FLORIN ION ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 833/2012, 29/11/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 833/2012)

 

29 Νοεμβρίου 2013

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

FLORIN ION,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

 

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

               ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

3.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

4.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-----------------------------------

Χρ. Χριστοδουλίδης, για τον Αιτητή.

Μ. Λοΐζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

-------------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση αριθμού διαταγμάτων της διοίκησης που εξειδικεύονται σε εννέα επιδιωκόμενες δηλωτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου, αρχής γενομένης με δήλωση ότι η απόφαση ημερ. 24.4.2012 με τη οποία οι καθ΄ ων ακύρωσαν τη βεβαίωση εγγραφής του αιτητή ως πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι παράνομη και στερείται οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος. 

 

         Κατ΄ ακολουθίαν της πιο πάνω δήλωσης επιδιώκεται ταυτόχρονα η ακύρωση της απόφασης ότι απαγορεύεται η εκ νέου είσοδος του αιτητή στη Δημοκρατία για περίοδο δέκα ετών λόγω του ότι θεωρήθηκε επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια.  Επιδιώκεται επίσης ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων για κράτηση του από τις 25.4.2012 λόγω διάπραξης ποινικού αδικήματος στο οποίο καταδικάστηκε σε φυλάκιση τεσσάρων μηνών.  Συνακόλουθα και η απόφαση των καθ΄ ων να τεθεί υπό κράτηση δυνάμει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης είναι, κατά την εισήγηση, παρομοίως άκυρη ως ληφθείσα κατά παράβαση του άρθρου 29(3) του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007 και κατά παράβαση των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με το δικαίωμα διαμονής και ελεύθερης διακίνησης Ευρωπαίων πολιτών.  Κατά τον ίδιο τρόπο, η απόφαση ημερ. 24.4.2012 για απέλαση είναι παράνομη εκδοθείσα καταχρηστικώς εφόσον δεν κοινοποιήθηκε σ΄ αυτόν σε γλώσσα κατανοητή και σε σύγκρουση με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.  Τέλος, ο αιτητής θεωρεί ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης είναι άκυρα ως εκδοθέντα κατά κατάχρηση εξουσίας,  κατά παράβαση ουσιωδών τύπων, αλλά  και της Κ.Δ.Π. 242/72. 

 

         Στη βάση των διαφόρων αιτητικών ως ανωτέρω, οι καθ΄ ων εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι με την προσφυγή προσβάλλονται ξεχωριστές εκτελεστές πράξεις, γεγονός μη επιτρεπτό και ότι προσβαλλομένων διαφορετικών πράξεων μη συναφών μεταξύ τους, η προσφυγή θα πρέπει να θεωρηθεί ισχυρή μόνο αναφορικά με την πρώτη προτασσόμενη στο δικόγραφο ακυρωτική πράξη.  Ο αιτητής απαντά δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι η απόφαση που προσβάλλεται είναι η υπό ημερομηνία 24.4.2012, με την οποία ακυρώθηκε η βεβαίωση εγγραφής του, συνακόλουθα της οποίας εκδόθηκαν τα εντάλματα σύλληψης και απέλασης και το διάταγμα κράτησης του αιτητή στο μεταξύ.  

 

         Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι διά της αιτήσεως ακυρώσεως προσβάλλονται πέραν της μιας διοικητικής πράξης και συγκεκριμένα, από τη μια προσβάλλεται η υπό ημερομηνία 24.4.2012 ακύρωση της  βεβαίωσης εγγραφής και από την άλλη τα διατάγματα κράτησης απέλασης ίδιας ημερομηνίας, τα οποία όμως αποτελούν χωριστές διοικητικές πράξεις επιδεχόμενες αναθεώρηση από το Δικαστήριο δυνάμει χωριστών προσφυγών.  Όπως ορθά υποδεικνύει η δικηγόρος των καθ΄ ων οι δύο αποφάσεις λήφθηκαν από διαφορετικά διοικητικά όργανα, στη βάση διαφορετικών διαδικασιών, η μια δεν αποτελεί προϋπόθεση της άλλης και οι δύο πράξεις φέρουν διαφορετική αιτιολογία.  Όπως φανερώνεται από τον κατατεθέντα διοικητικό φάκελο, Τεκμ. «Α», η Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης με απόφαση της ημερ. 24.4.2012 (σχετικό είναι το ερυθρό 172), έκρινε τον αιτητή «ως ανεπιθύμητο μετανάστη με βάση την παράγραφο (δ) του άρθρου 6.1 του Κεφ. 105, λόγω της σοβαρότητας του/των αδικήματος/των για το οποίο/α καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης και ……….. η βεβαίωση εγγραφής ακυρώνεται.».

 

  Την ίδια ημέρα 24.4.2012, αλλά με διαφορετική πράξη εκδοθείσα από διαφορετικό διοικητικό όργανο και συγκεκριμένα από τον Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών,  εγκρίθηκε η απέλαση του αιτητή στη Ρουμανία (σχετικό είναι το ερυθρό 187).  Παράλληλα, με το ερυθρό 177, ο Γενικός Διευθυντής έκρινε ότι εφόσον ήταν απαγορευμένος μετανάστης, το δεδομένο αυτό σε συνδυασμό με τις ενέργειες του αιτητή  καταδείκνυαν ότι «….. αυτός συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκή σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας» και περαιτέρω, έχοντας υπόψη ότι δεν είχε κανένα δεσμό με τη Δημοκρατία «…. και ότι η οικογένεια του μένει στη Ρουμανία, η περίπτωση του εμπίπτει στην κατηγορία που καλύπτει και το άρθρο 35 του Ν. 7(Ι)/07».  Εξέδωσε λοιπόν εναντίον του αιτητή διατάγματα «απέλασης/κράτησης», με ταυτόχρονη απαγόρευση επαναεισόδου στη Δημοκρατία για 10 χρόνια.

 

         Σύμφωνα με τα λαμβανόμενα από τη σχετική νομολογία, υπάρχουν δύο κατηγορίες πράξεων που μπορούν να ταξινομηθούν ως συναφείς.  Όπως αναφέρεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959        σελ. 274:

 

       «Συγχωρείται η διά του αυτού δικογράφου προσβολή επί ακυρώσει πλειόνων της μιας πράξεων, οσάκις άπασαι αι προσβαλλόμεναι πράξεις είναι συναφείς διότι λ.χ. η μία πράξις αποτελεί προϋπόθεσιν της άλλης: 1821 (53), ή οσάκις διά του αυτού δικογράφου προσβάλλονται πλείονες πράξεις αίτινες αφορώσιν άπασαι τον αιτούντα, ερείδονται εις τας αυτάς διατάξεις του νόμου, φέρουσι ταυτόσημον αιτιολογίαν και εξεδόθησαν παρά του αυτού οργάνου και κατά την ιδίαν διοικητικήν διαδικασίαν:»

 

         Αυτό αναφέρεται και στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η Έκδ., Τόμος ΙΙ, σελ. 173, παρ. 546, σημείωση 7, όπου συναφείς κρίνονται οι αποφάσεις που αφορούν το ίδιο αντικείμενο και ταυτίζονται κατά το αιτιολογικό και το διατακτικό τους μέρος.  Στις αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας Batim Bokov v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 614 και Χαράλαμπος Κιτής κ.α. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 734, αναλύεται η θεωρία της συνάφειας με αναφορά και στην απόφαση Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, αναφέρεται δε ότι σε περίπτωση λανθασμένης συμπροσβολής ξεχωριστών και μη συναφών κατά τα άλλα διοικητικών πράξεων, το ορθό διαδικαστικό μέτρο είναι η έκδοση διαταγής για διαχωρισμό του δικογράφου, ώστε οι προσφυγές που θα προκύψουν ως εκ του διαχωρισμού να μην θεωρούνται εκπρόθεσμες.

 

         Εδώ, είναι φανερό ότι παρά τη φαινομενική σύνδεση των διαφόρων σταδίων της όλης διαδικασίας εναντίον του αιτητή, δεν υπάρχει πραγματική αλληλοδιαδοχή διότι η κρίση της Διευθύντριας για ακύρωση της εγγραφής δεν σήμαινε κατ΄ ανάγκη και την απέλαση του ή την απαγόρευση επαναεισόδου στη Δημοκρατία.  Άλλωστε, προσεκτική εξέταση των θεραπειών που ζητούνται με την προσφυγή, αποκαλύπτει ότι στην ουσία οι περισσότερες αποτελούν την αιτιολογία της ακύρωσης της συγκεκριμένης πράξης.

 

         Επί της ουσίας λοιπόν, εκείνη η πράξη που εδώ θα κριθεί  είναι η διοικητική απόφαση ακύρωσης της εγγραφής, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο αιτητής περιορίζει την προσφυγή του με την αγόρευση του.  Παραμένει όμως γεγονός ότι στα πλαίσια της υπό κρίση προσφυγής, ο αιτητής υπέβαλε και αίτηση για προσωρινό διάταγμα αναστολής των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης στην οποία καταχωρήθηκε ένσταση από τη Δημοκρατία.  Η αίτηση τελικά απερρίφθη λόγω μη εμφάνισης κατά τη δικάσιμο, αίτηση δε που έγινε για επαναφορά της,  τελικώς απεσύρθη.  Επομένως συμπλέκονται τα θέματα της κράτησης και απέλασης και θα εξεταστούν όπου είναι αναγκαίο κατωτέρω.  Να σημειωθεί ότι ο αιτητής έχει ήδη απελαθεί.

 

 Αποτελεί βέβαια παραδεκτό γεγονός ότι ο αιτητής καταδικάστηκε σε τετράμηνη φυλάκιση σε κατηγορίες πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, συμπλοκής και ανησυχίας.  Σύμφωνα με την έκθεση γεγονότων (Παράρτημα 5 στην ένσταση –  αναλυτικότερα είναι σχετικά τα ερυθρά 161-152 του διοικητικού φακέλου), ο αιτητής λογομάχησε με Ελληνοκύπριο σε χώρο στάθμευσης στο χωριό Ψευδά με αποτέλεσμα ο αιτητής να τον γρονθοκοπήσει σε σημείο αφαίρεσης τριών οδόντων.  Η σχετική νομοθεσία προβλέπει ότι η Διευθύντρια δικαιούται να κηρύξει αλλοδαπό ως απαγορευμένο μετανάστη λόγω ακριβώς της καταδίκης αυτού σε ποινικό αδίκημα.  Η ρητή αυτή πρόβλεψη επιβεβαιώνει το αναφαίρετο και ταυτόχρονα κυρίαρχο δικαίωμα της Δημοκρατίας να επιτρέπει ή να απαγορεύει την είσοδο ή παραμονή στην επικράτεια της οποιουδήποτε αλλοδαπού.  Πόσο μάλλον όταν αυτός εμπλέκεται σε έκνομες ενέργειες στη βάση των οποίων ακολουθεί καταδίκη και μάλιστα σε ποινή φυλάκισης, γεγονός που δείχνει τη σοβαρότητα της παράνομης συμπεριφοράς του ατόμου.

 

         Στα ίδια πλαίσια και το άρθρο 35 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, ως τροποποιήθηκε, δίδει την εξουσία  στην αρμοδία αρχή, η οποία κατά το ερμηνευτικό άρθρο 2, σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του, να εκδίδει διατάγματα απέλασης «…. ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή φυλάκισης …..».  Το άρθρο συγκαταλέγεται στο Μέρος VII του Νόμου που περιορίζει το δικαίωμα εισόδου και διαμονής για λόγους δημόσιας τάξης, ασφάλειας και υγείας.  Το άρθρο 35 τηρεί υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 29, 30 και 31, εκ των οποίων εφαρμογή εδώ έχει το άρθρο 29, που οριοθετεί τις γενικές αρχές.  Το ουσιαστικό εδάφιο εδώ είναι το εδάφιο 3(α) του άρθρου 29, που προνοεί ότι κάθε μέτρο που λαμβάνεται για σκοπούς δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία συμπεριφορά πρέπει να συνιστά ενεστώσα, πραγματική και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.

 

         Παρατηρείται  λοιπόν  ότι  και το Μέρος VII του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007 αποτελεί έκφραση της κυριαρχίας της Δημοκρατίας, ακόμη και για κοινοτικούς, και περιορίζει την είσοδο και την παραμονή τους εφόσον βέβαια συντρέχουν ορισμένες σαφείς προϋποθέσεις.  Η καταδίκη του αιτητή σε φυλάκιση δικαιολογούσε τη διοίκηση να τον θεωρήσει ως πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή.  Αναμφίβολα η κοινωνία έχει θεμελιώδες συμφέρον να υπάρχει και να εμπεδώνεται η φιλήσυχη και ειρηνική συνύπαρξη των κατοίκων της, και των διαμενόντων σ΄ αυτή. Ο αιτητής, σε δημόσιο χώρος και με αφορμή διαφορά του με τον Ελληνοκύπριο πωλητή του οχήματος του, διαπληκτίστηκε μαζί του σε βαθμό πρόσκλησης σ΄ αυτόν βαριάς σωματικής βλάβης. 

 

         Ο αιτητής εισηγείται ότι για μια και μοναδική υπόθεση ποινικής υφής επιβλήθηκε δυσανάλογο μέτρο, ενώ η νομολογία υποστηρίζει ότι οι προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ΄ εαυτών λόγο για τη λήψη του μέτρου της απέλασης.  Πρέπει αμέσως να υποδειχθεί ότι η φράση που απαντάται στο άρθρο 29(3)(β) περί προηγούμενων καταδικών δεν μπορεί εννοιολογικά να αφορά σε ενεστώς αδίκημα που διαπράττει ο αλλοδαπός μετά την είσοδο του στη Δημοκρατία και το οποίο ενδεχομένως από μόνο του να αποτελεί λόγο για απέλαση του.  Σαφώς το εδάφιο αυτό αφορά την άρνηση εισόδου ή τον περιορισμό στο δικαίωμα ελεύθερης εισόδου και διαμονής σε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη βάση προηγούμενων ποινικών καταδικών, εξ ου και κατά το εδάφιο (4), η αρμόδια αρχή προς διακρίβωση της ενδεχόμενης απειλής για τη δημόσια τάξη ή δημόσια ασφάλεια κατά την έκδοση δελτίου διαμονής, μπορεί να αποταθεί στις αρχές της χώρας καταγωγής του αλλοδαπού και να λάβει πληροφορίες ως προς το ποινικό μητρώο του.  Εάν αυτό είναι μεγάλο ή βεβαρυμένο, ενδεχομένως η αρμοδία αρχή να μην επιτρέψει καν την είσοδο ή να επιβάλει περιορισμούς, παρά το γεγονός ότι το εδάφιο (3) δεν καθιστά επιβεβλημένη τη λήψη τέτοιων μέτρων «αφ΄ εαυτών», λόγω προηγούμενων ποινικών καταδικών.

 

         Δεν ευσταθεί επομένως ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η καταδικαστική απόφαση στην υπόθεση υπ΄ αρ. 17551/2011 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας εμπίπτει στην έννοια των «προηγούμενων καταδικών» που αναφέρονται στο άρθρο 29(3)(β),  Είναι σαφές ότι το εν λόγω άρθρο αφορά στην προηγούμενη ποινική συμπεριφορά του αλλοδαπού.  Ούτε ισχύει το επιχείρημα του αιτητή ότι το άρθρο 6(1)(δ) του Κεφ. 105, πρέπει να διαβάζεται κατά τρόπο συνάδοντα με το άρθρο 29(3)(β).  Είναι πρόδηλο από το λεκτικό του άρθρου 6(1)(δ), ότι η κήρυξη προσώπου σε απαγορευμένο μετανάστη και η απαγόρευση εισόδου στη Δημοκρατία συναρτάται προς καταδίκη για ποινικό αδίκημα για το οποίο  έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης οποιασδήποτε χρονικής διάρκειας.  Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με τον αιτητή ότι εφαρμόζεται εδώ η υπόθεση Πολύκαρπος Μπερίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 267/2008, ημερ. 11.8.2009.  Τα γεγονότα εκεί ήταν διαφορετικά, υπήρξε έλλειψης  δέουσας  έρευνας,  αλλά  και επίκληση και του εδαφίου (θ) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105.  Πρέπει πρόσθετα να λεχθεί ότι ο εναρμονιστικός Νόμος αρ. 7(Ι)/2007, δεν διαφοροποιεί την εμβέλεια του άρθρου 6(1)(δ), ενώ έχει εξηγηθεί ανωτέρω η έννοια του άρθρου 29(3)(β).

 

         Περαιτέρω, ούτε ο ισχυρισμός του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας περί των γεγονότων ευσταθεί.  Η καταδίκη του αιτητή σε τετράμηνη φυλάκιση σαφώς και αποτελούσε ένα αναντίλεκτο γεγονός το οποίο ευλόγως οδήγησε τη Δημοκρατία στην ακύρωση του δελτίου διαμονής.  Η καταδίκη, αιτιολογούσε απόλυτα την αρμόδια αρχή να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια κατά τον τρόπο που την άσκησε.  Η ακύρωση της εγγραφής έγινε στη βάση του γεγονότος της καταδίκης δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ) και της θεώρησης του αιτητή, και ευλόγως, από τη Διευθύντρια ως ανεπιθύμητου μετανάστη.

 

         Στην πρόσφατη απόφαση Svetlin Lilyanchov Dichev v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, υποδείχθηκε ότι συμπεριφορά αλλοδαπού συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στα πλαίσια του άρθρου 29(3)(α) και χωρίς καταδικαστική απόφαση.  Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία.  Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι «το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.».  Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία.  Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια αναμφίβολα του κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).

 

         Πόσο μάλλον στην υπό κρίση περίπτωση, όπου ο αιτητής παραδεκτά καταδικάσθηκε αρμοδίως από ποινικό Δικαστήριο της Δημοκρατίας για σοβαρές κατηγορίες.

 

         Ούτε ευσταθεί η έτερη θέση του αιτητή περί μη εξέτασης των ευρύτερων δεδομένων του αιτητή, περιλαμβανομένων και των οικογενειακών του περιστάσεων.  Ορθά βεβαίως εισηγείται ότι το άρθρο 6(1)(δ) του Κεφ. 105, δεν ενεργοποιείται αυτόματα με την καταδίκη προσώπου.  Πρέπει ταυτόχρονα να θεωρηθεί από το Διευθυντή ως ανεπιθύμητος μετανάστης, «λόγω των συναφών περιστάσεων».  Είναι όμως σαφές από το Παράρτημα 8 της ένστασης, ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, έλαβε υπόψη όχι μόνο την καταδίκη του αιτητή, αλλά και τα γεγονότα που οδήγησαν σ΄ αυτή όπως περιγράφονται στην επιστολή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Λάρνακας με στοιχεία ΠΦ.ΛΚΑ/ΥΑ/297/0 ημερ. 24.4.2012, (Παράρτημα 5 στην ένσταση), στην οποία και ρητά αναφέρεται, αλλά και στο γεγονός ότι ο αιτητής δεν έχει κανένα δεσμό με τη Δημοκρατία, η δε οικογένεια του διαμένει στη Ρουμανία.  Εύλογα λοιπόν κρίθηκε απαραίτητη η απέλαση του κατά τις διατάξεις του άρθρου 35 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, ως παρεπόμενο μέτρο της ποινής φυλάκισης.

 

         Η εκτίμηση των γεγονότων γίνεται κατ΄ εξοχήν από την ίδια τη διοίκηση.  Εκείνο που ασκεί το Δικαστήριο κατά την αναθεωρητική του δικαιοδοσία είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης κατ΄ εφαρμογή των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου.  Εδώ δεν διαπιστώνεται να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη από τη διοίκηση ως προς οποιαδήποτε πτυχή της υπόθεσης.  Τα γεγονότα ήταν όλα ενώπιον της, εκτιμήθηκαν απ΄ αυτή αναλόγως και ασκήθηκε διακριτική ευχέρεια εύλογα και τεκμηριωμένα.

 

         Υπάρχουν και άλλες αιτιάσεις ακύρωσης οι οποίες επίσης δεν ευσταθούν. Εισηγείται για παράδειγμα, ο αιτητής ότι η έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, έγινε σε γλώσσα μη κατανοητή σ΄ αυτόν εφόσον δεν γνωρίζει ούτε Ελληνικά, ούτε Αγγλικά.  Εισηγείται πρόσθετα ότι δεν του κοινοποιήθηκε και ο λόγος της κράτησης του.  Όμως, ορθά εισηγείται η Δημοκρατία ότι ο αιτητής ήταν πλήρως ενήμερος όλων των διαδικασιών, εξ ου και καταχώρησε την παρούσα προσφυγή εμπροθέσμως, έχοντας προς τούτο τις υπηρεσίες δικηγόρου. Συνεπώς ουδέν δικαίωμα αποστερήθηκε.  Περαιτέρω, γνώριζε για τα διατάγματα κράτησης και απέλασης λόγω της επίδοσης των σ΄ αυτόν από τον αρμόδιο αστυφύλακα, όπως επιβεβαιώνει το Παράρτημα 10 στην ένσταση, όπου υπάρχει σχετική σημείωση ότι στις 24.4.2012 επιδόθηκαν τα διατάγματα,  αλλά ο αιτητής αρνήθηκε να τα παραλάβει και να τα υπογράψει.  Στην εν λόγω επιστολή αναφέρεται και η ακύρωση της άδειας παραμονής, καθώς και το συναφές άρθρο 35 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007.

 

         Πρόσθετα, ο αιτητής πληροφορήθηκε για τα εναντίον του διατάγματα, όπως ο ίδιος παραδέχεται στην παρ. 9 της ένορκης δήλωσης του που καταχώρησε στα πλαίσια ενδιάμεσης αίτησης ημερ. 28.5.2012 στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής για αναστολή της κράτησης και απέλασης του.  Σ΄ αυτή την παράγραφο καταγράφεται ότι η συνήγορος των καθ΄ ων έδωσε στο δικηγόρο του τη σχετική επιστολή ότι λόγω της καταδίκης του κατέστη επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, καθώς και τα διατάγματα κράτησης και απέλασης.  Περαιτέρω, στα πλαίσια αίτησης του αιτητή για habeas corpus στις 21.5.2012, επίσης δόθηκαν στον αιτητή τα αναφερθέντα ανωτέρω.

 

Ως προς το άλλο ζητούμενο αυτό της τήρησης του άρθρου 14 του Κεφ. 105 και του Κανονισμού 19 της Κ.Δ.Π. 242/1972, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν του επιδόθηκε η σχετική ειδοποίηση ότι είναι απαγορευμένος μετανάστης κατά παράβαση και του ιδίου του Κανονισμού 19, αλλά και του άρθρου 14 του Κεφ. 105.  Εγείρονται διάφορα θέματα, τα οποία όμως είναι αβάσιμα.  Παρόμοια ζητήματα εξετάστηκαν από το παρόν Δικαστήριο στην Mohammad Tajul Islam v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 997/2013, ημερ. 9.7.2013.  Κατά πρώτον, το άρθρο 14 του Κεφ. 105, δεν επιβάλλει την προ της έκδοσης του διατάγματος κράτησης και απέλασης, πληροφόρηση του αλλοδαπού ότι έχει κηρυχθεί σε απαγορευμένο μετανάστη.  Το άρθρο απλώς στο εδάφιο (1), προνοεί ότι ο Διευθυντής δύναται να διατάξει «οποιοδήποτε αλλοδαπό ο οποίος είναι απαγορευμένος μετανάστης ….  να απελαθεί από τη Δημοκρατία και, εν τω μεταξύ, να τεθεί υπό κράτηση.».  Δεν υπάρχει καμιά υποχρέωση προηγούμενης πληροφόρησης. Η πληροφόρηση γίνεται δυνάμει του εδαφίου(6), μετά την έκδοση του διατάγματος εγκατάλειψης της Δημοκρατίας ή του διατάγματος κράτησης ή περιορισμού.

 

Όσον αφορά τον Κανονισμό 19 της Κ.Δ.Π. 242/72, αυτός προνοεί ότι:

 

«Λειτουργός μεταναστεύσεως όστις αποφασίζει ότι πρόσωπον τι είναι απαγορευμένος μετανάστης δέον όπως επιδώσει εις αυτό ειδοποίησιν συμφώνως προς τον Δεύτερον Πίνακα των παρόντων Κανονισμών.»

 

Παρατηρείται κατ΄ αρχάς ότι ο Κανονισμός δεν έχει εφαρμογή στο πρόσωπο του αιτητή, ο οποίος καλύπτεται από το Νόμο αρ. 7(Ι)/2007.  Αλλά και περαιτέρω, δεν επιβάλλει ούτε συσχετίζει την έκδοση του διατάγματος κράτησης και απέλασης με προηγηθείσα ειδοποίηση ότι ο αιτητής έχει κηρυχθεί σε απαγορευμένο μετανάστη.  Εκείνο που προνοεί είναι ότι πρέπει να επιδοθεί ειδοποίηση περί του γεγονός ότι είναι απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με τον Δεύτερο Πίνακα της Κ.Δ.Π. 242/72.  Αυτό μπορεί να γίνει και ταυτόχρονα, αλλά δεν είναι, κρίνεται, επιτακτική η προηγούμενη ειδοποίηση, θεωρούμενης μάλιστα ως ουσιώδους τύπου.  Σ΄ αυτό το σημείο το Δικαστήριο συμφωνεί με τα λεχθέντα από τον Χατζηχαμπή, Δ., (ως ήταν τότε), στην υπόθεση Falak Islam v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1523/12, ημερ. 11.1.2013, ότι δεν διαπιστώνεται «…. στην όψη του πράγματος να θέτει (ο Κανονισμός) ως απαραίτητη προϋπόθεση, για την έκδοση διατάγματος απέλασης και κράτησης με σκοπό την απέλαση, την κοινοποίηση της κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη.».  Και εν πάση περιπτώσει ότι η πρόνοια αυτή προέρχεται από Κανονισμό και όχι Νόμο.  Σχετική είναι και η πρόσφατη απόφαση στην Doina Anton κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 6245/2013, ημερ. 18.11.2013, (Παρπαρίνος, Δ.),  όπου ακολουθείται η ίδια προσέγγιση.

 

Ούτε έχει εφαρμογή το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 7 της Σύμβασης εφόσον εδώ εξετάζεται κατ΄ ουσίαν η ακύρωση της εγγραφής του αιτητή.  Εν πάση περιπτώσει, η απέλαση του αιτητή για την οποία παραπονείται και για την οποία εφαρμόζεται το εν λόγω άρθρο, έχει γίνει στη βάση προηγούμενης νόμιμης απόφασης διοικητικού οργάνου και βεβαίως η παρούσα προσφυγή αποτελεί την δυνατότητα του να προτείνει επιχειρήματα κατά της απέλασης, εκτός βέβαια και των άλλων διαβημάτων που υπέβαλε με αίτηση habeas corpus, αλλά και με ενδιάμεσο διάταγμα ελέγχου των διαταγμάτων  κράτησης και απέλασης.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτηή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν  από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το           Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                     Στ. Ναθαναήλ,

                                                 Δ.

 

 

/ΕΘ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο