ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Yπόθεση Αρ.: 1491/2010).
23 Δεκεμβρίου, 2013
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 122 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΗΣ,
Αιτητής,
- KAI -
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Μαρίκα Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή.
Έλενα Παπαγεωργίου (κα), για τους Καθ΄ων η αίτηση.
Άντης Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, είναι η νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ), ημερομηνίας 19.10.2010, με την οποία προάχθηκε στη μόνιμη θέση Διευθυντή Τελωνείων από 1.11.2010 το Ενδιαφερόμενο Μέρος Κωνσταντίνος Νικολαίδης.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών (στο εξής «ο Διευθυντής»), με επιστολή του ημερομηνίας 13.4.2010 ζήτησε από την Ε.Δ.Υ να προβεί στην πλήρωση της μόνιμης θέσης Διευθυντή Τελωνείων, η οποία παρέμενε κενή από 15.3.2010 λόγω προαγωγής της κατόχου της. Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της στις 20.4.2010 αποφάσισε να δημοσιευθεί η θέση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και να δοθεί προθεσμία τριών εβδομάδων για την υποβολή αιτήσεων. Τελικά η θέση δημοσιεύτηκε στις 7.5.2010 και υποβλήθηκαν 17 αιτήσεις.
Στις 16 Ιουλίου, 2010, η Ε.Δ.Υ. εξετάζοντας τις υποβληθείσες αιτήσεις κατέληξε στο συμπέρασμα ότι προσοντούχοι ήταν μόνο οι εννέα από τους υποψηφίους, ανάμεσά τους ο αιτητής και το Ενδιαφερόμενο Μέρος, και αποφάσισε να τους καλέσει σε προφορική συνέντευξη ενώπιόν της στην παρουσία του Διευθυντή. Έτσι στη συνεδρία της ημερομηνίας 18.10.2010 δέχθηκε σε ατομική προφορική εξέταση τους υποψηφίους. Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης, ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και προτού αποχωρήσει σύστησε για προαγωγή τον αιτητή Δημήτριο Χατζηκωστή. Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Διευθυντή. Λαμβάνοντας υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων, σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, μαζί με την αξιολόγηση ενώπιόν της και τη σύσταση του Διευθυντή, έκρινε ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος Κωνσταντίνος Νικολαίδης υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ΄ αυτόν προαγωγή στη μόνιμη θέση Διευθυντή Τελωνείων από 1.11.2010.
Η πιο πάνω προαγωγή δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 5.11.2010, με αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας προσφυγής.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή στη γραπτή της αγόρευση (αρχική και απαντητική) εισηγήθηκε την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης για τους εξής λόγους:
(α) Υπό τις περιστάσεις που στοιχειοθετούσαν την υπεροχή του αιτητή σε αρχαιόττηα και πείρα (και άρα αξία) στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέσης, την οποία κατείχαν και οι δύο υποψήφιοι για προαγωγή, αλλά και την υπεροχή του αιτητή σε πρόσθετο προσόν (Master), απόλυτα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, η παράκαμψη της σύστασης του Γενικού Διευθυντή υπέρ του αιτητή και η επιλογή από την ΕΔΥ του Ενδιαφερόμενου Μέρους, επειδή χαρακτηρίστηκε «Εξαίρετος» στην προφορική συνέντευξη έναντι του «Σχεδόν Εξαίρετος» του αιτητή δεν αποτελεί ειδική αιτιολογία,
(β) Παραγνώριση του απόλυτα σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης πρόσθετου ακαδημαϊκού προσόντος που κατείχε ο αιτητής, Master in Public Sector Management (του Cyprus International Institute of Management).
(γ) Η «Σημείωση» στο σχέδιο υπηρεσίας, δυνάμει της οποίας «η κατοχή των προσόντων που αναφέρονται στην παράγραφο (6), δεν αποτελεί πλεονέκτημα για την πρώτη πλήρωση της θέσης», είναι Ultra Vires του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/90, και παραβιάζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση διαφώνησε με όλους τους λόγους ακύρωσης και εισηγήθηκε την απόρριψη της προσφυγής.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Ενδιαφερόμενου Μέρους, με τη δική του αγόρευση, αντιτείνει ότι ο αιτητής απέτυχε να καταδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους, λαμβανομένου κυρίως υπόψη του πλούσιου συγγραφικού έργου του Ενδιαφερομένου Μέρους, της εγγραφής του ως δικηγόρου και της δικηγορικής του πείρας, καθώς και της καλύτερης επίδοσης του στην προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ.
Προέχει η εξέταση του υπό (γ) πιο πάνω λόγου ακύρωσης o οποίος, αν κριθεί υπέρ του αιτητή καθορίζει, κατά την άποψη μου και το αποτέλεσμα της προσφυγής.
Η παράγραφος 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης προνοεί ως προς το πλεονέκτημα τα εξής:
«(6) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος που αποκτήθηκε μετά από σπουδές διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε ένα από τα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο (1)(α) πιο πάνω, ή/και πενταετής τουλάχιστον πείρα σε θέματα τελωνείων ή/και φόρου προστιθέμενης αξίας, πέραν της δεκαετούς απαιτουμένης στην παράγραφο (2) πιο πάνω, αποτελεί πλεονέκτημα.»[1]
Σ΄ αυτό προστέθηκε η εξής σημείωση:
«(2) Για την πρώτη πλήρωση της θέσης αμέσως μετά την ημερομηνία έγκρισης του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας η κατοχή των προσόντων που αναφέρονται στην παράγραφο (6) πιο πάνω, δεν αποτελεί πλεονέκτημα.»
Η Ε.Δ.Υ. εφαρμόζοντας στην προκείμενη περίπτωση την εν λόγω σημείωση, δεν προσέδωσε στο μεταπτυχιακό δίπλωμα του αιτητή (Master in Public Sector Management του Cyprus International Institute of Management) τη βαρύτητα του πλεονεκτήματος, αλλά την αξία ενός πρόσθετου προσόντος μη προβλεπόμενου αλλά άμεσα σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης.
Είναι η θέση του αιτητή ότι η επίμαχη σημείωση βρίσκεται εκτός των εξουσιοδοτικών πλαισίων (Ultra Vires) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90 και αντισυνταγματική γιατί παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Ο κανονιστικός νομοθέτης, επισημαίνει, προσδιόρισε στο Σχέδιο Υπηρεσίας τον μεταπτυχιακό τίτλο ως πλεονέκτημα, γεγονός που αποδεικνύει τη σημαντικότητα του προσόντος αυτού κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του υποψηφίου που πρόκειται να πληρώσει τη θέση. Είναι εντελώς παράνομο, παρατηρεί η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή να ανατραπεί η επιθυμία του κανονιστικού νομοθέτη με την προσθήκη σημείωσης με την οποία ουσιαστικά να ευνοούνται και να φωτογραφίζονται άτομα, που δεν κατείχαν το πλεονέκτημα, όπως, κατά την εισήγηση της, το Ενδιαφερόμενο Μέρος. Στην υπό εξέταση περίπτωση, τόνισε, ο αιτητής είχε υπέρ του πλεονέκτημα, το οποίο παραγνωρίστηκε λόγω της επίδικης σημείωσης.
Η δικηγόρος του αιτητή θεωρεί ότι η επίδικη σημείωση παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης και υπό μια άλλη πτυχή, αφού θέτει υπό διαφορετικές συνθήκες, χωρίς ενιαίο κριτήριο κατοχής των προσόντων, τους υποψηφίους της πρώτης πλήρωσης της θέσης με τους επόμενους.
Προς ενίσχυση δε των ισχυρισμών της αυτών, παραπέμπει στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. ν. Βραχίμη Χατζηχάννα κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 267, όπου σημείωση στο Σχέδιο Υπηρεσίας, με την οποία άλλαζε η κατηγορία της θέσης από πρώτου διορισμού και προαγωγής σε μόνο προαγωγής κρίθηκε ως αντισυνταγματική και ότι παραβίαζε την αρχή της ισότητας.
Τόσο η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση όσο και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ενδιαφερόμενου Μέρους, εγείρουν προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος προβολής του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης. Είναι ειδικότερα η θέση τους, πως ακόμη και αν δεν υπήρχε η επίδικη σημείωση και το μεταπτυχιακό προσόν του αιτητή θεωρείτο ως πλεονέκτημα, ο ίδιος δεν θα επωφελείτο, καθώς δεν θα είχε να παρουσιάσει πρόσθετα προσόντα, γεγονός που θα τον ζήμιωνε. Επιπλέον, το πλεονέκτημα θα πιστωνόταν και στο Ενδιαφερόμενο Μέρος λόγω της πείρας του, καθότι διαθέτει πενταετή τουλάχιστον πείρα σε θέματα Τελωνείων ή/και Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, πέραν της δεκαετούς απαιτούμενης στην παράγραφο (2) του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Ο συγκεκριμένος λόγος, στο βαθμό που άπτεται της εφαρμογής σημείωσης σε Σχέδιο Υπηρεσίας που ενδέχεται να τέθηκε κατά παράβαση του ενιαίου μέτρου κρίσης, εκτός του εξουσιοδοτικού πλαισίου του Νόμου, συζητήθηκε και θα αποφασισθεί σε επίπεδο αρχής, ανεξάρτητα από τα υποκειμενικά δεδομένα των διαδίκων και το πώς εντέλει θα διαμορφωνόταν η μεταξύ τους συγκριτική εικόνα των προσόντων, αν εξέλιπε τέτοια σημείωση και συνέτρεχε θέμα πλεονεκτήματος.
Σημειώσεις στα Σχέδια Υπηρεσίας επίδικων θέσεων, που εισάγουν εξαιρέσεις αναφορικά με την κατοχή προσόντων, έχουν κριθεί επανειλημμένα στη νομολογία. Στην Υπόθ. Αρ. 67/2003, Ηλιάνα Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 24.3.2004, στην οποία έκανε ιδιαίτερη αναφορά η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, έρεισμα της εισήγησης για φωτογραφική πρόνοια ήταν η σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας σύμφωνα με την οποία για την πλήρωση των θέσεων – οι οποίες ήταν πρώτου διορισμού - «κατά τον πρώτο χρόνο μετά την έγκριση .... του Σχεδίου Υπηρεσίας» μπορούσαν να είναι υποψήφιοι και πρόσωπα που δεν κατείχαν συγκεκριμένο απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν, νοουμένου ότι πληρούσαν τις προϋποθέσεις της σημείωσης. Ο Καλλής Δ. ανέφερε στην απόφαση του τα εξής:
«‘Οσάκις εξετάζεται δευτερογενής νομοθεσία για να κριθεί κατά πόσο έχει θεσπισθεί καθ΄ υπέρβαση του εξουσιοδοτούντος Νόμου η απάντηση στο ερώτημα εξαρτάται από την ορθή ερμηνεία του εξουσιοδοτούντος Νόμου (Marangos and Others v. The Municipal Committee of Famagusta (1970) 3 C.L.R. 7, 13, Spyrou and Others (No. 2) v. Republic (1973) 3 C.L.R. 627, 643, Halsbury΄s Laws of England, 3rd ed., Vol. 36, p. 491, para. 743 και Σάββα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3154/31.1.2003).
Στην παρούσα υπόθεση τα αρ. 27 και 87 του Νόμου 1/90 σαφώς παρέχουν εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο για κατάρτιση σχεδίων υπηρεσίας και δεν έχει υποδειχθεί γιατί τα επίδικα σχέδια υπηρεσίας έχουν θεσπισθεί καθ΄ υπέρβαση του εξουσιοδοτούντος Νόμου. Η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Αναφορικά με την εισήγηση που σχετίζεται με την αρχή της ισότητας, η οποία διασφαλίζεται από το αρ. 28 του Συντάγματος, έχει νομολογηθεί ότι η αρχή της ισότητας δεν σημαίνει αριθμητική ισότητα αλλά διασφαλίζει τις αυθαίρετες διαφοροποιήσεις και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνονται λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Mikrommatis v. Republic 2 R.S.C.C. 125, 131).
Το αρ. 1/90 παρέχει εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να καταρτίσει σχέδια υπηρεσίας στα οποία να καθορίζονται «τα γενικά καθήκοντα και ευθύνες κάποιας θέσης και τα προσόντα που απαιτούνται για την κατοχή της». Εδώ το Υπουργικό Συμβούλιο καθόρισε ότι υποψήφιοι που κατέχουν τα προσόντα της επίδικης σημείωσης ικανοποιούν τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας. Στην μεν παραγ. 3(1) το μόνο προσόν που απαιτείται είναι ακαδημαϊκό, στη δε επίδικη σημείωση απαιτείται ακαδημαϊκό προσόν και τριετής πείρα. Ο Νομοθέτης θέλησε να εντάξει στις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας και πρόσωπα που είχαν τη σχετική πείρα. Το αρ. 27 του Νόμου 1/90 παρέχει στο Υπουργικό Συμβούλιο απεριόριστη εξουσία καθορισμού των προσόντων και δεν βλέπω πως έχει παραβιασθεί η αρχή της ισότητας με το να περιληφθούν διαζευκτικές πρόνοιες στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, το επίμαχο Σχέδιο Υπηρεσίας φωτογραφίζει μερικά από τα Ε.Μ. δεν το καθιστά αντίθετο προς το αρ. 28 του Συντάγματος. Αυτό γιατί, σύμφωνα με το σχετικό ερμηνευτικό κανόνα, τα δικαστήρια ασχολούνται με τη συνταγματικότητα ενός Νόμου και δεν ασχολούνται με τα κίνητρα, την πολιτική του ή τη σοφία του (Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, 654). Επομένως δεν μπορεί να εξεταστεί η σχετική εισήγηση. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.»
Η Ολομέλεια στην Δημοκρατία κ.α. ν. Χατζηχάννα (ανωτέρω) έκρινε ως αντισυνταγματική την εισαγωγή και εφαρμογή σημείωσης του Σχεδίου Υπηρεσίας που ειδικά για την πρώτη πλήρωση της καθιστούσε την επίδικη θέση που ήταν «πρώτου διορισμού και προαγωγής» ως «προαγωγής μόνο», με αναφορά κυρίως στο άρθρο 28(2) του Ν.1/90 που ορίζει ότι η κατηγορία κάθε θέσης ορίζεται στο οικείο σχέδιο Υπηρεσίας, χωρίς να επιτρέπει την μεταβολή της κατηγορίας της.
Στην Υποθ. αρ. 1189/02, Φρουσούλα Θεοκλέους ν. ΕΔΥ, ημερομηνίας 5.02.04 αξιολογήθηκε σημείωση σύμφωνα με την οποία: «Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν υποψήφιοι που να κατέχουν το στο (1) απαιτούμενο προσόν, θα μπορούν να προαχθούν και υποψήφιοι που θα έχουν 10ετή υπηρεσία στη θέση Ιατρικού Λειτουργού 1ης και 2ης Τάξης από την οποία τα δύο τουλάχιστον έτη να είναι σε Αγροτικό Υγειονομικό Κέντρο ή/και σε Τμήματα Πρώτων Βοηθειών». Δεν έγινε δεκτό ότι είναι ultra vires του Ν. 1/90 και ότι αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας (άρθρο 28 του Συντάγματος). Το Δικαστήριο τόνισε ότι:
«Ο εν λόγω όρος ετέθη στο Σχέδιο Υπηρεσίας θεσπίζοντας συγκεκριμένο προσόν που η Διοίκηση, λόγω των αναγκών της θέσης, θεώρησε ότι οι υποψήφιοι προς διεκδίκηση της έπρεπε να κατέχουν. Δεν υποδεικνύει συγκεκριμένους υποψηφίους με δυσμενή προσωπικά κριτήρια ώστε να παραβιάζεται η αρχή της ισότητας. Εξάλλου η συγκεκριμένη πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας θέτει απλά ένα από τα προσόντα της επίδικης θέσης χωρίς να εκφεύγει από τα πλαίσια της εξουσιοδότησης του άρθρου 27 του Ν.1/90, αλλά ικανοποιώντας τους σκοπούς του Σχεδίου Υπηρεσίας ως κανονιστικής πράξης με την οποία η Διοίκηση είναι ελεύθερη να ρυθμίσει τις ανάγκες και τα προσόντα κάθε θέσης στη Δημόσια Υπηρεσία.»
Ο καθορισμός των απαιτούμενων και γενικότερων προσόντων για διεκδίκηση θέσης στη δημόσια υπηρεσία εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, η οποία είναι αρμόδια να προσδιορίζει τις λειτουργικές ανάγκες της εκάστοτε θέσης, προωθώντας τις στη Βουλή για νομοθετική έγκριση. Επίσης το Σχέδιο Υπηρεσίας αποτελεί νομοθετική πράξη που δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο από πλευράς ουσίας. Ο μόνος έλεγχος που επιτρέπεται είναι έλεγχος νομιμότητας, για να διαπιστωθεί κατά πόσο συγκεκριμένη πρόνοια είναι αντισυνταγματική ή ultra vires (καθ΄ υπέρβαση) του νόμου.
Κατά την κατάρτιση του Σχεδίου Υπηρεσίας δυνάμει του άρθρων 27 και 87 του Ν.1/90, ο κανονιστικός νομοθέτης οφείλει να θέτει, κατά τρόπο αντικειμενικό και απρόσωπο, πρόνοιες προς εξυπηρέτηση των αναγκών της δημόσιας υπηρεσίας προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος. Τα Σχέδια Υπηρεσίας ως κανονιστικές διοικητικές πράξεις οφείλουν να διέπονται από απροσωπόληπτες και διαφανείς πρόνοιες (βλ. Α. Ηλία κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ 884). Αφ’ ης στιγμής η επίδικη θέση ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και τα προσόντα των εσωτερικών υποψηφίων που διεκδικούσαν την θέση ως προαγωγής, ήταν εκ των προτέρων γνωστά, η επίδικη σημείωση όπως εφαρμόστηκε κατά την πρώτη πλήρωση της θέσης θα μπορούσε να ευνοήσει, κατ΄ άνιση μεταχείριση, υποψηφίους που δεν κατείχαν το πλεονέκτημα έναντι όσων το κατείχαν. Η ίση μεταχείριση και η διασφάλιση ίσων ευκαιριών σε προαγωγή κατά την αξία του καθενός στην προκειμένη περίπτωση παραβιάζονται, αφού εξομοιώνονται ουσιαστικά άνισοι ως προς τα προσόντα υποψήφιοι.
Παρενθετικά να σημειώσω ότι ανισότητα δημιουργείται και υπό μια άλλη πτυχή - η οποία όμως δεν αφορά την επίδικη πλήρωση της θέσης - αφού οι υποψήφιοι που κατείχαν το πλεονέκτημα στον ουσιώδη χρόνο τίθενται με την επίδικη σημείωση σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τους μεταγενέστερους υποψηφίους για την ίδια θέση, αν και τελούν υπό το ίδιο καθεστώς προσόντων ως κάτοχοι του πλεονεκτήματος.
Θεωρώ ότι οι υποθέσεις που αναφέρονται πιο πάνω, στις οποίες αποφασίστηκε ότι η επίδικη σημείωση δεν ήταν ultra vires και/ή δεν παραβίαζε την αρχή της ισότητας, κρίθηκαν επί των δικών τους δεδομένων και καμία εφαρμογή δεν έχουν στα επίδικα γεγονότα. Σ΄ αυτές η εξαίρεση που εισήγαγε η κρινόμενη σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας αφορούσε στα απαραίτητα απαιτούμενα προσόντα και δεν ετίθετο θέμα άσκοπης και αδικαιολόγητης δυσμενούς μεταχείρισης, αλλά εξυπηρέτησης των αναγκών άμεσης πλήρωσης της θέσης σε περίπτωση που δεν υπήρχε ικανοποιητικός αριθμός προσοντούχων υποψηφίων.
Στην προκείμενη όμως περίπτωση, η σημείωση άπτεται της συγκριτικής καταλληλότητας των υποψηφίων στην βάση των πρόσθετων, όχι των απαραίτητων προσόντων τους. Η δε αναίρεση του μεταπτυχιακού τίτλου που προβλέπεται ως πλεονέκτημα, δεν διαφαίνεται να εξυπηρετεί στην προκειμένη περίπτωση οποιοδήποτε αντικειμενικό σκοπό ή λειτουργική ανάγκη κατά την πλήρωση της θέσης.
Αναφορικά δε με τις εισηγήσεις του δικηγόρου του ενδιαφερόμενου μέρους ότι ακόμη και αν δεν εφαρμοζόταν η συγκεκριμένη σημείωση ως ultra vires, ο αιτητής δεν θα επωφελείτο, αφού και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν κάτοχος του πλεονεκτήματος λόγω της πείρας του, περιορίζομαι να αναφέρω ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να γνωρίζει πως θα διαμορφωνόταν το ισοζύγιο των προσόντων αλλά και η τελική εικόνα αν το μεταπτυχιακό του αιτητή του πιστωνόταν ως πλεονέκτημα.
Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να αξιολογήσει πρωτογενώς ούτε τα προσόντα ούτε την πείρα, πέραν της δεκαετούς απαιτούμενης, που προβλεπόταν ως πλεονέκτημα. Αυτό αποτελεί έργο της Ε.Δ.Υ. (βλ. τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις Χριστοδουλίδου ν. Ε.Δ.Υ. (1999) 3 Α.Α.Δ.1 και Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145). Φαίνεται ωστόσο ότι τέτοια πείρα διέθεταν και ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης, ο οποίος εκθεμελιώνει τη διαδικασία ενώπιον της Ε.Δ.Υ, καθιστώντας οποιαδήποτε ενασχόληση του Δικαστηρίου με τους υπόλοιπους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης αχρείαστη.
Ενόψει της διαπιστωθείσας ακυρότητας της επίδικης σημείωσης, ως πρόνοιας που παραβιάζει την αρχή της ισότητας, η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Υπέρ του αιτητή επιδικάζονται έξοδα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] (1)(α) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα από τα πιο κάτω θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών:
Οικονομικά, Εμπορικά, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Δημόσια Διοίκηση, Λογιστική, Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law), Στατιστική, Πληροφορική...»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο