CYTHOMO PHARMA TRADING LTD ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Aρ.: 398/2011, 15/1/2014

ECLI:CY:AD:2014:D31

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Aρ.: 398/2011)

 

 

          15 Ιανουαρίου 2014

 

 

[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 28 ΚΑΙ 146  ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

 

 

CYTHOMO PHARMA TRADING LTD

                                                                                                   

Αιτητών,

 

ΚΑΙ

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ

2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΦΑΡΜΑΚΩΝ,

                                                                                                   Καθ΄ων η αίτηση.

 

*********

 

Μ. Στυλιανού (κα) για Χρ. Κληρίδη, για τους Αιτητές.

Δ. Εργατούδη (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: H Aιτήτρια, νομικό πρόσωπο δεόντως εγγεγραμμένο στην Κύπρο, ασχολείται με υπεράκτιες δραστηριότητες και συγκεκριμένα με την πώληση φαρμάκων.  Συστάθηκε στις 15.1.2009 και με έδρα την Κύπρο ξεκίνησε τις δραστηριότητες της κατόπιν χορήγησης άδειας χονδρικής πώλησης στις 15.3.2010 από το Συμβούλιο Φαρμάκων (ΣΦ), σύμφωνα με το άρθρο 82 του Νόμου 70(Ι)/2001, περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Μέρος  VII, Κεφάλαιο Β, Χονδρική Πώληση Φαρμακευτικών Προϊόντων.  Στο Παράρτημα 1, Annex 1, ως πεδίο εφαρμογής της άδειας καθοριζόταν: εισαγωγή φαρμακευτικών προϊόντων, αποθήκευση φαρμακευτικών προϊόντων, διανομή σε φαρμακεία και επανεξαγωγή φαρμακευτικών προϊόντων.  Ως πρόσωπο υπεύθυνο για την χονδρική πώληση και για απόσυρση προϊόντων από την αγορά ορίστηκε η Σοφία Γεωργίου Λουκά, με διεύθυνση διαμονής της στη Λεμεσό. Η άδεια κάλυπτε ολόκληρη την Κύπρο και την εξαγωγή σε χώρες του εξωτερικού. 

 

Το ΣΦ έλαβε πληροφόρηση από την Αστυνομία Κύπρου ότι διερευνούσε υπόθεση πιθανής διακίνησης φαρμάκων από την Τουρκία στη Γερμανία με παραποιημένη συσκευασία και με έγγραφα (Τιμολόγια) που ενέπλεκαν την Αιτήτρια ως παραβαίνουσα το πεδίο εφαρμογής της άδειας της.  Στα πλαίσια της διερεύνησης η Αστυνομία σε συνεργασία με τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες (ΦΥ) πραγματοποίησαν δύο επιθεωρήσεις σε Λάρνακα και Λεμεσό, από αστυνομικούς του Τομέα Διερεύνησης Οικονομικού Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας και απεσταλμένους της Γερμανικής Αστυνομίας.  Κατά τη διάρκεια της έρευνας που πραγματοποιήθηκε στο χώρο της οικίας της διευθύντριας της εταιρείας ανευρέθη αριθμός εγγράφων και τιμολογίων, καθώς και ηλεκτρονικά τεκμήρια τα οποία κατασχέθηκαν και εξετάστηκαν από την Αστυνομία.  Οι διευθυντές της εταιρείας κλήθηκαν σε ακρόαση ενώπιον του ΣΦ με επιστολή ημερομηνίας 11.11.2010 και σε περίπτωση αδυναμίας τους να παρευρεθούν τους παρεχόταν η δυνατότητα να αποστείλουν γραπτές παραστάσεις.  Λόγω αδυναμίας της εταιρείας να παραστεί ζητήθηκε η αναβολή της διεξαγωγής της συνεδρίας, αίτημα όμως που απορρίφθηκε. Στη συνεδρία του ΣΦ που πραγματοποιήθηκε στις 16.11.2010, παρέστη μόνο η κα Σοφία Λουκά ως υπεύθυνη χονδρικής πώλησης της εταιρείας. 

 

Το Συμβούλιο με επιστολή ημερομηνίας 22.11.2010 κατέγραψε αριθμό παραβάσεων και  ενημέρωσε την εταιρεία ότι είχε την ευκαιρία να προβεί σε γραπτές παραστάσεις εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης του.  Ακολούθησε καταγγελία της Αιτήτριας εταιρείας στην Αστυνομία για μία από τις διαπραχθείσες παραβάσεις: έκδοση τιμολογίων πώλησης φαρμακευτικών προϊόντων πριν την εξασφάλιση άδειας χονδρικής πώλησης.  Στις 19.11.2010 το ΣΦ έλαβε επιστολή παραίτησης της κας Λουκά από τη θέση της υπεύθυνης χονδρικής πώλησης και ανάκλησης προϊόντων, αλλά και από τη θέση της στο Διοικητικό Συμβούλιο. Ακολούθησαν γραπτές παραστάσεις του δικηγορικού γραφείου των Αιτητών 6.12.2010. 

 

Το ΣΦ στη συνεδρία του 21.12.2010 οπότε και λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού εξέτασε τις παραστάσεις και έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον του, αποφάσισε να ανακαλέσει την άδεια χονδρικής πώλησης που κατείχε η εταιρεία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 85 του σχετικού Νόμου.  Η Αιτήτρια εταιρεία ενημερώθηκε για την απόφαση αυτή με επιστολή ημερομηνίας 10.1.2011, με την οποία και επληροφορείτο το δικαίωμα της να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Η απόφαση του ΣΦ κοινοποιήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή με επιστολή ημερομηνίας 26.1.2011, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 85, εδ.2, του Νόμου. 

 

Η Αιτήτρια παραπονείται ότι υπάρχει παραβίαση της αρχής της ισότητας και της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, εφόσον παραβιάστηκε το δικαίωμα σε προηγούμενη ακρόαση των διοικουμένων, κατά παράβαση των άρθρων 38, 42, 43 του Νόμου 158(Ι)/1999 αλλά και βασικά συνταγματικά δικαιώματα.  Όπως το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό της στις κατηγορίες, το δικαίωμα σε προηγούμενη ακρόαση όπως κατοχυρώνεται τόσο από το Σύνταγμα, Άρθρο 30, όσο και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Είναι η θέση της ότι από τη στιγμή που το ΣΦ προσκάλεσε τη Αιτήτρια για να παραστεί σε συνεδρίαση και να θέσει τις απόψεις της, ιδίως εφόσον όπως αναφέρθηκε στη συνεδρίαση υπήρξαν κατηγορίες εναντίον της, όφειλε να σεβαστεί το δικαίωμα της σε προηγούμενη ακρόαση: επρόκειτο για διαδικασία πειθαρχικής μορφής και θα έπρεπε η Αιτήτρια όχι μόνο να γνωρίζει τη φύση της κατηγορίας που αντιμετώπιζε, αλλά επιπλέον οι Καθ΄ ων όφειλαν να της παράσχουν τη δυνατότητα να  εκθέσει την υπόθεση της. 

 

Στο ίδιο πλαίσιο η Αιτήτρια παραπονείται ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση στηρίχθηκαν και υιοθέτησαν προηγούμενη μη νομότυπη απόφαση τους, η οποία στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.  Το ΣΦ δεν ερεύνησε κατάλληλα την υπόθεση εναντίον της Αιτήτριας.  Με απλή αναφορά στις καταγγελίες για πιθανή διακίνηση φαρμάκων από την Τουρκία στη Γερμανία με παραποιημένη συσκευασία και έγγραφα και χωρίς να ακούσει τις απόψεις της Αιτήτριας και να ερευνήσει τα ενώπιον του στοιχεία για να διαπιστωθεί αν όντως ευσταθούν οι κατηγορίες, αποφάσισε ότι παραβιάστηκε η άδεια χονδρικής πώλησης αφού δήθεν η Αιτήτρια ενεργούσε εκτός του πεδίου της αδείας της.  Από τη στιγμή που το ΣΦ δεν άκουσε τη θέση της Αιτήτριας και δεν είχε έτσι ολοκληρωμένη εικόνα επί του θέματος, τεκμαίρεται ότι δεν ερευνήθηκε επαρκώς η υπόθεση. Αν ερευνώνταν όλα τα στοιχεία και αν δινόταν η ευκαιρία στην Αιτήτρια να ακουστεί, θα μπορούσε να διαπιστωθεί ότι όλες οι δραστηριότητες της Αιτήτριας διενεργούνταν μέσω τρίτων χωρών, χωρίς ανάμιξη της Κύπρου, λόγω του ότι η εταιρεία δραστηριοποιείται αποκλειστικά στο εξωτερικό από την ίδρυση της και επομένως δεν προέκυπτε ζήτημα παραβίασης των όρων της άδειας της.  Οι πρόνοιες του Νόμου 70(Ι)/2001 δεν καλύπτουν τη συγκεκριμένη περίπτωση.  Ουδέποτε εισήγαγε ή εξήγαγε φάρμακα προς ή από την Κύπρο. Αγόραζε προϊόντα από τρίτη χώρα και τα παρέδιδε σε τρίτη χώρα, συνήθως δε η αγορά γινόταν από τη Βουλγαρία. Με αυτά τα δεδομένα δεν είχε, εισηγείται ο συνήγορος της Αιτήτριας, υποχρέωση εισαγωγής των φαρμάκων στην Κύπρο.  Άλλωστε, η ίδρυση της εταιρείας στην Κύπρο, που έγινε αποκλειστικά για σκοπούς αξιοποίησης των δυνατοτήτων φορολογικού σχεδιασμού που παρέχει η Κυπριακή νομοθεσία, δεν προσέδιδε τη δυνατότητα στους Καθ΄ ων η Αίτηση να προχωρήσουν στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. 

 

Το ΣΦ κατά παράβαση του άρθρου 85(1) του Νόμου ανακάλεσε την άδεια χονδρικής πώλησης της Αιτήτριας με τη δικαιολογία ότι παραβίασε τους όρους έκδοσης της, πράγμα που δεν ισχύει, εφόσον η Αιτήτρια τηρούσε τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 83 του Νόμου, το οποίο αφορά τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας χονδρικής πώλησης: διέθετε κατάλληλους και επαρκείς χώρους, εγκαταστάσεις και εξοπλισμό καθώς και διορισμένο προσωπικό με κατάλληλα προσόντα στη φαρμακευτική, όπως προνοείται από το Νόμο. 

 

Τέλος, παραπονείται ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει το δικαίωμα στην περιουσία και άσκηση του επαγγέλματος, κατά παράβαση των άρθρων 23 και 25 του Συντάγματος και/ή του πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Η ανάκληση της άδειας χονδρικής πώλησης της Αιτήτριας αποτελεί περιορισμό των Άρθρων 23 και 25 του Συντάγματος που προστατεύουν το δικαίωμα κάθε προσώπου στην ελεύθερη απόλαυση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας όπως και της ελεύθερης άσκησης του επαγγέλματος.  Χωρίς να τεθούν περιορισμοί από το Νόμο και χωρίς να συντρέχει οποιοσδήποτε σκοπός δημόσιας ωφέλειας η Αιτήτρια στερήθηκε βασικών συνταγματικών δικαιωμάτων της.  Ανακλήθηκε η άδεια χονδρικής πώλησης της Αιτήτριας και παραβιάστηκε έτσι το δικαίωμα της για ελεύθερη απόλαυση των περιουσιακών της στοιχείων και δυνατότητα απασχόλησης της στην Κύπρο στον τομέα εισαγωγών και εξαγωγών φαρμάκων.

 

Από τα επισυνημμένα στην Ένσταση έγγραφα προκύπτει ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση κάλεσαν τους συμβούλους της Αιτήτριας όσο και την υπεύθυνη χονδρικής πώλησης να παραστεί στη συνεδρία του ΣΦ για να εκφράσει τις απόψεις της και να επεξηγήσουν τις θέσεις της εταιρείας, αλλά και τις δραστηριότητες τους σε συνάρτηση με τις υποχρεώσεις τους ως κάτοχοι αδειών χονδρικής πώλησης.  Επρόκειτο για συγκεκριμένες καταγγελίες και αιτιάσεις και όχι γενικές και αόριστες αναφορικά με το θέμα της άδειας χονδρικής πώλησης, όπως επικαλείται ο δικηγόρος της Αιτήτριας.  Σε περίπτωση δε που αυτό δεν ήταν δυνατόν καλούνταν να αποστείλουν γραπτώς τις θέσεις τους.  Είχαν λοιπόν οι Αιτητές τη δυνατότητα να αποστείλουν τις παρατηρήσεις τους γραπτώς σύμφωνα με τη δυνατότητα που τους παρείχε το ΣΦ.  Στις 16.11.2010, στη συνεδρίαση του ΣΦ παρέστη η κα Σοφία Λουκά, η οποία ενημερώθηκε από το Συμβούλιο σχετικά με τα όσα αποδίδονταν στην εταιρεία, Παράρτημα 4 στην Ένσταση.  Με επιστολή ημερομηνίας 22.11.2010 ο Έφορος Φαρμάκων του Συμβουλίου ενημέρωσε την Αιτήτρια ότι μετά από εξέταση προέκυψε το συμπέρασμα ότι είχαν παραβιαστεί οι όροι της άδειας χονδρικής πώλησης και κάλεσε εκ νέου την Αιτήτρια να υποβάλει γραπτώς τις παρατηρήσεις της, επισημαίνοντας το ενδεχόμενο αναστολής ή ανάκληση άδειας δυνάμει του άρθρου 85 του Νόμου.  Γινόταν σαφές με την επιστολή ότι σε περίπτωση που δεν θα αποστέλλονταν οι παρατηρήσεις μέχρι τις 6.12.2010, τασσόταν δηλαδή προθεσμία, θα προχωρούσε το Συμβούλιο στη λήψη απόφασης στη βάση των διαθέσιμων στοιχείων και πληροφοριών που είχε στην κατοχή του. 

 

Από τα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου 21.12.2010, Παράρτημα 9 στην Ένσταση, καταγράφεται η επιστολή παραίτησης της κας Λουκά από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας και από τη θέση της ως υπεύθυνης χονδρικής πώλησης.  Η εταιρεία απέστειλε γραπτές παραστάσεις 6.12.2010 έχοντας στη διάθεση της όλα τα στοιχεία της υπόθεσης, τις οποίες το Συμβούλιο μελέτησε.  Εξ άλλου, όπως καταγράφεται και στα πρακτικά της συνεδρίας, εκπρόσωποι και νομικοί σύμβουλοι της εταιρείας μπορούσαν να επισκεφθούν τις ΦΥ και να μελετήσουν τα πρακτικά.  Η απουσία της κας Λουκά εκτός Κύπρου επιβεβαιώθηκε μετά από προφορική μαρτυρία της ιδίας προς το Συμβούλιο.  Κρίνω υπό τας περιστάσεις ότι το ΣΦ είχε θέσει σαφές πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης και κατέληξε στα συμπεράσματα του στη βάση των στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση του, κατόπιν έρευνας όλων των στοιχείων και όσων έθεσαν οι ίδιοι οι δικηγόροι της Αιτήτριας αλλά και οι νομικοί της σύμβουλοι (παρατηρήσεις τους 6.12.2010) οπότε ακολούθως το Συμβούλιο με όλα τα ενώπιον του στοιχεία έλαβε στις 21.12.2010 την επίδικη απόφαση.  Σε καμιά περίπτωση, κρίνω, παραβιάστηκαν τα δικαιώματα της Αιτήτριας σε προηγούμενη ακρόαση.  Οι Καθ΄ ων η αίτηση σε διάφορα στάδια της διαδικασίας που ακολούθησαν και της έρευνας που διεξήγαγαν κάλεσαν την Αιτήτρια να εκφράσει τόσο προφορικώς όσο και γραπτώς τις απόψεις και τις παρατηρήσεις της και της έδωσαν την ευκαιρία να θέσει τις δικές της απόψεις. 

 

Δικαίωμα ακρόασης υπάρχει εκεί όπου ρητώς αναγνωρίζεται από το Νόμο ή σε περιπτώσεις όπου επιβάλλεται τιμωρητικής φύσης ποινή (G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155).

 

Το θεμελιακό δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης πριν την επιβολή πειθαρχικής ή άλλης ποινής δεν έχει παραβιαστεί (Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 361). Δικαίωμα το οποίο συνίσταται στην δυνατότητα του διοικουμένου πριν από την έκδοση δυσμενούς γι΄ αυτόν ατομικής διοικητικής πράξης να διατυπώσει τις απόψεις του ύστερα από σχετική κλήση του από το διοικητικό όργανο.  Στο  Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 1, 12η έκδοση, 2007, Ε. Σπηλιωτοπούλου, ξεπροβάλλει η έκταση της εφαρμογής του δικαιώματος: 

 

«Με τη νομολογία του ΣΕ έχει οριοθετηθεί το πεδίο εφαρμογής της γενικής διάταξης του άρθρου 20 § 2 του Συντάγματος.  Έτσι έχει διαμορφωθεί ο κανόνας ότι η προηγούμενη ακρόαση του διοικούμενου είναι αναγκαία στην περίπτωση των ατομικών διοικητικών πράξεων, οι οποίες εκδίδονται αυτεπαγγέλτως και που περιέχουν ρύθμιση, η οποία συνδέεται με την υποκειμενική συμπεριφορά του ενδιαφερομένου και επιφέρει θετική βλάβη στα δικαιώματα ή τα έννομα συμφέροντά του, και όχι όταν η κρίση του διοικητικού οργάνου για τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων της έκδοσης της δυσμενούς διοικητικής πράξης (βάσει δέσμιας αρμοδιότητας) στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα (ΣΕ 2594/1977, 796/1987, 3100, 4139/1988, 1713/1994) ή εκδίδεται κατά δέσμια αρμοδιότητα προς διαπίστωση αυτοδικαίως επερχομένης έννομης κατάστασης (ΣΕ 588/2003).  Η υποχρέωση για την προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου δεν αναιρείται στις περιπτώσεις που κατά της πράξης προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής.»

 

Σχετική με το ζήτημα είναι και η Αρτοποιείο Άντρος Θεοδώρου Λτδ ν. Δημοκρατίας, (2009) 3 Α.Α.Δ. 577.

 

Βεβαίως το δικαίωμα ακρόασης ικανοποιείται κατά κανόνα και με γραπτή παράσταση χωρίς να προβάλλει η ανάγκη προφορικής ακρόασης.  Εκείνο που έχει καθοριστική σημασία είναι  αν η διοικητική αρχή πριν τη λήψη της απόφασης έχει λάβει τις απόψεις του επηρεαζομένου, τις εξετάζει και στο τέλος αποφασίζει αρμοδίως (Μελέτης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 347, Πετρίδης ν. Υπουργού Οικονομικών (1992) 3 Α.Α.Δ. 609).

 

Όπως προκύπτει από το παράρτημα 4 στην Ένσταση, το ΣΦ ενημερώθηκε για τη διερεύνηση από την Αστυνομία Κύπρου σε συνεργασία με τη Γερμανική Αστυνομία για πιθανή διακίνηση φαρμάκων από την Τουρκία προς τη Γερμανία, με πιθανώς παραποιημένη συσκευασία και με έγγραφα (τιμολόγια) που ενέπλεκαν την Αιτήτρια.  Το ΣΦ μετά την ενημέρωση που έτυχε από την υπεύθυνη χονδρικής πώλησης κα Λουκά κατέληξε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως παραβίαση των όρων της αδείας που της είχε χορηγηθεί και για τους λόγους που καταγράφονται:

 

(α) η αιτήτρια εταιρεία προέβαινε σε αγορά και πώληση φαρμακευτικών προϊόντων χωρίς αυτά να εισάγονται στην Κύπρο,

(β)  η υπεύθυνη χονδρικής πώλησης, κα Σοφία Λουκά είχε τη μόνιμη κατοικία της εκτός Κύπρου, γεγονός το οποίο ήταν εις γνώση της Αιτήτριας εταιρείας και επομένως δεν ήταν σε θέση να εκτελεί τα καθήκοντα της.

 

Με παραπομπή στους όρους της αδείας χονδρικής πώλησης διαγράφεται ότι η άδεια εκδόθηκε για σκοπούς εισαγωγής, αποθήκευσης, διανομής και επανεξαγωγής φαρμακευτικών προϊόντων: η Αιτήτρια αγόραζε και πωλούσε φαρμακευτικά προϊόντα χωρίς αυτά να έρχονται και/ή να εισάγονται στην Κύπρο, γεγονός που φαινόταν από τα τιμολόγια με αριθμό 1042, 1044 και 1045.

 

Προκύπτει με σαφήνεια ότι οι Kαθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν εντός του πλαισίου και των προϋποθέσεων των όρων αδείας και του Νόμου, άρθρο 83(β) του Νόμου 70(Ι)/2001.  Δεν είχε τεθεί οτιδήποτε εκ μέρους του δικηγόρου της Αιτήτριας που να ανατρέπει την εικόνα ώστε να κριθεί ότι οι Καθ΄ ων η Αίτηση ενήργησαν εκτός του νομοθετικού πλαισίου ή πέραν των όσων οι όροι αδείας της Αιτήτριας επέβαλλαν.

 

Η Αιτήτρια διενεργούσε τις πιο πάνω δραστηριότητες σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 81 του Νόμου, χονδρική πώληση φαρμάκων, και μάλιστα τις διενεργούσε δυνάμει της αδείας που της είχε χορηγηθεί.  Οι Καθ΄ ων η αίτηση είχαν ενώπιον τους στοιχεία παράβασης των όρων αδείας και κατά παράβαση του Νόμου:  έκδοση τιμολογίων πώλησης φαρμακευτικών προϊόντων πριν ακόμα εξασφαλίσει άδεια χονδρικής πώλησης.  Το γεγονός αυτό καταγγέλθηκε στην Αστυνομία. 

 

Τέλος, όσον αφορά τη δέουσα έρευνα γίνεται φανερό από όλα όσα τέθηκαν προηγουμένως ότι οι Αιτητές ερεύνησαν την υπόθεση σε βάθος και στη βάση όλων των στοιχείων που είχαν ενώπιον τους προέβησαν σε επαρκή έρευνα κατά περίπτωση.  Επαρκής έρευνα θεωρείται εκείνη που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού με την υπόθεση γεγονότος (Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).  Αν η έρευνα είναι επαρκής ή αν η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της καλύπτουν ικανοποιητικά το θέμα που εξετάζεται, αυτό ποικίλει αναλόγως με τα υπό διερεύνηση γεγονότα και συνάγεται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης.  Δεν υπάρχει πρότυπο ή στερεότυπος τρόπος που να καλύπτει κάθε περίπτωση, ούτε και βεβαίως την υπό κρίση.  Στο τέλος της ημέρας αν η έρευνα καταδεικνύεται επαρκής το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που ευλόγως η Διοίκηση επέλεξε για να διερευνήσει το ζήτημα, ούτε και υποκαθιστά τα διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα ή την κρίση του οργάνου.  Εκείνο που προσμετρά είναι η συλλογή και αξιολόγηση όλων των ουσιώδων στοιχείων, των συναφών με την υπόθεση, που δημιουργούν τη βάση για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345).

Εφόσον συλλέγονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία όπως και στην υπό κρίση περίπτωση, δεδομένα και γεγονότα, που είναι εφικτό υπό τις περιστάσεις να αναζητηθούν η έρευνα κρίνεται πλήρης και ενδελεχής (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών (1996) 3 Α.Α.Δ. 503 (πλειοψηφία) και Motorways Ltd (ανωτέρω)). 

 

Οι λόγοι εξετάστηκαν, επεξηγήθηκαν και στο τέλος της ημέρας οι καθ΄ ων η αίτηση ανακάλεσαν την επίδικη άδεια, εφόσον προηγουμένως διερεύνησαν επαρκώς τα ενώπιον τους στοιχεία τηρώντας τους κανόνες της χρηστής διοίκησης και δίνοντας κατά πάντα χρόνο και σε κάθε στάδιο την ευκαιρία στην Αιτήτρια να προβάλει τις θέσεις της. 

 

Τέλος, έκριναν ότι ο διορισμός ως υπεύθυνου προσώπου της κας Λουκά, η οποία ήταν φαρμακοποιός χωρίς η ίδια να έχει οποιαδήποτε ενημέρωση και επαφή με τις δραστηριότητες αυτές εφόσον κατοικούσε μόνιμα στη Νέα Υόρκη, γεγονός το οποίο γνώριζε η Αιτήτρια, παραβίαζε ευθέως τους όρους άδειας τους.  Εκ των πραγμάτων κρίνεται ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση, με τα ενώπιον τους στοιχεία, νομιμοποιούνταν στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης οπότε και εφάρμοσαν τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β του Μέρους VII του Νόμου 70(Ι)/2001 και ανακάλεσαν την επίδικη άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις και τις πρόνοιες του Νόμου. 

 

Ο Νόμος 70(Ι)/2001 αποτελεί εναρμονιστικό Νόμο και υιοθετήθηκε για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Νοεμβρίου περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση.  Διέπει δε την κυκλοφορία, εισαγωγή, εξαγωγή, παρασκευή, διαφήμιση, κατάταξη, χονδρική πώληση των φαρμακευτικών προϊόντων ανθρώπινης χρήσης.  Σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Νόμου οι πιο πάνω δραστηριότητες εξαρτώνται και διέπονται από την έκδοση σχετικής άδειας.  Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ρυθμίζονται από την εν λόγω εναρμονιστική νομοθεσία.  Το δικαίωμα ιδιοκτησίας και άσκησης επαγγέλματος δύναται να τίθεται σε περιορισμό δυνάμει του Νόμου.  Οι περιορισμοί τίθενται δυνάμει του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορούν στην προστασία της δημόσιας υγείας όπως ορθώς παρατηρεί η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση.  Η ανάκληση της άδειας εν όψει της παραβίασης των όρων της τελευταίας ήταν απολύτως θεμιτή και εντός των συνταγματικών πλαισίων.  Το δικαίωμα της ελεύθερης άσκησης επαγγέλματος δεν είναι δικαίωμα in abstracto (Εταιρεία Μουτουλάς-Καλοπαναγιώτης Μεταφοραί Λτδ ν. Αρχής Αδειών και άλλης (1992) 3 Α.Α.Δ. 415).  Η όποια νομοθετική πρόνοια για να θεωρηθεί ότι παραβιάζει το άρθρο 25 θα πρέπει να περιορίζει ουσιαστικά και αυθαίρετα το δικαίωμα άσκησης κάποιου επαγγέλματος (Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441).  Το δικαίωμα ελεύθερου εμπορίου δεν είναι απόλυτο: το κράτος έχει δικαίωμα να το ρυθμίζει και να το ελέγχει χάριν της προστασίας των δικαιωμάτων των άλλων ή του κοινωνικού συνόλου γενικότερα (Voyias v. The Republic (1974) 3 C.L.R. 290).

 

Η αίτηση απορρίπτεται με €1.600 έξοδα σε βάρος της Αιτήτριας.

 

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

                                                  Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

/ΦΚ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο