ΕΡΑΣΜΙΑ ΡΟΥΣΙΑ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 569/2011, 23/10/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση  Αρ.  569/2011)

 

23 Οκτωβρίου, 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.     ΕΡΑΣΜΙΑ ΡΟΥΣΙΑ,

2.    ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ,

Αιτητές,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Ε. Συμεωνίδου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Με την εξεταζόμενη προσφυγή  οι αιτητές ζητούν:

 

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση η οποία δημοσιεύτηκε στο Διαδίκτυο, στην επίσημη Ιστοσελίδα της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας στις 5.4.2011 και με την οποία προήγαγαν τους 1. Τηλεμάχου Κυριάκο και 2. Χριστοφόρου Χρύσω, στη θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στη Δημοτική Εκπαίδευση από 15.4.2011 αντί και/ή στη θέση των αιτητών, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Β. Έξοδα και ΦΠΑ.».

 

 

Με επιστολή ημερομηνίας 10.9.2010, ο κ. Στέλιος Στυλιανού ενεργώντας για Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας ενημέρωσε τον Πρόεδρο της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) ότι για την πλήρωση 2 θέσεων Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης προτείνονται ως μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ως Πρόεδρος, και ως μέλη ο κ. Χαράλαμπος Κωνσταντίνου και ο κ.  Στέλιος Στυλιανού.

 

Ακολούθως, πριν ξεκινήσει η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων και συγκεκριμένα στις 22.11.2010, ο λειτουργός Διεύθυνσης Δημοτικής Εκπαίδευσης, κ. Ελπιδοφόρος  Νεοκλέους ενεργώντας για τη  Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας, απέστειλε νέα επιστολή προς τον Πρόεδρο της ΕΕΥ αναφέροντας τα εξής:

 

«'Εχω οδηγίες να αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και σε συνέχεια της ταυτάριθμης επιστολής με ημερομηνία 10/9/2010 να σας πληροφορήσω ότι λόγω του ότι ο κύριος Χαράλαμπος Κωνσταντίνου βρίσκεται σε προαφυπηρετική άδεια και ο κύριος Στέλιος Στυλιανού έχει διοριστεί σε δημόσιο αξίωμα, η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής για την πλήρωση 2 θέσεων Πρώτων Λειτουργών Εκπαίδευσης αλλάζει ως ακολούθως:

 

Γενική Διευθύντρια Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού - Πρόεδρος

Ανδρέας Χαραλάμπους, Διευθυντής Παιδαγωγικού Ινστιτούτου - Μέλος

Ευστάθιος Μιχαήλ, Διευθυντής Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης­-

Μέλος . . . ».

 

 

Στις 19.11.2010 είχε σταλεί σημείωμα  προς τη Γενική Διευθύντρια από τον πιο πάνω λειτουργό Διεύθυνσης Δημοτικής Εκπαίδευσης κ. Νεοκλέους, με το οποίο είχαν προταθεί  οι πιο πάνω για αλλαγή στη σύνθεση της Συμβουλευτικής. Ακολούθησε  χειρόγραφο σημείωμα ίδιας ημερομηνίας της Γενικής Διευθύντριας η οποία ενέκρινε  την αλλαγή στη σύνθεση εκείνη.

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι, εφόσον Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την πλήρωση των επίδικων θέσεων ήταν η Γενική Διευθύντρια, θα έπρεπε να υπάρχει απόφαση ορισμού των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής από τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού. Θεωρούν ότι η Γενική Διευθύντρια δεν μπορεί να προτείνει τον ίδιο της τον εαυτό ως Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Επίσης ισχυρίζονται ότι η αλλαγή της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής έγινε χωρίς την έγκριση της αρμόδιας αρχής.

 

Το άρθρο 35 Α(2) (η) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, Ν. 10/69 όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει τα εξής:

 

«(2) Οι Συμβουλευτικές Επιτροπές θα καταρτίζονται από την αρμόδια αρχή στο χρόνο που θα υποβάλλεται η πρόταση στην Επιτροπή για πλήρωση της κενής θέσης και θα απαρτίζονται από τους πιο κάτω:

 

………………………………………………………………………………….

 

(η) για την πλήρωση οποιασδήποτε άλλης θέσης η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αποφασίζεται από την αρμόδια αρχή νοουμένου ότι τα μέλη της θα έχουν θέση ψηλότερη από εκείνη η οποία θα πληρωθεί.».

 

«Αρμόδια αρχή» στο άρθρο 2 του Ν. 10/69 σημαίνει τον Υπουργό ενεργούντα συνήθως διά του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου αυτού.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το αίτημα για αλλαγή της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής υποβλήθηκε στις 19.11.2010  από το Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, και ακολούθησε  χειρόγραφο σημείωμα της ίδιας ημερομηνίας της Γενικής Διευθύντριας η οποία ενέκρινε τη σύνθεση εκείνη. 

 

Η Γενική Διευθύντρια, ενεργώντας ως αρμόδια αρχή ενέκρινε τη νέα σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Συναφώς παρατηρώ ότι, εφόσον ο Ν. 10/69 ορίζει ότι ο Υπουργός μπορεί να ενεργεί δια του Γενικού Διευθυντή και εφόσον υπάρχει γραπτή εξουσιοδότηση του Υπουργού ημερομηνίας 9.12.2003[1] αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται ως Παράρτημα 2 στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση, η Γενική Διευθύντρια μπορούσε να εγκρίνει τη Συμβουλευτική Επιτροπή χωρίς οτιδήποτε άλλο[2].

 

Ο Ν. 10/69 δεν απαγορεύει την έγκριση Συμβουλευτικής Επιτροπής από τη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου στην οποία θα προεδρεύει η ίδια. Εξάλλου η Γενική Διευθύντρια ενεργεί για τον Υπουργό, ως αρμόδια αρχή.

 

 

Ισχυρίζονται στη συνέχεια οι αιτητές ότι δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά στις συνεδριάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής καθώς από αυτά δεν προκύπτει η συζήτηση και η ανταλλαγή απόψεων των μελών. Θέτουν ζήτημα και για την ημερομηνία κατά την οποία συνεδρίασε η Συμβουλευτική Επιτροπή και για την ημερομηνία η οποία φαίνεται στο τέλος της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και λέγουν  ότι αυτές δεν συνάδουν.

 

Το άρθρο 24 των περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Νόμου, Ν. 158(1)/99 προβλέπει τα εξής:

 

«Τήρηση πρακτικών.

 

24.-(1) Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.

 

(2) Στις περιπτώσεις διορισμών ή προαγωγών επιβάλλεται η καταγραφή των αποτελεσμάτων προφορικής εξέτασης και κάθε άλλου γεγονότος που επενεργεί στη λήψη της απόφασης. Δεν απαιτείται η καταγραφή των ερωτήσεων και απαντήσεων κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης ούτε και η καταγραφή των νοητικών διεργασιών των μελών για τις εκτιμήσεις τους αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων. Οι τυχόν προσωπικές σημειώσεις των μελών σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, αν έγινε, παραδίδονται από τα μέλη αμέσως μετά το πέρας της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων και αποτελούν μέρος του οικείου φακέλου».

 

 

Στο Παράρτημα 5 της ένστασης επισυνάφθηκαν αντίγραφα των πρακτικών  της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής που έγινε στις 10.1.2011. Στα πρακτικά εκείνα καταγράφονται με λεπτομέρεια οι διαπιστώσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Το γεγονός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή συνεδρίασε στις 10.1.2011 και η έκθεση της συντάχθηκε στις 11.1.2011 δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης[3].

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται στη συνέχεια ότι υπερέχουν σε αντικειμενικά στοιχεία κρίσεως τα οποία έρχονται σε αντίθεση με την απόφαση της ΕΕΥ και ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση.

Στα πρακτικά της συνεδρίας της ΕΕΥ ημερομηνίας 5.4.2011, καταγραφήκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«5. Στη συνέχεια, η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη (ι) την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, που επισυνάπτεται στα πρακτικά με ημερ. 28.3.2011, (ιι) το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και (ιιι) την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις, όπως φαίνεται πιο πάνω, κατέληξε στα ακόλουθα:

 

5.1. Αξία: Για την επιμέτρηση της αξίας, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, το σύνολο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και, ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους, την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις.

 

5.1.1 Από τη μελέτη των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων προκύπτει ότι όλοι οι υποψήφιοι είναι άτομα με έφεση για περαιτέρω μόρφωση και για εκσυγχρονισμό των απόψεων και ιδεών τους. Αυτό προκύπτει τόσο από τις μεταπτυχιακές σπουδές που πραγματοποίησαν, πέραν των βασικών τους σπουδών, όσο και από τη συνεχή προσπάθεια επιμόρφωσής τους, με παρακολούθηση σεμιναρίων εντός και εκτός Κύπρου. Επίσης, έχουν αξιόλογη δράση και ως εκπαιδευτικοί λειτουργοί, αλλά και με την εμπλοκή τους σε εξωσχολικές δραστηριότητες. Συνολικά συγκρινόμενο, το περιεχόμενο των φακέλων δεν διαφοροποιεί από μόνο του τους τρεις υποψήφιους, σε βαθμό που να δίνει προβάδισμα σε οποιοδήποτε από αυτούς.

 

5.1.2 Οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων και η κατάταξή τους με βάση αυτές φαίνονται αναλυτικά στο Παράρτημα 1 (επισυνάπτεται). Σημειώνεται ότι ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στις βαθμολογίες των υποψηφίων στη θέση Επιθεωρητή.

 

5.1.3 Με βάση την απόδοση στη συνέντευξη, οι υποψήφιοι κατατάσσονται ως ακολούθως (βλ. και παρ. 2 πιο πάνω):

 

Τηλεμάχου Κυριάκος Εξαίρετος

Χριστοφόρου Χρύσω Εξαίρετη

Ιωάννου Ονησίφορος Πάρα Πολύ Καλός

Πολυκάρπου Λαυρέντιος Πάρα Πολύ Καλός

Αριστείδου Αριστείδης Πολύ Καλός

Ρουσιά Ερασμία Πολύ Καλή

 

Συμψηφίζοντας τους τρεις επιμέρους δείκτες της αξίας (βλ. παρ. 4.1 πιο πάνω), προκύπτει ότι οι υποψήφιοι Τηλεμάχου Κυριάκος και Χριστοφόρου Χρύσω υπερέχουν στο κριτήριο της αξίας. Ενώ είναι ισοδύναμοι με τους ανθυποψηφίους τους όσον αφορά στο περιεχόμενο των φακέλων και περίπου ισοδύναμοι στο σύνολο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, βαθμολογήθηκαν σε ψηλότερο επίπεδο στην απόδοση στην προσωπική συνέντευξη, η οποία λαμβάνεται υπόψη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας των υποψηφίων.

 

………………………………………………………………………………..».

 

Στα πρακτικά της EEY παρατίθεται επίσης πίνακας στο οποίο φαίνονται μεταξύ άλλων και οι βαθμολογίες των υποψηφίων από το 2006 μέχρι 2009:

 

Ονοματεπώνυμο

2006

2007

2008

2009

Ιωάννου Ονησίφορος

8(Ε)

8(Ε)

8(Ε)

8(Ε)

Ρουσιά Ερασμία

8(Ε)

8(Ε)

8(Ε)

8(Ε)

Αριστείδου Αριστείδης

7(Ε)

8(Ε)

8(Ε)

8(Ε)

 

1 (ΠΙ)

 

 

 

 

 

Χριστοφόρου Χρύσω

6(Ε)

7(Ε)

8(Ε)

8(Ε)

 

2(ΠΙ)

1 (ΠΙ)

 

 

Τηλεμάχου Κυριάκος

Δ.39

6(Ε)

7(Ε)

8(Ε)

 

 

2(ΠΙ)

1 (ΠΙ)

 

Ειδικότερα οι αιτητές διατείνονται ότι υπερέχουν σε αξία και ότι λανθασμένα θεωρήθηκαν περίπου ισοδύναμοι, με τα ενδιαφερόμενα μέρη,  καθόσον αφορά στις υπηρεσιακές εκθέσεις τους.  Η  έστω οριακή διαφορά υπέρ των αιτητών σε αξία στις τελευταίες εκθέσεις τους θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψιν, διατείνεται ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών. Περαιτέρω υποβάλλει, ότι η  ΕΕΥ παραγνώρισε και το σύνολο των απόλυτα σχετικών προσόντων τους.  Σημειώνει,  στις σελίδες 8-14 της γραπτής του αγόρευσης, τα προσόντα των αιτητών, τη συμμετοχή τους σε συνέδρια, σεμινάρια και τη συγγραφική τους δράση και υποβάλλει  ότι οι αιτητές  υπερέχουν έναντι των ενδιαφερομένων μερών και σε προσόντα .  Η αρχαιότητα των αιτητών  σε συνδυασμό με την υπέρτερη πείρα τους αλλά και η υπεροχή τους σε προσόντα δεν συσταθμίστηκαν με εύλογο τρόπο, έναντι της χαμηλότερης απόδοσής τους στις συνεντεύξεις, σύμφωνα πάντοτε με τη θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των αιτητών . Υποδεικνύει στη συνέχεια ο συνήγορος ότι η ΕΕΥ, αντίθετα απ' ότι προβλέπει το άρθρο 35Β(10), απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη και τούτο κατά παραγνώριση των αντικειμενικών στοιχείων κρίσεως που  προβλέπει το εδάφιο (3) του άρθρου35Β (αξία, προσόντα και αρχαιότητα) αλλά και της πείρας.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση αντιτείνει  ότι η υπεροχή των αιτητών στην αξιολόγηση των υπηρεσιακών εκθέσεων δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να καθίσταται επιβεβλημένη η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η ΕΕΥ δεν άσκησε ορθά την ευρεία διακριτική ευχέρεια που έχει.

 

Οι  καθ΄ ων η αίτηση παραθέτουν νομολογία που αιτιολογεί τη θέση τους ότι η διαφορά στη βαθμολογία των αιτητών και των ενδιαφερομένων μερών μπορεί να χαρακτηριστεί ως οριακή. Τα αποτελέσματα επίσης της προφορικής εξέτασης, απαντούν οι καθ΄ ων η αίτηση, έκλιναν την πλάστιγγα υπέρ των ενδιαφερομένων μερών, συμπληρώνοντας έτσι το στοιχείο κρίσης της αξίας (άρθρο 35Β (10) (α) (ιιι) του Νόμου) και καθιστώντας τα ενδιαφερόμενα μέρη υπέρτερα ως προς αυτό. Η νομολογία στην οποία βασίστηκε η ΕΕΥ για να επιλέξει το ενδιαφερόμενο μέρος έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς η θέση υπό διεκδίκηση ήταν τέτοιας σημαντικότητας που επέβαλλε στην ΕΕΥ να προσδώσει στην προφορική συνέντευξη αυξημένη βαρύτητα.

 

Είναι πρόδηλο από το ενώπιον μου υλικό, ότι οι αιτητές στο στοιχείο της αξίας, με βάση τις ετήσιες αξιολογήσεις, υπερέχουν έστω οριακά των ενδιαφερόμενων μερών. Οι αξιολογήσεις τους, όπως την καταγράφουν οι ετήσιες εμπιστευτικές/υπηρεσιακές εκθέσεις, ήταν σταθερά εξαίρετες και ήταν καλύτερες, έστω οριακά, από εκείνες των ενδιαφερομένων  προσώπων.

 

Επίσης οι αιτητές υπερέχουν και  σε σχέση με το στοιχείο της αρχαιότητας. 

Συγκεκριμένα, η αιτήτρια Ρουσιά Ερασμία είχε προαχθεί στη θέση Επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαίδευσης την 1.9.2004, και ο Αριστείδης  Αριστείδου την 12.9.2005 ενώ τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα  Χριστοφόρου Χρύσω  την 1.9.2006 και Τηλεμάχου Κυριάκος την 1.9.2007.

 

Επίσης οι αιτητές υπερέχουν και σε  προσόντα . Πέρα από τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας (δηλαδή Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ειδικότητα που να δίνει στον υποψήφιο δικαίωμα διορισμού στη θέση καθηγητή/εκπαιδευτή στις κλίμακες Α8-Α10 και μεταπτυχιακή εκπαίδευση διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους), η Επιτροπή σημείωσε   ότι οι αιτητές έχουν πρόσθετα προσόντα:

 

Η αιτήτρια Ερασμία Ρουσιά κατέχει επιπρόσθετα προσόντα ΜΑ in  Education (ProfessionaI studies), Institute of Education, University of London, UK (1997) και ΒΑ in Music and Music Education, Anglia polytechnic University, UK (1999).

 

Ο αιτητής Αριστείδης Αριστείδου κατέχει επιπρόσθετα προσόντα, πτυχίου του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής  Σχολής, του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1985) και ΜΑ in Education (Educational Management), University of Bath, UK (2004).

 

Σημειώνει επίσης στο πρακτικό της η Επιτροπή «ότι το οικείο σχέδιο υπηρεσίας δεν προνοεί ότι πρόσθετα προσόντα συνιστούν πλεονέκτημα και, συνεπώς, σύμφωνα και με σχετική νομολογία τα προσόντα αυτά δε δίνουν προβάδισμα στους υποψήφιους που τα κατέχουν, αλλά έχουν μόνο οριακή σημασία.»  Παραταύτα, η Επιτροπή σημείωσε  τα προσόντα αυτά και είπε ότι επρόκειτο να τα λάβει υπόψιν κατά τη  συνεκτίμηση των τριών κριτηρίων.

 

Ενόψει των πιο πάνω δεδομένων και παρατηρήσεων προκύπτει ότι η μόνη υπεροχή των  Ε/Μ σχετίζεται με την εντύπωση από την προσωπική συνέντευξη.

 

Συνακόλουθα προκύπτει ότι αυτό που έχει μετρήσει, αποφασιστικά, υπέρ των  Ε/Μ είναι η απόδοση τους στην συνέντευξη.

 

Θα πρέπει λοιπόν να εξεταστεί  κατά πόσο, έχοντας υπόψιν την υπεροχή των αιτητών στα στοιχεία της αξίας – ετήσιες αξιολογήσεις – προσόντων και αρχαιότητας , η Επιτροπή έχει ασκήσει τη σχετική διακριτική της ευχέρεια με ορθό ή πλημμελή τρόπο.

 

Η  εντύπωση από την προφορική εξέταση είναι παράγοντας σχετικός προς την αξία των υποψηφίων ιδιαίτερα στις περιπτώσεις θέσεων όπως η παρούσα και ανάλογα μάλιστα με τους συσχετισμούς, ενδεχόμενα  και αποφασιστικής σημασίας. Το άρθρο 35Β (4) (10) (α) (ιιι) του Ν. 10/69 προβλέπει ότι η αξιολόγηση κατά τις συνεντεύξεις λαμβάνεται υπόψιν ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας των υποψηφίων.

 

Στην προκείμενη περίπτωση  τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα κρίθηκαν στην προφορική εξέταση ως εξαίρετα ενώ οι αιτητές ως πολύ καλοί. Τέτοια όμως διαφορά είναι στην ουσία οριακή, καθώς έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι διαφορές μεταξύ της αξιολόγησης «εξαίρετος» και «πάρα πολύ καλός» και «πολύ καλός», χαρακτηρίζονται ως «οριακές», ή «ελάχιστες», ή «μικρές».

 

Στη Χαράλαμπος Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, η διαφορά μεταξύ «πολύ καλός» και «εξαίρετος» χαρακτηρίστηκε οριακή. Επίσης στη Δημοκρατία ν. Λάζαρου Σαββίδη(1995) 3 Α.Α.Δ. 69, η διαφορά μεταξύ «πάρα πολύ καλός» και «πολύ καλός», χαρακτηρίστηκε ως ελαφρά και στην Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, η διαφορά μεταξύ του «πάρα πολύ καλή» και «εξαίρετη» χαρακτηρίστηκε ως οριακή.

 

Συμφωνώ επομένως με τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών, πως δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις εφόσον και στην προκείμενη περίπτωση η διαφορά στις συνεντεύξεις είναι οριακή  και οι αιτητές  υπερέχουν  σε αρχαιότητα, προσόντα και, έστω οριακά, υπερέχουν και σε αξία,  έναντι των ενδιαφερομένων προσώπων.

 

Προκύπτει  από τα λεχθέντα στην Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.α., (2001) 3Β Α.Α.Δ 921, ότι το  αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης δεν μπορεί να έχει τόσο αποφασιστική σημασία, έστω και σε ψηλότερες θέσεις, στις περιπτώσεις  διαχρονικά εξαίρετων  λειτουργών οι οποίοι  υπερέχουν σε αξία – με βάση τις ετήσιες αξιολογήσεις - αρχαιότητα και προσόντα.

 

Όπως  έχει λεχθεί και στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), η σημασία της προφορικής εξέτασης και του αποτελέσματος της, έστω και αν πρόκειται για θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, «δεν μπορεί από μόνη της να επικαλύπτει τα πάντα και να γίνεται ο μόνος ουσιαστικά παράγων που λαμβάνεται υπόψιν». Η σταδιοδρομία των υποψηφίων και η αποτίμησή της δεν μπορεί να τίθεται σε δεύτερη μοίρα και να αφήνεται να επισκιασθεί με την πρόσδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση. (Δέστε  Στυλιανού κα ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387).

 

Σημειώνω επίσης   ότι η Επιτροπή, παρόλο που έκρινε ότι οι αιτητές στην εξεταζόμενη προσφυγή κατέχουν  πρόσθετα προσόντα, δεν προσδιόρισε τη βαρύτητα των προσόντων αυτών  και αν είναι συναφή με τα καθήκοντα της θέσης.  Η ΕΕΥ όφειλε εν προκειμένω να σταθμίσει στην ουσία την αξία των πρόσθετων προσόντων των αιτητών ώστε να συνυπολογιστούν κατά τον τρόπο που η νομολογία έχει καθορίσει.

 

Η βαρύτητα που πρέπει να δίδεται στα πρόσθετα προσόντα έχει οριοθετηθεί στην Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, ως εξής:

 

«Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής. και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.»

 

 

Η ΕΕΥ αγνόησε στην ουσία τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα των αιτητών  χωρίς να τους δώσει οποιαδήποτε ουσιαστική σημασία, καθώς έδωσε και πάλι  υπέρμετρη βαρύτητα στην αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης, παραγνωρίζοντας όλα τα  υπόλοιπα, υπέρ των αιτητών, στοιχεία.

 

Καταλήγω ότι η Επιτροπή, στην προκείμενη προαγωγική διαδικασία, έχει ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια με πλημμελή τρόπο καθώς εσφαλμένα έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη  συνέντευξη, την οποία, δεν έλαβε υπόψιν στην ουσία, ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης, αλλά ως καθοριστικό κριτήριο επιλογής των ενδιαφερομένων προσώπων.

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή επιτυγχάνει. Εκδίδεται απόφαση ως η παράγραφος Α του αιτητικού της προσφυγής.   Έξοδα €1.000.-, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ των αιτητών.

 

 

 

                                                        Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                       Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.

 

 

 



[1] Δέστε Έλλη Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1767/2009, ημερομηνίας 22.7.2011 σχετικά με επιστολή του τότε Υπουργού Παιδείας, με την οποία εκχωρεί τις εξουσίες του που απορρέουν από το Νόμο, στον Γενικό Διευθυντή, αναφορικά με την πλήρωση κενών θέσεων και την πειθαρχική δίωξη λειτουργών. Ο Υπουργός σημειώνει στην επιστολή του, ότι η εκχώρηση άσκησης της πιο πάνω εξουσίας δεν τον αποκλείει από την άσκηση αυτής, σε οποιοδήποτε χρόνο, αυτοπροσώπως.

 

[2] Παρόμοιος ισχυρισμός ως προς τη νομιμότητα της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής είχε τεθεί στην υπόθεση Νικόλαος Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 856/2004 ημερομηνίας 23.1.2006 όπου η αιτήτρια αμφισβήτησε την αλλαγή της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής γιατί έγινε χωρίς έγκριση. Το αίτημα για αλλαγή της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής υποβλήθηκε από το Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, εγκρίθηκε νόμιμα στις 11.5.2004 από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, την αρμόδια δηλαδή αρχή. Η έγκριση της εισήγησης από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ισοδυναμεί με τον καταρτισμό της Επιτροπής από την αρμόδια αρχή. Το άρθρο 35 Α (2) (η) του Νόμου προβλέπει ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αποφασίζεται από την αρμόδια αρχή.

 

 

 

 

 

 

 

[3] Στην προσφυγή Σταύρου Πρωτοπαπά. v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ414/97, ημερ.31.8.99  τα πρακτικά φέρουν ημερ. 20 Δεκεμβρίου 1996 ενώ οι συνεντεύξεις άρχισαν στις 11 Νοεμβρίου 1996 και συνεχίστηκαν σε διάφορες ημερομηνίες μέχρι που τελείωσαν στις 6 Δεκεμβρίου 1996. Λέχθηκε ωστόσο ότι δεν δημιουργείται πρόβλημα εξ αιτίας της χρονικής διάστασης .

 

Διαφοροποιείται η απόφαση Παίκου v Δημοκρατίας Υποθεση Αρ.1250/07 ημερομηνίας  28.2.2012 όπου εκεί ήταν προφανές πως το κείμενο δεν μπορούσε να θεωρηθεί πρακτικό των συνεδριών της Επιτροπής και ότι δεν ήταν παρά μια έκθεση η οποία συντάχθηκε  από τον πρόεδρο της Επιτροπής στην οποία και περιγράφετο τι είχε λεχθεί στις διαδοχικές συνεδρίες της Επιτροπής με τελευταία εκείνη της 8.6.2007, χωρίς να τηρηθούν ξεχωριστά πρακτικά για τις συνεδρίες και χωρίς τις υπογραφές των μελών της Επιτροπής. Λέχθηκαν τα εξής: «Αξιοπρόσεκτο είναι ότι η τελευταία συνεδρία της Επιτροπής πραγματοποιήθηκε, όπως καταγράφεται, στις 8.6.2007, ενώ το κείμενο, η έκθεση, γράφτηκε στις 13.6.2007. Προφανώς, δηλαδή, δεν πρόκειται περί πρακτικού, αλλά για έκθεση. Η Επιτροπή δεν μπήκε καν στον κόπο να συντάξει πρακτικό της τελευταίας της συνεδρίας ημερομηνίας 8.6.2007, όπου με βάση τα αποφασισθέντα συνετάχθη και ο κατάλογος των προσοντούχων αιτητών με σειρά προτεραιότητας.»

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο