ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΟΛΟΜΩΝΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 901/2010, 8/10/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 901/2010)

 

8   Oκτωβρίου, 2013

 

[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΟΛΟΜΩΝΙΔΗΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

 

_______________

 

Βρ. Χατζηχάννας, για τον Αιτητή.

Ρ. Παπαέτη-Χατζηκώστα, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ο αιτητής με την υπό κρίση αίτηση επιζητεί από το Δικαστήριο ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 14.5.2010, με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστίνα Φλουρέντζου-Κακουρή (το «ενδιαφερόμενο μέρος»), προήχθη στη μόνιμη θέση Διευθύντριας Τμήματος Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες από τις 15.4.2010 αντί του αιτητή.

 

Η ΕΔΥ στις 11.8.2010 κατόπιν υποβολής πρότασης για πλήρωση της κενής μόνιμης θέσης Διευθύντριας Τμήματος Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες, από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, συνεδρίασε και αποφάσισε επειδή επρόκειτο για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως δημοσιευθεί η θέση όπως προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία.

 

Ανταποκρίθηκαν 16 υποψήφιοι οι οποίοι και υπέβαλαν τις σχετικές αιτήσεις, ανάμεσα στους οποίους ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος.  Η ΕΔΥ αποφάσισε να καλέσει 13 πρόσωπα, ανάμεσα στους οποίους τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος σε προφορική εξέταση ενώπιόν της. όπου θα παρίστατο ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την επιφύλαξη ότι κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης έμελλε να διαπιστωθεί η πολύ καλή γνώση των θεμάτων που αφορούν τον τομέα της αναπηρίας στην Κύπρο, καθώς και των καλών πρακτικών άλλων χωρών για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρίες.  Η ΕΔΥ σε δύο συνεδριάσεις της, 23 και 24.3.2010 στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας δέχθηκε σε προφορική εξέταση τους εν λόγω υποψηφίους.  Με το πέρας της προφορικής εξέτασης ο Γενικός Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και σύστησε για διορισμό το ενδιαφερόμενο μέρος.  Στη συνέχεια αποχώρησε από τη συνεδρία και η ΕΔΥ αποφάσισε να αναβάλει την εξέταση του θέματος, λόγω έλλειψης χρόνου.  Σε συνεδρία που ακολούθησε 30.3.2010, προχώρησε στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων αφού προηγουμένως έλαβε υπ΄ όψιν της τα προσόντα τους σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, καθώς και την απόδοσή τους κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, όπως και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου.  Αποφάσισε κατόπιν να προσφέρει το διορισμό στην επίδικη θέση από 15.4.2010 στο ενδιαφερόμενο μέρος κρίνοντας ότι υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων. 

 

Ο αιτητής προβάλλλει ουσιαστικά τρεις λόγους ακύρωσης.  

1. Υπεροχή σε αρχαιότητα, πείρα και προσόντα από ΕΜ,

2. Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων και

3. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και  αποτέλεσμα της υπέρμετρης σημασίας που δόθηκε στην προφορική εξέταση.

 

Ο δικηγόρος του αιτητή προβάλλει την υπεροχή του πελάτη του έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους τόσο σε αρχαιότητα όσο και σε προσόντα.  Συγκεκριμένα ο αιτητής κατείχε τη θέση Ανώτερου Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας από το 2005, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος τη θέση Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού από το 2009, ενώ είναι αρχαιότερος του ενδιαφερόμενου μέρους σε όλες τις προηγούμενες θέσεις, Λειτουργός Α΄ και Λειτουργός, με αποτέλεσμα η αρχαιότητά του να καθίσταται σημαντικός παράγοντας: προσδίδει στον αιτητή μεγαλύτερη πείρα η οποία και επαυξάνει την αξία του κατά τα τελευταία πέντε χρόνια, όπου αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος είναι ισάξιοι.  Λαμβανομένου δε υπ΄ όψιν ότι ο αιτητής υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους, κατέχει ένα επιπλέον μεταπτυχιακό τίτλο ΜSc in Economics, σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος, θα έπρεπε να είχε επιλεγεί ως κατάλληλος για προαγωγή στη θέση.   Σημειώνεται ότι και τα δύο μέρη είχαν Master in Public Sector Management (MPSM), μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο, ο οποίος και αποτελούσε πλεονέκτημα και για τα δύο μέρη. 

 

Από όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, προσωπικού φακέλου και του φακέλου των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων, το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας.  Ο Αιτητής κρίθηκε ότι διαθέτει, με βάση το μεταπτυχιακό που κατέχει στη δημόσια διοίκηση, το πλεονέκτημα ενώ το ίδιο κρίθηκε και για το ενδιαφερόμενο μέρος με βάση τόσο το μεταπτυχιακό που κατέχει στη δημόσια διοίκηση, όσο και το μεταπτυχιακό του τίτλο στα οικονομικά.

 

Η Επιτροπή, όπως φαίνεται από το πρακτικό ημερ. 30.3.2010, στη συνεδρίαση της όπου λήφθηκε η επίδικη απόφαση, έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων. Στο σχηματισμό της κρίσης της η Επιτροπή έλαβε υπ΄ όψιν ότι αυτή απέδωσε καλύτερα από όλους τους υποψηφίους στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, αξιολογήθηκε ως εξαίρετη και διαθέτει εκτός από το βασικό της πτυχίο, δίπλωμα Διοίκησης Επιχειρήσεων της Ανώτατης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών και μεταπτυχιακό δίπλωμα το οποίο είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και της προσδίδει το πλεονέκτημα.  Επιπλέον ότι είχε υπέρ της τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.  Ουσιαστικά η Επιτροπή αφού έλαβε υπ΄ όψιν το ότι το ενδιαφερόμενο υστερεί σε αρχαιότητα έναντι του αιτητή κατά 4 χρόνια και ότι και οι δύο διαθέτουν το πλεονέκτημα, κατέληξε ότι η υπό πλήρωση θέση είναι διευθυντική πρώτου διορισμού και προαγωγής και σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου το στοιχείο της αρχαιότητας είναι περιορισμένης σημασίας και δεν μπορεί από μόνο του να αντισταθμίσει τη γενική υπεροχή της επιλεγείσας όπως την ανέλυσε πιο πάνω.

 

Δεν θα συμφωνήσω με τις εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον αιτητή ότι ο αιτητής υπερείχε σε προσόντα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Η ΕΔΥ απέδωσε στον αιτητή το πλεονέκτημα, όπως και στο ενδιαφερόμενο μέρος.  Το γεγονός ότι κατείχε ακόμη ένα μεταπτυχιακό τίτλο επίσης συνυπολογίστηκε αλλά δεν μπορούσε να του αποδωθεί το πλεονέκτημα δύο φορές.  Οι εκθέσεις τα τελευταία δέκα χρόνια και για τα δύο μέρη ήσαν εξαίρετες.  Από τον Πίνακα των υπηρεσιακών εκθέσεων φαίνεται καθαρά ότι και οι δύο υποψήφιοι είχαν ακριβώς τις ίδιες υπηρεσιακές εκθέσεις τα τελευταία δέκα χρόνια που σύμφωνα με τη νομολογία είναι τα πιο σημαντικά.

 

Η αιτιολογία μιας απόφασης θεωρείται πλήρης όταν σ΄ αυτή περιέχεται τόσο νομική βάση όσο και πραγματικοί λόγοι και προσδιορίζεται με σαφήνεια ποίοι είναι αυτοί σύμφωνα με τους οποίους το αποφασίζον όργανο κατέληξε στο συγκεκριμένο συμπέρασμα.  Η διατύπωση της απόφασης θα πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητάς (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, 272). 

 

Ουσιαστικά η Επιτροπή απέκλεισε τον αιτητή στηριζόμενη στο ότι ο τελευταίος υστέρησε στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση.  Από αναδρομή στα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής ημερ. 30.3.2010, γίνεται φανερό ότι καθοριστικός παράγοντας για την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν η διαπίστωση της εξαίρετης γνώσης επί των θεμάτων που αφορούν τον τομέα της αναπηρίας στην Κύπρο, καθώς και των καλών πρακτικών άλλων χωρών για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρίες ως ένα από τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση.  Σε αντίθεση με τον αιτητή, ο οποίος άνκαι χαρακτηρίστηκε «πολύ καλός», κρίθηκε δεν έχει βαθιά γνώση των θεμάτων που αφορούν τόσο τον τομέα της αναπηρίας στην Κύπρο, όσο και των καλών πρακτικών άλλων χωρών, για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων ατόμων με αναπηρίες καθώς και των προνοιών του Νόμου περί πρόσληψης ατόμων με αναπηρίες στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.  Χαρακτηρίστηκε επίσης ότι διαθέτει ικανοποιητικού επιπέδου διευθυντικές οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες, παρόλο που δεν απάντησε σε ερωτήσεις σχετικές με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου.  Προκύπτει λοιπόν από τα στοιχεία του φακέλου ότι ο αιτητής υστερούσε σημαντικά ως προς ένα από τα προσόντα της θέσης.

 

 

Δεν θα συμφωνήσω ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, εφ΄ όσον ο αιτητής δεν υπερέχει στα πρόσθετα προσόντα, ούτε ως προς τις υπηρεσιακές του εκθέσεις εφ΄ όσον ως προς την περίπτωση αυτή, τα δύο μέρη είναι ισοδύναμα.  Στο μόνο στοιχείο στο οποίο υπερέχει ο αιτητής, είναι αποκλειστικά και μόνο ως προς την αρχαιότητα.

 

Στην υπόθεση Γεωργία Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 A.A.Δ. 105, όπου στις εκθέσεις οι διάδικοι ήσαν ισοδύναμοι στα προσόντα, υπερείχε η αιτήτρια στην αρχαιότητα και στα προσόντα και το μόνο στοιχείο που είχε υπέρ του το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν η καλύτερη απόδοσή του στη συνέντευξη, κρίθηκε ότι:

     

«Από την άλλη, η μειωμένη απόδοση της εφεσείουσας κατά τη συνέντευξη, που, για τους λόγους που εξήγησε η εφεσίβλητη, απέληξε στο γενικό χαρακτηρισμό «καλά», κατ΄ αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος, που πέτυχε γενικό χαρακτηρισμό «πάρα πολύ καλά», δεν μπορούσε παρά να ληφθεί σοβαρά υπόψη από την εφεσίβλητη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας του κάθε υποψηφίου (άρθρο 35Β (10(ΙΙΙ) του Νόμου) και, μάλιστα με αυξημένη βαρύτητα, δεδομένου ότι η υπό πλήρωση θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής, ήταν θέση ψηλά στην ιεραρχία, το δε Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτούσε οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες παράλληλα με ενημερότητα πάνω στα προβλήματα της μέσης εκπαίδευσης και στις εξελίξεις των θεμάτων του μαθήματος της σωματικής αγωγής, στοιχεία σε σχέση με τα οποία η σαφής υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους (που διεκδικούσε πρώτο διορισμό), όπως αυτή διαπιστώθηκε από την εφεσίβλητη, αποκτούσε ακόμη μεγαλύτερη σημασία».

 

Όπως ακριβώς και στην εδώ περίπτωση όπου η πολύ καλή γνώση του ενδιαφερόμενου μέρους επί των θεμάτων που αφορούν στον τομέα της αναπηρίας στην Κύπρο, καθώς και των πρακτικών άλλων χωρών όπως προκύπτει, μέσα από την προφορική συνέντευξη ενώπιον της ΕΔΥ, αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία.

 

Η επίδικη θέση ήταν ψηλά στην ιεραρχία και σύμφωνα με τη νομολογία το αρμόδιο όργανο έχει διακριτική ευχέρεια να δώσει ιδιαίτερα μεγάλη βαρύτητα στην προφορική εξέταση.  Ο αιτητής υστέρησε και δεν ικανοποίησε τα προσόντα, όπως τα έχω αναλύσει πιο πάνω (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Α. Βασιλειάδη κ.α. (2006) 3 Α.Α.Δ. 525).  Η προφορική εξέταση έχει ιδιαίτερη βαρύτητα σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής ψηλά στην ιεραρχία (Δημοκρατία ν. Σαββίδη κ.α. (1995) 3 Α.Α.Δ. 69, 73).  Η προφορική εξέταση είναι σημαντική στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου. Το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή και την καλύτερη επίδοση στις συνεντεύξεις ενώπιον της ΕΔΥ.  Δεδομένου δε ότι η θέση είναι υψηλόβαθμη τα στοιχεία αυτά αποκτούν μεγαλύτερη σημασία (Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643, 646).

 

Στο τέλος της ημέρας η πείρα την οποία επικαλείται ο δικηγόρος του αιτητή δεν αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο κρίσης αλλά είναι ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπ΄ όψιν στην εκτίμηση του κριτηρίου της αξίας των υποψηφίων (Χαράλαμπος Σπανός ν. ΕΔΥ (1997) 3 Α.Α.Δ. 319).  Ούτε και περιλαμβάνεται στα κριτήρια του άρθρου 35Β (10) του Νόμου. 

 

Το ότι η Επιτροπή δεν έκαμε ιδιαίτερη μνεία στην πείρα αυτοτελώς δεν σημαίνει ότι δεν την έλαβε υπ΄ όψιν, εφ΄ όσον είχε ενώπιόν της τόσο τον κατάλογο με την αρχαιότητα των υποψηφίων η οποία λήφθηκε υπέρ του αιτητή, αλλά και πέραν της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής προχώρησε στη μελέτη των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων.

 

Στην προκειμένη περίπτωση κρίνω ότι η βαρύτητα που δόθηκε στα αποτελέσματα των συνεντεύξεων βρίσκεται εντός των επιτρεπτών ορίων και σίγουρα δεν οδήγησε την ΕΔΥ σε λανθασμένη άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας.  Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης έκλιναν την πλάστιγγα υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, συμπληρώνοντας έτσι το στοιχείο κρίσης της αξίας και καθιστώντας το ενδιαφερόμενο μέρος υπέρτερο ως προς αυτό το στοιχείο, εφ΄ όσον ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος είχαν την ίδια εξαίρετη βαθμολογία (άρθρο 35Β (10)(α)(ΙΙΙ) του Νόμου). 

 

Για να επέμβει το Δικαστήριο στον τρόπο που η ΕΔΥ άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια θα πρέπει να πειστεί ότι ο αιτητής υπερείχε έκδηλα του ενδιαφερόμενου μέρους.  Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκεί όπου απουσιάζει έκδηλη υπεροχή, ώστε να υποκαταστήσει την κρίση της διοίκησης με τη δική του, εκτός αν καταρριφθεί το τελευταίο (ΕΔΥ ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329, Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3Γ Α.Α.Δ. 1318). 

 

Στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια εντός των ορίων που της παρέχει ο Νόμος και δεν έχει αποδειχθεί έκδηλη υπεροχή του αιτητή.  Η υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα, όπως σημειώθηκε από την Επιτροπή, δεν ορίζει το έκδηλο όπως προωθήθηκε εκ μέρους του δικηγόρου του αιτητή.

 

Εν όψει των πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.  Επιδικάζονται €1.500 έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.

 

Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

/ΜΔ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο