ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΛΑΗΣ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1817/2012, 14/10/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1817/2012)

 

14 Οκτωβρίου 2013 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΛΑΗΣ,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ

 ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

------------------------------------

 

Ο Αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.

Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο αιτητής υπέβαλε στις 15.3.2012 αίτηση για σύνταξη ανικανότητας υποστηριζόμενη από δύο ιατρικά πιστοποιητικά ημερ. 12.3.2012.  Και οι δύο ιατρικές εκθέσεις είναι στο έντυπο που προνοείται και συμπληρώνεται με βάση τη νομοθεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

 Η πρώτη έκθεση συμπληρώθηκε από τον Δρ. Γιάγκο Μικελλίδη, ψυχίατρο, ο οποίος ανέφερε ότι ο αιτητής βρίσκεται υπό την παρακολούθηση του από 24.1.2012, υποφέροντας από κατάθλιψη, άγχος και ιδέες θανάτου  επί εδάφους οικογενειακών και οικονομικών προβλημάτων. Γνωμάτευσε ότι ο αιτητής ήταν ανίκανος από 12.9.2011 να ασκήσει το επάγγελμα του Στρατιωτικού, απαντώντας επίσης καταφατικά στο στοιχείο της μόνιμης ανικανότητας άσκησης επαγγέλματος.  Ταυτόχρονα, απαντήθηκε αρνητικά το στοιχείο του κατά πόσο ο αιτητής μπορούσε να ασκήσει οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα.

 

  Η δεύτερη ιατρική έκθεση υπογράφεται από τον Δρα Νικόλα Κιτρομήλη, Νευροχειρούργο, ο οποίος αναφέρει ότι ο αιτητής  βρίσκεται υπό την παρακολούθηση του από 9.1.2012, ότι χειρουργήθηκε προ τετραετίας για προβλήματα νευροχειρουργικά, πάσχει δε και από κατάθλιψη σοβαράς μορφής.  Η κλινική του εξέταση έδειξε οσφυοισχιαλγία δεξιά, αδυναμία καθιστικής θέσης και όρθιας, στις 30′, ατροφία δεξιάς κνήμης κλπ.  Γνωμάτευσε και αυτός ότι ήταν ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματος του Στρατιωτικού και ότι είναι αδειούχος από 12.9.2011.  Στο στοιχείο του κατά πόσο ο αιτητής θα παραμείνει μόνιμα ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του ο ιατρός ανέφερε ότι ο αιτητής χρήζει χειρουργικής επέμβασης και ανάλογα με τη μετεγχειρητική του πορεία θα επανεκτιμηθεί η δυνατότητα ή ικανότητα του για εργασία.  Συμπλήρωσε ότι «σήμερα είναι ανίκανος για εργασία». 

 

         Στη βάση των πιο πάνω, ο αιτητής κλήθηκε σε εξέταση από Ψυχιατρικό Ιατρικό Συμβούλιο στις 5.9.2012, το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για ελαφρά εργασία συστήνοντας επανεκτίμηση της κατάστασης του σε έξι μήνες.  Σύμφωνα με τους καθ΄ ων έλαβε προς τούτο υπόψη του και τη γνωμάτευση του κυβερνητικού Ιατρικού Συμβουλίου του Υπουργείου Υγείας ημερ. 5.6.2012, το οποίο είχε διαπιστώσει ότι ο αιτητής πάσχει από σοβαράς μορφής κατάθλιψη, βρίσκεται υπό ιατρική παρακολούθηση, λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης της υγείας του είναι ανίκανος πλέον να ασκεί τα καθήκοντα της εργασίας του.

 

         Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου, ημερ. 5.9.2012, ενέκρινε την αίτηση του αιτητή από 5.7.2012, σε ποσοστό αναπηρίας 75%.  Στη σχετική απόφαση  που γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 25.9.2012, που αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη, γίνεται απλώς αναφορά ότι η αίτηση του ημερ. 15.3.2012 για σύνταξη ανικανότητας από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων εγκρίθηκε σε ποσοστό 75% και είναι δυνατό σε τακτά χρονικά διαστήματα να γίνεται επανεξέταση της κατάστασης της υγείας του.  Ο αιτητής πληροφορείται επίσης ότι θα πρέπει να ειδοποιήσει το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων εάν οποιοδήποτε από τα εξαρτώμενα παιδιά του άνω των 15 ετών διακόψει ή συμπληρώσει σπουδές ή τη θητεία του στην Εθνική Φρουρά ή συνάψει γάμο, αποβιώσει ή παύσει να συντηρείται από τον αιτητή.  Επίσης θα πρέπει να πληροφορήσει το Τμήμα κατά πόσο έχει ο ίδιος αναλάβει εργασία.

 

         Ο αιτητής καταχώρησε και χειρίσθηκε μόνος του την υπό κρίση προσφυγή θεωρώντας λανθασμένη την απόφαση των καθ΄ ων να τον κρίνουν ανίκανο μόνο σε ποσοστό 75%, αντί ποσοστού 100% όπως προκύπτει από τις ιατρικές εκθέσεις και πιστοποιητικά.  Θεωρεί ότι υπάρχει έλλειψη δέουσας έρευνας και αντιφατικότητα στη απόφαση των καθ΄ ων  ενόψει του ότι το Ιατροσυμβούλιο με την απόφαση του ημερ. 30.5.2012, τον έκρινε μόνιμα ανίκανο για εργασία απαλλάσσοντας τον πλήρως και μονίμως από τη θέση του στην Εθνική Φρουρά όπου υπηρετούσε με τον βαθμό του Ανθυπασπιστή.  Επίσης θεωρεί ότι οι καθ΄ ων δεν έλαβαν υπόψη εκτός από το πρόβλημα χρόνιας κατάθλιψης και τα ορθοπεδικά-νευροχειρουργικά του προβλήματα. 

         Οι καθ΄ ων διατείνονται ότι η απόφαση ήταν σύννομη με βάση τα τεθέντα ενώπιον τους ιατρικά πιστοποιητικά και τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου, ημερ. 5.9.2012, που διαπίστωσε ότι ο αιτητής είναι ικανός για ελαφρά εργασία και χρήζει επανεξέτασης μετά την πάροδο έξι μηνών.  Αναφέρεται στην ένσταση και στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων ότι μόνιμα ανίκανος για εργασία θεωρείται με βάση τη νομοθεσία εκείνος ο ασφαλισμένος που έχει απωλέσει την ικανότητα του να κερδίζει με βάση τις δεξιότητες και τη μόρφωση του, πέραν του ενός τρίτου του ποσού το οποίο κερδίζει ένας υγιής εργαζόμενος της ίδιας επαγγελματικής κατηγορίας και μόρφωσης.

 

 Οι καθ΄ ων σημειώνουν επίσης ότι κατά την εξέταση αιτήσεων για σύνταξη ανικανότητας δεν γίνεται συνυπολογισμός των διαφόρων παθήσεων, αλλά λαμβάνεται υπόψη η κύρια πάθηση που στην περίπτωση του αιτητή είναι η χρόνια κατάθλιψη που αποτελεί και τον παράγοντα που τον αποτρέπει από το να εκτελεί την εργασία του.

 

Περαιτέρω, τα Ιατροσυμβούλια του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν ακολουθούν την ίδια νομοθεσία με αυτά του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας και, ως εκ τούτου, η έγκριση από το τελευταίο δεν προϋποθέτει κατ΄ ανάγκην και έγκριση από το Ιατρικό Συμβούλιο του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων.  Κατά τη θέση των καθ΄ ων, δεν υπάρχει οποιαδήποτε διάσταση μεταξύ της διάγνωσης του Ιατροσυμβουλίου των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του θεράποντα ιατρού του εφόσον και οι δύο συμφωνούν ότι ο αιτητής πάσχει από κατάθλιψη, αλλά διαφωνούν ως προς την παρούσα ικανότητα του για εργασία. 

 

         Κατά τους καθ΄ ων, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει πρωτογενώς στην κρίση του Ιατροσυμβουλίου και της απόφασης της διοίκησης απλώς και μόνο διότι ο θεράπων ιατρός του διατηρεί άλλη άποψη, ενώ δεν επιτρέπεται παρέμβαση εφόσον τα συμπεράσματα των καθ΄ ων είναι εύλογα και έχουν ληφθεί χωρίς οποιαδήποτε πλάνη και μετά από δέουσα έρευνα.  Εν τέλει, ο αιτητής δεν ανέτρεψε το τεκμήριο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης. 

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη βασίζεται στο άρθρο 40 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 59(Ι)/2010, ο οποίος τροποποίησε και ενοποίησε την προηγούμενη ασφαλιστική νομοθεσία, που αφορούσε την περίοδο 1980-2009.  Η νέα νομοθεσία τέθηκε σε ισχύ από 9.7.2010, όπως δημοσιεύτηκε στο Παράρτημα ΙΙΙ(Ι) της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας του 2010, σελ. 1757.  Το άρθρο 40 προνοεί για δικαίωμα σύνταξης ανικανότητας εάν ο ασφαλιζόμενος ήταν ανίκανος για εργασία για 156 μέρες σε οποιαδήποτε περίοδο διακοπής της απασχόλησης του και σ΄ αυτή την περίοδο αποδείξει ότι προβλέπεται να παραμείνει μόνιμα ανίκανος για εργασία.

 

Το εδάφιο (5) του άρθρου 40 του Νόμου καθορίζει για σκοπούς του άρθρου αυτού, ποιος θεωρείται «ανίκανος προς εργασία».  Ως τέτοιος θεωρείται αυτός ο οποίος δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που εύλογα αναμένεται να εκτελεί έχοντας υπόψη τις δυνάμεις, τις δεξιότητες, τη μόρφωση κλπ του ατόμου, πέραν από το ένα τρίτο.

 

         Το θέμα που εγείρει εδώ ο αιτητής είναι κατά πόσο είναι ανίκανος κατά ποσοστό 75% ή 100%, ζήτημα  προφανώς που επηρεάζει το ποσό που χορηγείται από τους καθ΄ ων.  Στη βάση των δεδομένων που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, εντοπίζεται κατ΄ αρχάς έλλειψη αιτιολογίας.  Η προσβαλλόμενη πράξη δεν επεξηγεί με κανένα τρόπο το λόγο που στον αιτητή πιστοποιήθηκε ποσοστό αναπηρίας 75% και όχι 100%.  Ή αίτηση που υπέβαλε για σύνταξη  ανικανότητας, με τα συνυποβληθέντα ιατρικά πιστοποιητικά και εκθέσεις (Παραρτήματα 1, 2Α και 2Β της ένστασης), λογίζεται να ήταν αίτηση για ολοκληρωτική σύνταξη ανικανότητας, στη βάση της πιστοποίησης του θεράποντα ιατρού του Δρ. Μικελλίδη ότι ο αιτητής είναι μόνιμα ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του από 12.9.2011 και ότι δεν είναι σε θέση να εκτελέσει οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα.  Ακόμη και το δεύτερο πιστοποιητικό από τον κυβερνητικό ιατρό Δρ. Κιτρομήλη, νευροχειρούργο, πιστοποίησε την ανικανότητα του αιτητή από 12.9.2011 για άσκηση του επαγγέλματος του και ότι ήταν στις 12.3.2012, ανίκανος για εργασία, αλλά έχρηζε περαιτέρω χειρουργικής επέμβασης όσον αφορά βέβαια το ορθοπεδικα-νευροχειρουργικά ζητήματα για επανεκτίμηση της ικανότητας του για εργασία.

 

         Ο Διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων συμφώνως του άρθρου 79(2) του Νόμου αρ. 59(Ι)/2010, δύναται να εγκρίνει εν όλω ή εν μέρει κάθε αίτηση για παροχή, αφού ο αιτητής παραπεμφθεί «σε ειδικό ιατρό ή Ιατρικό Συμβούλιο για επανεξέταση».  Υπάρχει λοιπόν ανάγκη εξήγησης γιατί ο αιτητής κρίθηκε ανίκανος σε ποσοστό 75% μόνο και αυτή η εξήγηση και αιτιολογία ουδόλως δίδεται με την υπό κρίση απόφαση.  Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να προσδιορίζει τη βάση της απόφασης και τους λόγους που την στοιχειοθετούν, πρέπει δε να δίδονται σαφείς και ικανοποιητικοί λόγοι ώστε να δύναται το Δικαστήριο να διακριβώσει κατά πόσο η πράξη λήφθηκε με βάση το ορθό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο,  (δέστε Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220 και Ανδρέας Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 547/2011, ημερ. 24.1.2013, αμφότερες επί θεμάτων συντάξεων λόγω ανικανότητας).  Ούτε υπάρχει παραπομπή στην επίδικη διοικητική πράξη σε όσα θα ήταν δυνατόν να αποτελέσουν συμπλήρωση της μέσα από τα στοιχεία του φακέλου εφόσον το ίδιο το πρακτικό ή σκεπτικό της απόφασης πρέπει να παραπέμπει σ΄ αυτά ή να προκύπτει εκ του πρακτικού αβίαστα η σκέψη της διοίκησης, (Δημοκρατία ν. Γαβριήλ (2004) 3 Α.Α.Δ. 234, Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 και Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438).

 

         Περαιτέρω και πλέον σημαντικό, πιστοποιείται ανεπαρκής έρευνα υπό την έννοια της αντιφατικότητας των δεδομένων που είχε ενώπιον της η διοίκηση τα οποία και δεν συνυπολόγισε δεόντως ώστε να τα εκλογικεύσει ή να τα διαφοροποιήσει κατά διακριτική ευχέρεια καταλήγοντας σε εύλογη διοικητική απόφαση.  Βεβαίως και το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν προβαίνει σε διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, ούτε και υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης με τη δική του, (Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 476).  Όμως πρέπει να ικανοποιηθεί ότι η έρευνα ήταν πλήρης ή επαρκής, ως τέτοια θεωρείται δε εκείνη που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Καμηλέρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Cassinos Constructions Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835).

 

         Παρατηρείται εδώ το εξής: σύμφωνα με το Ιατροσυμβούλιο του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, που συνήλθε στις 30.5.2012, όπως παρουσιάζεται στην επιστολή του, ημερ. 5.6.2012, (δέστε ερυθρό 17 του διοικητικού φακέλου – Τεκμ. «Α»), αποτελούμενο από τρεις ιατρούς, ο αιτητής κρίθηκε ότι «λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης της υγείας του το Ιατροσυμβούλιο φρονεί ότι ο ανωτέρω είναι ανίκανος πλέον να ασκεί τα καθήκοντα της εργασίας του.»  Αυτό στη βάση του ότι συνεξέτασε την ιατρική έκθεση του θεράποντα ιατρού του και υπέβαλε τον αιτητή σε κλινική εξέταση διαπιστώνοντας ότι πάσχει από σοβαρής μορφής κατάθλιψη, βρίσκεται υπό ιατρική παρακολούθηση και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.  Αντίθετα, το Ιατροσυμβούλιο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερ. 5.9.2012, (ερυθρά 35-24 του διοικητικού φακέλου), αποτελούμενο από δύο ιατρούς, με διάγνωση «χρόνια μελαγχολία», τον έκρινε ικανό για ελαφρά εργασία που εξήγησε στα στοιχεία 11.4, 11.5 και 11.6, να σημαίνει ότι μπορεί να εργάζεται κατά μέγιστο χρόνο 2-3 ώρες ημερησίως, σε προσαρμοσμένη εργασία τύπου απλής επαναληπτικής εργασίας.  Στο στοιχείο 11.11 υπέδειξε ότι δεν ήταν δυνατόν να απαντηθεί κατά πόσο θεωρείτο δυνατή η βελτίωση της παρούσας του κατάστασης.  Συνέστησε στο στοιχείο 12, επανεξέταση σε έξι μήνες.

 

         Παρά το αναλυτικά συμπληρωμένο έντυπο του Ιατροσυμβουλίου, ημερ. 5.9.2012, ουδεμία αναφορά γίνεται στο προηγηθέν Ιατροσυμβούλιο ημερ. 30.5.2012, ούτε και εξηγείται η διάσταση με τη γνωμάτευση του δεύτερου.  Τα όσα αντίθετα καταγράφονται στην παρ. 5 της ένστασης των καθ΄ ων και τη σελ. 3 της αγόρευσης τους, δεν είναι ορθά.  Πουθενά δεν φαίνεται ότι το Ιατροσυμβούλιο, ημερ. 5.9.2012, έλαβε υπόψη του τα ευρήματα και γνωμάτευση του κυβερνητικού Ιατροσυμβουλίου, ημερ. 30.5.2012, όπως αποτυπώνεται στην επιστολή του τελευταίου ημερ. 5.6.2012. Παρατηρείται δε ότι, όπως αναφέρεται στο στοιχείο 3.1 του εντύπου που συμπλήρωσε το Ιατροσυμβούλιο ημερ. 5.9.2012, καταγράφεται ιατρικό χρόνιας καταθλιπτικής διαταραχής και ότι ο αιτητής είναι «Medically unfit 2012».

 

         Το ότι, ως διατείνονται οι καθ΄ ων, οι Κοινωνικές Ασφαλίσεις δεν ακολουθούν την ίδια νομοθεσία με αυτή του Ιατροσυμβουλίου του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών, πέραν του ότι δεν αφορά τον αιτητή, δεν έχει έρεισμα ούτε στην ίδια τη νομοθεσία περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων και των εκεί προβλεπομένων παροχών.  Το άρθρο 40(5) του Νόμου αρ. 59(Ι)/2010, αλλά και ευρύτερα το όλο άρθρο 40, δεν υποστηρίζει τέτοια διαφοροποίηση, ούτε και διακρίνει μεταξύ της ικανότητας, της στελέχωσης ή της σημασίας των ανάλογων Ιατροσυμβουλίων.  Ούτε το Δικαστήριο παραπέμφθηκε σε οποιαδήποτε νομοθετική η κανονιστική ρύθμιση του ζητήματος αυτού. 

 

Ακόμη και εάν ήθελε λεχθεί ότι το Ιατροσυμβούλιο των καθ΄ ων που εξέτασε τον αιτητή στις 5.9.2012 ήταν αυτό που  συστήνεται με βάση την Κ.Δ.Π. 286/2010 για σκοπούς της εξέτασης αιτήσεων για τις παροχές, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αγνοείται το Ιατροσυμβούλιο που συστήνεται ή υπάρχει από τις ιατρικές υπηρεσίες και το οποίο στην περίπτωση του αιτητή έκρινε ότι ήταν ανίκανος να εκτελεί την εργασία του.  Το στοιχείο αυτό λογίζεται να ήταν υπόψη των ιδίων των καθ΄ ων εφόσον αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. «Α», και έπρεπε τουλάχιστον να αποτελέσει έδαφος για νέα εξέταση ή εξήγηση της διάστασης στην επιστημονική άποψη των ιατρών.  Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξαγάγει οποιαδήποτε δικά του συμπεράσματα εφόσον ελέγχεται μόνο η νομιμότητα της διοικητικής πράξης.

 

         Η πιο πάνω διάσταση δεν φαίνεται να απασχόλησε τους καθ΄ ων, οι οποίοι προφανώς έλαβαν υπόψη μόνο τη γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου ημερ. 5.9.2012.  Έπρεπε όμως να εξηγηθεί γιατί  αγνοήθηκε το Ιατροσυμβούλιο της 30.5.2012, όπως και γιατί  αγνοήθηκε η ιατρική γνωμάτευση του ιδιώτη ιατρού.

 

         Περαιτέρω, το επιχείρημα των καθ΄ ων ότι κατά την εξέταση σύνταξης ανικανότητας λαμβάνεται υπόψη μόνο η κύρια πάθηση του αιτητή και πάλι δεν φαίνεται να δικαιολογείται από οποιαδήποτε πρόνοια της νομοθεσίας, ούτε το Δικαστήριο παραπέμφθηκε σε οτιδήποτε σχετικό.

 

         Αυτό δε το επιχείρημα των καθ΄ ων είναι και αντιφατικό διότι εφόσον οι καθ΄ ων θεωρούν ότι η κύρια πάθηση είναι αυτή της χρόνιας σοβαρής κατάθλιψης, έπρεπε έτι περισσότερο να εξηγηθεί και να αιτιολογηθεί η διάσταση μεταξύ των δύο Ιατροσυμβουλίων.  Ενώ και ο ιατρός του αιτητή διαπιστώνει επίσης ανικανότητα οποιασδήποτε εργασίας.

 

         Περαιτέρω, λογικά η όλη ικανότητα ενός αιτητή πρέπει να συναρτάται προς το σύνολο της υγείας του, έτσι ώστε και τα ορθοπεδικά-νευροχειρουργικά προβλήματα να έπρεπε να λαμβάνονταν υπόψη στη βάση και της θέσης της γνωμάτευσης του Δρ. Κιτρομήλη ότι στις 12.3.2012 ο αιτητής ήταν ανίκανος για εργασία. Το ότι συνέστησε επανεξέταση σε έξι μήνες δεν ήταν λόγος μη ορθής αντιμετώπισης της ικανότητας του αιτητή κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.

 

         Υπό το φως των ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στη βάση του                  Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

         Ο αιτητής χειρίσθηκε την υπόθεση μόνος του και έτσι δικαιούται μόνο στα πραγματικά του έξοδα που υπολογίζονται στα €200.

 

 

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                    Δ.

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο