ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΑΙ ΧΑΡΟΥΛΑ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΩΣ ΦΥΣΙΚΟΙ ΚΗΔΕΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΑΝΗΛΙΚΗΣ ΘΥΓΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπoθεση Αρ. 364/2009, 8/10/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 364/2009)

 

 

8 Οκτωβρίου, 2013

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΑΙ ΧΑΡΟΥΛΑ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

ΩΣ ΦΥΣΙΚΟΙ ΚΗΔΕΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΑΝΗΛΙΚΗΣ

ΘΥΓΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ,

 

Αιτητές,

 

ν

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ’ης η αίτηση.

 

 

Ρ. Καλλιγέρου (κα), για τους Αιτητές.

 

Κ. Στιβαρού (κα) για Ιωαννίδης, Δημητρίου, για την Καθ’ης η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η θυγατέρα των αιτητών στην παρούσα προσφυγή, είναι η ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 741, Φ/Σχ. 45/13 που βρίσκεται στο χωριό Πολέμι της Πάφου. Είναι ανήλικη και προσφεύγει στο Δικαστήριο δια των γονέων της ως φυσικών κηδεμόνων της. Τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή, περιληπτικά έχουν ως πιο κάτω:

 

Στις 14/7/2006 η καθ’ ης η αίτηση (εφεξής Α.Η.Κ.) εξασφάλισε την Πολεοδομική Άδεια ΠΑΦ/0407/2004 και μετέπειτα, στις 31/1/2008 την Πολεοδομική Έγκριση αρ. ΠΑΦ/0407/2004/Α, για εγκατάσταση γραμμής μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας 132KV και αποξήλωση υφιστάμενης γραμμής (Στρουμπί-Πόλις Χρυσοχούς) (εφεξής καλούμενη ως νέα γραμμή).

 

Η νέα γραμμή θα επηρέαζε αριθμό τεμαχίων, μεταξύ των οποίων και αυτό της θυγατέρας των αιτητών. Η Α.Η.Κ. προέβη στην προβλεπόμενη στο ΄Αρθρο 43(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972             (Ν. 90/72), (όπως τροποποιήθηκε), συμφωνία με το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως για την καταβολή τυχόν αποζημίωσης στους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες από τη διέλευση ή τοποθέτηση εξοπλισμού, ή από έργα που θα απαιτούνταν για την εγκατάσταση της πιο πάνω εναέριας γραμμής.

 

Ακολούθως η Α.Η.Κ. κοινοποίησε στους αιτητές γραπτώς την πρόθεση της για τοποθέτηση της νέας ηλεκτρικής γραμμής στο τεμάχιο της θυγατέρας τους και ζήτησε τη συγκατάθεση τους με βάση το άρθρο 31 του περί Αρχής Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ.170 (όπως έχει τροποποιηθεί). Οι αιτητές, με επιστολή ημερομηνίας 18/11/2008, πληροφόρησαν την Αρχή ότι ενίστανται, επικαλούμενοι την προτιθέμενη ανέγερση οικοδομής εντός του ακινήτου, εσωκλείοντας μάλιστα την κατάθεση άδειας οικοδομής, τις στατικές μελέτες και το σχέδιο της οικίας. Επίσης ζητούσαν τη μετακίνηση του πυλώνα γιατί η περιοχή έχει σπίτια σε κοντινή ακτίνα 40μ. ή εναλλακτικά αποζημίωση ύψους €700.000.

 

Η Α.Η.Κ. απάντησε στους αιτητές γραπτώς και εξήγησε τους λόγους που καθιστούσαν την υλοποίηση του έργου σημαντική, προσθέτοντας ότι προτίθετο να προχωρήσει στην κατασκευή της γραμμής με βάση τον περί Ηλεκτρισμού Νόμο, Κεφ. 170 και ότι τυχόν αποζημίωση θα καθοριστεί με βάση της πρόνοιες του άρθρου 68 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου.

 

Στις 23/1/2009, ο Διευθυντής Περιφέρειας Πάφου της Α.Η.Κ., με επιστολή του προς τον ΄Επαρχο Πάφου, ζήτησε, δυνάμει του ΄Αρθρου 31(1) του             Κεφ. 170, τη συγκατάθεσή του για την εγκατάσταση της νέας γραμμής, την οποία ο τελευταίος παραχώρησε στο ειδικό έντυπο, αντίγραφο του οποίου κοινοποιήθηκε στους αιτητές, με επιστολή του Διευθυντή Περιφέρειας Πάφου της Α.Η.Κ., ημερομηνίας 9/3/2009.

 

Αντιδρώντας οι αιτητές, καταχώρισαν την παρούσα προσφυγή ως φυσικοί κηδεμόνες της ανήλικης θυγατέρας τους, επιδιώκοντας την ακύρωση της απόφασης της Α.Η.Κ., σύμφωνα με την οποία η A.H.K. αποφάσισε να εγκαταστήσει ηλεκτρικό δίκτυο (επτά αγωγούς υψηλής τάσης και ένα πυλώνα) υπεράνω ή κάτω από το έδαφος του ακινήτου της θυγατέρας τους.

 

Εκκρεμούσης της παρούσας προσφυγής, η προαναφερόμενη πολεοδομική άδεια, η οποία να σημειωθεί καθόριζε την όδευση της γραμμής, δεν προσδιόριζε όμως τη θέση στην οποία θα τοποθετούντο οι πυλώνες, ακυρώθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου που εκδόθηκε στην Προσφυγή 59/2009, Μ. Στεφάνου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 11/2/2011. Την εν λόγω προσφυγή είχαν καταχωρίσει και πάλι οι γονείς της αιτήτριας. Το Δικαστήριο ακύρωσε την άδεια για λόγους που δεν αφορούσαν την ουσία της υπόθεσης, αφού αποδέχθηκε την εισήγηση της εκεί συνηγόρου των αιτητών, ότι η εν λόγω άδεια εξεδόθη αναρμοδίως εφόσον δεν εξεδόθη από την αρμόδια αρχή, που είναι ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως. Σημειώνεται ότι η εν λόγω προσφυγή στρεφόταν εναντίον του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και όχι εναντίον της Α.Η.Κ. και με αυτή επιδιώκετο η ακύρωση της πιο πάνω άδειας και όχι της απόφασης της Α.Η.Κ., τη νομιμότητα της οποίας οι αιτητές αμφισβητούν με την παρούσα προσφυγή τους.

 

Την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου ακολούθησε επανεξέταση, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε νέα πολεοδομική άδεια (ΠΑΦ/00407/2004), ημερομηνίας 7/6/2011 και συνακόλουθα οι εγκρίσεις ΠΑΦ/00407/2004/Α              και ΠΑΦ/00407/2004/Β, ημερομηνίας 8/6/2011 και 9/6/2011, αντίστοιχα. Επισημαίνεται ότι στη νέα πολεοδομική άδεια, όπως και στις νέες εγκρίσεις, οι οποίες, να σημειωθεί, εκδόθηκαν με τους ίδιους αύξοντες αριθμούς με τις ακυρωθείσες και οι οποίες ρητά ανατρέχουν πίσω στο χρόνο έκδοσης των ακυρωθεισών – σχετική πρόνοια περιέχεται στο κύριο σώμα των συγκεκριμένων εγγράφων – δίνεται ρητά αναδρομική ισχύ. Να σημειωθεί επίσης ότι οι νέες άδειες και εγκρίσεις έχουν πανομοιότυπο περιεχόμενο με τις ακυρωθείσες.

 

Με αφορμή το γεγονός της επανεξέτασης και έκδοσης νέας άδειας και εγκρίσεων, η συνήγορος των αιτητών με συμπληρωματική αγόρευση, ισχυρίστηκε ότι η ακύρωση της πολεοδομικής άδειας με την απόφαση στην Προσφυγή 59/09, συμπαρασύρει σε ακύρωση και την επίδικη απόφαση στην παρούσα προσφυγή. Η κα Καλλιγέρου υπέβαλε ότι με την ακύρωση των πολεοδομικών αδειών που αποτέλεσαν το έρεισμα για τη λήψη της                    εδώ επίδικης απόφασης, ακύρωση η οποία επενεργεί αναδρομικά, συμπαρασύρεται σε ακύρωση κάθε επιγενόμενη απόφαση και συνεπώς και η επίδικη.

 

Στην αντίπερα όχθη η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ων η αίτηση, με αιχμή του δόρατος της την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 3 Α.Α.Δ. 1171, υποστήριξε πως, εφόσον η πολεοδομική άδεια αποτελεί το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο έκδοσης της επίδικης απόφασης, με την επανεξέταση και την αναδρομικότητα με την οποία περιεβλήθη η πολεοδομική άδεια, «αποκαταστάθηκε», το εν λόγω υπόβαθρο και συνεπώς, η νομιμότητα της επίδικης απόφασης μπορεί να εξεταστεί.

 

Η θέση της κας Καλλιγέρου δεν με βρίσκει σύμφωνο. Εκείνο που το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως έπραξε, ήταν αυτό που όφειλε να πράξει, ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου στην Προσφυγή 59/09. Να προβεί σε επανεξέταση του θέματος. Δίνοντας δε, το Τμήμα, στη νέα απόφαση του και στη νέα πολεοδομική άδεια αναδρομική ισχύ, το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, που είναι ο χρόνος λήψης της απόφασης και έκδοσης της πολεοδομικής άδειας, αποκαταστάθηκε, με αποτέλεσμα να προσφέρεται νομιμοποιητικό έρεισμα στη διαδικασία έκδοσης της εδώ προσβαλλόμενης απόφασης. Συνεπώς, η επίδικη απόφαση – η οποία σε αντίθετη περίπτωση, όντως θα υφίστατο καίριο και καθοριστικό πλήγμα – εξήλθε αλώβητη από τις συνέπειες της ακυρωτικής απόφασης.

 

Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι η κα Καλλιγέρου, στα πλαίσια της απαντητικής αγόρευσης της, επικαλούμενη τις πρόνοιες του άρθρου 7(β) και (γ)[1] του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου                         (Ν. 158(Ι)/99), υποστήριξε ότι, εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση η αρχική άδεια και οι εγκρίσεις ακυρώθηκαν λόγω «σαφούς παραβίασης επιτακτικού άρθρου του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, δηλαδή παραβίασης του Νόμου», η επίδικη απόφαση θα έπρεπε να ανακληθεί ως παράνομη και να ληφθεί νέα, στη βάση της νέας πολεοδομικής άδειας. Εφόσον αυτό δεν έχει γίνει, το Δικαστήριο δεν έχει άλλη επιλογή από του να ακυρώσει την επίδικη απόφαση. Αναφορικά με τη συγκεκριμένη πτυχή της επιχειρηματολογίας της κας Καλλιγέρου, περιορίζομαι να επισημάνω ότι οι αρχικά εκδοθείσες άδειες και εγκρίσεις ακυρώθηκαν για τυπικούς λόγους. Ενδεικτικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή 59/2009:

 

“Έχοντας οριοθετήσει την προσφυγή έτσι, προχωρώ να αναφέρω ότι το Δικαστήριο φαίνεται να μην έχει άλλη επιλογή παρά να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση για έναν από τους λόγους που ανέφερε η                 κα Καλλιγέρου, και που δεν αφορά την ουσία της υπόθεσης όμως.

 

Είναι η εισήγησή της, ότι οι πολεοδομικές άδειες εξεδόθησαν αναρμοδίως, εφόσον δεν εξεδόθησαν από την αρμόδια αρχή που είναι ο διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως. Συγκεκριμένα, η        κα Καλλιγέρου αμφισβήτησε το τεκμήριο της νομιμότητας, το οποίο υφίσταται ως εκ του ότι άδειες έχουν υπογραφεί εκ μέρους του διευθυντή, και αυτό οδηγεί στην αναφορά στους διοικητικούς φακέλους.”

 

 

Ανεξάρτητα όμως τούτου, με την πιο πάνω εισήγηση της η κα Καλλίγερου, στην ουσία κάλεσε το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της νομιμότητας της απόφασης που έχει ληφθεί ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης, αφού ισχυρίζεται ότι της έχει δοθεί αναδρομική ισχύς κατά παράβαση του άρθρου 7(β),(γ), του πιο πάνω Νόμου (Ν. 158(Ι)/99). Η εν λόγω απόφαση αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και μπορούσε να προσβληθεί από τους αιτητές. Δεν είναι δυνατός ο παρεμπίπτον έλεγχος μιας διοικητικής πράξης, η οποία δεν έχει προσβληθεί με προσφυγή στα πλαίσια εξέτασης της νομιμότητας της επίδικης απόφασης (Καλαϊτζής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 554 και Λάρκου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 745).

 

Επομένως, ούτε η θέση αυτή με βρίσκει σύμφωνο και η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

 

Προτού ασχοληθώ με την ουσία των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, θεωρώ σκόπιμο να αναφέρω και τα εξής: Ενώπιον μου τέθηκε και η Υπόθεση Αρ. 1040/2010, Δέσποινα Αριστείδου Ηλία ν. Α.Η.Κ., ημερομηνίας 15/1/2013 (Παμπαλλή, Δ.), στην οποία το Δικαστήριο πραγματεύτηκε το ίδιο θέμα στα πλαίσια εξέτασης της νομιμότητας απόφασης που αφορούσε την ίδια γραμμή της Α.Η.Κ., κατέληξε όμως σε αντίθετο συμπέρασμα. Διαφοροποιούμαι από την εκεί κατάληξη ως προς το ζήτημα, σημειώνοντας ότι, το Δικαστήριο σε εκείνη την υπόθεση, σε αντίθεση με την παρούσα περίπτωση, δεν είχε, κατά τη δική του αναφορά, ενώπιον του τα αναγκαία στοιχεία που θα προσέδιδαν εγκυρότητα στις εν λόγω άδειες και θα επέτρεπαν τον πλήρη αναθεωρητικό έλεγχο.

 

Προχωρώ στην εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης που πρόβαλαν οι αιτητές και συνοψίζονται ως εξής:

 

Α. Παράβαση του άρθρου 31 του περί Αρχής Ηλεκτρισμού Νόμου (Κεφ.170). Ο Έπαρχος κατά την παραχώρηση της έγκρισης του παρέλειψε, σύμφωνα με τους αιτητές, να διαβουλευθεί με την αρμόδια αρχή Τοπικής Διοίκησης δηλαδή εν προκειμένω για το επίδικο ακίνητο το Κοινοτικό Συμβούλιο Πολεμίου.

Β. Έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με την ένσταση των αιτητών και πλάνη περί τα πράγματα η οποία στοιχειοθετείται, σύμφωνα πάντα με τους αιτητές, από την παραγνώριση της εκκρεμούσας αίτησης για έκδοση πολεοδομικής άδειας για την ανέγερση κατοικίας στο τεμάχιο και των σχετικών εμπράκτων προθέσεων των αιτητών.

Γ. Η εξουσιοδότηση δυνάμει του άρθρου 31(1) προς τοποθέτηση ηλεκτρικής γραμμής είτε πάνω είτε κάτω από το έδαφος διαμέσου γης δεν καλύπτει την τοποθέτηση πυλώνων ή οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση πάνω στο επηρεαζόμενο έδαφος.

Δ. Αποστέρηση του δικαιώματος ακρόασης και έλλειψη αιτιολογίας.

 

Σε πρόσφατη απόφαση μου (Υπόθεση Αρ. 607/2009, Δάφνη Ιωάννου Πέτρου ν. Α.Η.Κ. κ.ά., ημερομηνίας 28/6/2013), ακύρωσα την επίδικη απόφαση της Αρχής (προς εγκατάσταση της νέας γραμμής) συμπεριλαμβανομένης της σχετικής συγκατάθεσης του Επάρχου αναφορικά με τη διέλευση πάνω από το ακίνητο της αιτήτριας στην εκεί υπόθεση. Ο λόγος ακύρωσης που διαπιστώθηκε στην εν λόγω υπόθεση, ταυτίζεται με τους υπό στοιχεία Α και Β πιο πάνω λόγους ακύρωσης, δηλαδή την παράλειψη διαβούλευσης του Επάρχου με την Τοπική Αρχή και την, στη βάση των διαφορετικών δεδομένων του εκεί ακινήτου, ανεπαρκή έρευνα που οδήγησε στην πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Επάρχου.

 

Έχω επίσης υπόψη μου τα ακυρωτικό αποτέλεσμα στη Δέσποινα Αριστείδου (πιο πάνω) για την ίδια γραμμή της Α.Η.Κ., όπου υπομνήσθηκε με κατηγορηματικό τρόπο η αναγκαιότητα απόδειξης της επιβαλλόμενης διαβούλευσης μεταξύ Επάρχου και Α.Η.Κ. (βλ. επίσης Υπόθεση Αρ. 1546/2009 και 1547/2009, Μιχαήλ ν. Α.Η.Κ., ημερομηνίας 7/11/2012).

 

Επανερχόμενος στην παρούσα υπόθεση παρατηρώ τα εξής. Μελετώντας τα δεδομένα που αφορούν στο επίδικο ακίνητο, παρατηρώ ότι αυτά διαφοροποιούνται. Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι ο Έπαρχος λειτούργησε κατά δέσμια αρμοδιότητα, χωρίς να διαβουλευθεί ουσιαστικά με την Αρχή και το Κοινοτικό Συμβούλιο Πολεμίου, σχετικά με τους λόγους ένστασης που προώθησαν στην ένσταση τους, δεν ευσταθεί. Η επιστολή που στάληκε στον Έπαρχο από την Αρχή ζητώντας τη συγκατάθεση του, ημερομηνίας 23/1/2009, περιείχε 289 ΄Εντυπα που αφορούσαν σε κάθε ακίνητο που επηρεαζόταν, περιλαμβανομένου βεβαίως και του ακινήτου της θυγατέρας των αιτητών. Σημειώνεται ότι στο σχετικό για το επίδικο ακίνητο έντυπο, στο οποίο περιγράφεται η νέα γραμμή με παραπομπή στο σχέδιο της Αρχής που επηρεάζει το κτήμα, καθώς και τι θα περιλαμβάνει το δίκτυο, καταγράφονται ως αιτιολόγηση και τα εξής:

 

“Οι πιο πάνω ιδιοκτήτες, ειδοποιήθηκαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Αρχής Ηλεκτρισμού Νόμου, για την πρόθεση της Αρχής να τοποθετήσει τις γραμμές που περιγράφονται πιο πάνω. Οι ιδιοκτήτες απέστειλαν επιστολή προς την ΑΗΚ στις 18.11.2008, με την οποία κοινοποιούσαν τους λόγους ένστασης τους. Η ΑΗΚ απάντησε στις 19.12.2008. Αντίγραφα των επιστολών επισυνάπτονται.

 

 

Επομένως, ο Έπαρχος είχε ενώπιον του όλη την αλληλογραφία μεταξύ των αιτητών και της Α.Η.Κ., στην οποία εμφαίνονται οι απαντήσεις της Αρχής επί των αντιρρήσεων των αιτητών.

 

Αναφορικά με την πρόθεση των αιτητών για οικοδομική ανάπτυξη του τεμαχίου της θυγατέρας τους, από τα στοιχεία τα οποία τέθηκαν ενώπιον μου, προκύπτει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο κατά τον οποίο το θέμα παραπέμφθηκε στον Έπαρχο, η αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας για σκοπούς οικοδομικής ανάπτυξης του τεμαχίου, εκκρεμούσε. Η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε στις 20/2/2009, δηλαδή λίγο πριν ο Έπαρχος παράσχει τη συγκατάθεση του, η οποία υπενθυμίζω δόθηκε στις 4/3/2009. Το γεγονός ότι ο λόγος απόρριψης κατά τους αιτητές της αίτησης τους για έκδοση πολεοδομικής άδειας, ήταν πεπλανημένος, δεν ενδιαφέρει στην παρούσα προσφυγή. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η σχετική πρώτη σημείωση, σύμφωνα με την οποία δια μέσου του τεμαχίου διέρχεται εναέρια γραμμή της Α.Η.Κ. και η δεύτερη που βεβαιώνει τη γνώση του ΄Επαρχου Πάφου για την προτιθέμενη ανάπτυξη, αφού κατέθεσε αίτηση για εγγραφή δημόσιου δρόμου στην περιοχή για προσπέλαση του επίδικου ακινήτου. Επομένως, ο Έπαρχος ήταν πλήρως ενήμερος για το σύνολο των δεδομένων που αφορούσαν το ακίνητο των αιτητών.

 

Αναφορικά με την απαιτούμενη από το άρθρο 31(1) του Νόμου διαβούλευση του Επάρχου, με την Αρχή Τοπικής Διοίκησης, ο Έπαρχος, όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, με επιστολή του ημερομηνίας 29/1/2009, ζήτησε τις απόψεις του Κοινοτικού Συμβουλίου Πολεμίου σχετικά με το αίτημα της Α.Η.Κ., χωρίς όμως το Κοινοτικό Συμβούλιο να ανταποκριθεί. Σύμφωνα με σχετικό όρο που ρητά είχε θέσει ο Έπαρχος με την επιστολή του, αυτός θεώρησε ότι δεν υπήρχε ένσταση από το Συμβούλιο εφόσον παρήλθε άπρακτη η 15θήμερη προθεσμία απάντησης.

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται επίσης ότι ο Έπαρχος έδωσε τη συγκατάθεση του υπογράφοντας σε ένα προσχεδιασμένο από την Α.Η.Κ. έντυπο, χωρίς η γενική αιτιολογία που έδωσε - «νοουμένου ότι εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον ή επιβάλλεται η εκτέλεση εργασιών της ΑΗΚ για τεχνικούς λόγους, με τους όρους της συμφωνίας ημερ. 31/1/2008», να αφορά στην εξέταση του ακινήτου τους. Έχω την άποψη ότι εκείνο που είχε σημασία είναι το γεγονός ότι ο Έπαρχος είχε ενώπιον του όλα τα δεδομένα του ακινήτου των αιτητών, τα οποία θεωρείται ότι κατά τεκμήριο εξέτασε. Δεν υπάρχει καμία νομοθετική πρόνοια που να υποχρεώνει τον Έπαρχο να δώσει ειδική αιτιολογία όταν συγκατατίθεται, ούτε και η υπογραφή του σε προκαθορισμένο έντυπο δεν υποδεικνύει στην προκείμενη περίπτωση αποποίηση της διακριτικής του ευχέρειας ή προσχεδιασμένη απόφαση. Θεωρώ ότι ειδική αιτιολογία θα έπρεπε να δώσει εάν εξαιρούσε κάποιο ακίνητο από την όδευση της γραμμής που πρότεινε η Α.Η.Κ., δηλαδή σε περίπτωση άρνησης να δώσει τη συγκατάθεση του.

 

Ενόψει των πιο πάνω, οι λόγοι ακύρωσης που αφορούν στη συμμετοχή του Επάρχου στη διαδικασία, θεωρώ ότι δεν ευσταθούν.

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται, προβάλλοντας περί τούτου ειδικό λόγο ακύρωσης, ότι το άρθρο 31 του Νόμου αφορά μόνο σε ηλεκτρικές γραμμές πάνω ή κάτω από το έδαφος και όχι πυλώνες τοποθετημένους εντός του επηρεαζόμενου ακινήτου. Συνεπώς η επίδικη απόφαση, που περιλάμβανε τοποθέτηση αγωγών υψηλής τάσης αλλά και πυλώνα, κατά τους αιτητές είναι παράνομη.

 

Η ‘’ηλεκτρική γραμμή’’ ως όρος ερμηνεύεται στη βάση του περί Ρύθμισης της Αγοράς Ηλεκτρισμού Νόμου του 2003 (Ν.122(Ι)/2003) και περιλαμβάνει ρητά «οποιοδήποτε στήριγμα για οποιαδήποτε τέτοια γραμμή, που περιλαμβάνει οποιαδήποτε κατασκευή, πάσσαλο ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο  εντός, επί, διαμέσου ή από το οποίο, μια τέτοια γραμμή δυνατό να στηρίζεται, μεταφέρεται ή αναρτάται». Είναι δε φυσικό ένα ηλεκτρικό δίκτυο να προϋποθέτει και την τοποθέτηση πυλώνων ή πασσάλων προκειμένου να υποστηριχθεί στο έδαφος. Εξάλλου, το ότι η συγκατάθεση του Επάρχου αφορούσε τοποθέτηση ηλεκτρικού δικτύου αντί ηλεκτρικής γραμμής δεν στοιχειοθετεί οποιαδήποτε πλάνη, αφού υπάρχει σαφής περιγραφή της ηλεκτρικής γραμμής στο έντυπο της συγκατάθεσης που δείχνει τόσο την όδευση των καλωδίων όσο και το χώρο τοποθέτησης του πυλώνα.

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται επίσης ότι στερήθηκαν του δικαιώματος τους να ακουστούν προτού ο Έπαρχος αποφασίσει να δώσει τη συγκατάθεσή του και, επομένως, παραβιάστηκε ο σχετικός κανόνας φυσικής δικαιοσύνης που κατοχυρώνει το δικαίωμα ακρόασης, καθώς επίσης και οι πρόνοιες του άρθρου 43(1)(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999. Η συγκεκριμένη θέση είναι έκδηλα ανεδαφική εφόσον, όπως έχει ήδη λεχθεί, οι αιτητές υπέβαλαν έγγραφες παραστάσεις που λήφθηκαν υπόψη και διερευνήθηκαν τόσο από την Α.Η.Κ., όσο και από τον ΄Επαρχο. Χρήσιμη επί τούτου αναφορά μπορεί να γίνει στην Υπόθεση Αρ. 1852/2008, Π. Ηρ. Παπουή ν. Α.Η.Κ. ημερομηνίας 29/9/2010.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, κανένας από τους λόγους ακύρωσης δεν ευσταθεί και συνεπώς η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα €1.350 υπέρ των καθ’ων η αίτηση. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

 

 

 

 

                                              Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                        Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ



[1] 7. Μια διοικητική πράξη δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ, εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

      (α)  Αν επιτρέπει την αναδρομικότητα της πράξης ο νόμος∙

      (β) αν εκδίδεται για συμμόρφωση με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου και η αναδρομική ισχύς είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας∙

      (γ)  όταν το διοικητικό όργανο επαναλαμβάνει πράξη του που ακυρώθηκε για λόγους τυπικούς, εφόσον η νέα πράξη έχει το ίδιο με την ακυρωθείσα περιεχόμενο και εκδίδεται μέσα σε εύλογο από την πρώτη πράξη χρόνο και με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά και τις ίδιες νομικές διατάξεις. Δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ πράξη που επαναλαμβάνει προηγούμενη απόφαση η οποία ακυρώθηκε για παράβαση νόμου ή των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου∙

      (δ)   .....................................................................................................

      (ε)   .....................................................................................................

      (στ)   .....................................................................................................

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο