SVETLIN LILYANCHOV DICHEV ν. ΑΝΑΠΛ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 309/2012, 15/11/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 309/2012)

 

15 Νοεμβρίου, 2013

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  1,  3,  5,  6,  7,  8  ΚΑΙ  13  ΤΗΣ  ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ  ΣΥΜΒΑΣΗΣ  ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ  ΤΟΥ  ΑΝΘΡΩΠΟΥ,  29,  30,  32,  33,  34  ΤΟΥ  ΠΕΡΙ  ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ  ΤΩΝ  ΠΟΛΙΤΩΝ  ΤΗΣ  ΕΝΩΣΗΣ  ΚΑΙ  ΤΩΝ  ΜΕΛΩΝ  ΤΩΝ  ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ  ΤΟΥΣ  ΝΑ  ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ  ΚΑΙ  ΝΑ  ΔΙΑΜΕΝΟΥΝ  ΕΛΕΥΘΕΡΑ

ΣΤΗΝ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ  ΝΟΜΟΥ  Ν. 7(Ι)2007, 14  ΤΟΥ  ΠΕΡΙ  ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ  ΚΑΙ  ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ  ΝΟΜΟΥ  ΚΕΦ.  105  ΟΠΩΣ  ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ  ΜΕΧΡΙ  ΤΟ  2011,  ΝΟΜΟ  92(1)2003  ΚΑΙ  ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  11,  30,  34  ΚΑΙ  35  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ  ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΗ  ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ

ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ  ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ  23/12/2011

 

SVETLIN  LILYANCHOV  DICHEV,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΚΑΙ/΄Η  ΜΕΣΩ

1.  ΑΝΑΠΛ.  ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ  ΤΟΥ  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ  ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.  ΑΡΧΗΓΟΥ  ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

3.  ΓΕΝΙΚΟΥ  ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ, ΚΑΙ

4.  ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ  ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Καθ’ ων η Αίτηση.

________________________

 

Χρίστος Χριστοδουλίδης, για τον Αιτητή.

Λουΐζα Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης, τα οποία εκδόθηκαν στις 6/1/2012.  Ο αιτητής, εναντίον του οποίου στρέφονται, ισχυρίζεται ότι αυτά είναι άκυρα και χωρίς νομικό αποτέλεσμα και ότι η ενέργεια των καθ’ ων η αίτηση, στη βάση τους, να τον συλλάβουν και να μην του επιτρέψουν είσοδο στη Δημοκρατία παραβιάζει το Διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 23/12/2011, σύμφωνα με το οποίο όρος μη επανεισόδου του στη Δημοκρατία για δέκα χρόνια, που τέθηκε στις 20/12/2011, με την έκδοση εναντίον του Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης, ακυρώθηκε.

 

Ο αιτητής, κάτοχος βουλγαρικού διαβατηρίου, στις 27/12/2002, μετά από αίτησή του, εξασφάλισε άδεια προσωρινής παραμονής, με σκοπό να εργαστεί ως εργάτης σε συγκεκριμένο εργοδότη.  Ακολούθως, εξασφάλισε άδειες προσωρινής παραμονής και πάλι για σκοπούς εργασίας σε άλλους εργοδότες, με τελευταία την άδεια προσωρινής παραμονής για σκοπούς εργασίας στη Yiannos & Eleftheria Kyriacou Ltd., η οποία έληγε στις 25/4/2007.  Στις 23/3/2007, υπέβαλε αίτηση για έκδοση άδειας διαμονής υπηκόου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προτού, όμως, αυτή εξεταστεί, στα πλαίσια αίτησής του ημερομηνίας 12/3/2009, εξασφάλισε Βεβαίωση εγγραφής πολίτη της ΄Ενωσης, ως μισθωτός στην εταιρεία που εργοδοτείτο.

 

Στις 21/9/2011 ο Υπουργός Εσωτερικών, (ο «Υπουργός»), ενεργώντας στη βάση πληροφοριών του Αρχηγείου Αστυνομίας ότι ο αιτητής είναι μέλος ομάδας που δραστηριοποιείται στην επαρχία Λάρνακας με διάφορες εγκληματικές ενέργειες, τον κήρυξε ως απαγορευμένο μετανάστη, σύμφωνα με την παράγραφο (ζ) του ΄Αρθρου 6(1) του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.  Περαιτέρω, στη βάση των ιδίων πληροφοριών, κρίθηκε ότι ο αιτητής αποτελεί «πραγματική και ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας».  Την ίδια ημέρα, η Βεβαίωση εγγραφής του ως πολίτη της Ένωσης ακυρώθηκε.  Στη συνέχεια και αφού λήφθηκε υπόψη η οικογενειακή του κατάσταση - (είναι νυμφευμένος με συμπατριώτισσά του η οποία διαμένει στη Δημοκρατία) - και η απουσία δεσμών του με τη Δημοκρατία, εκδόθηκαν εναντίον του Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης, τα οποία του γνωστοποιήθηκαν σε γλώσσα κατανοητή από τον ίδιο.  Στις 11/11/2011, ο Υπουργός ενέκρινε όπως προωθηθεί η απέλασή του, παρά το γεγονός ότι η σύζυγός του διαμένει στη Δημοκρατία. 

 

Ο αιτητής, εναντίον των πιο πάνω Διαταγμάτων, καταχώρισε προσφυγή - (Αρ. 1575/11) - η οποία αποσύρθηκε, αφού, στο μεταξύ, λόγω νομικού κωλύματος που υπήρχε στην αιτιολογία των Διαταγμάτων, αυτά ανακλήθηκαν.  Ακολούθησε, στις 20/12/2011, η έκδοση εναντίον του νέων Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης, στη βάση του ΄Αρθρου 29 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της ΄Ενωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007, (Ν. 7(Ι)/2007), (ο «Νόμος»).

 

Ο αιτητής, ο οποίος θεωρήθηκε επικίνδυνος για λόγους δημοσίας τάξεως, καταχώρισε εναντίον των εν λόγω Διαταγμάτων την Προσφυγή Αρ. 1684/11, στα πλαίσια της οποίας καταχώρισε αίτηση αναστολής της απέλασής του, η οποία, όμως, πραγματοποιήθηκε προτού το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, (το «Τμήμα»), πληροφορηθεί ότι εκκρεμούσε η αίτηση αναστολής του Διατάγματος Απέλασής του.  Στις 23/12/2011, την επομένη της απέλασής του, στα πλαίσια της αίτησης για αναστολή εκτέλεσης του Διατάγματος Απέλασης, το Δικαστήριο, στη βάση δηλώσεων των δικηγόρων, απέρριψε την προσφυγή του και ακύρωσε τον όρο για απαγόρευση επανεισόδου του αιτητή στη Δημοκρατία για περίοδο δέκα χρόνων.  Το Τμήμα, για την ακύρωση του εν λόγω όρου, ενημερώθηκε στις 30/12/2011.

 

Στις 6/1/2012, ο αιτητής επανήλθε στη Δημοκρατία, του επετράπη η είσοδος, εναντίον του, όμως, εκδόθηκαν, την ίδια ημέρα, Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης, στη βάση των ιδίων λόγων, για τους οποίους είχε προηγουμένως απελαθεί, αφού αυτοί εξακολουθούσαν να υπάρχουν.  Τα Διατάγματα του γνωστοποιήθηκαν την ίδια ημέρα και ο ίδιος απελάθηκε στις 8/1/2012.

 

Ο αιτητής, με την παρούσα προσφυγή, αμφισβητεί τα πιο πάνω Διατάγματα, ισχυριζόμενος ότι αυτά εκδόθηκαν χωρίς δέουσα έρευνα, κατά κατάχρηση εξουσίας και σε αντίθεση με το Σύνταγμα και το Νόμο, στερούνται αιτιολογίας και, τέλος, είναι προϊόν πραγματικής πλάνης. 

 

Οι καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η απόσυρση της Προσφυγής Αρ. 1684/11 στερεί τον αιτητή του εννόμου συμφέροντος να αμφισβητήσει τα Διατάγματα της 6/1/2012, εφόσον αυτά εκδόθηκαν για τους ιδίους λόγους που εκδόθηκαν τα εκεί προσβαλλόμενα Διατάγματα της 20/12/2011, τα οποία, με την απόσυρση της προσφυγής, θεωρούνται νόμιμα.  Τα όσα προβάλλονται από τον αιτητή, ισχυρίζονται, αποκαλύπτουν ότι εκείνο που αμφισβητείτο με την Προσφυγή Αρ. 1684/11, ουσιαστικά, ήταν το δικαίωμα επανεισόδου του στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Ανεξάρτητα των πιο πάνω, εισηγούνται ότι τα εδώ προσβαλλόμενα Διατάγματα είναι καθ’ όλα νόμιμα, εφόσον οι λόγοι που οδήγησαν στην έκδοσή τους είναι οι ίδιοι οι οποίοι οδήγησαν στην έκδοση των Διαταγμάτων της 20/12/2011.  Η ακύρωση του όρου απαγόρευσης επανεισόδου του αιτητή στη Δημοκρατία, που τέθηκε με την έκδοση των Διαταγμάτων της 20/12/2011, δεν εμπόδιζε τους καθ’  ων η αίτηση να θέσουν στο προσβαλλόμενο Διάταγμα Απέλασης τον ίδιο όρο, εφόσον εξακολουθούσαν να υπάρχουν οι λόγοι για τους οποίους αυτός τέθηκε.

 

Ο δικηγόρος του αιτητή απορρίπτει τα πιο πάνω και ισχυρίζεται ότι η απέλασή του, στη βάση των Διαταγμάτων ημερομηνίας 20/12/2011, έγινε σε αντίθεση με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 22/12/2011.  Η Προσφυγή Αρ. 1684/11 αποσύρθηκε, αφού είχε, στην ουσία, καταστεί χωρίς αντικείμενο.  Το μόνο το οποίο υπήρχε ήταν όρος απαγόρευσης επανεισόδου του, ο οποίος, όμως, με τη σύμφωνη γνώμη των καθ’ ων η αίτηση, ακυρώθηκε. 

 

΄Εχω εξετάσει τον ισχυρισμό των καθ’ ων η αίτηση σε σχέση με την ύπαρξη δεδικασμένου, δε συμμερίζομαι, όμως, τη θέση τους.  Για να υπάρχει δεδικασμένο, θα πρέπει το ζήτημα να έχει κριθεί από το Δικαστήριο.  Στην Κλεάνθους κ.ά. ν.  Α.ΤΗ.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 1005, αναφέρεται ότι δεδικασμένο προϋποθέτει τελεσίδικη απόφαση, ταύτιση διαδίκων και ταύτιση επιδίκων θεμάτων.  Για την ύπαρξη δεδικασμένου απαιτείται το ζήτημα να έχει κριθεί και, ως κριθέν, θεωρείται εκείνο το ζήτημα, το οποίο, αφού διαγνωστεί και κριθεί, αποτελεί το αναγκαίο στήριγμα του συμπεράσματος της απόφασης - (βλ. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 3 Α.Α.Δ. 19).  Δεδικασμένο υπάρχει επί δικαστικής κρίσεως επί της ουσίας της διαφοράς και όχι επί καταλήξεων, όταν αυτές είναι αποτέλεσμα της έλλειψης των προϋποθέσεων για την εξέταση της ουσίας - (βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349).

 

Στην περίπτωση του αιτητή, η νομιμότητα των Διαταγμάτων της 20/12/2011 δεν εξετάστηκε, ώστε να μπορεί να ευσταθήσει ισχυρισμός ότι δημιουργήθηκε δεδικασμένο.  Ανάλογα ισχύουν και για την ακύρωση του όρου της μη επανεισόδου του αιτητή για περίοδο δέκα χρόνων.  Το Δικαστήριο, στα πλαίσια της Προσφυγής Αρ. 1684/11, δεν ασχολήθηκε με τη νομιμότητα του όρου για μη επανείσοδο του αιτητή για περίοδο δέκα χρόνων, απλά, προχώρησε σε ακύρωσή του, στη βάση των δηλώσεων των δικηγόρων. 

 

Ενόψει των πιο πάνω, προχωρώ να εξετάσω τη νομιμότητα των υπό αμφισβήτηση Διαταγμάτων.

 

Το ΄Αρθρο 6(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, (όπως τροποποιήθηκε), προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι δεν επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:-

 

«(ζ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο φαίνεται από μαρτυρία την οποία το Υπουργικό Συμβούλιο δυνατό να θεωρήσει επαρκή, ότι ενδέχεται να συμπεριφερθεί κατά τέτοιο τρόπο που να καταστεί επικίνδυνο στην ησυχία, δημόσια τάξη, έννομη τάξη ή δημόσια ήθη …»

 

 

 

Είναι καλά νομολογημένο ότι το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της αποτελεί έκφραση της κυριαρχίας της - (βλ. Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203).  Το μόνο φραγμό που έχει η διακριτική εξουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας να δέχεται αλλοδαπούς στην επικράτειά της είναι αυτή να ασκείται καλόπιστα - (βλ. Amanda Marga Ltd. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).

 

Στη Mahmoud Hussein Alaa Eddine ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 4 Α.Α.Δ. 561[1], λέχθηκαν τα εξής:- (σελ. 563)

 

«Η απόφαση λοιπόν να μην επιτραπεί σε αλλοδαπό να εισέλθει ή να παραμείνει στην Κύπρο δεν του στερεί υφιστάμενο ουσιαστικό δικαίωμα.  Γι’ αυτό η Δημοκρατία δεν έχει υποχρέωση να στηρίξει την αρνητική απόφαση της σε στοιχεία που να αποδεικνύουν θετικά τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ανεπιθύμητη την εδώ παρουσία του.  Δεν απαιτείται να επεκτείνεται η διερεύνηση σε ακρόαση.  Παρέχεται επαρκές πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον συγκεντρώνονται, από κατάλληλες πηγές, πληροφορίες που ευλόγως προκαλούν ανησυχία αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στην Κύπρο.  Ακόμα και γενικές ενδείξεις περί ενδεχόμενου προβλήματος μπορεί να δικαιολογήσουν την αρνητική απόφαση.  Η όποια αμφιβολία λειτουργεί υπέρ της Δημοκρατίας.»

 

 

 

Στην περίπτωση, βέβαια, του αιτητή, ο οποίος είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικό είναι και το ΄Αρθρο 29 του Νόμου, το οποίο, μεταξύ άλλων, προβλέπει:-

 

«29. - (1)          Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.

 

(2) Δε δύναται να γίνεται επίκληση των λόγων του εδαφίου (1) για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών.

 

(3)(α)  Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας:

 

Νοείται ότι, δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δε συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης ούτε η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης.

 

(β) Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ’ εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων  μέτρων.»

 

 

 

Σύμφωνα με τον αιτητή, οι πληροφορίες για ανάμειξή του σε εγκληματικές ενέργειες δεν ευσταθούν.  Αυτό, υπέβαλε, βεβαιώνεται και από την ενέργεια του Γενικού Εισαγγελέα να διακόψει ποινική υπόθεση που καταχωρήθηκε εναντίον του στο Κακουργοδικείο Λευκωσίας.  Τα γεγονότα, υποστηρίζει και, συγκεκριμένα, η ακύρωση του όρου επανεισόδου του, η οποία έγινε με τη σύμφωνη γνώμη του δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση και η οποία δεν τηρήθηκε από αυτούς, ως και η επανασύλληψή του στη βάση των υπό αμφισβήτηση Διαταγμάτων, καταδεικνύουν την κακή πίστη των καθ’ ων η αίτηση.

 

Είναι σαφές ότι, για να θεωρηθεί ότι συμπεριφορά αλλοδαπού συνιστά «πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή» δεν απαιτείται καταδικαστική απόφαση.  Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές, οι οποίες να προκαλούν ανησυχία αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία.  Ακόμα και γενικές ενδείξεις να υπάρχουν, αυτές αρκούν για να δικαιολογήσουν αρνητική απόφαση.

 

Είναι, επίσης, δεδομένο ότι η εκτίμηση των γεγονότων γίνεται από τη διοίκηση.  Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, κατ’ εφαρμογή των αρχών που διέπουν το όλο ζήτημα.  Ειδικότερα, εφόσον δε διαπιστώνεται πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα, υπέρβαση εξουσίας ή παραβίαση των αρχών της καλής πίστης, δεν τίθεται ζήτημα ακύρωσης της απόφασης.

 

Εξετάζοντας τα δεδομένα της παρούσας, διαπιστώνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση, προτού προβούν στη λήψη των υπό αμφισβήτηση Διαταγμάτων, είχαν συγκεκριμένες πληροφορίες, οι οποίες αφορούσαν θέμα δημόσιας  ασφάλειας, από το Αρχηγείο της Αστυνομίας, το κατ’ εξοχήν αρμόδιο για την περισυλλογή και διερεύνηση τέτοιων πληροφοριών.  Οι καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν, περαιτέρω, στη διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, στα πλαίσια δε της διακριτικής τους εξουσίας, η οποία, επαναλαμβάνω, είναι πολύ πλατιά σε θέματα εισόδου, παραμονής και εργασίας αλλοδαπών στη Δημοκρατία, έκριναν ότι ήταν αναγκαία η λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Τα όσα προβάλλει ο αιτητής δε διαπιστώνω, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης αλλά και υπό τις συνθήκες που λήφθηκε η απόφαση, να ευσταθούν.  Το γεγονός ότι ο όρος της μη επανεισόδου του στη Δημοκρατία, που τέθηκε με τα Διατάγματα Κράτησης και Απέλασής του ημερομηνίας 20/12/2011, ακυρώθηκε δε δέσμευε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τη διοίκηση, ούτε βρίσκω ότι η εκ νέου επιβολή του, με τα προσβαλλόμενα Διατάγματα, έγινε κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης, εφόσον οι λόγοι ασφάλειας, στη βάση των οποίων η προσωπική συμπεριφορά του αιτητή κρίθηκε ότι αποτελούσε «πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή», εξακολουθούσαν να υπάρχουν.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

  

                                                                            Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                         Δ.

 

 

 

 

/ΜΠ



[1] Επικυρώθηκε στην Eddine v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 95.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο