LAAL BADH SHAH ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 979/2012, 11/12/2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 979/2012)

 11 Δεκεμβρίου, 2013

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

LAAL BADH SHAH,

Αιτητής,

-      ΚΑΙ -

 

             ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.     ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ,

2.     ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ/Ή

3.     ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

                                                                        Καθ΄ων η αίτηση.

---------------------------

Μιχάλης Παρασκευάς, για τον Αιτητή.

Κυριάκος Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

-------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:    Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από το Αφγανιστάν, αφίχθηκε στην Κύπρο παράνομα στις 18.1.2005 από τα Κατεχόμενα και υπέβαλε στη συνέχεια αίτηση για πολιτικό άσυλο.  Στις 26.1.2005, αποτάθηκε για άδεια παραμονής ως αιτητής πολιτικού ασύλου, η οποία του παραχωρήθηκε στις 17.3.2006 με ισχύ μέχρι 17.9.2006. Στις 26.9.2005 τέλεσε γάμο με Ελληνοκύπρια.

 

Στις 8.5.2009, ο αιτητής απέσυρε το αίτημα του για πολιτικό άσυλο υποβάλλοντας την ίδια μέρα αίτηση για να του παραχωρηθεί άδεια παραμονής και απασχόλησης.  Όμως, η αίτηση του απορρίφθηκε από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για το λόγο ότι δεν συζούσε πλέον με την Ελληνοκύπρια σύζυγο του και επιπλέον είχε κατατεθεί αίτηση διαζυγίου, ενώ με επιστολή ημερομηνίας 15.3.2010 κλήθηκε όπως διευθετήσει την αναχώρηση του.

 

Στις 9.4.2012 ο αιτητής καταδικάστηκε σε δύο μήνες φυλάκιση για τα αδικήματα της παράνομης παραμονής και της παράνομης εργοδότησης.  Την επόμενη μέρα, 10.4.2012 η Διευθύντρια τον κήρυξε ως ανεπιθύμητο μετανάστη στη βάση του άρθρου 6(1)(δ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ.105 (στο εξής «ο Νόμος») και εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία, σύμφωνα με τους καθ΄ων η αίτηση, του γνωστοποιήθηκαν με επιστολή ημερομηνίας 11.4.2012, αλλά αυτός αρνήθηκε να την παραλάβει και να την υπογράψει.  

 

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα των πιο πάνω διαταγμάτων.  Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει συνοψίζονται στους εξής:

 

-  Παραβιάστηκε και/ή δεν εφαρμόστηκε η Οδηγία 2008/15/ΕΚ σχετικά με τους Κανόνες και τη διαδικασία στα κράτη μέλη για την επιστροφή παρανόμως διαμένοντων υπηκόων τρίτων χωρών (ειδικότερα τα άρθρα 180Θ (οικειοθελής αναχώρηση)  και 18ΠΣΤ (κράτηση).

-      Τόσο η ποινή φυλάκισης, όσο και η κράτηση του για σκοπούς απέλασης του επεβλήθηκαν κατά παράβαση του Νόμου.

-      Παραβιάστηκε το δικαίωμα διαμονής ως μέλος οικογένειας ευρωπαίου πολίτου, όπως κατοχυρώνεται σύμφωνα με την Οδηγία 2004/38/ΕΚ, στην περίπτωση τριετούς τουλάχιστον διάρκειας του γάμου έως την έναρξη διαδικασίας διαζυγίου ή τη λήξη της καταχωρισμένης συμβίωσης.  Επίσης παραβιάστηκε το άρθρο 28 της Οδηγίας που αναφέρεται στην προστασία κατά της απέλασης.

-      Οι καθ΄ ων η αίτηση λειτούργησαν κακόπιστα και κατά παράβαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά την έκδοση των προηγούμενων, των επιδίκων διαταγμάτων, διοικητικών αποφάσεων, με τις οποίες αρνήθηκαν άδεια παραμονής και απασχόλησης και τον καλούσαν να αναχωρήσει από την Κύπρο.

 

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι κάποιες από τις παραπάνω θέσεις και τα σχετικά επιχειρήματα του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση, εγέρθηκαν από αυτόν και με απασχόλησαν στα πλαίσια αίτησης του για την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης Habeas Corpus (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Laal Badh Shah, Πολιτική Αίτηση 43/2012, ημερομηνίας 24.4.2013).  Συνεπώς θεωρώ ότι πολλά από αυτά τα ζητήματα εγείρονται κατά παράβαση του δεδικασμένου που προκύπτει τόσο από την απόφαση μου επί του Habeas Corpus, όσο και από την απόφαση του Ναθαναήλ, Δ., στην Πολ. Αίτηση 80/2012, αφού πρόκειται για ίδια θέματα, επί των ιδίων γεγονότων, μεταξύ των ιδίων διαδίκων, σε αμφότερες τις διαδικασίες.

 

Προβλήθηκε στην Πολιτική Αίτηση 43/2012 και προβάλλεται εκ νέου στην παρούσα διαδικασία, με αναφορά στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-61/11 PPU ημερομηνίας 28.4.2011, ότι η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον αιτητή από το Επαρχιακό Δικαστήριο αντιβαίνει στην Οδηγία 115/2008/ΕΚ και τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.  Για το ζήτημα αυτό υιοθετώ και επαναλαμβάνω τα όσα σχετικά είχα αναφέρει στην Πολιτική Αίτηση 43/2012 με την προσθήκη ότι εάν ο αιτητής παραπονείτο για την ποινή, θα μπορούσε να υποβάλει έφεση:

 

«....... τα όσα προβάλλονται με την αίτηση και αναπτύσσονται στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή σχετικά με το παράνομο της επιβληθείσας στον αιτητή ποινής φυλάκισης κατ΄ αντίθεση προς την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-61/11 PPUEl Dridi ΗΜΕΡ. 28.4.2011 και της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, δεν βρίσκουν σύμφωνο το Δικαστήριο.  Σύμφωνα με τον λόγο (ratio) της El Dridi, η οδηγία και ειδικότερα τα άρθρα 15 και 16 αυτής, έχει την έννοια ότι «απαγορεύει νομοθεσία κράτους μέλους .... η οποία προβλέπει την επιβολή ποινής φυλακίσεως σε παρανόμως διαμένοντα υπήκοο τρίτου κράτους για τον μοναδικό λόγο ότι αυτός, κατά παράβαση διαταγής εγκαταλείψεως του εδάφους του κράτους αυτού εντός ορισμένης προθεσμίας, παραμένει εντός του εν λόγω εδάφους χωρίς να συντρέχει δικαιολογητικός λόγος».  Η υπόθεση εκείνη, στην οποία επεβλήθη ποινή φυλάκισης ακριβώς λόγω μη συμμόρφωσης με απόφαση απέλασης, δεν έχει καμία εφαρμογή στα γεγονότα της παρούσας, όπου η ποινή επιβλήθηκε λόγω παράνομης διαμονής και εργοδότησης.»

(βλ. επίσης, Leonie Μarlyse Yombia Ngassam v. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 493/10, ημερ. 20.10.10)

 

Χρήσιμη περαιτέρω αναφορά για τον σκοπό και το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω Οδηγίας μπορεί να γίνει στο ακόλουθο απόσπασμα από την Ashgar v. Δημοκρατίας, Yποθ. αρ. 762/2011, ημερ. 30.6.11, όπου τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του εκεί αιτητή εκδόθηκαν στη βάση του άρθρου 6(1)(ζ), του Κεφ. 105[1]:

 

«Είναι αμφίβολο εάν η εν λόγω Οδηγία τυγχάνει καν εφαρμογής στα υπό κρίση δεδομένα εφόσον κύριος σκοπός της όπως φαίνεται από τις προοιμιακές παραγράφους της είναι η καθιέρωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής απομάκρυνσης και επαναπατρισμού με βάση κοινούς κανόνες ώστε οι επηρεαζόμενοι να επιστρέφουν στις χώρες ή σε άλλες χώρες που είναι δυνατόν να τους δεχθούν, υπό συνθήκες ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Οδηγίας, αυτή εφαρμόζεται στους «παρανόμως διαμένοντες στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόους τρίτης χώρας», ως «παράνομη παραμονή» δε, ορίζεται κατά το άρθρο 3 παρ. (2), να είναι η παρουσία υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί τις προϋποθέσεις εισόδου ή τις λοιπές προϋποθέσεις εισόδου παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος. Η θέση του κ. Παρασκευά είναι ότι η διοίκηση απέτυχε να εφαρμόσει τις πρόνοιες της Οδηγίας ή να τη λάβει υπόψη κατά την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Είναι όμως φανερό ότι ακόμη και αν η πιο πάνω Οδηγία ήθελε τύχει εφαρμογής στα πλαίσια της παρούσας περίπτωσης, αυτή εφαρμόζεται μόνο για τη διαδικασία επιστροφής του υπηκόου τρίτης χώρας στην πατρίδα του προβλέποντας ότι κατά πρώτον θα πρέπει να δίνεται η ευκαιρία της οικειοθελούς αναχώρησης (άρθρο 7) και μόνο σε περίπτωση αναγκαστικής απομάκρυνσης, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να λαμβάνουν υπόψη ορισμένες παραμέτρους για την αποτελεσματικότερη, ταχύτερη και πλέον ανθρωπιστική μεταχείριση των ατόμων αυτών. Ρητά δε προνοείται στο άρθρο 6 παρ. (6) της Οδηγίας, ότι αυτή δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν απόφαση ως προς τη λήξη της νόμιμης παραμονής μαζί με απόφαση επιστροφής ή απόφαση απομάκρυνσης “….. στο πλαίσιο ατομικής διοικητικής ή δικαστικής απόφασης ή πράξης, όπως προβλέπεται στην εθνική τους νομοθεσία …...”.»

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση εκδόθηκε τέτοια ατομική διοικητική απόφαση απέλασης μετά την ανακήρυξη του αιτητή σε ανεπιθύμητο μετανάστη στην βάση του άρθρου 6(1)(δ) του Νόμου. Το διάταγμα απέλασης, το οποίο εκδόθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση στα πλαίσια της διακριτικής τους ευχέρειας δυνάμει του άρθρου 14 του Νόμου ήταν πλήρως αιτιολογημένο.  Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί η διάκριση στο Νόμο (πριν αυτός τροποποιηθεί από τον Τροποποιητικό Νόμο Ν. 49(1)/2013) μεταξύ της περίπτωσης που υπήκοος τρίτης χώρας βρεθεί ένοχος ποινικού αδικήματος ως απαγορευμένος μετανάστης στη βάση των υποπαραγράφων (κ) ή/και (λ) του άρθρου 6(1) του Νόμου και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 18ΟΔ και 18ΠΘ του Νόμου, και της περίπτωσης που έχει καταδικαστεί για οποιοδήποτε άλλο ποινικό αδίκημα.  Στην πρώτη περίπτωση κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 180Γ(2)(β), όπως ήταν πριν από την τροποποίηση, ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν υπόκειτο σε ποινή φυλάκισης.

 

Η περίπτωση του αιτητή είναι η δεύτερη. Δεν εμπίπτει στις πρόνοιες των άρθρων 18ΟΔ μέχρι  18ΠΘ, οι οποίες εισήχθηκαν με τον τροποποιητικό Νόμο Ν.153(Ι)/2011 στο Νόμο ενσωματώνοντας την εν λόγω Οδηγία και αφορούν στη διοικητική απόφαση επιστροφής, τη διαδικασία οικειοθελούς αποχώρησης και τα μέτρα εκτέλεσης της απόφασης απομάκρυνσης σε περίπτωση καταναγκασμού. Η απέλαση του αιτητή και η παρεπόμενη κράτηση του ήταν κατόπιν ποινικής κύρωσης σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο. Ως εκ τούτου, και σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΕ(2)(Β) δεν εφαρμόζονται τα πιο πάνω άρθρα.  Εξ ου και δεν έγινε καμία αναφορά σε αυτά ως νομική βάση των επίδικων διαταγμάτων.

 

Ούτε η αναφορά του αιτητή στην Οδηγία 2004/38/ΕΚ αναφορικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειας τους να κυκλοφορούν ελεύθερα, βοηθά την υπόθεση του.  Το ίδιο ζήτημα είχε εγερθεί από τον αιτητή και στην Πολιτική Αίτηση 80/2012 (πιο πάνω) και αποφασίστηκε από το Δικαστήριο ότι οι πρόνοιες του Νόμου 7(1)/2007, που ενσωματώνει την Οδηγία 2004/38/ΕΚ δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Η Οδηγία και ο Νόμος δεν εφαρμόζονται σε πολίτες της Δημοκρατίας που ήδη διαμένουν νόμιμα εδώ.  Αφορούν το δικαίωμα εγκατάστασης και ελεύθερης κυκλοφορίας σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άλλες βέβαια από τη χώρα καταγωγής του πολίτη της Ένωσης.  Αυτό είναι σαφές από το πεδίο εφαρμογής του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 αυτού.  Η εφαρμογή του σχετίζεται με την άφιξη πολίτη της Ένωσης ή που διαμένει στη Δημοκρατία και στα μέλη της οικογένειας του.  Η λογική ερμηνεία της φράσης «ή διαμένει στη Δημοκρατία», είναι ότι έχει γεννηθεί, για παράδειγμα, στη Δημοκρατία και ως εκ της καταγωγής του διαμένει εδώ.  Επομένως, παρά το γεγονός της διάστασης του αιτητή με την Κυπρία σύζυγο του, η τελευταία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, ώστε να επωφελείται εξ αυτής και ο αιτητής.  Ούτε, βέβαια, ο αιτητής είναι «πολίτης της Ένωσης» συμφώνως του ορισμού που δίδεται στο άρθρο 2 του Νόμου, όπως ορθά υπέδειξε ο κ. Σταυρινός στη δική του ένσταση και αγόρευση.»

 

 

 

Θα πρόσθετα ακόμη πως στην προκειμένη περίπτωση δεν ικανοποιούνται ούτε οι προϋποθέσεις στο άρθρο 4(1) του εν λόγω Νόμου, όπως τα μέλη της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης «τον συνοδεύουν κατά τη μετάβασή του στη Δημοκρατία ή ...... αφίκνεινται στη Δημοκρατία για να τον συναντήσουν».

 

Τα όσα υποστηρίζει ο αιτητής με την γραπτή του αγόρευση για την υποχρέωση διερεύνησης της εικονικότητας του γάμου του και ότι το κριτήριο άντλησης δικαιωμάτων του στην βάση της πιο πάνω Οδηγίας είναι ανεξάρτητο από το κριτήριο της συμβίωσης και κοινής διαμονής με την  σύζυγο του, δεν είναι πρόσφορο να εξεταστούν στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής αφού ούτε η περίπτωση του αιτητή ούτε της συζύγου του εμπίπτουν στις πρόνοιες της πιο πάνω Οδηγίας.  Εξάλλου αυτοί οι ισχυρισμοί θα μπορούσαν να εξεταστούν στα πλαίσια αμφισβήτησης της απόφασης απόρριψης της άδειας παραμονής και εργοδότησης που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 15.3.10, απόφαση που αυτός δεν προσέβαλε.

 

Ο αιτητής επίσης καταλογίζει κακοπιστία της Διοίκησης επικαλούμενος τις αντιφατικές, κατά τους ισχυρισμούς του, αποφάσεις της Διοίκησης, ημερομηνίας 29.6.09 και 10.3.10, με τις οποίες απορρίφθηκαν δύο διαφορετικά του αιτήματα, ενώ κλήθηκε να προβεί σε διευθετήσεις για την αναχώρηση του.  Έχει αναφερθεί στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Dejic (2008) 3 Α.Α.Δ. 358 ότι:

 

 

 

«Όπως υποδεικνύει η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Khatateav v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 19, δεν μπορεί ο εφεσίβλητος προσβάλλοντας αυτοτελώς τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του, τα οποία αφ΄ εαυτών δεν πάσχουν, να επιδιώξει την ακύρωση των προηγούμενων αποφάσεων των καθ΄ ων, που απετέλεσαν και το υπόβαθρο για την έκδοση τους και οι οποίες δεν προσεβλήθησαν.  Η Kedoum v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, σελ. 510, έθεσε τον ίδιο κανόνα ότι, δηλαδή, η προσβολή του διατάγματος απέλασης ήταν χωρίς υπόβαθρο και έρεισμα εφόσον αυτό ήταν το αποτέλεσμα της συνέχισης της παράνομης διαμονής του εκεί εφεσείοντα  στην Κύπρο.  Η απόρριψη του προηγουμένου αιτήματος του για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας δεν είχε προσβληθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

 

 

Συνεπώς δεν χωρεί παρεμπίπτον έλεγχος προηγούμενων αποφάσεων της Διοίκησης, έστω και αν αποτέλεσαν το υπόβαθρο, εφόσον δεν προσβλήθηκαν.

 

Αυτό που εδώ προκαλεί προβληματισμό είναι η παρατεταμένη κράτηση του αιτητή, στη βάση των αποφάσεων του Υπουργού ημερομηνίας 25.9.2012 και 12.4.2013 για παράταση της κράτησης του, οι οποίες λανθασμένα εκδόθηκαν για την περίπτωση του αιτητή δυνάμει του άρθρου 18ΠΣΤ και ανακλήθηκαν στις 16.4.2013.  Δεν τίθεται εδώ η κράτηση του αιτητή κάτω από την σκοπιά και τον περιορισμό των έξι μηνών που καθορίζεται στο άρθρο 15 παρ. (5) της Οδηγίας 115/2008/ΕΚ, που καθιέρωσε αυτή τη χρονική περίοδο ως το ανώτατο όριο  αναγκαίας κράτησης με σκοπό τη διασφάλιση της επιτυχούς απομάκρυνσης του παρανόμως παραμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας, ή υπό τον περιορισμό της παρ. 6 του άρθρου 15 για  περίοδο που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες (εάν, παρά τις εύλογες προσπάθειες της διοίκησης η απομάκρυνση του υπηκόου τρίτης χώρας καθυστερεί λόγω της άρνησης του να συνεργαστεί ή της καθυστέρησης στη λήψη αναγκαίων εγγράφων). Όμως δεν μου διαφεύγει το γεγονός ότι ο αιτητής, εξαιτίας του διατάγματος κράτησης του, το οποίο είναι σε ισχύ, στερείται την ελευθερία του για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και χωρίς συγκεκριμένη καταληκτική ημερομηνία.

 

Το θέμα της νομιμότητας της παράτασης της κράτησης εγείρεται στην αγόρευση του αιτητή, όπου παραπονείται για το αναιτιολόγητο της παράτασης της κράτησης του, όμως δεν συγκαταλέγεται στα νομικά σημεία της αίτησης.  Θα αρκεστώ επομένως να παραπέμψω στα όσα αναφέρονται στην Αίτηση του Essa Murad Khlaief (αρ. 1) (2003) 1 Α.Α.Δ.. 1402, η οποία αποφασίστηκε πριν από την ενσωμάτωση της Οδηγίας 115/2008/ΕΚ στο Νόμο για την εξουσία του Δικαστηρίου να ελέγξει τη νομιμότητα της παρατεταμένης κράτησης, με τα οποία συμφωνώ:

 

«Φρονώ λοιπόν ότι το Δικαστήριο κέκτειται εξουσία να ελέγξει τη νομιμότητα παρατεταμένης κράτησης προς απέλαση.  Η εξουσία αυτή δε μόνο στα πλαίσια αίτησης habeas corpus μπορεί να ασκηθεί και να είναι αποτελεσματική. Η εισήγηση του κ. Μαππουρίδη ότι τέτοια εξουσία μπορεί να ασκηθεί μόνο με την επιδίωξη ενδιάμεσου διατάγματος στα πλαίσια της προσφυγής του Αιτητή παραγνωρίζει ότι το κρινόμενο στηνπροσφυγή, η εμβέλεια του οποίου καθορίζει και το εύρος δυναμένου να εκδοθεί στα πλαίσια του ενδιάμεσου διατάγματος, είναι η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων της απόρριψης του αιτήματος ασύλου και της έκδοσης του διατάγματος απέλασης, όπως μαρτυρεί και η έκβαση του αιτηθέντος ενδιάμεσου διατάγματος με την απόφαση που εδόθη στην εν λόγω προσφυγή στις 18.9.2003.  Εξ άλλου, στα πλαίσια της προσφυγής θα διαπιστωθεί η νομιμότητα των εν λόγω αποφάσεων κατά το χρόνο λήψης τους και όχι η εξέλιξη των πραγμάτων σε μετέπειτα στάδιο, όπως η υπέρμετρη καθυστέρηση διενέργειας της απέλασης.»

 

(βλ. επίσης, Rahal v. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 741).

 

Ο έλεγχος λοιπόν του παρατεταμένου της κράτησης προς το σκοπό απέλασης τόσο στη βάση των προνοιών της Οδηγίας όσο στη βάση του Άρθρου 112(στ) του Συντάγματος, μπορεί να ελεγχθεί με Habeas Corpus.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

                                                                       Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου



«[1] 6.-(1)(ζ) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο φαίνεται από μαρτυρία την οποία το Υπουργικό Συμβούλιο δυνατό να θεωρήσει επαρκή, ότι ενδέχεται να συμπεριφερθεί κατά τέτοιο τρόπο που να καταστεί επικίνδυνο στην ησυχία, δημόσια τάξη, έννομη τάξη ή δημόσια ήθη ή να προκαλέσει έχθρα, μεταξύ των πολιτών της  Δημοκρατίας και της Αλυτής Μεγαλειότητας ή να ραδιουργήσει εναντίον της εξουσίας της Αυτής Μεγαλειότητας και αρχής στη Δημοκρατία.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο