ΣΑΒΒΑΣ ΒΡΑΧΙΜΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Aρ.: 369/2010, 25/11/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Aρ.:  369/2010)

 

25 Νοεμβρίου, 2013

 

[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΣΑΒΒΑΣ ΒΡΑΧΙΜΗΣ,

                                                                              Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                                                                                  Καθ΄ων η αίτηση.

 __________

 

 

Μαρίκκα Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή.

Λαμπρινή Ουστά (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Ξένια Ευγενίου (κα) για κ. Α. Σ. Αγγελίδη, για το ενδιαφερόμενο μέρος Νίκο Γ. Ιακώβου.

__________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Σε διαδικασία επανεξέτασης που ακολούθησε την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ., υπό την τότε ιδιότητα του) στην Υπόθεση Αρ. 747/08, που καταχώρισε ο Αιτητής, οι Καθ΄ ων η Αίτηση αποφάσισαν να προάξουν και πάλι το ενδιαφερόμενο μέρος (ΕΜ) στην μόνιμη θέση Πρώτου Εκτελεστικού Μηχανικού, Τμήμα Δημοσιών Έργων αναδρομικώς από 15.3.2008. 

 

Οι καθ΄ ων φαίνεται ότι κινήθηκαν στα πλαίσια της κρίσης της ακυρωτικής απόφασης, όπως οι ίδιοι τουλάχιστον διατείνονται και ειδικότερα ως προς το τελικό συμπέρασμα του ακυρωτικού Δικαστηρίου ότι : «πεπλανημένα εξέλαβαν (οι καθ΄ ων) ότι το ΕΜ υπερέχει έναντι όλων σε αρχαιότητα, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην μπορεί να εκτιμήσει το βαθμό στον οποίο η πλάνη επηρέασε την απόφαση τους».  Η Επιτροπή στη συνεδρία της πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, έκρινε ότι θα έπρεπε να αξιολογήσει τους έξι υποψηφίους που είχαν προσέλθει ενώπιον της για προφορική εξέταση κατά την αρχική διαδικασία πλήρωσης της θέσης και μετά να ασχοληθεί με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων «με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο».  Αφού έλαβε λοιπόν υπόψη της την γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης όπως επίσης και τα λοιπά στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των αιτήσεων και υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, καθώς και τη σύσταση του Διευθυντή στην οποία είχε προβεί κατά την αρχική εξέταση του θέματος στη συνεδρία της Επιτροπής με ημερομηνία 28.2.2008, έκρινε ότι το ΕΜ υπερείχε γενικά έναντι των άλλων υποψηφίων ως το πλέον κατάλληλο για τη θέση. 

 

          Με την αίτηση προβάλλονται τρεις ουσιαστικά λόγοι ακύρωσης:

(1)      Νομική και πραγματική πλάνη που εμφιλοχώρησε κατά τον χρόνο εξέτασης ως προς την ερμηνεία του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας σε σχέση με την πίστωση υπέρ του ΕΜ της κατοχής του πλεονεκτήματος.

(2)      Νομική και πραγματική πλάνη: η ΕΔΥ υιοθέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία παραγνώριζε την υπεροχή του Αιτητή σε αρχαιότητα και την από μέρους του κατοχή του πλεονεκτήματος.

(3)      Αντισυνταγματικότητα του τροποποιητικού άρθρου 34 Α(3) του Ν. 96(Ι)/2006, κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.

 

          Κατά τη λήψη της απόφασης οι Καθ΄ ων η Αίτηση συγκρίνοντας τα δύο μέρη σημείωναν ότι σε ότι αφορά την αρχαιότητα ο επιλεγείς υστερεί του Αιτητή κατά 18 περίπου μήνες στην παρούσα θέση, ωστόσο έκρινε ότι το στοιχείο της αρχαιότητας από μόνο του δεν μπορούσε να ανατρέψει τη γενική υπεροχή του επιλεγέντος, ο οποίος είχε αξιολογηθεί σε υψηλότερο επίπεδο τόσο στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, διαθέτει όπως και ο Αιτητής το πλεονέκτημα, δεν υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων και επιπλέον είχε υπέρ του και τη σύσταση του Διευθυντή. 

 

Εδώ υπεισέρχεται το παράπονο του Αιτητή για ουσιώδη πλάνη της ΕΔΥ περί τα πράγματα και το Νόμο ως προς την ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας και την πίστωση του πλεονεκτήματος στο ΕΜ ενώ κατείχε μόνο ένα τίτλο σπουδών σε αντίθεση με τον Αιτητή.  Το Σχέδιο Υπηρεσίας για την πλήρωση της επίδικης θέσης καθορίζει ως απαιτούμενα προσόντα τα ακόλουθα:

 

(1)  Πανεπιστημιακόν δίπλωμα ή τίτλος εις την Πολιτικήν Μηχανικήν.  Εγγεγραμμένος Πολιτικός Μηχανικός συμφώνως προς τα προνοίας του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμων.

(Σημ.: Ο όρος «πανεπιστημιακόν δίπλωμα ή τίτλος» καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο).

(2)  ……………………………………………………….

(3)  ………………………………………………………

(4)  ………………………………………………………

(5)  Μεταπτυχιακόν προσόν εις θέματα σχετιζόμενα με τας δραστηριότητας του Τμήματος θα αποτελεί πλεονέκτημα.»

 

Η ΕΔΥ κατά πλάνη περί την ορθή ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας θεώρησε ότι ο τίτλος του ΕΜ, ΜSc in Engineering, που κάλυπτε το απαραίτητο προσόν του Σχεδίου Υπηρεσίας, § 3(1) κάλυπτε και την πρόνοια της § 3(5) για μεταπτυχιακό δίπλωμα ως επιπρόσθετο προσόν.  Το ΕΜ κατέχει μόνο MSc in Engineering το οποίο αποκτήθηκε μετά από πενταετή (5) τίτλο σπουδών στη Μόσχα, πράγμα που δεν αμφισβητείται, και είχε πετύχει αναγνώριση του τίτλου από το ΚΥΣΑΤΣ ως μεταπτυχιακό επιπέδου «Master».  Η ΕΔΥ του πίστωσε το πλεονέκτημα χρησιμοποιώντας τον ίδιο τίτλο για δύο διαφορετικές πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας, θεωρώντας κατά πλάνη ότι αυτός κατείχε το πλεονέκτημα όπως οι υπόλοιποι υποψήφιοι.

 

Στην Αρ. 776/2001 Χρίστος Διογένους ν. Δημοκρατίας, ημερ. 14.7.2003, το πρωτόδικο Δικαστήριο, το σκεπτικό του οποίου επικυρώθηκε και υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βάσος Κοσμάς ν. Χρίστος Διογένους και Δημοκρατίας, Α.Ε. 3686, ημερ. 3.3.2006), εξετάζοντας το ζήτημα παρέθεσε και τα εξής:

 

«Το Συμβούλιο Προσλήψεων φαίνεται ότι θεώρησε λανθασμένα ότι το πιο πάνω προσόν πληρούσε τις προϋποθέσεις που τέθηκαν.  Σε αντίθεση βέβαια με τη νομολογία η οποία καθόρισε τη διάκριση, προσδίδοντας την ακόλουθη ερμηνεία στον όρο «μεταπτυχιακό προσόν»:

 

«Έχουμε τη γνώμη πως η ερμηνεία που υιοθέτησε η Ε.Δ.Υ. δεν ήταν επιτρεπτή στο δικαιοδοτικό της πλαίσιο να ερμηνεύει τα σχέδια υπηρεσίας.  Η έννοια ‘μεταπτυχιακό προσόν‘, που θεωρείται ως πλεονέκτημα, υποδηλώνει μεν προσόν που αποκτάται μετά από το πανεπιστημιακό δίπλωμα, αλλά ταυτόχρονα αποδίδει σ΄ αυτό και ποιοτικό περιεχόμενο.  Πρέπει να είναι δηλαδή εκπαιδευτικά ανώτερο του πρώτου κύκλου πανεπιστημιακών σπουδών.» (βλ. Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414, 420).

 

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι το Συμβούλιο Προσλήψεων ενήργησε υπό καθεστώς πλάνης αφού θεώρησε ότι ο αιτητής, ο οποίος σπούδασε μεταξύ των ετών 1981-1987 στη Σλοβακία (Slovak Technical University) κατείχε τόσο το βασικό πανεπιστημιακό προσόν όσο και το μεταπτυχιακό δίπλωμα.  Όμως ο μοναδικός τίτλος που απέκτησε ως κατάληξη των πιο πάνω σπουδών του δεν μπορούσε να επενεργήσει προς όφελός του δύο φορές. (βλ. επίσης Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1990) 3 Α.Α.Δ. 1426, 1431 και Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376, 390).  Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η έρευνα του Συμβουλίου Προσλήψεων προς την κατεύθυνση της διαπίστωσης της εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους κατοχής του απαιτούμενου προσόντος ήταν ανεπαρκής και το συμπέρασμα για την πλήρωση των απαιτούμενων στο σχέδιο υπηρεσίας προϋποθέσεων σε σχέση με τους ακαδημαϊκούς τίτλους, προϊόν πλάνης περί τα πράγματα.»

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραδεκτά και τα λοιπά στοιχεία όπως προκύπτουν από το φάκελο των διαδίκων προκύπτει, σε συνδυασμό με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η ΕΔΥ λανθασμένα ερμήνευσε το Σχέδιο Υπηρεσίας και έλαβε πεπλανημένα υπόψη της κατά τη διαμόρφωση της τελικής της κρίσης ότι το ΕΜ ήταν και κάτοχος του πλεονεκτήματος (Παπαϊωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713). 

 

Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.  Η πλάνη που εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είναι κατά την κρίση μου ουσιώδης κατά τρόπο που το Δικαστήριο και σ΄ αυτή την περίπτωση να μην είναι σε θέση να εκτιμήσει σε ποιο βαθμό η πλάνη επηρέασε την απόφαση των Καθ΄ ων.

Ως προς την αντισυνταγματικότητα του τροποποιητικού άρθρου 34 Α (3) του Νόμου κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών είναι η κατάληξη μου ότι ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.  Ο Αιτητής δεν νομιμοποιείται να προβάλλει το θέμα συνταγματικότητας της ακολουθητέας και εφαρμοζόμενης νομοθεσίας κατά τη διαδικασία προαγωγής στην οποία ο ίδιος ο Αιτητής συμμετείσχε χωρίς προηγουμένως να προβάλει οποιαδήποτε ένσταση ή να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της.  Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Εν όψει της επιτυχίας του πρώτου λόγου ακύρωσης δεν απαιτείται, κρίνω, η εξέταση του τρίτου λόγου ακύρωσης.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. 

 

Επιδικάζονται €1.500 έξοδα υπέρ του Αιτητή πλέον ΦΠΑ.

 

                                                            Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

/ΦΚ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο