ΜΑΡΙΑ ΦΥΤΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 368/2012, 22/10/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 368/2012)

 

22 Οκτωβρίου 2013

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΑΡΙΑ ΦΥΤΗ,

Αιτήτρια

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-------------------------------

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Μ. Καλλιγέρου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.

Σ. Ανδρέου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 5.

(Η προσφυγή έχει αποσυρθεί σε σχέση με τα

Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 3 και 4).

-----------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η αιτήτρια ήταν συνυποψήφια με τα ενδιαφερόμενα μέρη 2, Μαρία Ευσταθίου και 5 Βασιλική Φραγκάκη (απεσύρθη η προσφυγή εναντίον των ενδιαφερομένων μερών 1, 3 και 4), για τη θέση πρώτου διορισμού Λειτουργού Κοινωνικής Ενσωμάτωσης, Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες.

 

         Η διαδικασία που καθηκόντως περιελάμβανε επιλογή από Συμβουλευτική Επιτροπή, προφορική εξέταση από την Ε.Δ.Υ., βοηθούμενη από τη Διευθύντρια Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας και τελική αξιολόγηση από την ίδια την Ε.Δ.Υ., ανέδειξε ως καταλληλότερες για τις πέντε θέσεις, πέραν της μιας που προοριζόταν για άτομα με αναπηρίες, τα ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων και τα προαναφερθέντα εναντίον των οποίων παρέμεινε τελικώς να στρέφεται η υπό κρίση προσφυγή.

 

         Δύο είναι τα ουσιώδη σημεία που προωθεί η αιτήτρια προς ακύρωση του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών 2 και 5.  Το πρώτο αφορά κατά κύριο λόγο το ενδιαφερόμενο μέρος 5, το οποίο πεπλανημένα πιστώθηκε, κατά την εισήγηση της αιτήτριας, από τη Συμβουλευτική Επιτροπή με το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα.  Το σχέδιο υπηρεσίας προβλέπει ότι διετής τουλάχιστον πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης θα θεωρείται πλεονέκτημα.  Εισηγείται η αιτήτρια ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, χωρίς τη διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας, αυθαίρετα και χωρίς να κληθεί το ενδιαφερόμενο μέρος να διευκρινίσει οτιδήποτε σχετικό με την πείρα της, πίστωσε σ΄ αυτή το πλεονέκτημα, παρασύροντας και την Ε.Δ.Υ. στο ίδιο λάθος, η οποία επίσης χωρίς έρευνα και χωρίς συγκεκριμένη κρίση, αποδέχθηκε την υπό του ενδιαφερομένου μέρους κατοχή του πλεονεκτήματος, χωρίς μάλιστα αιτιολογία.

 

         Είναι επομένως αναγκαίο να τεθεί το σχετικό απόσπασμα από τα καθήκοντα της θέσης που συναρτώνται και με την απαιτούμενη προηγούμενη πείρα.  Τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης όπως απαντώνται στο σχέδιο υπηρεσίας του Λειτουργού Κοινωνικής Ενσωμάτωσης, (μέρος του Παραρτήματος 2 στην ένσταση), έχουν ως εξής:

 

«Καθήκοντα και ευθύνες:

      (α) Συλλέγει, επεξεργάζεται και αναλύει στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με θέματα ατόμων με αναπηρίες.

      (β)  Διεξάγει έρευνες και μελέτες, ετοιμάζει και υποβάλλει εισηγήσεις για την εφαρμογή προγραμμάτων παροχών και υπηρεσιών κοινωνικής προστασίας και κοινωνικής ενσωμάτωσης προς τα άτομα με αναπηρίες.

      (γ) Παρακολουθεί την εφαρμογή των προγραμμάτων κοινωνικής προστασίας και κοινωνικής ενσωμάτωσης ατόμων με αναπηρίες, υποβάλλει εκθέσεις προόδου καθώς και εισηγήσεις για τη λήψη μέτρων με σκοπό την αποτελεσματική λειτουργία τους.

      (δ)    Μεριμνά για την εφαρμογή της σχετικής με τα καθήκοντα του νομοθεσίας, της πολιτικής και των προγραμμάτων του τομέα στον οποίο απασχολείται.

      (ε) Ενημερώνεται και παρακολουθεί την εφαρμογή νομοθεσιών, πολιτικών και προγραμμάτων για τα άτομα με αναπηρίες άλλων κρατικών υπηρεσιών και υποβάλλει εκθέσεις και εισηγήσεις.

     (στ)    Παρακολουθεί τις εξελίξεις αναφορικά με τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρίες στην Κύπρο και στο εξωτερικό, υποβάλλει εκθέσεις και εισηγήσεις και ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας, εκπροσωπεί το Τμήμα και το Υπουργείο σε Διεθνείς Οργανισμούς και θεσμικά όργανα και επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα των ατόμων με αναπηρίες.

       (ζ)  Βοηθά   ή/και   αναλαμβάνει ως υπεύθυνος για την οργάνωση, εποπτεία, συντονισμό και αποτελεσματική λειτουργία κλάδου ή γραφείου του Τμήματος.

      (η) Εποπτεύει, συντονίζει και εκπαιδεύει κατώτερο προσωπικό.

       (θ)   Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατεθούν.»

 

Το ενδιαφερόμενο μέρος 5 θεωρήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 12.9.2011, ότι κατείχε τη διετή πείρα που επενεργούσε ως πλεονέκτημα με το εξής σκεπτικό:

 

«4.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή εξέτασε επισταμένα την κατοχή του προβλεπόμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονεκτήματος και έλαβε υπόψη της οποιαδήποτε επιπρόσθετα πιστοποιητικά, πέραν όσων περιλαμβάνονταν στις αιτήσεις των υποψηφίων, τα οποία προσκόμισαν οι υποψήφιοι κατά ή μετά την προφορική εξέταση.  Αποφασίστηκε ότι δεκατέσσερεις υποψήφιοι που παρουσιάζονται στον Πίνακα 2 πιο πάνω κατείχαν κατά το ουσιώδη χρόνο το πλεονέκτημα της διετούς τουλάχιστον πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης.»

 

Η Ε.Δ.Υ. στη δική της συνεδρία ημερ. 15.11.2011, «υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής».  Κατά την τελική κρίση της, η Ε.Δ.Υ. σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος 5, Βασιλική Φραγκάκη, κατέγραψε ότι αυτή διαθέτει το πλεονέκτημα.  Η πείρα της Φραγκάκη αναφέρεται, στη βάση του καταλόγου των υποψηφίων προς πλήρωση της θέσης, (Παράρτημα Η του Παραρτήματος 8 της ένστασης), να είναι  η ακόλουθη:

 

«1)  3/98-6/98

       Ερευνήτρια στην Πανελλήνια Επιδ. Έρευνα με θέμα

      ‘Ψυχοκοινωνικοί Παράγοντες και Υγεία’

       Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας

  2)  10/02-6/03

        Εκπαιδεύτρια Γενικής και Εξελικτικής Ψυχολογίας

        Οργανισμός Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης

   3)  7/03-12/03

        Ψυχολόγος Οικοτροφείου

        ΣΥΝΘΕΣΗ (Ψυχογηριατρικοί ασθενείς)

   4)  11/02-8/07

         Παροχή Υπηρεσιών Ψυχολόγου

         Αυτοεργοδοτούμενη

    5)  11/06-6/07

          Ψυχολόγος Ειδικού Σχολείου

          Υπουργ. Παιδείας Ελλάδας (10 ώρες/εβδομάδα)»

 

Ο συνήγορος της Φραγκάκη, αφού καταγράφει στη σελ. 4 της αγόρευσης του τα πιο πάνω πιστοποιητικά/βεβαίωσεις και δικαιολογητικά αναφορικά με την πείρα της, θεωρεί ότι «προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι το Ε/Μ 5 Φραγκάκη κατέχει το πλεονέκτημα της διετούς πείρας».  Η θέση αυτή είναι εύλογη και είναι ταυτισμένη με τη νομολογιακή αρχή ότι το διοικητικό όργανο είναι το ίδιο επιφορτισμένο να διαπιστώσει κατά πόσο υποψήφιος κατέχει ή όχι τα απαιτούμενα για τη θέση προσόντα.  Στο διοικητικό όργανο και όχι στο Δικαστήριο, εναπόκειται η πρωτογενής αξιολόγηση της κατοχής ή μη των προσόντων και επέμβαση χωρεί μόνο εφόσον είναι δυνατόν να διαπιστωθεί κατάληξη σε συγκεκριμένο ζήτημα που δεν είναι εύλογο στη βάση του υλικού που είχε ενώπιον της η διοίκηση, (Δημοκρατία ν. Μαρίλια Πανταζή-Ελισσαίου (2003) 3 Α.Α.Δ. 168, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517, Δημοκρατία ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93 και Μαρία Πάτσαλου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1223/2009, ημερ. 28.6.2013).

 

Η έρευνα που είχε οδηγήσει τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την ίδια την Ε.Δ.Υ., θεωρείται υπό τις περιστάσεις επαρκής, με δεδομένη τη νομολογιακή αρχή ότι δέουσα έρευνα θεωρείται εκείνη που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725).

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε ενώπιον της τα πιστοποιητικά και δικαιολογητικά που είχε η Φραγκάκη προς διαπίστωση της διετούς πείρας της.  Έκρινε, επισταμένα, όπως αναφέρει, τα διάφορα πιστοποιητικά, ότι αυτά ήταν ικανοποιητικά για να την πιστώσει με το πλεονέκτημα.  Υπό το φως της φύσης και του εύρους των πιστοποιητικών που έδειχναν την πείρα της ιδιαιτέρως σε σχέση με τομείς που αφορούν άτομα με αναπηρίες ή ιδιαίτερα ψυχικά νοσήματα, αλλά και σε ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα και εφόσον η υπό πλήρωση θέση αφορούσε την ενσωμάτωση στην κοινωνία ευαίσθητων ομάδων, αλλά και τη συλλογή, επεξεργασία στοιχείων, διεξαγωγή ερευνών και μελετών, η θεώρηση περί της κατοχής του πλεονεκτήματος ήταν εύλογη.  Διερωτάται κανείς γιατί η Συμβουλευτική Επιτροπή ή η Ε.Δ.Υ., θα έπρεπε να καταγράψουν ποιες από αυτές τις προηγούμενες δραστηριότητες της Φραγκάκη ήταν σχετικές με τα καθήκοντα της θέσης για να θεωρηθούν ως πιστοποιούσες το πλεονέκτημα ή να είχαν ζητήσει διευκρινίσεις από την ίδια την Φραγκάκη, όταν είναι προφανές από τον τρόπο καταγραφής του σκεπτικού της Συμβουλευτικής Επιτροπής, που  υιοθέτησε και η Ε.Δ.Υ., ότι ήταν το σύνολο των δεδομένων του ενδιαφερόμενου μέρους που λήφθηκαν υπόψη, και αυτό είναι εύλογο.  Είναι δε φανερό ότι η ίδια ακριβώς μεθοδολογία αξιολόγησης ακολουθήθηκε και για την αιτήτρια, (όπως και για όλες τις υποψήφιες), η οποία επίσης κρίθηκε να κατέχει το πλεονέκτημα στη βάση της δικής της προηγούμενης πείρας.

Η υπόθεση Δημήτρη Μέσσιου ν. Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, αρ. 527/2010, ημερ. 17.7.2012, αυτού του Δικαστηρίου, που μνημονεύει ο συνήγορος της αιτήτριας, είχε βέβαια διαφορετικά δεδομένα.  Εκεί η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε ή αμέλησε εξ ολοκλήρου να διαπιστώσει την κατοχή από την αιτήτρια και άλλου πρόσθετου προσόντος σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης παραγνωρίζοντας εντελώς να το αναφέρει, πόσον μάλλον να το συνεκτιμήσει κατά την επιλογή και στάθμιση των διαφόρων υποψηφίων.

 

         Η δεύτερη αιτία ακύρωσης σχετίζεται με τη θέση ότι λανθασμένα η Ε.Δ.Υ. έδωσε κυρίαρχο λόγο στην συνέντευξη των υποψηφίων προς επιλογή των ενδιαφερομένων μερών.  Η αιτήτρια εισηγείται συναφώς ότι είχε λάβει 76.33 μονάδες κατά τη γραπτή εξέταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, είχε βαθμολογηθεί με 20.00 κατά την προφορική εξέταση με αποτέλεσμα να είχε συνολική βαθμολογία από τη Συμβουλευτική Επιτροπή 81.06, μονάδες, έναντι 81.40 του ενδιαφερομένου μέρους 2 και 73.66 έναντι του ενδιαφερομένου μέρους 5.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέταξε την αιτήτρια ως «εξαίρετη», προσδιορισμό που κατέγραψε και για το ενδιαφερόμενο μέρος 2, ενώ  χαρακτήρισε ως «Πάρα Πολύ Καλη +» το ενδιαφερόμενο μέρος 5.  Περαιτέρω, ενώπιον της Ε.Δ.Υ. η αιτήτρια κρίθηκε, μαζί με το ενδιαφερόμενο μέρος 5 από τη Διευθύντρια, ως «εξαίρετη», ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος 2, Μαρία Ευσταθίου, ως «Πάρα Πολύ Καλή».

 

         Παρά τα ως άνω ευνοϊκά για την ίδια δεδομένα, η αιτήτρια θεωρεί ότι η Ε.Δ.Υ. κατά τη δική της αξιολόγηση, κατά την προφορική εξέταση, χαρακτήρισε ως «εξαίρετες» αμφότερες τις Μ. Ευσταθίου και Β. Φραγκάκη, και ως «σχεδόν εξαίρετη» την αιτήτρια με αποτέλεσμα τον διορισμό των δύο ως άνω ενδιαφερομένων μερών και τον αποκλεισμό της αιτήτριας, μηδενίζοντας με τον τρόπο αυτό όλα τα υπέρ της στοιχεία, χωρίς μάλιστα ιδιαίτερη ή και καθόλου αιτιολογία.  Επομένως λανθασμένα η ενώπιον της Ε.Δ.Υ. συνέντευξη αποτέλεσε το μοναδικό στοιχείο κρίσης που αποφασιστικά παρέκαμψε όλα τα υπόλοιπα.

 

         Έχοντας με προσοχή εξετάσει τα όλα δεδομένα, κρίνεται ότι η Ε.Δ.Υ. κατά την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών προέβη σε εκτενή αναφορά ως προς την ενώπιον της εμφάνιση και απόδοση τόσο της αιτήτριας, όσο και των ενδιαφερομένων μερών.  Αναδρομή στο σχετικό πρακτικό αποκαλύπτει ότι η κρίση της Ε.Δ.Υ. δεν περιορίστηκε σε εκφράσεις του τύπου «ώριμη και σεμνή» (Μ. Ευσταθίου), «με σοβαρή προσωπικότητα και αυτοπεποίθηση» (Β. Φραγκάκη) και «έντονη προσωπικότητα, είναι απλή και ώριμη» (αιτήτρια), εκφράσεις  που ο συνήγορος της αναδεικνύει, κατ΄ απομόνωση μάλιστα, σε άνισο, κατ΄ ισχυρισμόν, μέτρο κρίσης ή και απλώς «φραστική ωραιολογία», αλλά υπήρξε επαρκής καταγραφή της εντύπωσης της Ε.Δ.Υ. με χρήση σαφούς αιτιολογίας που αναφερόταν στην όλη προσωπικότητα που οι τρεις υποψήφιες μετέδωσαν κατά τη συνέντευξη, αλλά και που αφορούσε την πληρότητα των απαντήσεων τους επί των θεμάτων και των ερωτήσεων που τέθηκαν.

 

         Οι προφορικές συνεντεύξεις κατά πάγια νομολογία έχουν τόσο για τις θέσεις πρώτου διορισμού, όσο και για τις θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, τη δική τους αυτοτελή σημασία για τη διακρίβωση της αξίας των υποψηφίων, ένα βασικό κριτήριο κρίσης.  Η απόδοση από την Ε.Δ.Υ. της ανάλογης βαρύτητας ή σημασίας στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης εφόσον δεν είναι το μόνο κριτήριο που υπερφαλαγγίζει όλα τα υπόλοιπα, αποτελεί σύννομο στοιχείο που λαμβάνεται δεόντως υπόψη, αυτού συνυπολογιζομένου με τη γραπτή εξέταση και τα προσόντα σε συσχετισμό με τα καθήκοντα της θέσης.  Η προσωπικότητα που αναδεικνύει ο κάθε υποψήφιος κατά την προφορική εξέταση ενέχει τη δική της σημασία και αυτό έχει αναγνωριστεί πλειστάκις, (Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390, Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 377, και Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639).  Έχει μάλιστα στην τελευταία των υποθέσεων αυτών αναφερθεί ότι δεν χωρεί κατά τη συνεξέταση των όλων στοιχείων μικροσκοπική ανάλυση περί οριακής υπεροχής.

 

         Εύστοχα η κα Καλλιγέρου διατυπώνει τη θέση στην αγόρευση της ότι η υποκειμενική εκτίμηση της Ε.Δ.Υ. κατά την αποτύπωση λεκτικώς της φρασεολογίας που χρησιμοποιεί δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο.  Αυτό άλλωστε αναγνωρίστηκε και στην υπόθεση Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, σελ. 388-389, όπου λέχθηκε ότι εκείνο που απαιτείται είναι η σαφής αιτιολόγηση της γενικής εντύπωσης που αναδύεται από την προφορική εξέταση.  Το αντικείμενο της αξιολόγησης «…. είναι οι απαντήσεις στις ερωτήσεις και η διάρθρωση τους», (Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485), εκείνο δε που είναι αναγκαίο είναι η «συγκεκριμενοποίηση των κατά την αντίληψη του σώματος γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που προέκυψαν από την προφορική εξέταση και που εξηγούν τη γενική εντύπωση», (Πούρος ν. Χατζηστεφάνου – πιο πάνω –).  Και εδώ, εφόσον πρόκειται για θέσεις πρώτου διορισμού, εκείνο που χρήζει αιτιολόγησης κατά το άρθρο 33(14) του Νόμου           αρ. 1/90, είναι αυτή η «γενική εντύπωση» και τίποτε περισσότερο.

 

         Κρίνεται ότι δεν πάσχει η αιτιολόγηση των εντυπώσεων των μελών της Ε.Δ.Υ. ως αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης.  Με αποτέλεσμα  η προφορική εξέταση να αποτελούσε ένα νόμιμο στοιχείο κρίσης στην όλη αξιολόγηση των τριών υποψηφίων.  Η Ε.Δ.Υ. έλαβε «δεόντως υπόψη την απόδοση των υποψηφίων» (για να χρησιμοποιηθεί το λεκτικό του άρθρου 33(11) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90) και επομένως η τελική επιλογή των δύο ενδιαφερομένων μερών έναντι της αιτήτριας ήταν εύλογη έχοντας υπόψη τις εξής μεταξύ τους συγκρίσεις:

 

(i)              Η Μαρία Ευσταθίου είχε υπέρ της όλα τα στοιχεία: κατετάγη πρώτη στη γραπτή εξέταση με 82.00 από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, με σταθμισμένη βαρύτητα 80% να είναι 65.60, βαθμολογία που με την απόδοση της στις 15.80 μονάδες κατά την προφορική εξέταση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, την  έφερε πρώτη με 81.40.  Ενώπιον της Ε.Δ.Υ. χαρακτηρίστηκε ως «εξαίρετη», όπως ακριβώς χαρακτηρίσθηκε και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.  Διέθετε βεβαίως τα προσόντα, αλλά και το πλεονέκτημα.  Το μόνο στοιχείο στο οποίο υστερούσε η Ευσταθίου έναντι της αιτήτριας ήταν η αξιολόγηση της Διευθύντριας που χαρακτήρισε την αιτήτρια ως «εξαίρετη» και την Ευσταθίου ως «Πάρα Πολύ Καλή».  Ο ρόλος όμως της Διευθύντριας είναι μόνο βοηθητικός στο έργο της Ε.Δ.Υ. κατά το   άρθρο 33(10) του Νόμου αρ. 1/90 και όχι ουσιαστικός, ρόλο που έχει βέβαια η ίδια η Ε.Δ.Υ. κατά το άρθρο 33(11).  Με άλλα λόγια, η θέση της Διευθύντριας δεν αποτελεί παράγοντα νόμιμης κρίσης, ούτε και συνυπολογίζεται κατά την τελική επιλογή από την Ε.Δ.Υ.

(ii)            Η Βασιλική Φραγκάκη κατετάγη 17η  στη γραπτή εξέταση με 68.33 μονάδες και σταθμισμένη βαθμολογία 54.66.  Κατά  την προφορική ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής συνέντευξη αξιολογήθηκε ως «εξαίρετη» με βαθμολογία 19.00, με αποτέλεσμα το σύνολο της βαθμολογίας της να ανέρχεται στις 73.66 μονάδες.  Διέθετε τα προσόντα, αλλά και το πλεονέκτημα, όπως αποφασίστηκε προηγουμένως.  Χαρακτηρίστηκε ή αξιολογήθηκε ως «εξαίρετη» από την Ε.Δ.Υ. κατά την προφορική εξέταση, έναντι «Πάρα Πολύ Καλή +» από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.  Είχε βοηθητικά και την κρίση της Διευθύντριας που την αξιολόγησε επίσης ως «εξαίρετη».  Είχε και πρόσθετο προσόν.

 

(iii)         Η αιτήτρια κατετάγη 4η στη γραπτή εξέταση με 76.33 βαθμολογία, σταθμισμένη 61.06, ενώ προστιθεμένης της «εξαίρετης» αξιολόγησης κατά την προφορική εξέταση με 20.00, εξασφάλισε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ένα σύνολο βαθμολογίας 81.06.  Η Ε.Δ.Υ. στην ενώπιον της προφορική εξέταση την έκρινε ως «σχεδόν εξαίρετη».  Διέθετε το πλεονέκτημα, αλλά όχι πρόσθετα προσόντα.

 

Με βάση τα πιο πάνω συγκριτικά, η Ε.Δ.Υ. μη επιλέγοντας την αιτήτρια σε σχέση με την Φραγκάκη ακριβοδίκαια χαρακτήρισε την αξιολόγηση της αιτήτριας ως «ελαφρώς χαμηλοτέρα» από το επίπεδο αξιολόγησης των ενδιαφερομένων μερών, και δεν παρέλειψε να μνημονεύσει την υπέρτερη αξιολόγηση της από τη Συμβουλευτική Επιτροπή έναντι τουλάχιστον της Φραγκάκη.  Η Ε.Δ.Υ. προχώρησε να προσθέσει καταληκτικά ότι η αιτήτρια υστερεί σε προσόντα έναντι των επιλεγεισών εφόσον δεν διαθέτει μεταπτυχιακό προσόν.  Στην επί μέρους καταγραφή των στοιχείων των υποψηφίων, η Ε.Δ.Υ. επιλέγοντας τα ενδιαφερόμενα μέρη κατέγραψε ότι για την Ευσταθίου, πέραν του πλεονεκτήματος διέθετε πρόσθετο προσόν Master of Science in Education and Training Management, σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης στο οποίο απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα, ενώ για την Φραγκάκη, πέραν του πλεονεκτήματος διαθέτει και Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης Κοινωνικής Ψυχιατρικής-Παιδοψυχιατρικής, σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, αποδίδοντας του την ανάλογη βαρύτητα, σημειώνοντας ταυτόχρονα και το πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών «Διοίκηση Μονάδων Υγείας», επίσης σχετικό που απλώς η Ε.Δ.Υ. το προσμέτρησε στο σύνολο της αξιολόγησης ως στοιχείο σύγκρισης με τους υπόλοιπους υποψηφίους, εφόσον αποκτήθηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο.

 

  Η εν γένει στάθμιση από την Ε.Δ.Υ. της κατοχής πρόσθετων προσόντων τα οποία πράγματι δεν απαιτούνται ούτε θεωρούνται από το σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα, δεν ήταν έξω από την καθιερωθείσα αρχή της νομολογίας ότι το διορίζον όργανο μπορεί να αποδώσει την ανάλογη βαρύτητα σε πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα εφόσον θεωρούνται σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, κινούμενο ανάμεσα σε δύο άκρα, ούτε της απόδοσης υπερβολικής βαρύτητας ώστε να κατατείνει σε έκδηλη υπεροχή, ούτε όμως και εντελώς οριακής αξιολόγησης ως να μην ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, (Πούρος ν. Χατζηστεφάνου – πιο πάνω – Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377 Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406 και Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω –).

 

Ο συνυπολογισμός των μεταπτυχιακών δεν ήταν ούτε άτοπος, ούτε εκτός του νομολογιακού μέτρου.  Η αιτήτρια πέραν του πτυχιακού της στην Κοινωνιολογία δεν κατείχε οποιοδήποτε άλλο προσόν ώστε να συνυπολογιστεί κατά την ως άνω νομολογία κατά σύγκριση με τους συνυποψηφίους της.

 

Είναι όμως γεγονός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε για την Ευσταθίου ότι ο μεταπτυχιακός της τίτλος με βάση το σχέδιο υπηρεσίας, κάλυπτε το απαιτούμενο βασικό προσόν, εφόσον το πρώτο της πτυχίο στις κλασσικές σπουδές δεν θα μπορούσε με βάση τα προνοούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, να θεωρείτο ως καλύπτον τα απαιτούμενα προσόντα.  Κρίθηκε όμως, εύλογα ως προσοντούχος με βάση το μεταπτυχιακό της προσόν στη βάση της πρόνοιας του σχεδίου υπηρεσίας ότι πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.  Η Ε.Δ.Υ. θεώρησε το εν λόγω μεταπτυχιακό της Ευσταθίου και ως πρόσθετο προσόν, το οποίο βεβαίως δεν θα μπορούσε να λογισθεί ως τέτοιο, εφόσον χρησιμοποιήθηκε ως βασικό προσόν.

 

 Πέραν του ότι τέτοιος ρητός λόγος ακυρότητας δεν εγείρεται με την προσφυγή, παρά μόνο αναφύεται στην αγόρευση της αιτήτριας, είναι καλά θεμελειωμένη η αρχή ότι όπου η διοίκηση λαμβάνει μια απόφαση η οποία έχει πολλαπλές ή διαζευκτικές αιτιολογίες, μια εκ των οποίων είναι λανθασμένη ή ληφθείσα κατά πλάνη, η απόφαση δεν ακυρώνεται αυτόματα όταν κριθεί ότι η λανθασμένη αιτιολογία ήταν δευτερεύουσα ή επικουρική (άρθρο 32 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99).  Αν η πλάνη δεν είναι ουσιώδης και παραμένει ισχυρή η άλλη ή έτερη αιτιολογία που είναι ουσιωδώς υποστηρικτική της απόφασης, η απόφαση δεν κρίνεται να πάσχει (Φωτίου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 501).  Το ίδιο ισχύει όταν η απόφαση μπορεί να στηριχθεί σε άλλη νόμιμη αιτιολογία και νομικό έρεισμα που την καθιστά έγκυρη, (Δήμος Αγίας Νάπας ν. Μαυρουδή (2003) 3 Α.Α.Δ. 542).

 

  Η πλάνη εδώ δεν είναι ουσιώδης εφόσον η Ευσταθίου είχε όλα τα υπόλοιπα νόμιμα στοιχεία υπέρ της, ήτοι, κατατάχθηκε πρώτη στις εξετάσεις που ο συνήγορος της αιτήτριας θεωρεί, και ορθώς, ως αντικειμενικό κριτήριο, ήταν πρώτη σε βαθμολογία και χαρακτηρίστηκε και εξαίρετη τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και  από την Ε.Δ.Υ. στη συνέντευξη.  Και χωρίς λοιπόν πρόσθετο προσόν, η Ευσταθίου υπερτερούσε της αιτήτριας και αυτή η κρίση της Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογη.

 

Διάφορες υποθέσεις που αναφέρει η αιτήτρια όπως τις Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας  (2009) 3 Α.Α.Δ. 164 και Άντη-Σχίζα Κωνσταντινίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1617/09 κ.ά., ημερ. 31.10.2011, δεν έχουν εφαρμογή στα υπό κρίση γεγονότα διότι σε εκείνες τις υποθέσεις πράγματι η οριακή διαφορά στην απόδοση στην προφορική συνέντευξη αφέθηκε να ανατρέψει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης.

 

Ο συνήγορος της αιτήτριας, τέλος, και πάλι έξω, κατ΄ ουσίαν, από τους λόγους ακυρότητας, θεωρεί ότι η αιτήτρια είχε υπέρτερη πείρα από τα ενδιαφερόμενα μέρη, θέση λανθασμένη εφόσον εκείνο που ζητείτο από το σχέδιο υπηρεσίας ήταν η «διετής τουλάχιστον πείρα» και τίποτε περισσότερο.  Εφόσον κρίθηκε ότι η πείρα αυτή υφίστατο και άρα η αιτήτρια είχε το πλεονέκτημα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για στάθμιση περισσότερης πείρας όσον αφορά την έκταση της ώστε να έδιδε οποιοδήποτε προβάδισμα σ΄ αυτήν, (Κράσσεν Ντόνεβ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1820/08, ημερ. 14.7.2010).

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και  υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το                Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                             Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο