MOHAMMED NAZRUZ ISLAM ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 5917/2013, 31/10/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 5917/2013)

 

31 Οκτωβρίου, 2013

 

[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

MOHAMMED NAZRUZ ISLAM,

 

Αιτητής,

 

-ΚΑΙ-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.     ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.     ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

 

Καθ΄ων η Aίτηση.

 

- - - - - -

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28.8.2013

 

Α. Αλεξάνδρου, για τον Αιτητή.

 

Ε. Γαβριήλ, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

- - - - - -                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η      Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ζητείται η έκδοση προσωρινών διαταγμάτων αναστολής της κράτησης και απέλασης του αιτητή, καθώς και την απόλυσή του, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγής ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.  

 

Αντίγραφο της αίτησης, η οποία σημειώνεται ότι όταν καταχωρήθηκε ήταν μονομερής, επιδόθηκε στους καθ΄ ων η αίτηση οι οποίοι καταχώρησαν ένσταση.  Στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας η πλευρά των καθ΄ ων η αίτηση δεσμεύτηκε να μην προβεί σε οποιαδήποτε μέτρα προς απέλαση του αιτητή μέχρι εκδίκασης της αίτησης.

 

Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του αιτητή που συνοδεύει την αίτηση, αυτός είναι υπήκοος της Μπαγκλαντές, αφίχθηκε στη Δημοκρατία ως φοιτητής στις 28.2.2003 και φοίτησε στο Americanos και στο Casa College. Στις 7.10.2010, ενώ ήταν ακόμα φοιτητής, τέλεσε πολιτικό γάμο με Βουλγάρα υπήκοο. Ακολούθως, αιτήθηκε και έλαβε δελτίο διαμονής (yellow slip) ημερομηνίας 16.1.2012, με βάση τις πρόνοιες του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007 [Ν.7(Ι)/2007].

 

Αποτελεί θέση του αιτητή ότι από την τέλεση του γάμου του συζεί με τη Βουλγάρα σύζυγό του και την ανήλικη θυγατέρα της στη Λεμεσό, αρχικά στη διεύθυνση Σαλαμίνος και Αθηνών, Gala Court, διαμέρισμα Β4, δεύτερο όροφο, 3040, από το Φεβρουάριο του 2012 στην οδό Χριστόδουλου Χατζηπαύλου 143, Προκυμαία Court, τρίτος όροφος, διαμ. 32, και από τον Αύγουστο του 2012 στη διεύθυνση Σπύρου Αραούζου 165, διαμ. αρ. 5, 6, 7, στο Lordos Waterfront Court στη Λεμεσό. Αυτές οι διευθύνσεις έχουν δηλωθεί από τον ίδιο στην ΥΑΜ Λεμεσού. Περαιτέρω, αναφέρει ότι διεξάγει εργασίες μέσω της εταιρείας A. ALIMCO LTD, ιδιοκτησίας του ιδίου μαζί με τον αδελφό του, η οποία διατηρεί επιχείρηση μικρής υπεραγοράς στην οδό Σπύρου Αραούζου, στη Λεμεσό. Περί τον Αύγουστο του 2012 μετακόμισαν στο ανώγειο της υπεραγοράς και δήλωσε την εν λόγω διεύθυνση στην ΥΑΜ Λεμεσού. Περαιτέρω, την εν λόγω διεύθυνση επισκέφθηκαν κατ΄ επανάληψη μέλη της ΥΑΜ Λεμεσού στα πλαίσια διερεύνησης του γάμου που τέλεσε με τη σύζυγό του.

 

Τον Αύγουστο του 2013 πληροφορήθηκε προφορικά ότι το δελτίο διαμονής του είχε ανακληθεί. Στις 23.8.2013 τον συνέλαβαν άντρες της ΥΑΜ όταν ο αιτητής μετέβη στο Τμήμα Αλλοδαπών για να διερευνήσει το θέμα του δελτίου διαμονής του, χωρίς να του παρουσιάσουν ένταλμα σύλληψης και χωρίς να τον πληροφορήσουν τους λόγους της σύλληψής του, ούτε να του παρασχεθούν υπηρεσίες διερμηνέα. Μετά τη σύλληψη τον πληροφόρησαν ότι έπρεπε να πληρώσει ένα πρόστιμο ύψους €150, με την πληρωμή του οποίου θα τον άφηναν ελεύθερο. Ο ίδιος πλήρωσε το πρόστιμο, αλλά συνέχισε να κρατείται, χωρίς να γνωρίζει τους λόγους κράτησής του. Περαιτέρω, αστυνομικός της ΥΑΜ συνέλαβε τη σύζυγο του παρόλο που είναι Ευρωπαία πολίτης, χωρίς να της παρουσιάσει ένταλμα σύλλψης και χωρίς να την πληροφορήσει για τους λόγους της κράτησής της.  Μέχρι σήμερα δεν τους κοινοποιήθηκε οποιοδήποτε διάταγμα κράτησης και απέλασης, ούτε ο λόγος της σύλληψης και κράτησής τους.

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης ότι δεν του επιδόθηκε μέχρι σήμερα καμία ειδοποίηση ότι είναι απαγορευμένος μετανάστης όπως προνοεί το άρθρο 19 των Κανονισμών ΚΔΠ242/1972.

 

Την ημέρα της σύλληψής του, αναφέρει, απέστειλε επιστολή μέσω των δικηγόρων του προς Υπουργείο Εσωτερικών ζητώντας την απελευθέρωσή του, χωρίς αποτέλεσμα. Περαιτέρω, στις 28.8.2013 καταχώρησε διοικητική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών η οποία εκκρεμεί προς απάντηση.

 

Ο αιτητής στην παράγραφο 27 της δήλωσης του αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«27. Ως με συμβουλεύει η δικηγόρος μου έχω καλή υπόθεση εφόσον:

 

(α) Θα υποστώ ανεπανόρθωτη ζημιά σαν αποτέλεσμα της κράτησης και απέλασης μου, διότι-

 

(ι) υπάρχει ισχυρός λόγος να πιστεύω ότι εάν απελαθώ στην Χώρα μου θα χάσω όλα τα ένδικα μέσα για υποστήριξη της παρούσας Προσφυγής μου ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και για την ορθή και δίκαιη υπεράσπιση μου παραβιάζοντας το δικαίωμα μου για πραγματική προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου βάσει του άρθρου 39 της οδηγίας 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου.

 

(ιι) Είμαι παντρεμένος με Ευρωπαία πολίτη για περίοδο σχεδόν 3 ετών και πριν την σύλληψη μου στις 23/08/2013 συζούμε μαζί στην Λεμεσό μαζί με την εννιάχρονη κόρη της η οποία με έχει σαν πατέρα της και την έχω σαν κόρη μου, είχαμε την εταιρεία μας και την δική μας επιχείρηση – mini market, τους συγγενείς και φίλους μας και εκμηδενίζουν και/ή διαγράφουν όλη αυτή την περίοδο της ζωής μου και τα δικαιώματα μου που απορρέουν από αυτήν και θέλουν να με διώξουν με αποτέλεσμα να υποστώ ανεπανόρθωτη ψυχική και σωματική βλάβη αλλά και καταστροφικές υλικές ζημιές που επίσης θα είναι ανεπανόρθωτες.

 

(ιιι) Μετά από τόσα χρόνια στην Κύπρο, δηλαδή 10 έτη, από τα οποία 3 έτη είμαι παντρεμένος και μαζί με τη σύζυγο μου συζούμε μαζί, προγραμμάτισα την ζωή μου στην Κύπρο, δεν θα εκδιωκόμουν από την Κύπρο, διότι αυτό είναι καταστροφικό για εμέ. Έχω την οικοσκευή μου, την μόνιμη εργασία μου, τις αποταμιεύσεις μου.

 

(β) Η δικαιοσύνη θα εξυπηρετηθεί καλύτερα αν συνεχίσω να διαμένω στην Κύπρο, εκκρεμούσας της εξέτασης της αίτησης μου, απολαμβάνοντας της ελευθερίας μου.

 

(γ) ως με συμβουλεύει η δικηγόρος μου έχω καλή υπόθεση όπως το Δικαστήριο κηρύξει άκυρα τα διατάγματα κράτησης και απέλασης μου, μέσω της Προσφυγής μου, σύμφωνα με τα γεγονότα και τους αναφερόμενους λόγους,

 

(δ) υπάρχουν εξαιρετικοί ανθρωπιστικοί λόγοι.

 

(ε) υπάρχει έκδηλη παρανομία σχετικά με τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία εκδόθηκαν κατ΄ αντίθεση προς τον Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμους Κεφ. 105 και τις τροποποιήσεις και τους οικείους Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 242/72).

 

(στ) τα διατάγματα εκδόθηκαν κατά παράβαση Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με την οποία πρόσωπα από τρίτες χώρες που είναι έγγαμα με Ευρωπαίους πολίτες κατά την διάρκεια του γάμου τους δεν θα εκδιώκονται από την Κύπρο, αλλά θα τους παραχωρείται άδεια παραμονής.

 

(ζ) ουδέποτε πληροφορήθηκα σύμφωνα με το άρθρο 19 των Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 242/72) ότι κηρύχθηκα σε απαγορευμένο μετανάστη και συνεπακόλουθα τα διατάγματα κράτησης και απέλασης είναι αδικαιολόγητα.

 

(η) η κράτηση και απέλαση μου παραβιάζει το Φυσικό Δίκαιο.

 

(θ) συνιστά έλλειψη χρηστής διοίκησης η κράτηση και απέλαση μου ενώ είμαι έγγαμος με Ευρωπαία πολίτη να συλλαμβάνομαι με σκοπό την απέλαση μου.

 

(ι) η κράτηση και απέλαση μου είναι αντίθετη με το Νόμο 7(1) του 2007.»

 

Οι καθ΄ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση με την οποία αμφισβητούν την ύπαρξη των προϋποθέσεων για έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Αμφισβητούν ότι έχει στοιχειοθετηθεί από τον αιτητή οποιαδήποτε έκδηλη παρανομία ή πιθανότητα ανεπανόρθωτης βλάβης και ισχυρίζονται ότι οι λόγοι που προβάλλονται από τον αιτητή για έκδοση των διαταγμάτων άπτονται της ουσίας της προσφυγής και δεν μπορούν να κριθούν στο παρόν στάδιο.

 

Σε ό,τι αφορά τα γεγονότα, είναι αποδεκτό ότι ο αιτητής ήρθε στην Κύπρο νόμιμα με άδεια προσωρινής παραμονής, η οποία ανανεωνόταν μέχρι 30.6.2010. Ακολούθως, ο αιτητής ενεγράφη στο Varna Free University για μεταπτυχιακές σπουδές και του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι τις 23.6.2011. Στη συνέχεια, αποβλήθηκε από το εν λόγω πανεπιστήμιο. Ακολούθησε ο γάμος του με τη Βουλγάρα υπήκοο και αίτηση εκ μέρους του για έκδοση δελτίου παραμονής η οποία αρχικά απορρίφθηκε καθότι δε διέμενε στη δοθείσα διεύθυνση. Κατά την μετάβασή του στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων Λευκωσίας για την υποβολή παραπόνου διαπιστώθη ότι διαμένει παράνομα στην Κύπρο, συνελήφθη και εναντίον του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης. Στις 21.10.2011 τα διατάγματα ακυρώθηκαν κατόπιν οδηγιών του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και αφέθηκε ελεύθερος να διευθετήσει την παραμονή του ως σύζυγος Ευρωπαίας και σε μεταγενέστερο στάδιο να αξιολογηθεί η γνησιότητα του γάμου του.

 

Κατόπιν εξετάσεων που διενεργήθηκαν από την Αστυνομία για τη γνησιότητα του γάμου του αιτητή με τη Βουλγάρα υπήκοο, εκφράστηκαν αμφιβολίες για τη γνησιότητά του και η υπόθεση διαβιβάστηκε στη Συμβουλευτική  Επιτροπή για Εικονικούς Γάμους. Σε συνεδρία της εν λόγω Επιτροπής που πραγματοποιήθηκε στις 26.4.2013 έγινε εισήγηση προς τη Διευθύντρια όπως ο γάμος κριθεί ως εικονικός, κάτι που η Διευθύντρια έπραξε στις 30.4.2013.

 

Στις 8.5.2013 το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης απέστειλε επιστολή στον αιτητή στη διεύθυνση Σαλαμίνος και Αθηνών, Gala Court, διαμέρισμα Β4, δεύτερο όροφο, 3040, με την οποία τον ενημέρωνε ότι ο γάμος του είχε κριθεί ως εικονικός και ότι είχε δικαίωμα να υποβάλει ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών. Πανομοιότυπη επιστολή απεστάλη και στη σύζυγό του. Λόγω του ότι δεν υπεβλήθη ιεραρχική προσφυγή εναντίον της εν λόγω απόφασης, η Διευθύντρια στις 26.6.2013 αποφάσισε την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης τόσο για τον αιτητή όσο και τη σύζυγό του. Στις 23.8.2013 στα γραφεία της ΥΑΜ Λεμεσού συνελήφθη ο αιτητής και η σύζυγός του, αφού διαπιστώθηκε ότι δε συμμορφώθηκαν με την επιστολή ημερομηνίας 8.5.2013 (πιο πάνω), κατόπιν διαταγμάτων κράτησης και απέλασης τα οποία εκδόθηκαν εναντίον τους στις 23.8.2013. Η έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων γνωστοποιήθηκε στον αιτητή και τη σύζυγό του με επιστολή ημερομηνίας  23.8.2013 η οποία τους επιδόθηκε την ίδια ημέρα όταν συνελήφθηκαν στα γραφεία της ΥΑΜ Λεμεσού. Τα εν λόγω διατάγματα αναστάληκαν στις 30.8.2013 μετά την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής μέχρι την ολοκλήρωση της εκδίκασης της παρούσας αίτησης.

 

Η δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μίας προσφυγής εδράζεται στον Κανονισμό 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η δικαιοδοσία αυτή ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθεί ότι υπάρχει ένα από τα δύο πιο κάτω απαραίτητα στοιχεία, ήτοι:

 

α. Έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ή

 

β. Πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος.

     

Στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ν. Marfin Popular Bank (2007) 3 ΑΑΔ 32, αναφέρθηκε ότι,

 

«η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινού διατάγματος όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»

 

Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η παρανομία για να θεωρηθεί ως έκδηλη πρέπει να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη χωρίς να χρειάζεται να διερευνηθούν τα αμφισβητούμενα γεγονότα. [Βλέπε, Frangos and Others v. Minister of Interior and Others (1982) 3 CLR 53 και Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 1857]. Ο ορισμός της έκδηλης παρανομίας δόθηκε και στην υπόθεση Λοϊζίδης ν. Υπ. Εξωτερικών (1995) 3 ΑΑΔ 233 ως εξής:

 

«έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ότι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.»

 

 

Σχετικές με την έννοια της έκδηλης παρανομίας είναι και οι αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Economides v. Republic (1982) 3 CLR 837 και Moyo and another v. The Republic (1988) 3 CLR 1203.

 

Σε ότι αφορά το δεύτερο λόγο για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, ο αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το διάταγμα υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να υποστεί ο ίδιος ζημιά η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που θα μπορούσαν να του αποδοθούν στο τέλος με την ακύρωση της προσβαλλόμενης με την προσφυγή διοικητικής πράξης. Ο αιτητής οφείλει να περιλάβει στην αίτηση του κατά τρόπο σαφή και λεπτομερή το σύνολο των στοιχείων που συνιστούν την ανεπανόρθωτη ζημιά. [Sofocleous v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 345].

 

Όπως έχει νομολογηθεί, επίλυση νομικών ζητημάτων στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξεταστούν από το δικάζοντα δικαστή [Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω)].

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στην αγόρευση του ισχυρίζεται ότι ο γάμος του αιτητή με τη Βουλγάρα υπήκοο ήταν γνήσιος και πως κατοικούν κάτω από την ίδια στέγη.  Η επιστολή που κατ΄ ισχυρισμό απεστάλη στις 8.5.2013 φαίνεται να έχει αποσταλεί σε διεύθυνση που κατοικούσαν προηγουμένως και πως η νέα διεύθυνση ήταν σε γνώση των καθ΄ ων η αίτηση. Η εν λόγω επιστολή δε συνάδει με το άρθρο 32(3) του Νóμου 7(Ι)/2007.  Περαιτέρω, λόγω της εκκρεμότητας ιεραρχικής προσφυγής ο αιτητής δικαιούται να παραμείνει στο έδαφος της Δημοκρατίας μέχρι την έκδοση απόφασης, με βάση το άρθρο 7Γ(Η) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου.

 

Aποτελεί θέση του αιτητή ότι δεν του επιδόθηκε το διάταγμα απέλασης, ούτε του επεξηγήθηκαν λόγοι απέλασής του, και αυτό αποτελεί έκδηλη παρανομία η οποία πρέπει να οδηγήσει σε έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Σύμφωνα με την αγόρευση του κ. Αλεξάνδρου αυτό που επιδόθηκε στον αιτητή είναι η επιστολή, Τεκμήριο 24, η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις που τίθενται από το Νόμο, όπως εξήγησε με λεπτομέρεια ο συνήγορος.

 

Αποτελεί περαιτέρω θέση του αιτητή, ότι αυτός θεωρήθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, χωρίς να επισυνάπτεται στα τεκμήρια που τέθηκαν από τους καθ΄ων η αίτηση οποιαδήποτε απόφαση όπου ο αιτητής κρίθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης.

 

Στον αντίποδα των επιχειρημάτων του κ. Αλεξάνδρου η κα Γαβριήλ εισηγήθηκε πως δεν υφίσταται καμία έκδηλη παρανομία λόγω του ότι, όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 24, το οποίο έχει επιδοθεί δεόντως στον αιτητή, έχει δοθεί η δέουσα πληροφόρηση σ΄ αυτόν σε συνάρτηση με το διάταγμα απέλασης και κράτησής του. Δεν υπάρχει, εισηγήθηκε η συνήγορος, καμία υποχρέωση προηγούμενης πληροφόρησης του αλλοδαπού σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τον Κανονισμό 19 της ΚΔΠ 242/1972, ούτε και απαιτείται προηγούμενη ειδοποίηση ότι ο αιτητής έχει κηρυχθεί ως ανεπιθύμητος μετανάστης.

 

Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία υπό το φως των αγορεύσεων των δύο πλευρών.  Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή αφορά τη νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητή και θεωρώ ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή που περιστρέφονται γύρω από την μη εικονικότητα του γάμου του, αποτελούν θέματα που θα μπορούσαν να εξεταστούν στα πλαίσια προσφυγής κατά της νομιμότητας της απόφασης με την οποία ο γάμος κρίθηκε εικονικός και όχι στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης. Περαιτέρω, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη οποιοιδήποτε ισχυρισμοί προβάλλονται στην γραπτήν αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή οι οποίοι δεν  περιέχονται στην ένορκη δήλωση που στηρίζει την αίτηση. 

 

Οι ισχυρισμοί του αιτητή περί έκδηλης παρανομίας περιλαμβάνονται στις παραγράφους 16 και 27(ε) της ένορκης του δήλωσης.  Εγείρεται ζήτημα ότι δεν του έχει επιδοθεί το διάταγμα κράτησης και απέλασής του και δεν του εξηγήθηκαν οι λόγοι της απέλασής του.  Προκύπτει όμως από το Τεκμήριο 24 ότι έχει τύχει ενημέρωσης τόσο για τους λόγους που κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης ως αποτέλεσμα των οποίων εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του, όσο και για το δικαίωμα προσφυγής του στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το εν λόγω τεκμήριο φέρει χειρόγραφη σημείωση ότι του έχει επιδοθεί. 

 

Περαιτέρω, προβάλλεται ο ισχυρισμός στην παράγραφο 27(ε) της ένορκης δήλωσης του αιτητή περί έκδηλης παρανομίας αναφορικά με την παράβαση του Κανονισμού 19 της ΚΔΠ242/72.   Ο Κανονισμός 19 προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Λειτουργός μεταναστεύσεως όστις αποφασίζει ότι πρόσωπον τι είναι απαγορευμένος μετανάστης δέον όπως επιδώσει εις αυτό ειδοποίησιν συμφώνως προς τον Δεύτερον Πίνακα των παρόντων Κανονισμών.»

 

Το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν εμπλέκεται στην εξέταση νομικών θεμάτων τα οποία μάλιστα απαιτούν και ερμηνεία νόμου ή κανονισμών, παρά μονο περιορίζεται σε εκείνα τα στοιχεία τα οποία έκδηλα και στην όψη τους μπορεί να διαπιστωθεί ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία.  Η εξέταση του εγερθέντος θέματος απαιτεί την ερμηνεία κανονισμού και δε διαπιστώνεται να υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια του Νόμου όπου στην όψη της να δημιουργεί προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος απέλασης και κράτησης, την κοινοποίηση της κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη. 

 

Πρόσθετα,  οι περαιτέρω ισχυρισμοί του αιτητή στην ένορκη του δήλωση περί παρανομίας, έστω και αν δεν χαρακτηρίζονται από έκδηλη παρανομία αφορούν νομικά θέματα που σχετίζονται με την ουσία της διαφοράς και τα οποία στην όψη του πράγματος δε θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εύρημα έκδηλης παρανομίας. Συνακόλουθα, δε θα μπορούσαν να επιλυθούν στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.

 

Ο αιτητής στα πλαίσια της ισχυριζομένης ανεπανόρθωτης ζημιάς που θα υποστεί σε περίπτωση απόρριψη της αίτησής του, επικαλείται, μεταξύ άλλων, την αδυναμία φυσικής παρουσίας του για σκοπούς προώθησης της υπόθεσής του.  Από τη στιγμή που ο αιτητής αντιπροσωπεύεται από δικηγόρο και έχει τη δυνατότητα σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής να επανέλθει, δε θεωρώ ότι θα του προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά γι΄ αυτό το λόγο.  Άλλωστε, είναι νομολογημένο ότι, όταν η παραμονή αλλοδαπού στη Δημοκρατία έχει κριθεί ως παράνομη, δεν υπάρχει συνταγματικό δικαίωμα φυσικής παρουσίας του κατά τη διάρκεια και μέχρι την αποπεράτωση της διοικητικής δίκης, ενώ αν αυτή κριθεί αναγκαία, μπορεί να γίνουν κατάλληλες ρυθμίσεις. [Βλ. Moyo & Another ν. Republic (πιο πάνω) και Rached ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1992) 4 ΑΑΔ 3135]. Ούτε το γεγονός της κράτησης και οι συνεπαγόμενες από τη στέρηση της ελευθερίας του επιπτώσεις αποτελούν ανεπανόρθωτη ζημιά, σύμφωνα με τη νομολογία.  Επιπρόσθετα, έχει νομολογηθεί ότι η χρηματική ζημιά δε θεωρείται ως ανεπανόρθωτη ζημιά για σκοπούς έκδοσης ενδιάμεσου προσωρινού διατάγματος. Ακόμα και στην περίπτωση που μπορεί να διαφαίνεται πιθανότητα τέτοιας ζημιάς, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί την έκδοση προσωρινού διατάγματος, αν το διάταγμα που θα εκδοθεί, είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στο έργο της διοίκησης. (Βλ. Κοινοπραξία Poseidon Grand Marina of Paphos κ.ά. ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών Α.Ε. 6/2009, ημερομηνίας 17.7.2009). Καταλήγω ότι από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου δεν ικανοποιείται το στοιχείο της πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της υπόθεσης.

 

 

 

Κ. Σταματίου

Δ.

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο