηλη παρανομία άρρηκτα συνδεδεμένη με την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, η οποία ούτε περαιτέρω άσκηση κρίσης απαιτεί, ούτε και άλλη ερμηνεία επιδέχεται.

 

Εγείρεται όμως εδώ και άλλο ζήτημα, το οποίο υπέδειξε και η συνήγορος της αιτήτριας. Μέσα στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ. 105, ενσωματώθηκαν οι υποχρεωτικής εφαρμογής πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2008/115/ΕΚ. Σύμφωνα με τις τροποποιηθείσες πρόνοιες του Νόμου, τα νέα άρθρα 18 ΟΔ – 18 ΠΘ, εφαρμόζονται στους παρανόμως παραμένοντες υπηκόους τρίτης χώρας στο έδαφος της Δημοκρατίας. Με το άρθρο 18 ΟΗ, ο Διευθυντής εκδίδει Απόφαση Επιστροφής για οποιοδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας που παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία, με την επιφύλαξη κάποιων εξαιρέσεων, που δε φαίνεται να εφαρμόζονται στην περίπτωση. Με την Απόφαση Επιστροφής προβλέπεται κατάλληλο χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση του ενδιαφερόμενου προσώπου που κυμαίνεται μεταξύ 7-30 ημερών.

 

Ούτε και αυτή η επιτακτική νομοθετική πρόνοια φαίνεται να έχει τηρηθεί στην περίπτωση της αιτήτριας, μετά που αυτή κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης και, συνακόλουθα, παρανόμως διαμένουσα στη Δημοκρατία. Αυτό φαίνεται να είναι ένα άλλο στοιχείο έκδηλης παρανομίας το οποίο, εάν ακολουθείτο, θα μπορούσε να αποτρέψει την αναγκαστική απέλαση και κράτηση της αιτήτριας.

 

Υπάρχει όμως και άλλο σοβαρό θέμα το οποίο εγείρεται αναφορικά με την κήρυξη της αιτήτριας ως απαγορευμένου μετανάστη και την ακολουθήσασα έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής της. Βασικός και μοναδικός άξονας που οδήγησε στην ανάκληση της νομίμως εκδοθείσας άδειας παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία, απετέλεσε η πληροφόρηση της καθ΄ης η αίτηση ως προς κάποια στοιχεία που ενέπλεκαν την αιτήτρια σε υπόθεση πλαστογραφίας εγγράφων που είναι απαραίτητα για την εξασφάλιση άδειας παραμονής και εργασίας. Συγκεκριμένα, το μόνο στοιχείο το οποίο φαίνεται να υπήρχε εναντίον της αιτήτριας ήταν το ότι είχε προσκομίσει προς τις αρμόδιες Αρχές έγγραφα τα οποία φέρονταν να ήσαν πλαστά. Τελικά όμως, όπως αποδείχθηκε, δεν είναι τα ίδια τα έγγραφα που ήσαν πλαστά, παρά μόνο οι σφραγίδες επιβεβαίωσης της αυθεντικότητάς τους, κάτι με το οποίο η αιτήτρια καμιά σχέση δε φαίνεται να είχε. Η ίδια η αιτήτρια ουδέποτε κατηγορήθηκε για οποιοδήποτε αδίκημα, ενώ ποινικές υποθέσεις προωθήθηκαν εναντίον άλλων προσώπων, οι οποίοι και καταδικάσθηκαν. Το γεγονός ότι η αιτήτρια καμιά εμπλοκή δεν αποδείχθηκε ότι είχε, καταδεικνύεται και από το Σημείωμα ημερομηνίας 27.6.2013 το οποίο συντάχθηκε από τον Υποδιοικητή της Υ.Α. & M.  και στάληκε στην καθ΄ης η αίτηση, στο οποίο βεβαιώνονταν τα ακόλουθα αναφορικά με την αιτήτρια:

 

“Ενόψει των πιο πάνω, φαίνεται ότι η αλλοδαπή δεν είχε οποιαδήποτε ανάμιξη στις πλαστές σφραγίδες και ότι εν αγνοία της έγιναν όλες αυτές οι διαδικασίες. Σκοπός της αλλοδαπής ήταν να έρθει στην Κύπρο για να εργαστεί ως οικιακή εργαζόμενη.”

 

Θα μπορούσε κάποιος βέβαια να προτάξει ότι τα πιο πάνω τέθηκαν υπόψη της καθ΄ης η αίτηση μετά την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και δεν ήσαν γνωστά προηγουμένως. Όμως, δεν μπορώ να δεχθώ ότι αυτό το επιχείρημα ενέχει σημασία.  Στο σημείωμα εκείνο, απλά επιβεβαιώνετο κάτι που και προηγουμένως ήταν προφανές. Ότι δηλαδή, κανένα συγκεκριμένο ενοχοποιητικό στοιχείο φαίνεται να υπήρχε εναντίον της αιτήτριας ως προς διάπραξη ποινικού αδικήματος και, επομένως, η ανάκληση της άδειας παραμονής της, η κήρυξή της ως απαγορευμένου μετανάστη και η συνακόλουθη έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της, ήσαν ενέργειες χωρίς ουσιαστική νομική βάση, πρόωρες και παράνομες. Παρά το ότι σ΄ αυτή την περίπτωση ο χαρακτηρισμός αυτών των ενεργειών ως “παρανόμων” ή “έκδηλα παρανόμων” είναι εντελώς οριακή, κλίνω υπέρ της άποψης της έκδηλης παρανομίας, αφού εξόφθαλμα η λήψη των δραστικών εκείνων μέτρων με τα υπάρχοντα στοιχεία δεν εδικαιολογείτο από το Νόμο.

 

Στοιχειοθετείται, επομένως, στην παρούσα ενδιάμεση διαδικασία η κατάδειξη του στοιχείου της έκδηλης παρανομίας.

 

Θα ασχοληθώ όμως τελικά και με ακόμα ένα θέμα το οποίο ήγειρε η καθ΄ης η αίτηση στην Ένστασή της ως προς τη νομιμότητα της μέχρι πρότινος εργοδοσίας της αιτήτριας. Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της Ένστασης, μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, διαπιστώθηκε ότι η κα Κ. απασχολούσε παράνομα την αλλοδαπή, αφού στην ακυρωθείσα άδεια εργασίας της, εργοδότης της ήταν ο σύζυγός της, τον οποίο αυτή φαίνεται να διεζεύχθη.

 

Για τον πρόσθετο αυτό λόγο η Διευθύντρια δεν προέβηκε σε ανάκληση των διαταγμάτων.

 

Σε σχέση με αυτούς τους ισχυρισμούς, θα πρέπει κατ΄ αρχάς να παρατηρηθεί ότι έκδηλα αυτοί δεν αφορούν στο εξεταζόμενο εδώ θέμα της νομιμότητας έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων. Παρά ταύτα όμως, και αφού το θέμα τούτο ηγέρθηκε από την καθ΄ης η αίτηση, θα πρέπει να επισημάνω ότι, όπως διαπιστώνεται από μαρτυρία η οποία δόθηκε με συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις της κας Κ. και του ίδιου του πρώην συζύγου της,  εργοδότης της αιτήτριας, ο οποίος και αποδεδειγμένα καταβάλλει το μισθό της, ήταν και παρέμεινε ο δηλωθείς ως εργοδότης της κ. Λ. και ότι η εργασία της διεξάγεται στη δηλωθείσα διεύθυνση εργασίας της. Σημειώνεται ότι οι ενόρκως δηλούντες ούτε αντεξετάστηκαν, ούτε αντικρούσθηκε η μαρτυρία τους και, επομένως, δε φαίνεται να έχει βάση η προβαλλόμενη αιτίαση για τη μη ανάκληση των επίδικων διαταγμάτων από τη Διοίκηση.

 

Η αίτηση επιτυγχάνει για τους πιο πάνω αναπτυχθέντες λόγους.

 

Εκδίδονται τα αιτούμενα παρεμπίπτοντα διατάγματα ως το αιτητικό της αίτησης ημερομηνίας 12.6.2013.

 

Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

   K. Κληρίδης,

                                                                        Δ.

 

 

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο