ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 274/2012)
19 Δεκεμβρίου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
1. ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------------------
Α. Ευσταθίου (κα), για τον Αιτητή.
Ν. Παρτασίδου (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση 1.
Καμιά εμφάνιση, για τους Καθ΄ ων η αίτηση 2 και 3.
(Έχει αποσυρθεί η προσφυγή εναντίον τους).
Μ. Καλλιγέρου (κα) με Α. Κακογιάννη (κα), ασκούμενη δικηγόρο,
για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
--------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου (εφεξής «ο Θ.Ο.Κ.»), αποφάσισε στη συνεδρία του ημερ. 25.10.2011 να διορίσει κατά πλειοψηφία το ενδιαφερόμενο μέρος Γιώργο Γ. Παπαγεωργίου ως Διευθυντή του Θ.Ο.Κ., θέση που προκηρύχθηκε στις 30.8.2011. Ο Θ.Ο.Κ. θεώρησε το ενδιαφερόμενο μέρος ως το καταλληλότερο πρόσωπο για τη θέση, σε αποκλεισμό άλλων υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και του αιτητή, ο οποίος κατείχε τη δεδομένη στιγμή τη θέση του Διευθυντή δυνάμει πενταετούς σύμβασης εργασίας.
Ο Θ.Ο.Κ. στη συνεδρία του 9.12.2011, ενέκρινε το προηγούμενο πρακτικό του ημερ. 25.10.2011 και απέστειλε προς έγκριση τη σχετική απόφαση στον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού και κατ΄ επέκταση στο Υπουργικό Συμβούλιο. Στις 17.1.2012, ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού ενημέρωσε τον Θ.Ο.Κ. ότι το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 5.1.2012 ενέκρινε το διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Διευθυντή, καθώς και τη σχετική σύμβαση απασχόλησης, επίσης πενταετούς διάρκειας, μαζί με τους συναφείς όρους εργασίας. Ο Θ.Ο.Κ. ενημέρωσε το ενδιαφερόμενο μέρος για τη σχετική απόφαση με σχετικές επιστολές ημερ. 24.1.2012 και 25.1.2012, καλώντας τον να υπογράψει τη σχετική σύμβαση απασχόλησης και να αρχίσει τα καθήκοντα του από 1.2.2012.
Ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης για σειρά λόγων, κυριότερος των οποίων είναι η μη κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος των προσόντων που απαιτούνταν για τη θέση Διευθυντή, σύμφωνα με την προκήρυξη της θέσης. Η προσφυγή αρχικά στρεφόταν όχι μόνο εναντίον του Θ.Ο.Κ., αλλά και εναντίον της Δημοκρατίας μέσω του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού, καθώς και μέσω του Υπουργικού Συμβουλίου. Στην πορεία σημειώθηκαν οι εξής εξελίξεις: Η δικηγόρος της Δημοκρατίας στις 24.4.2012 και 13.6.2012, εξέφρασε επιφυλάξεις κατά πόσο ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού και το Υπουργικό Συμβούλιο θα έπρεπε να ήταν διάδικοι εφόσον ο διορισμός στη θέση Διευθυντή αφορά την αποφασιστική αρμοδιότητα του Θ.Ο.Κ., με τον Υπουργό στη βάση της κείμενης νομοθεσίας να δίνει έγκριση. Εν τέλει και μετά την καταχώρηση της ένστασης από πλευράς του Θ.Ο.Κ., δηλώθηκε από την κα Ευσταθίου στις 6.9.2012 ότι η προσφυγή θα αποσυρόταν κατόπιν μελέτης του ζητήματος εναντίον του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού και του Υπουργικού Συμβουλίου. Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή εναντίον των πιο πάνω απεσύρθη και απερρίφθη χωρίς έξοδα.
Η δεύτερη εξέλιξη αφορά την καταχώριση αιτήσεως εκ μέρους του Θ.Ο.Κ. στις 9.5.2013 για τροποποίηση των νομικών λόγων της ενστάσεως ώστε να εγερθεί προδικαστική ένσταση περί του προώρου της προσφυγής και της μη εκτελεστότητας της επίδικης πράξης, δεδομένου ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 21.2.2012, προτού τελειωθεί κατ΄ ισχυρισμόν η επίδικη απόφαση, η οποία τελειώθηκε και τέθηκε σε ισχύ μόνο με τη δημοσίευση της στην Επίσημη Εφημερίδα στις 14.9.2012 σύμφωνα με τα προνοούμενα στο Άρθρο 57.4 του Συντάγματος. Παρά το γεγονός ότι η αίτηση αυτή οδηγήθηκε σε ακρόαση, την ημέρα εκείνη δηλαδή στις 21.5.2013, η κα Ευσταθίου αποδέχθηκε την αίτηση για τροποποίηση με αποτέλεσμα τον επαναπροσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων με την ένθεση στην τροποποιημένη ένσταση του Θ.Ο.Κ. και της εν λόγω προδικαστικής ενστάσεως. Ακολούθησαν οδηγίες για την καταχώρηση τροποποιημένων αγορεύσεων που να περιλάμβαναν και αυτό το θέμα.
Η προδικαστική ένσταση περί του προώρου της προσφυγής θα πρέπει συνεπώς να εξεταστεί κατά προτεραιότητα. Είναι παραδεκτό ότι η απόφαση για το διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους λήφθηκε στη συνεδρία του Θ.Ο.Κ. στις 9.12.2011, εγκρίθηκε δε από το Υπουργικό Συμβουλίο στη συνεδρία του ημερ. 5.1.2012, στη βάση του εδαφίου (3) του άρθρου 3 των περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμων του 1999-2007. Αυτό ανεφέρθη ρητά στις επιστολές που ο Θ.Ο.Κ. απηύθυνε στις 24.1.2012 και 25.1.2012 στο ενδιαφερόμενο μέρος, πολύ πριν δηλαδή τη δημοσίευση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου στην Επίσημη Εφημερίδα, ημερ. 14.9.2012.
Ο διορισμός Διευθυντή στον Θ.Ο.Κ. προνοείται από το άρθρο 9 του περί Θεατρικού Οργανισμού Νόμου αρ. 71/1970, ως τροποποιήθηκε, όπου καθορίζεται ότι ο διορισμός του Διευθυντή γίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Θ.Ο.Κ. και εγκρίνεται από τον Υπουργό. Μετέπειτα, στη βάση του γενικότερου Νόμου περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμου αρ. 115/1990, ως τροποποιήθηκε, η απόφαση του οικείου Διοικητικού Συμβουλίου, εδώ του Θ.Ο.Κ., υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο προς έγκριση. Η απόφαση λοιπόν του Διοικητικού Συμβουλίου του Θ.Ο.Κ. υπόκειται στην ευρύτερη έγκριση του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού και μετέπειτα στην έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου. Οι δύο αυτές διατάξεις αποτελούν, κατά την κα Ευσταθίου, τα μόνα ουσιώδη προαπαιτούμενα για την εγκυρότητα της πράξης διορισμού Διευθυντή του Θ.Ο.Κ. χωρίς να είναι αναγκαία η περαιτέρω δημοσίευση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.
Το Δικαστήριο συμφωνεί με αυτή τη θέση. Ο απευθείας εφαρμοζόμενος Νόμος που αφορά τον Θ.Ο.Κ., δεν επιβάλλει την προηγούμενη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της απόφασης διορισμού Διευθυντή, απόφαση η οποία υπόκειται μόνο στην έγκριση του Υπουργού. Αλλά ούτε και ο Νόμος αρ. 115/1990 περί του διορισμού Γενικών Διευθυντών Νομικών Προσώπων προνοεί για δημοσίευση της έγκρισης από το Υπουργικό Συμβούλιο. Όπου δεν επιβάλλεται εκ του Νόμου η δημοσίευση της διοικητικής πράξης, αυτή δεν αποτελεί και συστατικό στοιχείο της. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, Νόμος που έχει κωδικοποιήσει τις ευρύτερες αρχές του διοικητικού δικαίου, η ουσιαστική ισχύς της διοικητικής πράξεως αρχίζει από την ημέρα που η βούληση του διοικητικού οργάνου κοινοποιείται στο διοικούμενο. Όπου ο Νόμος καθιστά συστατικό στοιχείο της πράξης τη δημοσίευση της στην Επίσημη Εφημερίδα, η ουσιαστική ισχύς της πράξεως αρχίζει από την ημέρα της δημοσίευσης. Συνεπώς το άρθρο 4, που προδιαγράφει τη γενικότερη αρχή δικαίου, έχει άμεση αναφορά και συνάρτηση προς τον οργανικό Νόμο του Θ.Ο.Κ., ο οποίος, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν απαιτεί τη δημοσίευση της έγκρισης.
Στην απόφαση Economides v. Republic (1972) 3 C.L.R. 506, ο τότε Δικαστής Α. Λοΐζου επί του θέματος δημοσίευσης σχεδίων υπηρεσίας στη βάση του Άρθρου 57.4 του Συντάγματος, αποφάσισε ότι δεν χρειαζόταν αναφορά στο εν λόγω άρθρο εφόσον υπήρχε από το 1967, ο οργανικός Νόμος περί Δημοσίας Υπηρεσίας αρ. 33/1967 και επομένως δεν χρειαζόταν να εξεταστεί η εισήγηση ότι τα σχέδια υπηρεσίας έπρεπε να είχαν δημοσιευθεί, αντί απλώς να κυκλοφορήσουν διά εγκυκλίου, ως κατάλοιπο εξουσίας που είχε το Υπουργικό Συμβούλιο. Κατ΄ έφεση, στην Economides v. Republic (1973) 3 C.L.R. 410, το θέμα δεν εξετάστηκε στην ουσία περαιτέρω από την Ολομέλεια εφόσον στο μεταξύ το Υπουργικό Συμβούλιο είχε αποφασίσει ότι το προσβαλλόμενο σχέδιο υπηρεσίας δεν ήταν ανάγκη να δημοσιευθεί.
Το Άρθρο 57.4 του Συντάγματος, προνοεί τα εξής:
«4. Εάν η απόφασις είναι εκτελεστή και τα δικαιώματα αρνησικυρίας ή αναπομπής δεν ησκήθησαν συμφώνως ταις διατάξεσι της δευτέρας ή της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδουσι παραχρήμα διά δημοσιεύσεως εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας την απόφασιν, πλήν εάν το Υπουργικόν Συμβούλιον ορίση άλλως διά της αποφάσεως αυτού.»
Εκείνο που παρατηρείται και στο οποίο δεν δόθηκε σημασία από τους συνηγόρους, είναι ότι προϋπόθεση της δημοσίευσης είναι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου κατά τις παραγράφους (2) και (3) του Άρθρου 57, να είναι εκτελεστή. Εκτελεστή στην έννοια του διοικητικού δικαίου σημαίνει την παραγωγή άμεσων αποτελεσμάτων προς όλους τους ενδιαφερόμενους κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Η κα Ευσταθίου, πολύ ορθά κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τόνισε το γεγονός ότι η πράξη διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους ως Διευθυντή του Θ.Ο.Κ., αφενός εξωτερικεύθηκε με την προώθηση της διαδικασίας έγκρισης από το Υπουργικό Συμβούλιο και αφετέρου κοινοποιήθηκε τόσο στο ενδιαφερόμενο μέρος, όσο και στον αιτητή. Επομένως, η έγκριση που εδόθη στις 5.1.2012 από το Υπουργικό Συμβούλιο ήταν συντελεστική και παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων για κάθε ενδιαφερόμενο, με αποτέλεσμα η προθεσμία των 75 ημερών να αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης αυτής στον αιτητή με επιστολή του Θ.Ο.Κ. ημερ. 1.2.2012.
Ακριβώς επειδή ο διορισμός του ενδιαφερομένου μέρους από τον Θ.Ο.Κ., έπρεπε να τύχει έγκρισης από το Υπουργικό Συμβούλιο, η εκ των υστέρων και μετά από πάροδο οκτώ μηνών δημοσίευση της έγκρισης στην Επίσημη Εφημερίδα στις 14.9.2012, έχει τίτλο «Διορισμός Διευθυντή Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου» και υπότιτλο «Αρ. Απόφασης 73.054 της 5.1.2012.». Η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα κατά το Άρθρο 57.4 του Συντάγματος δεν αφορά ούτε συναρτάται λοιπόν προς την εγκυρότητα της ήδη δοθείσας έγκρισης από το Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά μόνο προς το γεγονός της δημοσιοποίησης της πράξεως διορισμού Διευθυντή στον Θ.Ο.Κ. προς όλους τους αρμοδίους φορείς, καθώς και στο ευρύτερο κοινό, ακριβώς διότι η πράξη διορισμού ήταν εκτελεστή και παράγωγος αποτελεσμάτων. Εξ ου και η άμεση υπογραφή του συμβολαίου εργοδότησης από το ενδιαφερόμενο μέρος και η ανάληψη των σχετικών καθηκόντων του από 1.2.2012.
Διαφορετική προσέγγιση δεν θα ήταν παραδεκτή ενόψει εγγενών προβλημάτων στην εισήγηση του Θ.Ο.Κ. Εάν η εισήγηση περί εγκυρότητας της πράξης, αυτής αρχομένης μόνο από τη δημοσίευση ήταν ορθή, θα σήμαινε ότι ο ίδιος ο Θ.Ο.Κ., καθώς και το Υπουργικό Συμβούλιο, εν γνώσει τους παρανόμησαν διορίζοντας το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση του Διευθυντή από 1.2.2012, με όλα τα συνεπακόλουθα, ενώ η ισχύς του διορισμού του θα έπρεπε να αρχίζει από 14.9.2012. Το γεγονός ότι το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο, χωρίς να αποφασίσει άλλως, όπως ορίζει το ίδιο το Άρθρο 57.4, «παρέβη» την πρόνοια για «παραχρήμα» δημοσίευση της απόφασης, δείχνει ότι η εκ των υστέρων δημοσίευση στοχεύει στη γνωστοποίηση της πράξης-απόφασης διορισμού και δεν συναρτάται προς την εγκυρότητα της έναρξης του διορισμού, διαφορετικά η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου θα έπρεπε θα ήταν ότι ο διορισμός άρχεται από της δημοσιεύσεως της εγκρίσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Τα πιο πάνω επιβεβαιώνονται και από την εντελώς πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Α.Ε. αρ. 220/2009, ημερ. 9.12.2013, στην οποία έγινε εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία περί δημοσιεύσεως και στο Άρθρο 57.4 του Συντάγματος. Πρόκειτο για ζήτημα που προέκυψε αναφορικά με τη σύνθεση της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου υπό το φως του δεδομένου ότι μέλος της είχε υποβάλει παραίτηση από 27.7.2005, αλλά επαναδιορίσθη στις 22.12.2005. Στην κρίσιμη συνεδρία της 1.2.2006, το μέλος αποχώρησε και δεν έλαβε μέρος επειδή είχε ήδη παραιτηθεί. Όμως η Ολομέλεια ακύρωσε την πρωτόδικη κρίση ότι δεν έπασχε η σύνθεση λόγω της αποχώρησης του μέλους, δεχόμενη το επιχείρημα ότι ο επαναδιορισμός του μέλους στις 22.12.2005, ήταν σε ισχύ από τις 13.1.2006, όταν του κοινοποιήθηκε και άρα έπρεπε να λάμβανε μέρος στη συνεδρία της 1.2.2006, ενημερωμένος για τα θέματα, της δημοσίευσης της πράξεως επαναδιορισμού του μη απαραιτήτου συστατικού στοιχείου για την τελείωση της πράξης. Η δημοσίευση έλαβε χώραν μετέπειτα στις 22.3.2006.
Η Ολομέλεια παρέπεμψε και σχολίασε τις αποφάσεις στις Σιεκκερής κ.ά. ν. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως Κύπρου (1988) 3 C.L.R. 2048, Panayides v. Republic (1972) 3 C.L.R. 474, Δημοκρατία ν. Παπαευριπίδου (1993) 3 Α.Α.Δ. 129 και Δημοκρατία ν. Πιπερίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 21, καθώς και τις Geodelekian v. Republic(1978) 3 C.L.R. 764 και Zachariades v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1193. Κρίθηκε, με αναφορά και στις πρόνοιες του Άρθρου 57.4, ότι το Άρθρο αυτό πρέπει να ερμηνευθεί επί των δικών του όρων και ότι το Άρθρο δεν καθιστά τη δημοσίευση αναγκαία σε κάθε περίπτωση, αφού παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο δικαίωμα να αποφασίσει να μη τη δημοσιεύσει. Η Ολομέλεια είπε τα εξής σχετικά:
«Το ερώτημα είναι κατά πόσο το Άρθρο 57.4 καθιστά τη δημοσίευση αναγκαία όχι για σκοπούς επίσημης και δημόσιας γνωστοποίησης αλλά για σκοπούς νομικής υπόστασης της ίδιας της πράξης, κατ΄ αναλογία προς την περίπτωση των νόμων, οι οποίοι τίθενται σε ισχύ μόνο με τη δημοσίευσή τους και όχι απλώς με τη ψήφισή τους, ως προνοείται στο άρθρο 7 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφάλαιο 1 (το ίδιο ισχύει προκειμένου περί οποιουδήποτε “public instrument made or issued under any Law or other lawful authority and having legislative effect”). Η υπόθεση Σιεκκερής, τονίζοντας την ατομικότητα της πράξεως διορισμού σε αντίθεση με τη γενικότητα πράξεων νομοθεσίας, παρέχει στήριξη στην αντίληψη ότι η δημοσίευση δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της τελειώσεως της υποστάσεως της πράξης. Όντως, στην περίπτωση γενικής νομοθεσίας, είναι η δημοσίευση που καθορίζει τη “γέννηση” του νόμου ώστε να ταυτίζεται με την όλη υπόσταση του. Στην περίπτωση ατομικών πράξεων όμως δεν συντρέχει ανάλογη εκ των πραγμάτων ανάγκη δημοσίευσης προς τελείωση της πράξης. Επί τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί άσχετο το ότι το Άρθρο 57.4 προνοεί ότι η δημοσίευση γίνεται “Εάν η απόφασις είναι εκτελεστή και τα δικαιώματα αρνησικυρίας ή αναπομπής δεν ησκήθησαν …..” (ως προνοείται στο Άρθρο 57.2.3). Αν η απόφαση είναι εκτελεστή, ούτε υπόκειται στις προνοούμενες διαδικασίες σε περίπτωση αρνησικυρίας ή αναπομπής, σαφώς πρέπει να θεωρείται ως τελειωθείσα με την κοινοποίηση της στον ενδιαφερόμενο αφού δεν απομένει να γίνει οτιδήποτε άλλο για να την καταστήσει ισχύουσα.
…………………………………………………………………….
……………………………………………………………………
Η δυνατότητα που παρέχεται προς το Υπουργικό Συμβούλιο να μη δημοσιεύσει οποιαδήποτε απόφαση του φαίνεται λοιπόν να συναρτάται μάλλον προς το κατά την κρίση του χρήσιμο ή επιθυμητό, αναλόγως της περίπτωσης της δημοσίευσης, παρά προς το απαραίτητο για σκοπούς τελείωσης και υπόστασης της απόφασης. Η δημοσίευση δεν μπορεί να είναι συστατικό στοιχείο της απόφασης αναλόγως της επιλογής του Υπουργικού Συμβουλίου. Και είναι, εφ΄ όσον έτσι έχουν τα πράγματα, άσχετο αν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, έχει γίνει δημοσίευση, ή όχι, αφού εκ της φύσεως των πραγμάτων η δημοσίευση, όπως και στις άλλες περιπτώσεις της νομολογίας, συνιστά απλώς γνωστοποίηση ήδη ισχύουσας και εξωτερικευθείσας απόφασης.»
Έγινε παραπομπή από τη συνήγορο του Θ.Ο.Κ. στην απόφαση Κωνσταντίνος Α. Μιχαηλίδης ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, υπόθ. αρ. 1581/2010, ημερ. 5.4.2012, (Χατζηχαμπής, Δ., όπως ήταν τότε), όπου ακυρώθηκε η προσβληθείσα πράξη η οποία λήφθηκε από το Συμβούλιο της ΑΤΗΚ στις 23.11.2010, πριν τη δημοσίευση του διορισμού των μελών της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 4.2.2011. Υπήρξε, κατά το Δικαστήριο, παραβίαση της πρόνοιας του Άρθρου 57.4. Κρίνεται ότι η περίπτωση είναι εντελώς διαφορετική από την παρούσα, καθότι το ζήτημα που εκεί ετέθη είχε ευθέως αναφορά στην ίδια τη συγκρότηση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών, που κατά το άρθρο 5(1) του περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμου, Κεφ. 302, ως τροποποιήθηκε, διορίζεται από το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο. Τα μέλη της Αρχής έλκουν την υπόσταση και εξουσία τους από την ίδια την πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, άνευ της οποίας δεν υφίσταται ούτε Πρόεδρος, ούτε Αντιπρόεδρος, ούτε άλλα μέλη της Αρχής. Πρόκειτο λοιπόν για πράξη συγκρότησης του ιδίου του οργάνου της Αρχής, ζήτημα που επαφίετο στο ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο και μόνο. Δεν μεσολαβούσε άλλο διοικητικό όργανο, ούτε και τίθετο θέμα έγκρισης και μετέπειτα δημοσίευσης.
Από το ενδιαφερόμενο μέρος, το Δικαστήριο παραπέμφθηκε στην ανάγκη έγκρισης της πράξης, χωρίς την οποία δεν υπάρχει πράξη, αυτής θεωρούμενης ως ανυπόστατης, (Συμβούλιο των Κεντρικών Σφαγείων (Κοφίνου) ν. Όμηρου Ρωσσίδη (1996) 3 Α.Α.Δ., 39). Αυτή η αρχή δεν αμφισβητείται βεβαίως από οποιονδήποτε, αλλά στην υπό κρίση περίπτωση η έγκριση είναι δεδομένη και συνεπώς δεν έχει εφαρμογή η θεωρία της ανυπόστατης πράξης. Ούτε η Χατζηβασιλείου ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού κ.ά. (1993) 4 Α.Α.Δ. 981, που μνημονεύεται στη Συμβούλιο Κεντρικών Σφαγείων (Κοφίνου) – ανωτέρω –, είναι σχετική εφόσον και εκεί πρόκειτο για περίπτωση απόφασης μη τελειωθείσας διότι ενώ αυτή υπόκειτο σε έγκριση, η πράξη εκδόθηκε χωρίς έγκριση. Ούτε η θεωρία των σύνθετων πράξεων είναι χρήσιμη εδώ διότι της δημοσιεύσεως μη ούσας συστατικού στοιχείου της πορείας της διοικητικής πράξεως, αυτή παραμένει εκτελεστή διά της εγκρίσεως της και μόνο υπό του αρμοδίου οργάνου. Αποφάσεις όπως η Α.Ε. Κοινοπραξία Cyprus Airport Group v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 437, περί σύνθετων διοικητικών πράξεων, δείχνουν ότι η παράλειψη προσβολής της τελικής απόφασης κατακύρωσης δεν νομιμοποιεί τον προσφεύγοντα στην καταχώρηση προσφυγής εναντίον του αποκλεισμού του ως προσφοροδότη σε προηγούμενο στάδιο, εφόσον εκείνη η πράξη απορροφήθηκε από μεταγενέστερη. Μπορεί να μνημονευθεί εδώ και η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας επί σύνθετων διοικητικών πράξεων στη Chrikar Trading Limited v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 541. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει η αλυσίδα της σύνθετης διοικητικής ενέργειας εφόσον η δημοσίευση στοχεύει μόνο στη δημόσια γνωστοποίηση του διορισμού και όχι στην τελείωση της πράξης.
Περαιτέρω, το όλο επιχείρημα του Θ.Ο.Κ., αλλά και του ενδιαφερομένου μέρους, είναι ανακόλουθο υπό το φως του γεγονότος ότι, όπως υποδείχθηκε στην αρχή του σκεπτικού, ως προς το ιστορικό της πορείας της προσφυγής, τόσο ο Υπουργός, όσο και το Υπουργικό Συμβούλιο, εκπροσωπώντας αμφότεροι τη Δημοκρατία υπό τις διαφορετικές τους ιδιότητες, απεσύρθηκαν διότι δηλώθηκε ότι η αποφασιστική αρμοδιότητα του επίδικου διορισμού ανήκε στον ίδιο τον Θ.Ο.Κ., με τον Υπουργό και το Υπουργικό Συμβούλιο να δίδουν τυπική έγκριση. Αυτό, προστίθεται, συνάδει και με την παρατήρηση του Αρτεμίδη, Π., στη συναφή υπόθεση Βαρνάβας Κυριαζή ν. Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (2004) 4 Α.Α.Δ. 500, όπου στην εισήγηση του δικηγόρου του Θ.Ο.Κ., ότι η προσφυγή έπρεπε να στρεφόταν και εναντίον του Υπουργού, ο οποίος ενέκρινε την προσβαλλόμενη πράξη, έγκριση απαραίτητη για την περίπτωση της διαδικασίας διορισμού, το Δικαστήριο είχε την άποψη ότι η παράλειψη ήταν «χωρίς σημασία, γιατί η προσφυγή στρέφεται εναντίον του οργάνου που ουσιαστικά έλαβε την επίδικη απόφαση.».
Στην απόσυρση της προσφυγής εναντίον του Υπουργού και του Υπουργικού Συμβουλίου υπό το φως της δήλωσης της δικηγόρου της Δημοκρατίας, δεν υπήρξε αντίδραση εκ μέρους της συνηγόρου του Θ.Ο.Κ. Μόνο εκ των υστέρων λοιπόν ηγέρθηκε ζήτημα από τον Θ.Ο.Κ. ότι η πράξη διορισμού τελειούται, (άρα δεν ήταν τυπική), με την έγκριση του Υπουργού, αλλά και τη δημοσίευση από το Υπουργικό Συμβούλιο. Και είναι απόλυτη εύστοχη η παρατήρηση της κας Ευσταθίου στη συμπληρωματική της γραπτή αγόρευση, ημερ. 27.6.2013, ότι διά της εκ των υστέρων εγέρσεως του προδικαστικού ζητήματος εισάγεται εκ νέου στη διαδικασία το Υπουργικό Συμβούλιο ως διάδικο μέρος και μάλιστα κατά ουσιαστικό τρόπο, ενώ αφαιρέθηκε μετά από τη δήλωση ότι η ανάμειξη του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν τυπική. Δεν μπορεί, επομένως, από τη μια το Υπουργικό Συμβούλιο να θεωρείται ότι έχει τελειώσει την πράξη διά της αδήριτης αναγκαιότητας για δημοσίευση της, και από την άλλη να έχει ληφθεί τέτοιου είδους απόφαση, από μη διάδικο μέρος, το οποίο, αν παρέμεινε μέρος της όλης διαδικασίας, πιθανόν να ήταν και σε θέση να εξηγήσει την όλη καθυστέρηση στη δημοσίευση και την επίπτωση της στη διοικητική πράξη που λήφθηκε και τον εν γένει τρόπο αντιμετώπισης της υπόθεσης από αυτό.
Προχωρώντας λοιπόν επί της ουσίας, το πρώτο που θα πρέπει να τύχει εξέτασης είναι η εισήγηση για πάσχουσα σύνθεση της Επιτροπής Προσωπικού κατά παράβαση των άρθρων 23 και 24 του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999. Όμως λόγω του ότι ο Θ.Ο.Κ. διά της αγορεύσεως του ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει υποχρέωση σύστασης τέτοιας Επιτροπής Προσωπικού κατά τις πρόνοιες του Νόμου αρ. 91/70 και άρα δεν υπήρχε καμία υποχρέωση που να επέβαλλε τη διεξαγωγή συνεδρίας της Επιτροπής Προσωπικού, το θέμα αφενός απλοποιείται και αφετέρου πιστοποιεί αβίαστα την έλλειψη πρακτικών και μάλιστα ουσιωδών που θα έπρεπε να υφίσταντο ώστε να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Απλοποιείται διότι δεν υπάρχει τρόπος ελέγχου της σύστασης και παρουσίας ή απουσίας των μελών της Επιτροπής Προσωπικού, αφού ο Θ.Ο.Κ. αρνείται στην ουσία την όποια εμπλοκή της Επιτροπής Προσωπικού στην όλη διαδικασία. Από την άλλη εφόσον, όπως θα διαφανεί στην πορεία, η Επιτροπή Προσωπικού φαίνεται να είχε σημαίνοντα ρόλο στη διαπίστωση της κατοχής των προσόντων από τους υποψηφίους για τη θέση του Διευθυντή, η απουσία οποιασδήποτε ουσιώδους πράξης από την οποία να αναδύεται ο τρόπος σκέψης και πιστοποίησης αυτών των προσόντων αφήνει έκθετη την περαιτέρω πορεία και διαδικασία επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους στην επίμαχη θέση.
Εισηγείται ο Θ.Ο.Κ. ότι δεν εξετάστηκε το θέμα των προσόντων από την Επιτροπή Προσωπικού, ούτε και ο Νόμος αρ. 91/70 καθιστά υποχρεωτική τέτοια εξέταση. Πράγματι ο εν λόγω Νόμος δεν θεσμοθετεί Επιτροπή Προσωπικού και ούτε φαίνεται να υπάρχουν κανονισμοί που διέπουν τη λειτουργία της. Τουλάχιστον το Δικαστήριο δεν εντόπισε τέτοιους κανονισμούς, ούτε και οι συνήγοροι το παρέπεμψαν σε οτιδήποτε σχετικό. Όμως, η λεγόμενη Επιτροπή Προσωπικού αναφέρεται ρητά στην κρίσιμη συνεδρία του Θ.Ο.Κ. ημερ. 5.10.2011, στην οποία αποφασίστηκε ποιοι υποψήφιοι ήταν προσοντούχοι και θα καλούνταν στη συνέχεια σε συνέντευξη, όπως και έγινε. Στα τηρηθέντα πρακτικά παρ. 2, στην τρίτη από το τέλος των πρακτικών παράγραφο, ρητά καταγράφεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο «…. αφού μελέτησε τα έγγραφα/αιτήσεις των υποψηφίων αποφάσισε και υιοθέτησε τις πιο πάνω εισηγήσεις της Επιτροπής Προσωπικού και του Προϊσταμένου Διοίκησης και Προσωπικού ….». Είναι επομένως λανθασμένη η προς το αντίθετο θέση της συνηγόρου του Θ.Ο.Κ. στη σελ.37 της αγόρευσης της, ότι το μόνο που αναφέρεται είναι ότι ο Πρόεδρος της Επιτροπής Προσωπικού μαζί με τον Προϊστάμενο Διοίκησης και Προσωπικού πληροφόρησαν το Διοικητικό Συμβούλιο ότι διεξήλθαν στις 30.9.2011 τις αιτήσεις των υποψηφίων. Αυτό αναφέρεται στην αρχή της παραγράφου 2 των πρακτικών, τα οποία πρέπει βεβαίως να αναγνωσθούν εν τω συνόλω τους.
Αλλά και περαιτέρω είναι προφανές ότι ο Πρόεδρος της Επιτροπής Προσωπικού ενεργούσε ως τέτοιος, δηλαδή, ως πρόεδρος της Επιτροπής Προσωπικού, εξ ου και το Διοικητικό Συμβούλιο στη συνέχεια εξέλαβε τις εισηγήσεις του ως αυτές της Επιτροπής Προσωπικού, διαχωρίζοντας μάλιστα τη θέση του Προέδρου της Επιτροπής Προσωπικού από τον Προϊστάμενο Διοίκησης και Προσωπικού. Επομένως, προϋπήρξε της κρίσης του Διοικητικού Συμβουλίου εξέταση των προσόντων των υποψηφίων από την Επιτροπή Προσωπικού, πρακτικά της οποίας δεν υπάρχουν και δεν έχουν παρουσιαστεί. Το ότι, άλλωστε, υπήρχε Επιτροπή Προσωπικού που ασχολήθηκε με το θέμα, προκύπτει αβίαστα από τα συνημμένα στην αρχική αγόρευση του αιτητή έγγραφα, από όπου φαίνεται η ύπαρξη τέτοιας Επιτροπής. Στο συνημμένο έγγραφο 2(Η), παρατίθεται η έκθεση του Προϊσταμένου Διοίκησης και Προσωπικού ημερ. 11.11.2011, στην οποία στην παράγραφο (γ), μνημονεύεται συνεδρία της Επιτροπής Προσωπικού ημερ. 12.2.2003, όπου κρίθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν πληρούσε «το απαιτούμενο προσόν αρ. (1) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης που αφορά τα ακαδημαϊκά προσόντα και ως εκ τούτου δεν θα κληθεί για προσωπική συνέντευξη ….». Στο συνημμένο 7, που είναι το πρακτικό της συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου του Θ.Ο.Κ. ημερ. 28.8.2009, καταρτίζεται, μεταξύ άλλων, και η Επιτροπή Προσωπικού, αναφέρεται δε και η σύνθεση της.
Αλλά ακόμη και εάν ένας δεχόταν το επιχείρημα που ουσιαστικά προωθεί ο Θ.Ο.Κ. ότι ο Πρόεδρος της Επιτροπής Προσωπικού ενήργησε μόνος του χωρίς δηλαδή να προϋπήρχε συνεδρία ή ακόμη και ανάγκη για τέτοια συνεδρία από την Επιτροπή Προσωπικού, τίθενται δύο ερωτήματα. Το πρώτον είναι με ποια ιδιότητα ο Πρόεδρος της Επιτροπής Προσωπικού (το ίδιο ισχύει και για τον Προϊστάμενο Διοίκησης και Προσωπικού), παρευρέθηκε στη συνεδρία και μετέφερε εισηγήσεις όπως κληθούν τα έξι εκεί καταγραφόμενα πρόσωπα σε συνέντευξη. Και δεύτερο και πλέον ουσιώδες, στη βάση ποιών δεδομένων, στοιχείων και παραμέτρων είναι που έγιναν οι συγκεκριμένες εισηγήσεις που περιελάμβαναν βέβαια και την εξέταση των προσόντων και της πείρας των υποψηφίων. Σημειώνεται δε, όπως θα αναφερθεί και αργότερα, ότι το επιχείρημα του Θ.Ο.Κ. ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε ήδη κριθεί προσοντούχο από την προηγούμενη διαδικασία επιλογής Διευθυντή το 2006, ουδόλως αναφέρεται στα επίμαχα πρακτικά της 5.10.2011, γεγονός που φανερώνει δύο δεδομένα: (i) ότι δεν ήταν αυτή η βάση επί της οποίας λειτούργησε στις 5.10.2011, το Διοικητικό Συμβούλιο, όπως εκ των υστέρων και μόνο προσπαθεί να πείσει ο Θ.Ο.Κ. διά της αγορεύσεως του και (ii) έγινε πράγματι εκ νέου εξέταση των προσόντων για την υπό κρίση θέση το 2011, χωρίς όμως οποιαδήποτε έρευνα.
Επί του θέματος των προσόντων που είναι η κύρια αιτίαση για ακύρωση της διοικητικής πράξης, παρατηρούνται τα εξής. Η προκήρυξη της θέσης Διευθυντή από τον Θ.Ο.Κ., προδιέγραψε ως απαιτούμενα προσόντα, στο βαθμό που ενδιαφέρει εδώ, τα εξής:
«(1) Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή δίπλωμα, τίτλος ή ισότιμο προσόν στις Καλές Τέχνες (περιλαμβανομένου Δράματος και Κινηματογράφου) ή Πανεπιστημιακό Δίπλωμα στις Κοινωνικές Επιστήμες ή τη Φιλολογία ή Ιστορία ή Φιλοσοφία ή Γλώσσες ή Πολιτιστικές/Κλασσικές Σπουδές ή τη Διοίκηση ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών ή σε κλάδο τούτων.»
Είναι παραδεκτό ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, σύμφωνα και με την αίτηση που υπέβαλε για τη θέση, είναι κάτοχος πρώτου πτυχίου στην Αεροναυτική Μηχανική από το Imperial College του Λονδίνου το 1991 και μέλος του Ινστιτούτου Chartered Accountants in England and Wales, που ο ίδιος ο Γ. Παπαγεωργίου στην αίτηση του για πρόσληψη, χαρακτηρίζει ως επαγγελματικό τίτλο, από το 1996.
Η θέση του αιτητή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε και δεν κατέχει τα προσόντα διορισμού στη θέση Διευθυντή του Θ.Ο.Κ., εδράζεται στο ότι δεν υπάρχει αφενός καμία αντιστοιχία του κατεχομένου πρώτου πτυχίου του ενδιαφερομένου μέρους με τα προδιαγραφόμενα προσόντα κατά την προκήρυξη, ενώ αφετέρου, ο επαγγελματικός του τίτλος ως μέλος του Institute of Chartered Accountants δεν εξηγήθηκε ποσώς από τον Θ.Ο.Κ., με ποιο τρόπο τον καθιστούσε προσοντούχο για τη θέση. Η θέση αυτή του αιτητή, υπό το φως της όλης διαδικασίας και του τρόπου ενέργειας του Θ.Ο.Κ., είναι ορθή. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Θ.Ο.Κ. έκρινε στις 5.10.2011, ότι μπορούσαν να κληθούν για συνέντευξη ως προσοντούχοι στη βάση της εισήγησης του Προέδρου της Επιτροπής Προσωπικού και του Προϊσταμένου Διοίκησης και Προσωπικού, μεταξύ άλλων, και το ενδιαφερόμενο μέρος, αφού εξέτασε «την κατάσταση των υποψηφίων με τα προσόντα και την πείρα τους». Απεκλείσθη μόνο ένας ο οποίος θεωρήθηκε ότι δεν πληρούσε το βασικό απαιτούμενο προσόν ως προς τα ακαδημαϊκά προσόντα. Στα εν λόγω πρακτικά καταγράφεται απλώς η πληροφόρηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Θ.Ο.Κ., ότι στις 30.9.2011, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Προσωπικού είχε εξετάσει την κατάσταση των υποψηφίων με τα προσόντα και ο Θ.Ο.Κ., ως Διοικητικό Συμβούλιο, υιοθέτησε στη συνέχεια τη σχετική εισήγηση.
Είναι πρόδηλο ότι κατά την πιο πάνω συνεδρία που ήταν καταλυτική ως προς τα άτομα που θα καλούνταν σε συνέντευξη ως προσοντούχοι, δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη αναφορά που να σχετίζεται με οποιαδήποτε έρευνα σχετικά με τα προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους. Όσα έχουν ανωτέρω σχολιαστεί και αποφασιστεί σε σχέση με την τήρηση των πρακτικών της Επιτροπής Προσωπικού στο βαθμό που άπτονται της διαπίστωσης των προσόντων, επαναλαμβάνονται και εδώ ως απόλυτα συναφή. Ο Θ.Ο.Κ. λέγει όμως στην αγόρευση του ότι η κατοχή των απαραιτήτων προσόντων από πλευράς του ενδιαφερομένου μέρους είχε ήδη διαπιστωθεί στο παρελθόν με βάση διαδικασία που είχε ακολουθήσει την προκήρυξη της θέσης του Διευθυντή του Θ.Ο.Κ. στις 13.11.2006, ως το Παράρτημα Γ στην αγόρευση του. Εισηγείται η συνήγορος, ότι ο Θ.Ο.Κ. είχε μελετήσει στοιχεία και έγγραφα που είχαν παρουσιαστεί από το ενδιαφερόμενο μέρος και επισυνάφθησαν επιστολές που ανταλλάγησαν ως προς την κατοχή των προσόντων αυτού, ως Παράρτημα Δ. Περαιτέρω, κατατέθηκαν κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων από το ενδιαφερόμενο μέρος στις 13.1.2007 και περαιτέρω έγγραφα ως προς την κατοχή των προσόντων αυτών, ως το Παράρτημα Ε στην αγόρευση. Ο Θ.Ο.Κ. θεωρεί λοιπόν ότι στην απόφαση του ημερ. 13.1.2007, Παράρτημα ΣΤ στην αγόρευση, το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε προσοντούχος εφόσον συμμετείχε στη διαδικασία, πλην όμως δεν είχε τότε επιλεγεί.
Το πρώτο βεβαίως που παρατηρείται ως προς την ανωτέρω εισήγηση, είναι ότι γίνεται στην ουσία παραδοχή ότι στη συνεδρία της 5.10.2011 δεν έγινε ιδιαίτερη εξέταση των προσόντων των υποψηφίων. Περαιτέρω, κρίνεται ορθή η παρατήρηση του αιτητή ότι στο εν λόγω πρακτικό ημερ. 13.1.2007, δεν αναφέρεται οτιδήποτε που ευθέως αφορά τη διαπίστωση κατόπιν σχετικής έρευνας της πραγματικής κατοχής από μέρους του ενδιαφερομένου προσώπου των προσόντων που καθορίσθηκαν στην προκήρυξη της θέσης. Δεν εξετάστηκαν τα προσόντα των υποψηφίων σε εκείνη τη συνεδρία, αλλά ούτε και στην προηγηθείσα συνεδρία ημερ. 28.12.2006, συνημμένο 3 στην αρχική αγόρευση του αιτητή, όπου το μόνο που αναφέρεται ήταν ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του Θ.Ο.Κ. ενημερώθηκε από τα μέλη της Επιτροπής Προσωπικού για τη θέση του Διευθυντή, το δε Διοικητικό Συμβούλιο, αφού εξέτασε την κατάσταση των υποψηφίων, αποφάσισε «να διορθωθεί η κατάσταση με τα προσόντα και να αποσταλεί στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.».
Προκύπτει ότι ουδεμία ουσιαστική έρευνα έγινε από τον Θ.Ο.Κ. για την κατοχή των προδιαγεγραμμένων προσόντων από το ενδιαφερόμενο μέρος, ενώ στη βάση των στοιχείων που παραθέτει ο αιτητής στις αγορεύσεις του, με τα συνημμένα έγγραφα, παρουσιάζεται ότι σε συνεδρία της Επιτροπής Προσωπικού ημερ. 12.2.2003 και μετέπειτα στις 30.12.2004, αλλά και στις 20.12.2006, διαπιστώθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν πληρούσε το απαραίτητο προσόν της παραγράφου (1) του σχεδίου υπηρεσίας με αναφορά στα ακαδημαϊκά του προσόντα. Το δε Διοικητικό Συμβούλιο του Θ.Ο.Κ. στη συνεδρία του ημερ. 16.2.2005 (συνημμένο 4(2) στην αρχική αγόρευση του αιτητή), αποφάσισε στη βάση του τηρηθέντος πρακτικού ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν πληρούσε τα προσόντα εφόσον «….. το δίπλωμα του ως μέλος του Συνδέσμου Ορκωτών Λογιστών δεν περιλαμβάνεται στα διπλώματα που αναφέρονται στα Σχέδια Υπηρεσίας της θέσης και συγκεκριμένα στη Διοίκηση. Αυτό επιβεβαιώθηκε και από τον ίδιο κατά τη συνέντευξη.».
Να σημειωθεί ως ενισχυτικό στοιχείο της εκτροπής που εν τέλει σημειώθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο του Θ.Ο.Κ., στις 5.10.2011 και στις 25.10.2011 όταν διόρισε, ως προσοντούχο πλέον, το ενδιαφερόμενο μέρος, ότι προς την ίδια κατεύθυνση ήσαν και οι γνωματεύσεις του τότε νομικού συμβούλου του Θ.Ο.Κ. ημερ. 12.2.2003 και 2.1.2007, που επισυνάπτονται στην αρχική αγόρευση του αιτητή ως προς το ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, η άποψη του νομικού συμβούλου ήταν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν καλυπτόταν από το επαγγελματικό του προσόν εφόσον το σχέδιο υπηρεσίας προνοούσε για πανεπιστημιακό δίπλωμα, η μόνη δε ισοτιμία πανεπιστημιακού διπλώματος ή διπλώματος ή τίτλου συναρτάτο προς τις Καλές Τέχνες και μόνο. Ο νομικός σύμβουλος υπέδειξε ότι ενδεχόμενα το ενδιαφερόμενο μέρος να μπορούσε κατά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Θ.Ο.Κ. και εφόσον αυτό αποτελούσε αντικείμενο εξέτασης, να κρινόταν προσοντούχος εάν το σχέδιο υπηρεσίας προνοούσε και τα εξής διαζευκτικά, «ή ισότιμο επαγγελματικό προσόν που να θεωρείται ισότιμο πανεπιστημιακού διπλώματος».
Προστίθεται εδώ, ως το κατάλληλο σημείο, ότι η θέση του ενδιαφερομένου μέρους που αναπτύσσεται στη δική του αγόρευση περί ισοτιμίας, σε συνάρτηση και με τον επαγγελματικό τίτλο είναι αφενός έξω από τους λόγους που το ίδιο το διοικητικό όργανο, ο Θ.Ο.Κ., προωθεί προς υποστήριξη της διοικητικής πράξης, (Μαρία Λαμπρατσιώτη ν. Ηλιάνας Ανδρέου, Α.Ε. αρ. 137/2009, ημερ. 8.4.2013 και Γεώργιος Φινόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1729/2011 κ.ά., ημερ. 10.12.2013), αλλά και κυρίως αποτελεί σκέψεις που απαντώνται στην αγόρευση χωρίς να είχε συζητηθεί τέτοιο ζήτημα από το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο του Θ.Ο.Κ. Επομένως απαράδεκτα προωθείται από το ενδιαφερόμενο μέρος. Η περίπτωση ισοτιμίας και του επαγγελματικού τίτλου κατά γενικότητα και όχι μόνο ως προς τις Καλές Τέχνες, ουδόλως αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης και απόφασης. Κατά συνέπεια, η εισήγηση περί ανισότητας ή παραβίασης της χρηστής διοίκησης μεταξύ υποψηφίων που κατέχουν ισοδύναμο προς τις Καλές Τέχνες προσόν, με άλλους που κατέχουν επαγγελματικό προσόν, είναι προϊόν νομικής σκέψης και όχι προϊόν πραγματικού συζητηθέντος δεδομένου στο Διοικητικό Συμβούλιο. Όπως δεν αποτέλεσε και αντικείμενο εξέτασης η επιστολή του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου ημερ. 15.4.2013, που η συνήγορος επισύναψε στη δική της αγόρευση. Πρόκειται για δεδομένο, άλλωστε, έξω από τον ουσιώδη χρόνο.
Ούτε ευσταθεί η θέση της συνηγόρου του Θ.Ο.Κ., ότι για τη θέση που προκηρύχθηκε το 2006, το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε ως προσοντούχο χωρίς αυτό να αμφισβητηθεί και συνεπώς η κρίση αυτή δεν θα μπορούσε να ανατραπεί χωρίς ο Θ.Ο.Κ. να παρουσιαστεί ασυνεπής και αντιφατικός, διότι κατά τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης το 2006, είχε επιλεγεί για τη θέση του Διευθυντή ως πρωτεύσας ο νυν αιτητής και δεν υπήρχε τότε λόγος αμφισβήτησης των προσόντων του ενδιαφερομένου μέρους. Τώρα όμως το ζήτημα αμφισβητείται και εφόσον, όπως έχει προεκτεθεί, στην ουσία το Διοικητικό Συμβούλιο του Θ.Ο.Κ. ουδέποτε προηγουμένως διερεύνησε ορθά την κατοχή των προσόντων, η απόφαση του που προσβάλλεται με την υπό κρίση προσφυγή, έπρεπε να είχε στηριχθεί τόσο στη διερεύνηση των προσόντων του, όσο και να δοθεί προς τούτο δέουσα αιτιολογία.
Οι υποθέσεις Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422 και Διονυσία Χατζηκυριάκου ν. Ρ.Ι.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 491, τις οποίες μνημονεύει ο Θ.Ο.Κ. στην αγόρευση του προωθώντας το επιχείρημα ότι ήδη το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε προηγουμένως ως προσοντούχο και άρα επενεργεί υπέρ του Θ.Ο.Κ. το τεκμήριο νομιμότητας ώστε να μην χρειαζόταν επανεξέταση των προσόντων του, δεν έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. Η αρχή που αναδύεται από τις εν λόγω υποθέσεις είναι βεβαίως ορθή και αναγνωρισμένη, αλλά αυτή ισχύει όπου το ενδιαφερόμενο μέρος ήδη κατείχε προηγούμενη θέση του ίδιου ή κατώτερου βαθμού στις οποίες απαιτείτο το ίδιο προσόν. Επομένως το διοικητικό όργανο εξετάζοντας διορισμό ή προαγωγή σε ανώτερη βαθμίδα δεν χρειάζεται κατ΄ ανάγκη να επαναδιερευνήσει το προσόν. Εδώ όμως το ενδιαφερόμενο μέρος ουδέποτε προηγουμένως κατείχε τη θέση Διευθυντή του Θ.Ο.Κ., οπότε ήταν ανοικτό το πεδίο για νέα και ουσιαστική έρευνα.
Ούτε η πιο πάνω αρχή είναι απόλυτη. Όπως έχει αναφερθεί στη νομολογία, για να θεωρείται ένα ζήτημα ως δεδικασμένο, θα πρέπει να είχε εξεταστεί ως επίδικο, άλλως δεν υπάρχει δέσμευση του διοικητικού οργάνου. Στην απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293, αναφέρθηκαν τα εξής στη σελ. 299, τα οποία ισχύουν και εδώ κατ΄ αναλογίαν:
Πρέπει, όμως, να έχει εξεταστεί το ζήτημα ως επίδικο θέμα, διαφορετικά όπου το Δικαστήριο αποφασίζει λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι κατέχεται από ένα υποψήφιο κάποιο απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν, η Ε.Δ.Υ. σε περίπτωση επανεξέτασης δύναται να διερευνήσει την κατοχή του προσόντος, εφόσον δεν υπήρξε επ΄ αυτού οποιαδήποτε απόφαση, ή, δεν είχε εγερθεί τέτοιο ζήτημα προηγουμένως (Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 345). Και στη Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, η πλήρης Ολομέλεια διευκρίνισε ότι το διοικητικό όργανο διενεργεί την επανεξέταση «…. στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ΄ όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος: (βλ. Ιωσηφίδη κ.α. ν. Δαβερώνα κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδης κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 61.)».
Υπενθυμίζεται, στο στάδιο αυτό, η προηγουμένως καταγραφείσα θέση του Δικαστηρίου ως προς την απουσία ουσιαστικής έρευνας κατά τη διαδικασία που έλαβε χώραν για την πλήρωση της υπό κρίση θέσης του Διευθυντή, παρά το ότι το όλο ζήτημα των προσόντων των υποψηφίων παρουσιάζεται να αποτέλεσε αντικείμενο απόφασης στις 5.10.2011. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Επιτροπής Προσωπικού ασχολήθηκε επί μακρόν με τον υποψήφιο Βασίλη Μυριανθόπουλο, ο οποίος κατά την εισήγηση του Προέδρου της εν λόγω Επιτροπής δεν πληρούσε το βασικό προαπαιτούμενο προσόν της παρ. 1(α) της προκήρυξης της θέσης, εξηγώντας μάλιστα, με αναφορά και σε γνωμάτευση του νομικού συμβούλου του Θ.Ο.Κ. ημερ. 12.2.2003, ότι τα διπλώματα που το εν λόγω πρόσωπο κατείχε από σχολή Δραματικής Τέχνης δεν ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας ως μη πανεπιστημιακού επιπέδου. Ήταν διπλώματα ανώτερης και όχι ανώτατης ή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Εξ αντιδιαστολής βεβαίως θεωρήθηκαν οι υπόλοιποι υποψήφιοι ως προσοντούχοι. Χωρίς όμως ουσιώδη έρευνα, η κρίση αυτή πάσχει σ΄ ό,τι αφορά εδώ το ενδιαφερόμενο μέρος για τους λόγους που ήδη εξηγήθηκαν και που συνοψίζονται: στην υπό κρίση συνεδρία για την πλήρωση της επίμαχης θέσης, ουδέν ιδιαίτερο αναφέρεται ή αποφασίζεται ως προς το προσόν ή προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους. Περαιτέρω, δεν υπάρχει καν αναφορά ή υιοθέτηση προηγούμενης απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Θ.Ο.Κ., ως προς την υπό αυτού αποδοχή των προσόντων του ενδιαφερομένου μέρους. Πέραν τούτων, οι όποιες προηγούμενες αποφάσεις που σχετίζονται με την κατοχή των προσόντων του ενδιαφερομένου μέρους δεν βοηθούν διότι αφενός είναι αντιφατικές μεταξύ τους, (αρχικά κρίθηκε μη προσοντούχος και μετέπειτα προσοντούχος, χωρίς αλλαγή στα σχέδια υπηρεσίας ή στα ουσιώδη γεγονότα), και αφετέρου η απόφαση του 2006-2007, που έκρινε το ενδιαφερόμενο μέρος προσοντούχο δεν στηρίζεται η ίδια σε οποιαδήποτε ουσιώδη έρευνα ή τουλάχιστον σε έρευνα που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου.
Δύο καταληκτικά σχόλια επί του θέματος των προσόντων. Ο αιτητής πέραν της αμφισβήτησης των καθαυτών προσόντων της παρ. 1(α), αναφορικά με την κατοχή πανεπιστημιακού πτυχίου κλπ, ασχολείται και με την κατοχή των απαιτούμενων προσόντων της παρ. 2(α) του σχεδίου υπηρεσίας, της δεκαετούς δηλαδή πείρας σε θέματα σχετικά με θέατρο ή τις καλές τέχνες κλπ. Το ζήτημα, κατά τον αιτητή, είναι ότι ούτε αυτό το προσόν διερευνήθηκε ποτέ επαρκώς, ενώ διατυπώθηκαν και αμφιβολίες από τον Προϊστάμενο Διοίκησης και Προσωπικού, (συνημμένα 5, 2(Η) και 4(1) στην αρχική γραπτή αγόρευση του αιτητή). Ο Θ.Ο.Κ. απαντά ότι δεν είναι μόνο τα προσόντα της παρ. 2(α) που ήσαν υπό κρίση, αλλά και η διαζευκτική κατοχή προσόντων κατά την παρ. 2(β) του σχεδίου υπηρεσίας. Το ζήτημα όμως και εδώ παραμένει ότι ουδέποτε το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε ρητά, ούτε και φαίνεται να κατηύθυνε την προσοχή του ούτε ακόμη και στο θέμα αυτό, το οποίο βεβαίως έπεται της κατοχής του προσόντος της παρ. 1(α), που δεν είναι διαζευκτική προς οποιοδήποτε άλλο προσόν. Το ότι δεν έγινε ούτε για την παρ. 2(α) ή 2(β) ουσιώδης έρευνα από το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο του Θ.Ο.Κ., φανερώνεται όχι μόνο από την ίδια την υπό κρίση απόφαση και τα πρακτικά της συνεδρίας 5.10.2011, αλλά και με παραπομπή στα όσα προηγήθηκαν το 2007, όταν στις 13.1.2007 έγιναν συνεντεύξεις των υποψηφίων στις οποίες συμμετείχε και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Το ότι δεν υπάρχει αναφορά στα πρακτικά ότι δεν πληρούσε τα προσόντα, αλλά αντίθετα βαθμολογήθηκε κανονικά, δεν σημαίνει και επαρκή, τουλάχιστον, έρευνα από το Διοικητικό Συμβούλιο των όλων προσόντων. Δεν μπορεί να εξάγεται συμπερασματικά ή κατά τεκμήριο η κατοχή προσόντων, χωρίς έρευνα και αιτιολόγηση, (σελ. 24-25 της γραπτής αγόρευσης του Θ.Ο.Κ.). Πουθενά, τονίζεται, για μια ακόμη φορά, δεν υπάρχει καταγραμμένη η θέση του Διοικητικού Συμβουλίου ότι διερευνήθηκαν τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους και κρίθηκαν, κατά την εύλογη διακριτική ευχέρεια του Θ.Ο.Κ., ως εμπίπτοντα στην παρ. 1(α) της προκήρυξης είτε απευθείας, είτε διά ισοτιμίας. Να προστεθεί δε ότι ναι μεν, όπως λέγει ο Θ.Ο.Κ. στην αγόρευση του, ένα σχέδιο υπηρεσίας ερμηνεύεται από το οικείο διοικητικό όργανο, αλλά αυτό προϋποθέτει, που εδώ ελλείπει, καταγραφή των αποφάσεων και του τρόπου που το διοικητικό όργανο υιοθέτησε για την ερμηνευτική αυτή άσκηση, που πρέπει να είναι αντικειμενική και να εφαρμόζεται για όλους τους υποψήφιους με ταυτόχρονη την καθαυτή εφαρμογή των κριτηρίων αυτών σε ένα έκαστο των υποψηφίων, εδώ το ενδιαφερόμενο μέρος.
Περαιτέρω, τόσο στην αγόρευση του Θ.Ο.Κ., όσο και του ενδιαφερομένου μέρους, αναπτύσσεται επιχειρηματολογία ως προς τα μαθήματα που το ενδιαφερόμενο μέρος είχε παρακολουθήσει για την απόκτηση του επαγγελματικού τίτλου Chartered Accountant ώστε να υποστηριχθεί η πρόταση τους ότι ο επαγγελματικός τίτλος ήταν πτυχίο στη διοίκηση και ότι μπορούσαν να ληφθούν υπόψη οι πρόνοιες της Οδηγίας 84/253/ΕΟΚ και της 2006/43, ως προς την ισοτιμία του τίτλου με πανεπιστημιακό πτυχίο ή δίπλωμα. Όλα αυτά όμως ουδόλως αποτέλεσαν τη βάση της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Θ.Ο.Κ. και ούτε καν αναφέρθηκαν στο σκεπτικό της κρίσης του ως προς τη θεώρηση του ενδιαφερομένου μέρους ως προσοντούχου και του μετέπειτα διορισμού του. Αντίθετα, αφέθηκε να πλανάται η κατά τεκμήριο, ως εξηγήθηκε ήδη ανωτέρω, κατοχή των προσόντων, εν μέσω μάλιστα ισχυρών επιφυλάξεων και του Προϊσταμένου Διοίκησης και Προσωπικού και του νομικού συμβούλου του Θ.Ο.Κ. Η κατοχή των προσόντων αφέθηκε να εξεταστεί από το Διοικητικό Συμβούλιο το οποίο ουδέποτε εξέφρασε συγκεκριμένη κρίση. Το ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέθεσε κατά την υποψηφιότητα του πακέτο ή δέσμη εγγράφων και πιστοποιητικών δεν σήμαινε και την άνευ ετέρου αποδοχή τους από το διοικητικό όργανο. Μάλιστα, ιδιαιτέρως έπρεπε να τύχει προσοχής και επισταμένης μελέτης από το Διοικητικό Συμβούλιο η κατοχή των προσόντων εκ μέρους του ενδιαφερομένου μέρους. ενόψει του ότι στο παρελθόν το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε από το ίδιο όργανο και τις προηγηθείσες απόψεις της Επιτροπής Προσωπικού, ως μη προσοντούχος.
Η απόφαση του Θ.Ο.Κ. πάσχει περαιτέρω και λόγω της άνευ ειδικής αιτιολογίας παραγνώρισης του πλεονεκτήματος του αιτητή. Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, παράγραφο (6), «Ειδικές σπουδές αναφορικά με το θέατρο, θα αποτελούν πλεονέκτημα.». Ο αιτητής είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής Θεάτρου Τέχνης Κάρολου Κουν, είναι κάτοχος B.A. in Theatre Studies από το Empire College of State University of New York και Master of Philosophy in Performance Practice από το Exeter University του Ηνωμένου Βασιλείου. Αντίθετα, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν έχει καμιά απολύτως σπουδή ως προς το θέατρο. Κατά τις επίμαχες συνεδρίες όπου το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε προσοντούχο και μετέπειτα διορίστηκε, ουδεμία απολύτως αναφορά γίνεται στην κατοχή του εν λόγω πλεονεκτήματος από τον αιτητή. Ως να μην κατείχε τα προσόντα αυτά.
Η συνήγορος του Θ.Ο.Κ. στην αγόρευση της συνδέει το ζήτημα του πλεονεκτήματος με την έκδηλη υπεροχή, που κατά την εισήγηση του Θ.Ο.Κ., δεν κατάφερε να αποδείξει ο αιτητής έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Πρόκειται για νομική παρεξήγηση. Η κατοχή πλεονεκτήματος που αναφέρεται σε σχέδιο υπηρεσίας και που έχει ένας υποψήφιος πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής εξέτασης από το διοικητικό όργανο. Πλούσια είναι η νομολογία που επιβεβαιώνει διαχρονικά τη νομική θέση ότι η κατοχή πλεονεκτήματος δίδει σημαντικό προβάδισμα στον κάτοχο του, (Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας και Παντελίτσα Κουπεπίδου ν. Παναγή (2011) 3 Α.Α.Δ. 163, Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 Α.Α.Δ., 93 και Μορίτση ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109). Για να παρακαμφθεί το πλεονέκτημα υποψηφίου από συνυποψήφιο που δεν κατέχει τέτοιο πλεονέκτημα, χρειάζεται ειδική πειστική αιτιολογία, (Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1, Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410 και Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).
Τα πρακτικά του Θ.Ο.Κ. ημερ. 5.10.2011, 25.10.2011 και 9.12.2011, ουδόλως ασχολήθηκαν με το ζήτημα. Ιδιαιτέρως στο πρακτικό ημερ. 25.10.211, στο οποίο κατά πλειοψηφία τάχθηκε το Διοικητικό Συμβούλιο του Θ.Ο.Κ. υπέρ της επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους, δεν εντοπίζεται οτιδήποτε σχετικό. Καμιά απολύτως αναφορά στο πλεονέκτημα του αιτητή. Δεν ήταν βεβαίως αρκετή η καταγραφή της άποψης της πλειοψηφίας ως προς τους λόγους επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους. Έπρεπε να γίνει και σύγκριση με τον αιτητή και να καταγραφούν οι λόγοι για τους οποίους ο αιτητής παρόλο που κατείχε το πλεονέκτημα, δεν επιλεγόταν έναντι του ενδιαφερομένου μέρους που δεν είχε το πλεονέκτημα.
Όσον αφορά την έκδηλη υπεροχή, υιοθετούνται τα εξής από την απόφαση του Δικαστηρίου στην πρόσφατη απόφαση Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 341/2012, ημερ. 29.11.2013, τα οποία είναι απόλυτα σχετικά και εδώ:
«Η ανάλυση των δεδομένων της υπόθεσης με σκοπό την κατάληξη σε απόφαση, πρέπει να αρχίσει από την πρόταση της Ε.Δ.Υ. και του ενδιαφερομένου μέρους ότι ο αιτητής δεν έχει αποδείξει ότι υπερέχει εκδήλως του ενδιαφερομένου μέρους, απόδειξη που εν πάση περιπτώσει βαρύνει τον ίδιο. Όμως η θέση αυτή δεν είναι εδώ το ζητούμενο εφόσον η εισήγηση του αιτητή δεν βασίζεται στην έκδηλη υπεροχή του έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, αλλά στην πλάνη της Ε.Δ.Υ. και την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας κατά την επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους, καθώς και παραβίαση του δεδικασμένου. Έχει αναγνωριστεί από τη νεότερη νομολογία ότι το ζήτημα της έκδηλης υπεροχής υπό την έννοια της ουσιαστικής και ταυτόχρονα αυταπόδεικτης ανωτερότητας του επιλεγέντος έναντι των ανθυποψηφίων του, ζήτημα που οριοθετεί και την ευρεία διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου στην οποία το Δικαστήριο κατά κανόνα δεν επεμβαίνει, υπεισέρχεται στη συγκριτική εικόνα μόνο εκεί όπου κατά τα άλλα η πράξη της διοίκησης δεν μολύνεται από οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εφαρμογή των ορθών κριτηρίων για σκοπούς διορισμού η προαγωγής, (Γεωργίου Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 56/2008, ημερ. 30.4.2009 και Πολυνείκη ν. Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας, υπόθ. αρ. 422/2008 ημερ. 30.6.2010). Εδώ, ο αιτητής συγκεκριμενοποιεί λόγους που άπτονται της ίδιας της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης και μόνο με την απόρριψη τους θα είναι δυνατόν να τεθεί σε εξέταση το θέμα της έκδηλης υπεροχής.»
Από όλη την ανάλυση που αναπτύσσεται στο σκεπτικό του Δικαστηρίου, είναι πρόδηλο ότι ο Θ.Ο.Κ. υπέπεσε σε σοβαρή πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο σε αριθμό θεμάτων, καίριων για την έκβαση της προσφυγής.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον του Θ.Ο.Κ., ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο