MOJTABA E.G. MEIDAN ν. YΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1644/10, 15/10/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1644/10

 

 

15 Οκτωβρίου, 2013

 

 [Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

MOJTABA E.G. MEIDAN

Αιτητής

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.  YΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.  ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ

     ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ’ ων η αίτηση

....................................

Χρ. Χριστάκη, για τον αιτητή

Γ. Χατζηχάννα (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

.............................

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ:  Ο αιτητής, Ιρανός στην καταγωγή, στις 12/8/02 εισήλθε παράνομα από το κατεχόμενο, υπό των Τουρκικών στρατευμάτων μέρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο ελεύθερο μέρος.  Καταδικάστηκε από Δικαστήριο σε δίμηνη φυλάκιση για την κατηγορία παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία.  Αποφυλακίστηκε την 30/9/02 πλην όμως εξεδόθησαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης.  Λόγω της απουσίας ταξιδιωτικών εγγράφων του δεν κατέστη δυνατή η απέλαση του.  Στις 17/10/02 αφέθηκε ελεύθερος και στις 14/11/02 υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο.  Στις 15/11/02 υπέβαλε αίτηση γι’ άδεια προσωρινής παραμονής, η οποία τού παραχωρήθηκε μέχρι την 14/2/03.  Ακολούθως, κατόπιν αίτησης του ημερ. 4/6/03, του παραχωρήθηκε ειδική άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας απεριόριστης διάρκειας.  Αίτηση του για πολιτικό άσυλο απορρίφθηκε την 15/1/04, ενώ ο ίδιος κλήθηκε όπως αναχωρήσει από τη Δημοκρατία ενός 14 ημερών.  Ο αιτητής δεν συμμορφώθηκε και παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα.  Στις 5/5/05 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση βεβαίωσης τέλεσης πολιτικού γάμου με Kύπρια πολίτιδα.  Η αίτηση εγκρίθηκε με αποτέλεσμα την τέλεση του γάμου του την 11/7/05.  Την 25/8/05 ο αιτητής, κατά την υποβολή αίτησης του για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής ως σύζυγος Κύπριας πολίτιδας, συνελήφθη στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) Λεμεσού καθ’ ότι παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία από 30/1/04.  Εξεδόθησαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης και στις 5/9/05 απελάθη.  Κατόπιν παραπόνου της συζύγου του αιτητή, ο Επίτροπος Διοικήσεως εισηγήθηκε την επανεξέταση της απόφασης για απέλαση του.  Κατόπιν αιτήματος της πιο πάνω, το οποίο έγινε αποδεκτό από το Τμήμα Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ο αιτητής επέστρεψε στην Κύπρο την 30/9/06.  Κατόπιν αιτήματος του, ημερ. 25/10/06 του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι την 31/12/07, ως σύζυγος Κύπριας πολίτιδας.  Η άδεια του, προσωρινής παραμονής, ανανεώνετο εγκαίρως και αδιαλείπτως μέχρι την 18/6/11.  Προηγουμένως στις 12/8/08 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση γι’ εγγραφή του ως Κύπριος πολίτης λόγω του γάμου του.  Η αίτηση εξετάστηκε στις 27/10/10 και απορρίφθηκε δυνάμει της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του Ν. 141(Ι)/02 λόγω της προηγούμενης παράνομης εισόδου και παράνομης παραμονής του αιτητή στην Κύπρο.  Σχετικής ενημέρωσης έτυχε γραπτώς ο αιτητής για την άνω απορριπτική απόφαση με επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερ. 18/11/10.  Την απόφαση αυτή προσβάλλει με την υπό εξέταση προσφυγή ο αιτητής, ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος.

 

Σύμφωνα με την επιστολή ημερ. 18/11/10 (άνω), το αίτημα του αιτητή για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με εγγραφή απορρίφθηκε «δυνάμει της 2ης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του Ν. 141(Ι)/2002 λόγω παράνομης εισόδου στην Κύπρο».

 

Το άρθρο 110(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν. 141(Ι)/2002, προβλέπει:

 

«110(2)  Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), ο Υπουργός μπορεί, ότων υποβληθεί αίτηση κατά τον καθορισμένο τρόπο και δοθεί διαβεβαίωση πίστεως στη Δημοκρατία στον τύπο ο οποίος καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα, να μεριμνήσει για την εγγραφή ως πολίτη της Δημοκρατίας, οιουδήποτε προσώπου, που είναι ενήλικο και πλήρους ικανότητας πρόσωπο και που ικανοποιεί τον Υπουργό ότι –

 

(α)  Είναι ο/ή σύζυγος ή ο χήρος ή η χήρα πολίτη της Δημοκρατίας ή, όταν ο/η σύζυγος προσώπου το οποίο, αν δεν είχε αποβιώσει, θα είχε καταστεί ή θα είχε δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας.

 

(β)  διαμένει με το/τη σύζυγο του στην Κύπρο για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριών χρόνων

 

(γ)  είναι καλού χαρακτήρα.

 

(δ)  προτίθεται να εξακολουθήσει να διαμένει στη Δημοκρατία ή, ανάλογα με την περίπτωση, να διατελεί στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ή στην εκπαιδευτική υπηρεσία της Δημοκρατίας ή στην Αστυνομική Δύναμη της Δημοκρατίας και μετά την εγγραφή του ως πολίτη της Δημοκρατίας.

 

Νοείται ότι ο Υπουργός μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες οποιασδήποτε συγκεκριμένης περίπτωσης, να μεριμνήσει για τη συντέλεση της εγγραφής δυνάμει του παρόντος εδαφίου, έστω και αν ο/η σύζυγος είχε διαμείνει με τη/το σύζυγο του/της στην Κύπρο για χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών χρόνων, αλλά όχι μικρότερο των δύο χρόνων.  Στις περιπτώσεις προσώπων που μένουν μόνιμα ή προσωρινά στο εξωτερικό, η διαμονή με το/τη σύζυγο σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να είναι λιγότερη από τρία χρόνια:

 

Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία.

……………………………………………………………………….»

 

Το άρθρο 110(2) όπως και η δεύτερη επιφύλαξη του έτυχαν εξέτασης από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Yousife Mohamad v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2010) 3 Α.Α.Δ. 18Παραθέτω το σχετικό μέρος που αφορά την εισήγηση του αιτητή σ’ εκείνη την υπόθεση, καθ’ ότι είναι ταυτόσημη με το πρώτο νομικό σημείο που στηρίζεται η παρούσα προσφυγή, όπως και την κρίση της Ολομέλειας.

 

«Η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.  Ρητά διατυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η αίτηση του απορρίφθηκε βάσει της δεύτερης επιφύλαξης του Άρθρου 110(2) του Νόμου.  Το Άρθρο 110(2) παρέχει τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες ο Υπουργός Εσωτερικών μπορεί να μεριμνήσει για εγγραφή προσώπου ως πολίτη της Δημοκρατίας.  Σύμφωνα με τη δεύτερη επιφύλαξη οι διατάξεις του πιο πάνω εδαφίου δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που αλλοδαπός εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία.  Αυτή ήταν και η αιτιολογία που δόθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Έχει τεθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορό του ότι ο εφεσείων από τη μια δεν εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, ενώ, από την άλλη, δεν παρέμενε παράνομα κατά το χρόνο υποβολής της αίτησής του.  Υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη επιφύλαξη ισχύει για πρόσωπα που είτε εισήλθαν παρανόμως στη Δημοκρατία, είτε ήταν παράνομοι κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.

 

Δεν συμφωνούμε με την τοποθέτηση αυτή.  Η συγκεκριμένη επιφύλαξη είναι διατυπωμένη με πολύ ευρύ τρόπο και καλύπτει περιπτώσεις τόσο παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία, όσο και παράνομης παραμονής στο παρελθόν, έστω κι’ αν ο αλλοδαπός κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης για πολιτογράφηση είχε νόμιμη παραμονή.

 

Η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης.

 

Υπενθυμίζουμε ότι, παρά το γεγονός ότι στην εξεταζόμενη νομοθετική διάταξη η λέξη «παραμένει» είναι στον ενεστώτα, έχει ερμηνευτεί σε αριθμό πρωτόδικων υποθέσεων ότι καλύπτει και παράνομη παραμονή η οποία έλαβε χώρα στο παρελθόν (βλέπε Ali Mahmoud Abdel Meneem v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1552/07, ημερ. 5.11.2008, Χρυσοστόμου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1794/06, ημερ. 17/12/2007 και Κhamzaeva v. Δημοκρατίας κ.α., Υποθ. Αρ. 727/06, ημερ. 16.7.2007)

 

Να σημειωθεί ότι το σκεπτικό της Yousife Mohamad υιοθετήθηκε και πάλι από την Ολομέλεια στην Κυπριακή Δημοκρατία κ.α. ν. Ζ.Μ. (2011) 3 ΑΑΔ 20.

 

Ο αιτητής διαφωνεί με το σκεπτικό και αποτέλεσμα των πιο πάνω αποφάσεων και προώθησε την προσφυγή επί των λόγων ακυρώσεως:

(α)  Πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα.

(β)  Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τα’ άρθρα 26, 28, 44, 45, 48, 50, 51 και 52 του Ν. 158(Ι)/99 – έλλειψη δέουσας έρευνας, αιτιολογίας, πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.

 

(γ)  Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο.

 

Στην απαντητική του αγόρευση πρόσθεσε ότι η διακριτική ευχέρεια που η νομοθετική εξουσία προσέδωσε στον Υπουργό με βάση το άρθρο 110(2) του Νόμου, ακυρώνεται από τη δικαστική εξουσία και συνεπώς υπάρχει παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.

 

Ο τελευταίος αυτός λόγος προκάλεσε την αντίδραση των καθ’ ων η αίτηση προβάλλοντας ότι δεν περιλαμβάνεται στους λόγους ακύρωσης της προσφυγής.

 

Είναι παραδεκτό ότι ο τελευταίος λόγος ακύρωσης που προωθήθηκε με την απάντηση του αιτητή δεν περιλαμβάνεται στους λόγους ακυρώσεως της αίτησης.  Σύμφωνα με το σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου:

 

Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως.  Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»

 

Σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθόρισε ότι η δικογραφία είναι το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων, με την εξαίρεση θεμάτων δημόσιας τάξης.  (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή και άλλων (1993) 3 ΑΑΔ 596, Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (1995) 4 ΑΑΔ 1275, Β. Νικολάου και Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 1627, Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 281, Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608, Δημοκρατία ν. Ευγένιου (2005) 3 ΑΑΔ 247).  Πολύ επιγραμματικά στην Παπαδόπουλος (άνω) σελ. 612, αναφέρεται:

 

«………..Το δικαιοδοτικό πλέγμα στο οποίο στηρίζει το δικαστήριο τις ενέργειες του καθορίζεται εξειδικευμένα από την αίτηση και δεν μπορεί η δραστηριότητα να περιπλανάται προς όλες τις κατευθύνσεις.  Με την εξαίρεση φυσικά θεμάτων δημόσιας τάξης, που η νομολογία δέχεται ότι μπορεί να ελεγχθούν αυτεπάγγελτα.»

 

Ορθά συνεπώς οι καθ’ ων η αίτηση έθεσαν ότι ο λόγος αυτός δεν μπορεί να εξετασθεί, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στους λόγους ακυρώσεως της αίτησης.

 

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που αφορά την πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.  Ο αιτητής είναι παραδεκτό ότι την 12/8/02 παράνομα εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία από περιοχή που κατέχεται από τα Τουρκικά στρατεύματα.  Παραδεκτό επίσης είναι ότι την 12/8/08 όταν υπέβαλε την αίτηση για εγγραφή του ως Κύπριος πολίτης λόγω του γάμου του με Κύπρια πολίτιδα, ο αιτητής διέμενε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία όπως νόμιμα αφίχθηκε στην Κύπρο την 30/9/06.

 

Η όλη επιχειρηματολογία του συνήγορου του αιτητή περιεστράφη γύρω ακριβώς από τη νομιμότητα της τελευταίας άφιξης του αιτητή στην Κύπρο και νομιμότητα παραμονής του κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του την 12/8/08 για εγγραφή ως Κύπριος πολίτης.

 

Από το φάκελο, τεκμ. 1,, σημείωμα ημερ. 9/3/10 (ερυθρό 222) φαίνεται ότι ήταν γνωστά τα πιο πάνω στη Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, όπως και η οικογενειακή του κατάσταση.  Συνεπώς δεν υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα.

 

Όσον αφορά το νόμο και συγκεκριμένα το άρθρο 110(2) του Ν. 141(Ι)/2002, που υπήρξε η νομοθετική στήριξη απόρριψης του αιτήματος του αιτητή έτυχε, όπως έχει αναφερθεί, εξέτασης από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Yousife Mohamad v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α.(ανωτέρω), η οποία επιβεβαιώθηκε στην Ζ.Μ. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).  Το σχετικό απόσπασμα έχει αναφερθεί νωρύτερα στην απόφαση.

 

Η απόφαση της Ολομέλειας είναι ασφαλώς δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, το οποίο δεν μπορεί να αποστεί από την κρίση της Ολομέλειας.  (Βλ. Τράπεζα Κύπρου Δημ. Εταιρεία Λτδ. κ.α (Αρ. 2) (2009) 1 (Β) ΑΑΔ 1642).

 

Όσον αφορά το δεύτερο λόγο, αυτός προωθήθηκε από το συνήγορο του αιτητή, στη βάση των διατάξεων του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99.

 

Η απόφαση, σύμφωνα με την εισήγηση, στερείται αιτιολογίας κατά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας η οποία ασκήθηκε κατά πλημμελή τρόπο.  Επίσης ότι αυτή λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία κάθε ατομική διοικητική πράξη θα πρέπει να είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη (Βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 270).  Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 ΑΑΔ 476).

 

Η απόφαση της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερ. 27/10/10 πολύ συνοπτικά αναφέρει ότι «η αίτηση απορρίπτεται δυνάμει της 2ης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του Ν. 141(Ι)/02 λόγω παράνομης εισόδου ως αναφέρεται στην παράγραφο 3 του ερ. 222».  Σχεδόν το ίδιο περιεχόμενο έχει και η επιστολή ημερ. 18/11/10 με την οποία πληροφορείτο ο αιτητής την απόρριψη της αίτησης του για απόκτηση της Κυπριακής Υπηκοότητας.  Το ερ. 222 του τεκμ. 1, που παραπέμπει η Διευθύντρια, είναι σημείωμα, έκθεση ουσιαστικά ημερ. 9/3/10 της Ε. Μαραθεύτου, όπου με παραπομπές σ’ άλλα μέρη του φακέλου παρατίθενται όλα τα σχετικά στοιχεία και γεγονότα που αφορούν την αίτηση του αιτητή.  Σημασία έχει ότι η ληφθείσα απόφαση της Διευθύντριας στηρίχθηκε στο γεγονός ότι ο αιτητής εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές μέσω των κατεχομένων την 12/8/02 και αυθημερόν συνελήφθη για παράνομη είσοδο (βλ. παραγρ. 3, ερυθρό 222, φακέλου τεκμ. 1).  Ήταν λογικά αναμενόμενο, κατά την άποψη της, ότι ο αιτητής ως πρόσωπο που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 110(2) του Ν. 141(Ι)/02 να μην εγγραφεί ως πολίτης της Δημοκρατίας.  Η αιτιολόγηση συνεπώς προκύπτει ευθέως και αμέσως από τα στοιχεία του φακέλου (τεκμ. 1) (βλ. Φράγκου (άνω) σελ. 274) και κατά προέκταση ο δεύτερος λόγος δεν ευσταθεί κατά το μέρος που αφορά έλλειψη αιτιολογίας.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 110(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν. 141(1)/2002, ο Υπουργός Εσωτερικών μπορεί να μεριμνήσει για εγγραφή ως πολίτη της Δημοκρατίας, οιουδήποτε ενήλικου που ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που τίθενται από το νόμο.  Οι διατάξεις του άρθρου 110(2) δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που αλλοδαπός εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία.  Είναι παραδεκτό ότι ο αιτητής εισήλθε την 12/8/02 στη Δημοκρατία παράνομα.  Είναι ξεκάθαρο ότι ο αιτητής δεν εκπληρεί τις προϋποθέσεις του Νόμου.

 

Στην Yousife Mohamad (άνω) αποφασίστηκε ξεκάθαρα σε σχέση με τη δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 110(2) του νόμου ότι

 

«… Σύμφωνα με τη δεύτερη επιφύλαξη οι διατάξεις του πιο πάνω εδαφίου δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που αλλοδαπός εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία.  Αυτή ήταν και η αιτιολογία που δόθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση.»

 

 

Στην υπόθεση Tolin Sabahatin Veysel κ.α. ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 184/08, ημερ. 6/7/10 λέχθηκαν τ’ ακόλουθα, με τα οποία συμφωνώ:

 

«……………………Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η ευχέρεια μιας χώρας να παρέχει την υπηκοότητά της σε άτομα, βασίζεται στο κυριαρχικό της δικαίωμα ως κράτους.  Η ευχέρεια αυτή της πολιτείας αναγνωρίζεται διεθνώς από πολύ παλιά και η μόνη υποχρέωση που η Κυπριακή Δημοκρατία υπέχει στον τομέα αυτό κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας είναι να ενεργεί με καλή πίστη.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση ήταν απόλυτα δικαιολογημένοι να απορρίψουν το αίτημα για παραχώρηση υπηκοότητας στον αιτητή, όχι ως άσκηση διακριτικής ευχέρειας, αλλά γιατί δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του νόμου.  Ήταν υποχρεωμένοι να απορρίψουν το αίτημά του.  Συνεπώς δεν μπορούμε να εξετάσουμε καν κατά πόσο η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ήταν μέσα στα σωστά πλαίσια.

 

Το θέμα πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας και το ακυρωτικό δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση μιας τέτοιας εξουσίας (Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 3.5.2007).

 

Κανένας δεν έχει απόλυτο νομικό δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας, αλλά μόνο δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας εφ’ όσον ικανοποιήσει τον Υπουργό Εσωτερικών ότι συντρέχουν στην περίπτωσή του οι προϋποθέσεις του άρθρου 110(2) κάτι που ο αιτητής δεν πέτυχε στην παρούσα υπόθεση.»

 

 

Ανυπόστατος είναι και ο λόγος που εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο.  Όπως φαίνεται από τον φάκελο, τεκμ. 1, σημ. 28, την προσβαλλόμενη απόφαση την έλαβε η Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού Μετανάστευσης στις 27/10/10, βάσει των σχετικών εξουσιών που της έχουν εκχωρηθεί με την την ΚΔΠ 262/00 ημερ. δημοσίευσης 13/10/00 από τον αρμόδιο Υπουργό Εσωτερικών.  Η Ε. Μαραθεύτου που υπογράφει την επιστολή ημερ. 18/11/10, με την οποία γνωστοποιείται η απόρριψη της αίτησης του αιτητή, την υπογράφει «για Διευθύντρια».  Αυτό υποδηλώνει ότι η επιστολή υπογράφηκε από υφιστάμενο λειτουργό εκ μέρους της Διευθύντριας, για λογαριασμό της.  (Βλ. Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 987).

 

Η προσφυγή απορρίπτεται.  Τα έξοδα να είναι σε βάρος του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

                                                                                      Λ. Παρπαρίνος, Δ.

/ΚΑΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο