NASHAT MONER LOFTY MATRY ν. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 5848/2013, 7/11/2013

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 5848/2013

 

 

7 Nοεμβρίου, 2013

 

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

NASHAT MONER LOFTY MATRY

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.  ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ

    ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

2.  ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση

 

…………………..

Αίτηση ημερ. 8/8/13 για προσωρινό διάταγμα

Νικ. Χαραλαμπίδου, για τον αιτητή

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

……………………

 

 

 

 

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ:   Ο αιτητής ο οποίος κατάγεται από την Αίγυπτο καταχώρησε την 6/8/13 την προσφυγή με τον άνω αριθμό και τίτλο και με την οποία αξιοί την ακύρωση απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 30/7/13 με την οποία διατάσσετο η κράτηση και απέλαση του.

 

Παράλληλα την ίδια ημέρα καταχώρησε την υπό εξέταση μονομερή αίτηση με την οποία αξιοί:

(Α)  Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλεται η εκτέλεση του διατάγματος των Καθ’ ων η Αίτηση το οποίο εκδόθηκε στις 30/07/2013, και με το οποίο διατάσσεται η απέλαση του Αιτητή από την Κύπρο στην Αίγυπτο, μέχρι τελικής εκδίκασης της κυρίως αίτησης και /ή νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

 

(Β)  Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλεται το διάταγμα των Καθ’ ων η Αίτηση το οποίο εκδόθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση στις 30/07/13 και με το οποίο διατάσσεται η κράτηση του Αιτητή για σκοπούς απέλασης του στην Αίγυπτο, μέχρι τελικής εκδικάσεως της κυρίως αίτησης και/ή νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

 

(Γ) Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να εμποδίζονται οι Καθ’ ων η Αίτηση να λάβουν οποιαδήποτε νέα μέτρα και/ή διαδικασίες για την απέλαση και/ή κράτηση του Αιτητή από την Κύπρο μέχρι τελικής εκδικάσεως της κυρίως αίτησης.

 

Το Δικαστήριο, με άλλη σύνθεση, έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι εξέτασης της επί μονομερούς βάσης και διέταξε την επίδοση της.  Στις 14/8/13 το Δικαστήριο με άλλη σύνθεση, αφού άκουσε τους συνηγόρους αμφοτέρων των διαδίκων και ιδιαίτερα την πληροφόρηση περί αναστολής του διατάγματος απέλασης διέταξε όπως ο αιτητής αφεθεί ελεύθερος υπό τους όρους:

 

1.  Ο αιτητής να υπογράψει εγγύηση €10.000.- με ένα εγγυητή ενώπιον του αρμόδιου Πρωτοκολλητή.

 

2.  Να παραδώσει το διαβατήριο του, αν έχει, και οποιοδήποτε άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο, αν έχει.

 

3.  Να τεθεί στον κατάλογο των απαγορευμένων για έξοδο προσώπων (stop list), και

 

4.  Να εμφανίζεται σε Αστυνομικό Σταθμό της επιλογής του τρεις φορές την εβδομάδα, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, μεταξύ των ωρών 5.00 και 7.00 το απόγευμα.  Ο σταθμός της επιλογής του να δηλωθεί στο Πρωτοκολλητείο με τη σύνταξη του παρόντος διατάγματος.

 

Περαιτέρω δόθησαν οδηγίες για καταχώρηση ένστασης.  Αφού αναβλήθηκε ακόμη δυο φορές, με αίτημα του αιτητή, για να εξετάσει θέμα καταχώρησης εκ μέρους του, αίτησης τροποποίησης των όρων που έθεσε το δικαστήριο την 14/8/13 για να αφεθεί ελεύθερος, τελικά η υπό εξέταση αίτηση ορίστηκε και προχώρησε γι’ ακρόαση την 16/10/13.

 

Το ιστορικό του αιτητή στην Κυπριακή Δημοκρατία φαίνεται, σύμφωνα με την ένσταση,  να είναι μακρύ και κάθε άλλο παρά απλό θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί.  Σε πολύ γενικές γραμμές αυτό είναι:

Ο αιτητής αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία την 8/9/91.  Του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι την 22/9/91.  Αναχώρησε, με τα από 17 μήνες παράνομης παραμονής, την 21/3/93 για τη χώρα του.  Αφίχθηκε εκ νέου στη Δημοκρατία την 29/7/93 παράνομα αφού διαφοροποίησε τα στοιχεία στο διαβατήριο του αλλάζοντας το όνομα του σε Nashat Monir Lofty.  Στις 25/9/93 τέλεσε θρησκευτικό γάμο με Κύπρια και κατόπιν αιτήματος του, τού παραχωρήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας ως σύζυγος Κύπριας υπηκόου μέχρι την 30/12/94 και η οποία του ανανεώνετο μέχρι την 23/8/02.  Στις 23/5/99 και 10/4/00 καταδικάστηκε σε πρόστιμο για επίθεση εναντίον αστυνομικού και κλεπταποδοχή αντίστοιχα.  Στις 19/2/02 ενεγράφη ως Κύπριος πολίτης δυνάμει του άρθρου 110(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, λόγω του γάμου του με ελληνοκύπρια.

 

Την 17/11/03 ο γάμος του με την ελληνοκύπρια λύθηκε με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.  Την 16/9/05 στην Αίγυπτο τέλεσε πολιτικό γάμο με ομοεθνή του ενώ προηγουμένως στις 11/8/05 ζήτησε από την πρεσβεία της Δημοκρατίας στο Κάϊρο, όπως παραχωρηθεί θεώρηση εισόδου στην αλλοδαπή σύζυγο του, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε καθ’ ότι υπέβαλε ψευδή στοιχεία.  Επίσης από έρευνα που έγινε, διαπιστώθηκε ότι αυτός πέτυχε να εγγραφεί ως Κύπριος πολίτης την 19/2/02, αποκρύπτοντας ότι η έγγαμη συμβίωση του με την ελληνοκύπρια σύζυγο του δεν ήταν αρμονική και ότι αυτός εγκατέλειψε τη συζυγική οικία του την 1/2/01.  Το Υπουργικό Συμβούλιο στις 14/10/06 με διάταγμα του αποστέρησε από τον αιτητή την ιδιότητα του ως πολίτη της Δημοκρατίας βάσει του άρθρου 113(3) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων του 2002-2013.  Ακολούθησε ένσταση του αιτητή και διορίστηκε Επιτροπή Έρευνας από το Υπουργικό Συμβούλιο.  Η έκθεση της Επιτροπής ετοιμάστηκε και παραδόθηκε στον Υπουργό Εσωτερικών ο οποίος ενημέρωσε σχετικά το Υπουργικό.  Την 18/7/07 το Υπουργικό Συμβούλιο επιβεβαίωσε την στέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τον αιτητή και ακολούθησε την 8/10/07 το σχετικό διάταγμα.  Ο αιτητής εναντίον της άνω στέρησης καταχώρησε την υπ’ αριθμό 536/08 προσφυγή η οποία απορρίφθηκε στις 20/9/11.  Εκκρεμεί έφεση του.  Την 16/6/12 συνελήφθη από την αστυνομία καθ’ ότι παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα.  Στις 17/6/12 εξεδόθησαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης του και στις 26/6/12 απελάθη στη χώρα του.  Εν συνεχεία αυτός σε άγνωστο χρόνο και σε άγνωστο σημείο αφίχθη στη Δημοκρατία παράνομα.  Στις 10/2/13 κατά τον έλεγχο οχήματος όπου αυτός ήταν συνεπιβάτης και κατόπιν καταδίωξης του, καθ’ ότι προσπάθησε να διαφύγει, συνελήφθη και διαπιστώθηκε ότι διαμένει στη  Δημοκρατία παράνομα.  Στις 11/2/13 εξεδόθησαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία του επιδόθηκαν την 22/2/13, πλην όμως αυτός αρνήθηκε να τα παραλάβει και υπογράψει.  Στις 19/6/13 ο Υπουργός Εσωτερικων ενέκρινε παράταση της κράτησης του αιτητή γι’ ακόμη 6 μήνες λόγω του ότι δεν κατέστη δυνατή η απέλαση του λόγω άρνησης του να παρουσιάσει το διαβατήριο του ή μεταβει στην πρεσβεία της Αιγύπτου για έκδοση νέου.  Τον Ιούλιο 2013 ο αιτητής υπέβαλε την υπ’ αρ. 139/13 αίτηση για habeas corpus, το οποίο εξεδόθη την 30/7/13.  Ακολούθως την ίδια ημέρα η Διευθύντρια του Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, κατόπιν επανεξέτασης, έδωσε οδηγίες γι’ έκδοση νέων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του ενόψει του ότι αυτός είναι απαγορευμένος μετανάστης και δεν έχει, ως αποτέλεσμα, δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία.  Τα διατάγματος εξεδόθησαν την ίδια ημέρα και γνωστοποιήθηκαν στον αιτητή με επιστολή της ίδιας ημέρας την οποία παρέλαβε αλλά αρνήθηκε να υπογράψει.  Μετά την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής και υπό εξέταση αίτηση και αφού επισημάνθηκε ότι στην ένορκη δήλωση της αίτησης γι’ υποστήριξη της προβάλλεται φόβος δίωξης του στην Αίγυπτο, η Διευθύντρια ως άνω ανέστειλε την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης την 12/8/13 και ζήτησε τις θέσεις της Υπηρεσίας Ασύλου σε σχέση με τον ισχυρισμό του.

 

Με δήλωση της ενώπιον του Δικαστηρίου η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση κοινοποίησε ότι η αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης δεν υφίσταται πλέον διότι οι ισχυρισμοί του αιτητή για δίωξη του στην Αίγυπτο δεν τεκμηριώθηκαν.  Για το λόγο αυτό απέσυρε και την προδικαστική ένσταση που προβάλλεται στην ένσταση των καθ’ ων η αίτηση, ότι δηλαδή δεν υπήρχε οτιδήποτε για ν’ ανασταλεί.  Στα πιο πάνω θα πρέπει να προστεθεί ότι σύμφωνα με τον αιτητή αυτός εναντίον της στέρησης της ιδιότητας του ως πολίτη της Δημοκρατίας καταχώρησε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την αίτηση υπ’ αρ. 37139/13 η οποία εκκρεμεί.

 

Το αίτημα του αιτητή ως διαφαίνεται από την αίτηση και ένορκη δήλωση του, στηρίζεται στ’ ακόλουθα σημεία:

(α)  Συνελήφθη την 30/7/13 σε αίθουσα δικαστηρίου μετά την έκδοση εντάλματος habeas corpus στην υπ’ αρ. 139/13 αίτησης του και με το οποίο διατάσσετο η άμεση απελευθέρωση του.  (παραγρ. 17, 18, 24).

 

(β)  Κατά παράβαση των προνοιών της Οδηγίας 2008/115/ΕΔ, άρθρα 5, 6, 7, 8, 9, 12, 13, 15 και του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, άρθρα 180Ζ, 180Η, 180Θ, 18 Π, 18ΠΑ, 18ΠΔ, 18ΠΕ, 18ΠΣτ, ουδέποτε ειδοποιήθηκε να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία, ουδέποτε ειδοποιήθηκε ότι θεωρείται παράνομος παραμένοντας υπήκοος τρίτης χώρας, ενώ αίτημα του που έγινε το 2008 για παραχώρηση άδειας μετανάστευσης εξακολουθεί να εκκρεμεί.  Ουδέποτε τερματίστηκε η εδώ παραμονή του ώστε να θεωρείται ως παρανόμως παραμένοντας υπήκοος τρίτης χώρας και ουδέποτε του εξηγήθηκαν οι νομικοί και πραγματικοί λόγοι απέλασης του, όπως απαιτείται από το Νόμο (παραγρ. 19).

 

(γ)  Ουδέποτε του δόθηκε προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης από την Κύπρο και μετατροπή του από Κύπριο υπήκοο σε παρανόμως παραμένοντα υπήκοο τρίτης χώρας χωρίς αποπεράτωση των ένδικων μέσων που ασκούσε (παραγρ. 20).

 

(δ)  Παραβίαση του δικαιώματος του στην ιδιωτική ζωή κατά παράβαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθ’ ότι μετά από 22 χρόνια διαμονής του στην Κύπρο τον συνέλαβαν και τον απελαύνουν (παραγρ. 21).

 

(ε)  Ως Χριστιανός Αιγύπτιος που είναι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστεί σοβαρές παραβιάσεις των δικαιωμάτων του από ομάδες μουσουλμάνων.  Οι Αιγυπτιακές Αρχές δεν είναι πρόθυμες ή αδυνατούν να τον προστατεύσουν, ενώ παράλληλα δεν έγινε έρευνα κατά πόσο είναι ασφαλές υπό τις παρούσες συνθήκες να απελαθεί στην Αίγυπτο (παραγρ. 22).

 

(στ)  Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ και άρθρου 18ΠΣΤ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.  Κανένα μέτρο λιγότερο περιοριστικό τα ελευθερίας του δεν επιβλήθηκε προηγουμένως για σκοπούς προετοιμασίας της απέλασης του, δεν υφίσταται κίνδυνος διαφυγής του και ούτε προσπάθησε να εμποδίσει την απέλαση του πέραν της άσκησης των δικαιωμάτων του.  (παραγρ. 23)

 

(ζ)  Η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση της κυρίως αίτησης επιβάλλεται και από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με το αποτελεσματικό ένδικο μέσο, το άρθρο 13 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ και άρθρα 3, 5, 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (παραγρ. 25).

 

Το ένδικο μέσο υπό εξέταση, το οποίο ο αιτητής επέλεξε για να προωθήσει τα αιτήματα του, ρυθμίζεται από τις πρόνοιες του Κ13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.

 

Οι αρχές που διέπουν την εξέταση προσωρινού διατάγματος στον τομέα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας έχουν κατ’ επανάληψη εξηγηθεί σε αποφάσεις της Ολομέλειας μεταξύ των οποίων είναι η Moyo & Another v. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203, όπου λέχθηκαν τ’ ακόλουθα:

 

« Σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές η έκδοση προσωρινού διατάγματος στο πεδίο δικαιοδοσίας που πραγματευόμεθα αποτελεί εξαιρετικό μέτρο το οποίο δεν προβλέπεται άμεσα από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.  Εξυπακούεται από τη φύση της δικαιοδοσίας που παρέχεται ως εξουσία συμφυής προς το αντικείμενο της διαδικασίας προς διασφάλιση κατά πρώτο λόγο της νομιμότητας, που αποτελεί το κριτήριο που θέτει το ίδιο το Άρθρο 146 για τη θεώρηση του επίδικου θέματος της προσφυγής.  Παρέχεται εξουσία αναστολής εφόσον η πράξη ή απόφαση καταφαίνεται ως έκδηλα παράνομη.  Κατά δεύτερο λόγο μπορεί να ανασταλεί η απόφαση προς διαφύλαξη της δραστικότητας της δικαιοδοσίας οποτεδήποτε καταφαίνεται ότι η εφαρμογή της απόφασης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στον αιτητή δηλαδή ζημιά η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί σε περίπτωση που η πράξη κριθεί ακυρωτέα.

 

Η άσκηση δικαιοδοσίας για την παροχή προσωρινής θεραπείας στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας θεσμοποιείται από τον Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.»

 

Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Ltd. (2007) 3 ΑΑΔ 32, 36 λέχθηκαν:

 

«Η έννοια της έκδηλης παρανομίας έχει επίσης πάγια νομολογηθεί και υπενθυμίζουμε την απόφαση της Ολομέλειας στη Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 234.  Θα πρέπει η παρανομία, αν δεν αναδύεται αυτόματα, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης.»

 

Όσον αφορά τον δεύτερο παράγοντα επί του οποίου δύναται να εδραιωθεί αίτημα της φύσεως υπό εξέταση και που είναι η πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς από τη μη έκδοση του διατάγματος, η πλούσια νομολογία υπαγορεύει ότι απαιτείται από τον αιτητή η απόδειξη σοβαρής πιθανότητας ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.  Η αναγκαία μαρτυρία προς τούτο θα πρέπει να εισηγείται και να αποδεικνύει ότι η ζημιά που θα υποστεί ο αιτητής δεν μπορεί να τύχει αποκατάστασης με τις θεραπείες που θα χορηγηθούν με την επιτυχία της προσφυγής του ή ακόμη με άλλο τρόπο.  Η πρόκληση χρηματικής ζημιάς είναι κατά κανόνα μη υπολογίσιμος παράγοντας εκτός εάν η αποτίμηση και επανόρθωση της είναι αδύνατος.  Επίσης όπου η έκδοση προσωρινού διατάγματος μετά βεβαιότητας θα δημιουργήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στο έργο της διοίκησης, το δικαστήριο δύναται να αρνηθεί την έκδοση του (βλ.  Μαρκουλίδου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 3413).

 

Προσεκτική εξέταση των όσων ισχυρίζονται οι δυο πλευρές παρουσιάζει μια κατάσταση όπου ο αιτητής στην ένορκη δήλωση του αποκρύπτει εντελώς την απέλαση του από την Κυπριακή Δημοκρατία στην Αίγυπτο την 26/6/12 και ότι αυτός επανήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία παράνομα σε άγνωστο χρόνο από άγνωστο μέρος.  Όπως προκύπτει από τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν, τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του ήταν το αποτέλεσμα της κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του άρθρου 6(1)(θ)(λ)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, σύμφωνα με το οποίο είναι «απαγορευμένος μετανάστης» και «δεν επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:

 

«(θ)  οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο απελάθηκε από τη Δημοκρατία είτε βάσει του Νόμου αυτού ή είτε βάσει οποιουδήποτε νομοθετήματος σε ισχύ κατά την ημερομηνία της απέλασης του,

………………………………………………………………………………..

 

(κ)  οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο Νόμο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών αυτών,

 

(λ) οποιοδήποτε αλλοδαπό ο οποίος, αν επιθυμεί να εισέλθει στη Δημοκρατία ως μετανάστης, δεν έχει στην κατοχή του επιπρόσθετα από διαβατήριο που φέρει Βρεττανική Προξενική θεώρηση για τη Δημοκρατία άδεια μετανάστευσης που χορηγείται από τον Διευθυντή σύμφωνα με οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου αυτού.

 

………………………………………………………………………………»

 

Η κήρυξη του αιτητή ως παράνομου μετανάστη είχε ως αποτέλεσμα την αυτόματη αποστέρηση απ’ αυτόν του δικαιώματος παραμονής στη Δημοκρατία.  Η Δημοκρατία σύμφωνα με την πάγια νομολογία διατηρεί ανά πάσα στιγμή το κυριαρχικό της δικαίωμα να δέχεται στο έδαφος της ξένους υπηκόους τρίτης χώρας για όσο διάστημα κρίνει αναγκαίο.  Περαιτέρω αποτέλεσμα της κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη ήταν ότι ο κίνδυνος διαφυγής του ήταν άμεσα υπαρκτός.  Σύμφωνα με το άρθρο 180Δ του Κεφ. 105 «κίνδυνος διαφυγής» σημαίνει την ύπαρξη, σε ατομική περίπτωση, μεταξύ άλλων λόγων και το λόγο «προηγούμενης απέλασης που οδηγεί στην εικασία ότι υπήκοος τρίτης χώρας υποκείμενης σε διαδικασία επιστροφής μπορεί να διαφύγει.

 

Από τα πιο πάνω δεν διαπιστώνεται «έκδηλη παρανομία» στην ενέργεια της Διευθύντριας να προχωρήσει στην έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητή ημερ. 30/7/13.

 

Όσον αφορά τις αιτιάσεις του αιτητή ότι δεν ειδοποιήθηκε να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία ή ότι θεωρείται παρανόμως παραμένοντας υπήκοος τρίτης χώρας και ότι δεν του εξηγήθηκαν οι νομικοί και πραγματικοί λόγοι της απέλασης του, παρατηρώ ότι το άρθρο 14 του Κεφ. 105 και ο Καν. 19 της Κ.Δ.Π. 242/1972 επιβάλλουν όπως η πληροφόρηση του αλλοδαπού γίνεται μετά την έκδοση των προνοουμένων διαταγμάτων και επίδοση της ειδοποίησης περί του γεγονότος ότι είναι απαγορευμένος μετανάστης αντίστοιχα.  Στη δεύτερη περίπτωση δεν επιβάλλεται ως προαπαιτούμενο της έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασης η επίδοση της ειδοποίησης ότι ο αλλοδαπός κηρύχθηκε σε απαγορευμένο μετανάστη.

 

Θα πρέπει όμως να λεχθεί ότι λόγω προβολής από τους διάδικους αντιφατικών ισχυρισμών η περαιτέρω εξέταση του θέματος δεν είναι επιθυμητή.  (Βλ. Κρουίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857). 

 

Στην απόφαση της Ολομέλειας στην Τούμπας ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 189/12, 195/12, 176/12, ημερ. 6/6/13, τονίστηκε γι’ ακόμη μια φορά ότι:

 

«Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, παρανομία για να θεωρηθεί έκδηλη θα πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη, με άλλα λόγια, χειροπιαστή παρανομία που να αναγνωρίζεται από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης.  (ΒλMoyo (πιο πάνω), Frangos and Others v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 53, Economides v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 837, Kροκίδου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω).  Με τον όρο υποδηλώνεται η περίπτωση που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων.»

 

 

 Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι οι υποθέσεις Unal C 136/03 του ΔΕΕ ημερ. 2/6/05 και Hassan El Dridi C-61/11PPU ημερ. 28/4/11 που αναφέρθησαν από τη δικηγόρο του αιτητή, δεν βοηθούν την υπόθεση του τελευταίου.  Η πρώτη αφορούσε την Οδηγία 64/211/ΕΟΚ που σύμφωνα με το άρθρο 2 αφορά «υπηκόους κράτους μέλους, οι οποίοι διαμένουν ή μεταβαίνουν σε άλλο κράτος-μέλος της Κοινότητας….» ενώ στη δεύτερη το Δικαστήριο απεφάνθη ότι:

 

«Η οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, και ειδικότερα τα άρθρα 15 και 16 αυτής, έχει την έννοια ότι απαγορεύει νομοθεσία κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει την επιβολή ποινής φυλακίσεως σε παρανόμως διαμένοντα υπήκοο τρίτου κράτους για τον μοναδικό λόγο ότι αυτός, κατά παράβαση διαταγής εγκαταλείψεως του εδάφους του κράτους αυτού εντός ορισμένης προθεσμίας, παραμένει εντός του εν λόγω εδάφους χωρίς να συντρέχει δικαιολογητικός λόγος.»

 

Η παρούσα υπόθεση ασφαλώς δεν εντάσσεται στα πιο πάνω.

 

Όλοι οι υπόλοιποι λόγοι που επικαλείται ο αιτητής προκειμένου να υποστηρίξουν τη θέση του για έκδηλη παρανομία των επίδικων διαταγμάτων είναι διαπίστωση μου ότι ουδόλως οδηγούν στο αποτέλεσμα αυτό.  Οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί από τον αιτητή αφορούν είτε νομικά θέματα που άπτονται της ουσίας της διαφοράς ή δεν γίνονται αποδεκτοί από τους καθ’ ων η αίτηση οπότε θα πρέπει ν’ αποδειχθούν στα πλαίσια της προσφυγής.  Το βέβαιο είναι ότι δεν προσφέρονται για σκοπούς επίλυσης στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.  Αν χρειάζεται κάτι να λεχθεί είναι ότι το Άρθρο 146 του Συντάγματος προσφέρει στον αιτητή το ένδικο μέσο της προσφυγής με τη δυνατότητα ταυτόχρονης καταχώρησης μονομερούς αίτησης για ταχεία διάγνωση των τυχόν δικαιωμάτων του.  Βέβαια η καταχώρηση προσφυγής δεν έχει αυτόματα ανασταλτικό χαρακτήρα, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την καταδίκη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ατομική προσφυγή In the case of M.A. v. Cyprus, Appl. No. 41372 ημερ. 23/7/13, πλην όμως λέχθηκε στην απόφαση του ΕΔΑΔ ότι η αποτελεσματικότητα της θεραπείας με αυτόματο ανασταλτικό χαρακτήρα της απέλασης συναρτάται με περιπτώσεις που ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η τυχόν απέλαση του θα τον εκθέσει σε πραγματικό κίνδυνο μεταχείρισης κατά παράβαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης.  Ο αιτητής, στην ένορκη δήλωση του, προβάλλει στην παραγρ. 22, ισχυρισμούς για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε τυχόν απέλαση του στην Αίγυπτο λόγω πολιτικών και διαθρησκευτικών ταραχών και συγκρούσεων που πλήττουν ιδιαίτερα τους Χριστιανούς Αιγύπτιους, ένας των οποίων είναι και ο ίδιος.  Είναι πραγματικά άξιο απορίας το γεγονός ότι ενώ ο αιτητής βρίσκεται στην Κύπρο, τουλάχιστον από 10/2/13, ότε συνελήφθη από την αστυνομία, δεν υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο, εάν πράγματι ήταν γνήσιοι οι ισχυρισμοί του, αλλά υπέβαλε αυτούς 6 μήνες αργότερα, την 8/8/13, όταν υπέβαλε την παρούσα αίτηση.  Η έγκαιρη υποβολή της αίτησης για πολιτικό άσυλο θα είχε ως αποτέλεσμα την εμπεριστατωμένη εξέταση των ισχυρισμών του από την αρμόδια αρχή, ώστε σήμερα το Δικαστήριο να έχει πλήρη εικόνα της κατάστασης.  Ο αιτητής δεν το έπραξε και οι ισχυρισμοί του παραμένουν μετέωροι, χωρίς καμιά αξία.  Να σημειωθεί ότι η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας δήλωσε ότι οι ισχυρισμοί του εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν ως μη βάσιμοι.

 

Όσον αφορά τη γρήγορη διάγνωση των δικαιωμάτων του αιτητή παρατηρώ ότι στα πλαίσια της παρούσας αίτησης αυτό έγινε.  Η αίτηση του καταχωρήθηκε στις 8/8/13 και στις 14/8/13 το Δικαστήριο διέταξε την αναστολή της κράτησης του υπό όρους τους οποίους όμως αυτός δεν μπόρεσε να εκπληρώσει.  Οι αναβολές που ακολούθησαν ήταν κατόπιν αιτήματος του για υποβολή αίτησης για τροποποίηση των όρων του διατάγματος του Δικαστηρίου ημερ. 14/8/13.

 

Επίσης δεν προωθήθηκε επαρκώς και δεν ικανοποιήθηκα ότι η απόρριψη της αίτησης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στον αιτητή.  Η κράτηση του και οι συνεπαγόμενες επιπτώσεις από την στέρηση της ελευθερίας του δεν στοιχειοθετούν αφ’ εαυτών ανεπανόρθωτη ζημιά όπως αποφασίστηκε στην Μoyo and another (ανω).  Επίσης η μη παρουσία του για σκοπούς προώθησης της υπόθεσης του δεν θεωρείται ως ανεπανόρθωτη ζημιά.  Αυτός εκπροσωπείται από δικηγόρο και σε περίπτωση επιτυχίας των διαβημάτων του έχει τη δυνατότητα να επανέλθει.  Υπενθυμίζεται ότι σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, ήτοι παράνομης διαμονής στη Δημοκρατία, δεν υπάρχει συνταγματικό δικαίωμα φυσικής παρουσίας κατά τη δίκη του παρανόμως διαμένοντα.  (Βλ. Moyo and another (άνω). 

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται με €700 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.  Να καταβληθούν όμως στο τέλος της υπόθεσης.

 

                                                                                      Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

/ΚΑΣ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο