ΒΑΣΟΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ.: 330/2011, 17/1/2014

ECLI:CY:AD:2014:D35

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ.: 330/2011)

 

 

17 Ιανουαρίου, 2014

 

 

[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

 

 

ΒΑΣΟΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ

 

                                                                                                     Αιτητής,

 

-        ΚΑΙ  -

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ  ΚΑΙ  ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,

                                                 

                                                 Καθ΄ων η αίτηση.

 __________

 

 

Θ. Κουσπή (κα), για τον Αιτητή.

Ζ. Κυριακίδου (κα), για τους Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

----------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  O Αιτητής, ηλικίας 54 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο, ασφαλιστής στο επάγγελμα, σύμφωνα με τα αρχεία των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπέβαλε στις 29.9.2009 αίτηση για σύνταξη ανικανότητας, η οποία συνοδευόταν από ιατρική έκθεση από τον θεράποντα ιατρό του.   

 

Στις 27.8.2010 ο Αιτητής εξετάστηκε από νευρολογικό ιατρικό συμβούλιο των Υπηρεσιών των Κοινωνικών Ασφαλίσεων το οποίο γνωμάτευσε ότι ο Αιτητής ήταν ικανός για να ασκεί το επάγγελμα του.  Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβούλιου απέρριψαν την αίτηση του στις 7.10.2010.  Με επιστολή του ημερομηνίας 17.10.2010 ο Αιτητής προσέφυγε στον Υπουργό κατά της απόφασης των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ζητώντας επανεξέταση.  Ο Αιτητής κλήθηκε εκ νέου στις 13.12.2010 για εξέταση από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο και γνωμάτευσε ότι με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα ο Αιτητής είναι ικανός να ασκήσει το επάγγελμα του.  Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων βάσει των εξουσιών που του παρέχει το  άρθρο 83 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, Ν. 41/1980, αφού μελέτησε όλα τα δεδομένα της υπόθεσης του Αιτητή, υιοθέτησε τη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, βάσει της οποίας ο Αιτητής κρίνεται ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του.  Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 30.12.2010. 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 40 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010 για να μπορεί ένα πρόσωπο να τύχει σύνταξης ανικανότητας πρέπει να πληροί σωρευτικά τέσσερεις προϋποθέσεις: ο Αιτητής πρέπει να είναι ανίκανος προς εργασία για εκατό πενήντα έξι (156) μέρες σε οποιαδήποτε περίοδο διακοπής της απασχόλησης του, κατά την χρονική αυτή περίοδο διακοπής θα πρέπει να αποδείξει ότι προβλέπεται να παραμείνει μόνιμα ανίκανος για εργασία, δεν πρέπει να έχει συμπληρώσει την ηλικία των 63 ετών και τέλος να ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις. 

 

Είναι η θέση των Καθ΄ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις του Νόμου ώστε να του χορηγηθεί απαιτούμενα για χορήγηση σύνταξης ανικανότητας.  Ανίκανος προς εργασία, σύμφωνα με την §5 του άρθρου 4 του Νόμου, θεωρείται ο ασφαλισμένος όταν εξαιτίας ασθένειας ή σωματικής αναπηρίας η οποία άρχισε ή ουσιωδώς επιδεινώθηκε μετά την ασφάλιση του, δεν του επιτρέπεται να κερδίζει από την εργασία του την οποία εύλογα αναμένεται να εκτελεί, λαμβανομένων υπόψη των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μόρφωσης και της συνήθους επαγγελματικής απασχόλησης του, πέραν από το ένα τρίτο, εάν πρόκειται για πρόσωπο ηλικίας μεταξύ εξήντα (60) και εξήντα τριών (63), πέρα από το ένα δεύτερο του ποσού το οποίο κερδίζει συνήθως στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία, σωματικά και πνευματικά υγιές πρόσωπο της ίδιας μόρφωσης.

 

Ως γενική παρατήρηση καταγράφεται πως αν ο Αιτητής είναι ή όχι ικανός να ασκεί την εργασία του, αποτελεί θέμα τεχνικό, που δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο κατά την αναθεωρητική δικαιοδοσία, εκτός εκεί όπου διαπιστώνεται πλάνη, κακοπιστία ή έλλειψη δέουσας έρευνας.  Ούτε και βεβαίως το Δικαστήριο υποκαθιστά τις αποφάσεις της διοίκησης ή προβαίνει σε επανεκτίμηση πρωτογενών γεγονότων, εφ΄ όσον κρίνει ότι η έρευνα ήταν επαρκής (Δημοκρατία ν. C. Cassinos Constructions Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835, Χατζηαράπης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 64, 69 και Samson, ανωτέρω).  Επαρκής έρευνα θεωρείται εκείνη που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).

 

Παραμένει λοιπόν να εξεταστούν τα γεγονότα πάνω στα οποία ο Αιτητής υποστηρίζει ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί η δέουσα έρευνα και το ζήτημα πλάνης κατά την λήψη της υπό κρίση τελικής απόφασης.  Είναι η θέση του Αιτητή ότι μέχρι το Σεπτέμβριο του 2009 εργαζόταν ως ασφαλιστής με μερική απασχόληση, την οποία αναγκάστηκε να διακόψει λόγω επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του.  Γι΄ αυτό το λόγο υπέβαλε αίτηση στο Γραφείο Ευημερίας για να του παρασχεθεί δημόσιο βοήθημα με βάση τις πρόνοιες του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου.  Έτσι το Γραφείο Ευημερίας τον παρέπεμψε για εξέταση στην Κλινική Νευρολογίας του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας.  Ο Αιτητής εξετάστηκε εκεί στις 22.9.2009 από την Δρ. Ανδριανή Φλουρέντζου, Βοηθό Διευθυντή Νευρολογίας και κρίθηκε ως ανίκανος για εργασία για περίοδο ενός έτους, εξαιτίας της επιδείνωσης της κατάστασης του με την παρουσίαση συχνών κρίσεων επιληψίας (Παράρτημα Α).  Ακολούθησε η υποβολή της αίτησης του για να του παραχωρηθεί σύνταξη ανικανότητας και επισυνάφθηκε σχετική ιατρική γνωμάτευση από τον Δρ. Δημήτρη Θεοκλήτου, ψυχίατρος στο Δημόσιο Κοινοτικό Κέντρο Ψυχικής Υγείας (Τομέας Β) στο Στρόβολο (Παράρτημα 2 στην ένσταση).  Ο Δρ. Θεοκλήτου, περιγράφοντας την κατάσταση υγείας του Αιτητή και τη φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει, γνωμάτευσε ότι ο Αιτητής λόγω της ασθένειας ήταν μονίμως ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματος του ασφαλιστή και/ή για την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος, εξ ου και παραπέμφθηκε για να εξεταστεί από Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο συστάθηκε ειδικά για το σκοπό αυτό.  Το Ιατρικό Συμβούλιο κατέληξε ότι ο Αιτητής ήταν σε θέση να εξασκήσει το επάγγελμα του ως ασφαλιστής με αυτή τη συχνότητα επιληψίας στο παρελθόν. 

 

Στην αναλυτική ιατρική έκθεση η οποία περιλαμβάνεται ως Παράρτημα 3 στην ένσταση, στην πρώτη σελίδα, αναφέρεται ότι ο γιατρός που συνέταξε την έκθεση, Δρ. Κυριακός Κυριαλλής, και ο Δρ. Μενελάου Γιώργος, ο οποίος υπογράφει την έκθεση στην τελευταία σελίδα, έχει την ιδιότητα του διαβητολόγου και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατόν να αποδοθεί συνολική και αντικειμενική εκτίμηση της κατάστασης της υγείας του Αιτητή.  Σύμφωνα με το άρθρο 81 του Νόμου 59(Ι)/2000 για σκοπούς εφαρμογής των προνοιών του Νόμου συνιστώνται ιατρικά συμβούλια και Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο.  Η σύνθεση και η λειτουργία των Συμβουλίων ρυθμίζεται από τους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ιατρικά Συμβούλια, Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο και Ειδικοί Ιατροί) Κανονισμούς, Κ.Δ.Π. 286/2010.  Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 3(3) τα μέλη του Ιατρικού Συμβουλίου ορίζονται από τον Διευθυντή για κάθε συνεδρία και ως πρόεδρος του Συμβουλίου ορίζεται το μέλος της ειδικότητας που αντιστοιχεί προς την κύρια πάθηση του Αιτητή.  Οι ειδικότητες που αντιστοιχούν στην κύρια πάθηση του Αιτητή είναι η νευρολογία και η ψυχιατρική.  Η σύνθεση του Ιατροσυμβουλίου πληροί τις προϋποθέσεις του σχετικού Κανονισμού.  Η θέση απορρίπτεται ως ανεδαφική.

Η δεύτερη εισήγηση είναι ότι το Ιατρικό Συμβούλιο όπως και το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο που υιοθέτησε την κατάληξη του πρώτου, δεν έλαβαν καθόλου υπόψη και δεν αξιολόγησαν τις ιατρικές εκθέσεις του ψυχιάτρου Δρ. Θεοκλήτου, θεράποντος ιατρού του Αιτητή και της νευρολόγου Δρ. Φλουρέντζου που στις 22.2.2009 διέγνωσε ότι ο Αιτητής ήταν ανίκανος για εργασία τουλάχιστον για (1) ένα έτος λόγω των συχνών κρίσεων επιληψίας.  Από τη στιγμή που το Ιατρικό Συμβούλιο και το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο είχαν ενώπιον τους δύο διαφορετικές ιατρικές γνωματεύσεις από ιατρούς που παρακολουθούσαν τον Αιτητή συστηματικά για πολλά χρόνια, θα έπρεπε να τοποθετηθούν πριν καταλήξουν στο δικό τους συμπέρασμα.  Κάτω από το ίδιο κεφάλαιο, εντοπίζει η συνήγορος του Αιτητή σημαντική διάσταση: ενώ στην έκθεση του πρωτοβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, στην δεύτερη σελίδα, καταγράφεται ότι με βάση το ιστορικό του ο Αιτητής πάσχει από επιληπτικές κρίσεις «2-3 φορές μηνιαίως», στη σελίδα 7 καταγράφεται ότι οι επιληπτικές κρίσεις του Αιτητή εμφανίζονται «2-3 μέρες τον χρόνο», κατάληξη η οποία έρχεται σε αντίθεση, τόσο με τις εκθέσεις των δύο θεραπόντων ιατρών του Αιτητή, όσο και με τα ευρήματα του ιδίου του Ιατρικού Συμβούλιου, όπως καταγράφεται στη δεύτερη σελίδα της έκθεσης του, με αποτέλεσμα η συχνότητα των επιληπτικών κρίσεων να χαρακτηριστεί πολύ αραιή και με αυτή τη συχνότητα να κρίνεται ικανός να συνεχίσει να εξασκεί το επάγγελμα του ή οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα. 

 

Το κρίσιμο στοιχείο, και εδώ συμφωνώ με τη δικηγόρο των Καθ΄ ων η αίτηση, είναι αν υπάρχει διαφωνία ως προς τη διάγνωση της κατάστασης του Αιτητή και τα κλινικά ευρήματα ανάμεσα στα Ιατρικά Συμβούλια και στους ιατρούς του Αιτητή.  Όπως προκύπτει όντως από την σύγκριση των ιατρικών εκθέσεων δεν υπάρχει απόκλιση ως προς τη διάγνωση, ούτε διαφορά στα κλινικά ευρήματα.  Εκείνο που συνιστά τη διαφορά είναι η τελική κρίση περί μόνιμης ανικανότητας της άσκησης του επαγγέλματος από τον Αιτητή. 

 

Σε τελευταία ανάλυση ο ισχυρισμός του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας δεν ευσταθεί.  Όλα τα γεγονότα και στοιχεία ως προς την κατάσταση της υγείας του Αιτητή ήταν ενώπιον των Καθ΄ ων η Αίτηση και εξετάστηκαν από τους αρμόδιους φορείς.  Το κατά πόσο μια έρευνα είναι επαρκής κρίνεται από τα συγκεκριμένα γεγονότα και εναπόκειται στη Διοίκηση να καθορίσει τον ενδεδειγμένο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωση της σε κάθε περίπτωση υπό εξέταση.  Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του αρμοδίου οργάνου.  Η έκταση και η μορφή της δέουσας έρευνας είναι συνυφασμένη άλλωστε με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης  (Σολωμού κ.α. ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.α. (2006) 3 Α.Α.Δ. 271, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 74 και Ράφτη ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, 366). Το εύρος της έρευνας την οποία το αρμόδιο όργανο προβαίνει και η παράλειψη της διεξαγωγής της δέουσας έρευνας συνιστά λόγο ακυρότητας.  Παράλειψη δέουσας έρευνας η οποία προξενεί γνώσης των ουσιωδών γεγονότων όπως ορίζεται σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οδηγεί σε ακύρωσης της διοικητικής πράξης. 

 

Υπό τας περιστάσεις κρίνω ότι υπήρξε πλήρης και σαφής αιτιολογία ώστε ο δικαστικός έλεγχος να καθίσταται κάτω από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης εφικτός (Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών ν. Krashias Footwear Industries Ltd (2009) 3 A.A.Δ. 92, και Ράφτης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)).

 

Πλάνη περί τα πράγματα η οποία συνιστάται είτε με τη λήψη υπόψη μη υφιστάμενου γεγονότος ή με τη μη λήψη υπάρχοντος γεγονότος επίσης οδηγεί σε ακυρότητα.  Το ζήτημα βεβαίως ποικίλει αναλόγως με το υπό εξέταση ζήτημα.  (Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452, 2476 όπου γίνεται πλούσια αναφορά σε προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου).

 

Στην παρούσα υπόθεση οι Καθ΄ ων η αίτηση είχαν ενώπιον τους κάθε τι σχετικό όπως προκύπτει από το φάκελο του Αιτητή.  Το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο είχε ενώπιον του όλα τα σχετικά, και ιδιαιτέρως την έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου και το πόρισμα του.  Προχώρησαν στις αναγκαίες εξετάσεις, έκαμαν τη δέουσα έρευνα και εκτίμησαν κάθε τι σχετικό πριν καταλήξουν σε τελικό πόρισμα.  Το γεγονός ότι στην αναλυτική ιατρική έκθεση, Παράρτημα 3 (ερυθρό 33) στην αντίστοιχη θέση «Ιστορικό του ασθενή» καταγράφεται ιδιοχείρως «Επιληπτικές κρίσεις 2-3 φορές το μήνα» ενώ στα ευρήματα και πάλι ιδιοχείρως καταγράφεται «Επιληψία – Ανθεκτική σε φάρμακα 2-3 φορές το χρόνο» δεν διαφοροποιεί τα πράγματα.  Δεν διαπιστώνεται, βρίσκω, ουσιώδης πλάνη.  Πρόκειται, κρίνω, για απλό λάθος στη μεταφορά ή καταγραφή προηγούμενης αναφοράς.

 

Το Ιατρικό Συμβούλιο που εξέτασε την περίπτωση του Αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα της ασθένειας, έκρινε ότι δεν φαίνεται να επιδεινώθηκε η κατάσταση της υγείας του.  Με τα ίδια δεδομένα όπως ο ίδιος τα έθεσε εξασκούσε και προηγουμένως το ίδιο επάγγελμα: Πάσχει από την παιδική του ηλικία από επιληψία και εμφανίζει επιληπτικές κρίσεις ακολουθώντας χρόνια φαρμακευτική αγωγή.  Εργαζόταν όπως και προηγουμένως ως ασφαλιστής με μερική απασχόληση βοηθούμενος από τη σύζυγο του, η οποία τον μετέφερε από και προς την εργασία του, εφόσον η άδεια οδήγησης του είχε ανασταλεί με απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας ημερομηνίας 11.9.1984.

 

  Στην υπόθεση Ηροδότου ν. Δημοκρατίας(2010) 3 Α.Α.Δ. 220, την οποία επικαλείται και ο δικηγόρος Αιτητή, κρίθηκε:

 

«Έχει νομολογηθεί και κατ' επανάληψη επιβεβαιωθεί από τη νομολογία μας, ότι η αιτιολογία πρέπει να προσδιορίζει τη βάση της απόφασης και τους λόγους που την στοιχειοθετούν. Πρέπει να δίνονται σαφείς και ικανοποιητικοί λόγοι έτσι ώστε να καθίσταται δυνατό για το Δικαστήριο να διακριβώσει κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση εδράζεται επί του ορθού, πραγματικού και νομικού υπόβαθρου. Κοντολογίς, ότι δεν είναι προϊόν πλάνης είτε περί τα πράγματα είτε περί το Νόμο. (Βλ. Eleftheriou a.o. v. Central Bank (1980) 3 C.L.R. 85, Motorways Ltd. v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).

Μια απλή ανάγνωση της επιστολής του Εξεταστή Απαιτήσεων ημερομηνίας 21/12/2004 είναι πιστεύουμε αρκετή για να διαπιστώσει ένας, διαπίστωση την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέκλεισε, ότι ο παράγοντας αιτιολογία κρινόμενος αποκλειστικά υπό το φως του περιεχομένου της εν λόγω επιστολής, στην ουσία απουσιάζει. Το γεγονός ότι οι λόγοι που οδήγησαν στον καθορισμό του ποσοστού ανικανότητας του αιτητή για εργασία κάτω του προβλεπομένου από το Νόμο ορίου, δεν αποκαλύπτονται στην απόφαση για τον τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας, μαρτυρεί του λόγου το ασφαλές. Η απουσία του εν λόγω παράγοντα, κρινόμενη πάντα υπό το φως του περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης, ως αυτή προκύπτει από το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, καθιστά τους λόγους τερματισμού της σύνταξης ανικανότητας στον εφεσείοντα ασαφείς και συγκεχυμένους και αφήνει τον εφεσείοντα στο σκοτάδι ως προς τους λόγους που η σύνταξη ανικανότητας που μέχρι την επανεξέταση του, του καταβαλλόταν, τερματίστηκε. Βέβαια το κενό που η απουσία αιτιολογίας δημιουργεί, μπορεί, σύμφωνα με τη νομολογία, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, να πληρωθεί από στοιχεία που προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο, νοουμένου ότι τα εν λόγω στοιχεία προκύπτουν ευθέως και «είναι σαφώς και άρρηκτα συνδεδεμένα με την ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση» (Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438). Σχετικό με το συγκεκριμένο θέμα είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 185-186:

"Επί διοικητικής πράξης αιτιολογητέας, ως εκ της φύσεως της, δεν είναι απαραίτητον να υπάρχη αιτιολογία εις το σώμα της πράξεως, εφ' όσον η αιτιολογία δεν αξιούται ρητώς υπό του νόμου αλλά δύναται να αναπληρούται εκ των στοιχείων του φακέλου (πρώτη απόφασις: 775 (30), έκτοτε πάγια η νομολογία). Αλλά η εκ του φακέλου αναπλήρωση της ελλειπούσης αιτιολογίας δύναται να χωρήσει μόνο, εφ' όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλου, διότι άλλως, το Σ.τ.Ε. θα έπρεπε να αναζητήση και σταθμίσει αυτό τα στοιχεία ταύτα, οπότε θα υποκαθίστατο εις την αρμοδίαν διοικητικήν αρχήν εν τη κατ' οποίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων: 267(459), 114 (46)." »

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω ο Αιτητής απέτυχε να καταδείξει βάσιμο λόγο ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα σε βάρος του Αιτητή.

 

                                                                      Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 /ΦΚ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο