EMPEX LIMITED ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1295/2009, 14/4/2014

ECLI:CY:AD:2014:D256

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1295/2009)

 

14 Απριλίου, 2014

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ

ΤΑ ΑΡΘΡΑ 50-53 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1999, Ν.158(1)/99

 

EMPEX LIMITED,

Αιτητές,

-     ΚΑΙ –

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

                                                                        Καθ΄ων η αίτηση.

---------------------------

Δημήτρης Αραούζος, για τους Αιτητές.

Ελένη Συμεωνίδου(κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

-------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:   Η αιτήτρια είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο και ασχολείται με την εισαγωγή και εμπορία συγκολλητών σωλήνων κάθε είδους από σίδηρο ή κραματοποιημένο χάλυβα ή και επιψευδαργυρωμένων σωλήνων προέλευσης Κίνας.

 

Στις 16.12.2008, μετά από σχετική έρευνα η οποία ανακοινώθηκε από 26.9.2007 στην επίσημη εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ψήφισε και δημοσίευσε τον Κανονισμό (ΕΚ) αρ.1256/2008, με τον οποίο, μεταξύ άλλων, επιβλήθηκε οριστικός δασμός αντιντάμπιγκ σε συντελεστή 90,6% επί της τελωνειακής αξίας, στις εισαγωγές σωλήνων προέλευσης Κίνας,  οι οποίοι ταξινομούνται κάτω από τον κωδικό της συνδυασμένης ονοματολογίας 7306307280. Ο Κανονισμός 1256/08 (στο εξής «ο Κανονισμός») δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L-343 στις 19.12.2008 και σχετικη πληροφόρηση υπήρχε στο ηλεκτρονικό δασμολόγιο της Ένωσης Taric (στο εξής «κοινοτικό Taric»), από 20.12.2008.  Το Τμήμα Τελωνείων εξέδωσε στις 22.12.2008 σχετική εγκύκλιο, με την οποία κοινοποιούσε στο τελωνειακό προσωπικό και σε όλο τον εμποροβιομηχανικό κόσμο της Κύπρου την επιβολή των εν λόγω δασμών.

 

Σημειώνεται ότι όλοι οι Κανονισμοί ή ανακοινώσεις που επηρεάζουν άμεσα τη δασμολογική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή το ύψος των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών καθώς  και οι εκαστοτε νέες πληροφορίες καταχωρούνται στο κοινοτικό Taric, το οποίο είναι ελευθέρως προσβάσιμο στο κοινό. Όλα τα δεδομένα του κοινοτικού Taric μεταφέρονται αυτόματα στο ημεδαπό/εθνικό Taric, το οποίο υποστηρίζει το λογισμικό του Τμήματος Τελωνείων «ΘΗΣΕΑΣ» (εφεξής «ΘΗΣΕΑΣ»).

 

 Προκειμένου να θέσει σε ελεύθερη κυκλοφορία σωλήνες που είχαν κατασκευαστεί στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, και ταξινομούνται κάτω από τον κωδικό της συνδυασμένης ονοματολογίας 7306307280, η αιτήτρια στις 23.12.2008 υπέβαλε στο λογισμικό του Τμήματος Τελωνείων «ΘΗΣΕΑΣ» ηλεκτρονική διασάφηση/δήλωση. Η διασάφηση έγινε αυθημερόν αποδεκτή και τα εν λόγω εμπορεύματα αποδεσμεύτηκαν στις 7.1.2009, αφού πληρώθηκε το ποσό των €8.096,00.

 

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι το λογισμικό σύστημα «ΘΗΣΕΑΣ» δεν ενημερώθηκε με τον Κανονισμό 1256/08 και τον πιο πάνω αντιντάμπινγκ δασμό κατά την ημερομηνία αυτόματης εφαρμογής και ισχύος του, δηλαδή στις 20.12.2008 (ημέρα Σάββατο), λόγω μη ικανοποίησης των κανόνων εισδοχής από όλες τις εγγραφές στη βάση δεδομένων TARIC που οφειλόταν σε τεχνικούς λόγους μη λειτουργίας των ημεδαπών συστημάτων. Το πρόβλημα έγινε αντιληπτό στις 22.12.2008 και επιλύθηκε μόλις στις 29.12.2008, οπότε διαπιστώθηκε ότι οι εισαγωγικοί δασμοί αντιντάμπινγκ και το ΦΠΑ δεν είχαν εισπραχθεί.  Στις 9.2.2009 ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων προέβη, δυνάμει των άρθρων 48 και 52 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου 94(Ι)/2004 (στο εξής «ο Νόμος»), σε εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής. Η αιτήτρια έλαβε γνώση της απόφασης αυτής στις 7.4.2009, σύμφωνα με την οποία κλήθηκε να καταβάλει πρόσθετους εισαγωγικούς δασμούς (αντιντάμπινγκ) €48.898 δυνάμει των άρθρων 38, 39 και 41-44 του Νόμου και του Κανονισμού  (ΕΚ)1256/2008, ΦΠΑ €7.334,00 δυνάμει των άρθρων 33(2) του Νόμου και 51(1)(β), 5(γ), 13(1) και 17 του περί Φόρου Προστιθέμενης Άξιας Νόμου Ν.95(Ι)/2000, χρηματική επιβάρυνση ίση προς 10% επί των πιο πάνω ποσών πλέον τόκο 8%.

 

Η αιτήτρια στις 13.4.2009 υπέβαλε αίτημα αναθεώρησης, ισχυριζόμενη ότι η συγκεκριμένη παραγγελία και εισαγωγή έγινε με το δεδομένο ότι δεν υπήρχε τέτοιος δασμός, ούτε κατά την πληρωμή της εκτελώνισης ζητήθηκε αυτός ο δασμός.  Συνεπώς η επιβολή του παραβιάζει το άρθρο 24.3 του Συντάγματος, αφού έχει αναδρομική ισχύ σε σχέση με εμπορικές συναλλαγές που έχουν ήδη συντελεσθεί.

Οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα για αναθεώρηση με επιστολή ημερ. 16.7.2009 παραθέτοντας, μεταξύ άλλων, την ακόλουθη αιτιολογία:

«Σε ότι αφορά το σημείο 9 της επιστολής σας, αναφορικά με την μη ενημέρωση του μηχανογραφημένου συστήματος του Τμήματος τελωνείων, σας πληροφορώ ότι οι υποχρεώσεις του διασαφιστή σε σχέση με την υποβολή της σχετικής διασάφησης καθορίζονται στο άρθρο 199 του Καν (ΕΟΚ) 2454/93 σύμφωνα με το οποίο:

 

«η κατάθεση στο τελωνείο διασάφησης την οποία έχει υπογράψει ο διασαφιστής ή ο αντιπρόσωπος του ισοδυναμεί με δέσμευση σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν όσον αφορά:

 

-    την ακρίβεια των στοιχείων της διασάφησης,

 

-    την γνησιότητα των επισυνημμένων εγγράφων,

 

-    την τήρηση κάθε υποχρέωσης, όσον αφορά την υπαγωγή των εκάστοτε εμπορευμάτων στο σχετικό καθεστώς»

 

Στην συγκεκριμένη περίπτωση οι πελάτες σας προέβηκαν σε υποβολή τελωνειακής διασάφησης στο σύστημα Θησέας στις 23/12/2008, πλην όμως παρέλειψαν να δώσουν στο Τελωνείο τα ακριβή στοιχεία που παρέχονται στον κοινοτικό κανονισμό [Κανονισμός (ΕΚ) 1256/08] που είχε ήδη δημοσιευτεί στις 19/12/2008, ημερομηνία που προηγείται της υποβολής της σχετικής διασάφησης στο μηχανογραφημένο σύστημα του Τελωνείου.

 

Το άρθρο 199 του Καν (ΕΟΚ) εφαρμόζεται ανεξάρτητα από την λειτουργικότητα/ενημέρωση του μηχανογραφημένου συστήματος Θησέα.  Από την στιγμή που υπήρχε δημοσίευση του εν λόγω Κανονισμού στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν υποχρέωση του εισαγωγέα να συμπληρώσει ορθά την σχετική διασάφηση και να την υποβάλει στο σύστημα Θησέας.  Το γεγονός ότι το μηχανογραφημένο σύστημα Θησέας, λόγω τεχνικών προβλημάτων, δεν ήταν ενημερωμένο κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής διασάφησης, δεν απαλλάσσει τον εισαγωγέα από την πιο πάνω υποχρέωση του.

 

Η αποδοχή διασάφησης από το Τελωνείο «χωρίς αντίρρηση» δεν αποτελεί σφάλμα των Τελωνειακών Αρχών εκτός και εάν η απουσία αντίρρησης αφορά μεγάλο αριθμό διασαφήσεων που προσκομίστηκαν κατά την διάρκεια μεγάλου χρονικού διαστήματος και εάν ειδικότερα, τα στοιχεία που εμφανίζονται στις εν λόγω διασαφήσεις καθιστούσαν δυνατή την αποκάλυψη της μη ορθότητας τους.

 

Σύμφωνα με τα πιο πάνω οι πελάτες σας δεν έχουν τηρήσει όλες τις διατάξεις που προβλέπονται στην ισχύουσα τελωνειακή νομοθεσία σε ότι αφορά την τελωνειακή διασάφηση και ως εκ τούτου το οφειλόμενο ποσό θα πρέπει να καταβληθεί.  Προηγούμενη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επισυνάπτεται για ενημέρωση σας.»

 

 

 

Η αιτήτρια προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση προβάλλοντας σωρεία νομικών ισχυρισμών. Στο επίκεντρο των θέσεων της είναι ότι η Διοίκηση έδρασε κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, κυρίως για τους πιο κάτω λόγους:

 

1.        Ενώ υπήρχε η ρητή διαβεβαίωση των καθ΄ ων η αίτηση μέσω της επίσημης τους ιστοσελίδας ότι το πρόγραμμα «ΘΗΣΕΑΣ» ενημερώνεται καθημερινά με τα κοινοτικά μέτρα, εντούτοις, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κατά ασυνεπή, αντιφατική και καταχρηστική συμπεριφορά και χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση, το εθνικό ηλεκτρονικό δασμολόγιο δεν ήταν ενημερωμένο.

 

2.        Οι καθ’ ων η αίτηση δεν πληροφόρησαν τους χρήστες εκτελωνιστές του εθνικού μηχανογραφημένου συστήματος «ΘΗΣΕΑΣ» κατά τον ουσιώδη χρόνο, ούτε την αιτήτρια  ειδικότερα ότι, η ενημέρωση του με τα νέα κοινοτικά μέτρα ενδεχομένως να μην ήταν πλήρης. Ούτε προέβηκαν σε ανακοίνωση για μη ενημέρωση του συστήματος μεταξύ 19.12.2008-23.12.2008.

 

 

3.        Η παράλειψη είσπραξης του ορθού δασμού οφείλεται κατά κύριο λόγο σε παραλείψεις και παραβιάσεις των καθ’ ων η αίτηση, που αυτοί διόρθωσαν και αποκατέστησαν μετά την πάροδο 2 μηνών, με αποτέλεσμα η αιτήτρια όχι μόνο να χάσει την ευκαιρία να επιστρέψει τα προϊόντα στον εξαγωγέα αλλά και να μετακυλούσε το επιπρόσθετο κόστος του επιβληθέντος δασμού στην τελική τιμή των προϊόντων, σε περίπτωση που ενημερωνόταν νωρίτερα για την οφειλή της.

 

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορά στην επιβολή της χρηματικής επιβάρυνσης και των τόκων δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη.

Περαιτέρω, στον αντίποδα των ισχυρισμών της αιτήτριας, παραπέμπουν σε προηγούμενη επιστολή/εγκύκλιο τους ημερ. 29.9.2008 προς όλους τους εμπλεκόμενους φορείς για τον τρόπο ενημέρωσης τους, ειδικά για τα μέτρα αντιντάμπιγκ ή αντισταθμιστικά μέτρα, με την οποία παραπέμπονταν στο κοινοτικό Taric.  Υποστηρίζουν επίσης ότι, η λειτουργικότητα του «ΘΗΣΕΑ», που αποτελεί ένα εργαλείο για αποτελεσματικό τελωνειακό έλεγχο, και τα τεχνικά του προβλήματα, δεν επηρεάζουν την υποχρέωση της αιτήτριας να αποδώσει τον επίδικο δασμό ως απαιτητό από το Δασμολόγιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που εκ λάθους δεν καταβλήθηκε. Θεωρούν ότι η ευθύνη εφαρμογής του Κανονισμού ως άμεσης ισχύος κοινοτικός νόμος βρίσκεται στους ώμους της αιτήτριας, η οποία δεν συμβουλεύθηκε, ως όφειλε, την εφημερίδα της Ευρωπαϊκής  Ενωσης και ειδικότερα, αναφορικά με τους «δασμούς αντιντάμπινγκ», τους «αντισταθμιστικούς δασμούς» και τα «μέτρα αντιντάμπινγκ», και το κοινοτικό δασμολόγιο μέσω του κοινοτικού Taric, σύμφωνα με τον Οδηγό που εξέδωσε το Τμήμα Τελωνείων τον Μάρτιο του 2008.

 

Αναφορικά με την προδικαστική ένσταση που αφορά μόνο  μέρος του αιτητικού, παρατηρώ ότι παρόλο που η επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου προβλέπονται από τον ίδιο το Νόμο (άρθρο 52), ενόψει του ότι είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την κύρια πράξη του υπολογισμού και της βεβαίωσης της οφειλής, την οποία η αιτήτρια επίσης αμφισβητεί, σε περίπτωση που ακυρωθεί το μέρος της πράξης που αφορά στη βεβαίωση της οφειλής, θα συμπαρασύρει την επιβολή της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου.  Για τους πιο πάνω λόγους η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.  Θα ευσταθούσε αν η αιτήτρια προσέβαλλε μόνο την επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου αυτοτελώς (βλ. Χάρης Αργυρού Λτδ ν. Διευθυντρίας Τελωνείων, Υπόθεση αρ. 1227/07, ημερ. 2.12.2008 και Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομομικών κ.ά., Υπόθεση αρ. 441/2008, ημερ. 24.11.2009). 

Θα προχωρήσω να εξετάσω τα θέματα ουσίας που εγείρονται στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής.

 

Καταρχάς έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι το σύστημα «ΘΗΣΕΑΣ» που χρησιμοποιούν οι τελωνειακές αρχές είναι ένα λογισμικό που με ηλεκτρονικό τρόπο δίνει την ευκαιρία στον κάθε εμπορευόμενο που συναλλάσσεται με είδη κατανάλωσης, να εισαγάγει δεδομένα ώστε το σύστημα να επιβάλλει ανάλογα την αναγκαία φορολόγηση ή τους αναγκαίους εισαγωγικούς και τελωνειακούς δασμούς (βλ. Μάριος Χρίστου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1355/09, ημερ. 30.12.2010 και Panipsos Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 743/10, ημερ. 27.9.2012).

 

Στην P.P. Body Art Gym Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 444/08, ημερ. 1.9.2009, αναγνωρίστηκε ότι το λογισμικό «ΘΗΣΕΑΣ», επεξεργάζεται τα δεδομένα όπως καταχωρούνται χωρίς να είναι δυνατόν να τύχουν εξέτασης από πλευράς των τελωνειακών αρχών ως προς την ορθότητα τους.  

Βασική προϋπόθεση για την ορθή ηλεκτρονική βεβαίωση των εισαγωγικών δασμών και φόρων είναι η ορθή καταχώρηση στα ηλεκτρονικά πεδία της διασάφησης.  Την υποχρέωση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 54(1) του Νόμου, την έχει ο κύριος των εμπορευμάτων ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος του. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, σε αντίθεση με την αιτιολογία που δόθηκε από τη διοίκηση περί κατάθεσης ανακριβούς δήλωσης εκ μέρους της αιτήτριας, δεν προκύπτει, μελετώντας την τελική τοποθέτηση της δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση  και το περιεχόμενο του φακέλου (βλ. Κυανούν 48-52 στον διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο 1) ελλιπής, ανακριβής ή λανθασμένη ηλεκτρονική καταχώρηση από την αιτήτρια ή υπαγωγή σε λανθασμένη δασμολογική κλάση ή ότι η μη επιβολή επίδικου δασμού αντιντάμπτινγκ ανάγεται σε παράλειψη της αιτήτριας να τηρήσει τις διατάξεις και τους κανόνες της τελωνειακής διασάφησης.  Στο στάδιο των διευκρινήσεων, στο οποίο οι καθ’ ών η αίτηση ενέμειναν στο ότι η αιτήτρια όφειλε να συμβουλευτεί το Ευρωπαϊκό Δασμολόγιο, προέκυψαν ως κοινό έδαφος και τα εξής σημαντικά:

 

-     Ο τελωνειακός πράκτορας της αιτήτριας δεν είχε τη δυνατότητα επέμβασης στο ηλεκτρονικό πεδίο που αναγραφόταν ο δασμός, ο οποίος υπολογιζόταν αυτόματα από το ίδιο το σύστημα στην βάση του εθνικού δασμολογίου. Το πληρωτέο ποσό κατά την ηλεκτρονική διασάφηση δεν είναι δεδομένο που εισάγεται από τον εκτελωνιστή και ούτε θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί με ενέργειες του τελευταίου.

 

-     Το σύστημα «ΘΗΣΕΑΣ» δεν παρέχει στους χρήστες του, τη στιγμή της λειτουργίας του για σκοπούς συμπλήρωσης της διασάφησης, τη δυνατότητα να ελέγχουν/συγκρίνουν οποιεσδήποτε τυχόν διαφορές μεταξύ του κοινοτικού και εθνικού δασμολογίου.

 

Θεωρώ πως δεν προκύπτει καμιά άμεση ή έμμεση συμμετοχή της αιτήτριας στην παραγωγή της λανθασμένης διασάφησης.  Ενήργησε καλόπιστα υπό το φως των δεδομένων και της καλόπιστης πεποίθησης ότι ο ΘΗΣΕΑΣ ήταν πλήρως ενημερωμένος με όλα τα κοινοτικά μέτρα, πεποίθηση που συνάδει με την διακηρυγμένη στην ιστοσελίδα των καθ’ ων η αίτηση δήλωση ότι  «Το δασμολόγιο είναι ένα σύστημα που επιτρέπει τον υπολογισμό της οφειλής (εισαγωγικοί δασμοί, φόροι κατανάλωσης, Φ.Π.Α. και άλλες επιβαρύνσεις) σύμφωνα με την εθνική και κοινοτική νομοθεσία.  Το σύστημα, μέσω του TARIC, ενημερώνεται καθημερινά για όλες τις αλλαγές στα κοινοτικά μέτρα.» (βλ. Παράρτημα Δ στην γραπτή αγόρευση της αιτήτριας, ιστοσελίδα κατά τον ουσιώδη χρόνο).  Το ότι το Τμήμα Τελωνείων ενημέρωσε με εγκύκλιο σε προγενέστερο χρόνο όλους τους ενδιαφερομένους για το περιεχόμενο της έρευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως προς τους δασμούς που επιβάλλονται σε εισαγωγή εμπορευμάτων από ορισμένες τρίτες χώρες και την Κίνα, καθώς και η αποστολή σχετικής ενημερωτικής επιστολής ημερ. 22.12.2008 για την έναρξη εφαρμογής του Κανονισμού - της οποίας η αιτήτρια αμφισβητεί ότι έλαβε γνώση - ουδόλως υποκαθιστούν την υποχρέωση των καθ’ ών η αίτηση για έλεγχο και είσπραξη του ορθού κοινοτικού δασμού μέσω του «ΘΗΣΕΑ» και δεν καθιστούν την αιτήτρια συμμέτοχη σε οποιαδήποτε ολιγωρία και παράλειψη από την οποία δημιουργήθηκε μια ευνοϊκή κατάσταση για αυτήν.

 

Το άρθρο 48 του Νόμου[1], στο οποίο γίνεται επίκληση  στην προβαλλόμενη πράξη, πρέπει να διαβάζεται υπό το φως μαρτυρίας περί ηθελημένης καταστρατήγησης του Νόμου από τον εισαγωγέα ή τουλάχιστον συνειδητής παράλειψης ή αμέλειας  παρουσίασης των ορθών στοιχείων – που δεν είναι η περίπτωση μας.  Εξάλλου, οι καθ΄ ων η αίτηση δεν εξηγούν ποια πρόνοια του άρθρου 48 παραβίασε η αιτήτρια, γεγονός που καθιστά, περαιτέρω, την απόφαση αναιτιολόγητη.  Ποιά από τις διαζευκτικές ενέργειες εκ μέρους του εισαγωγέα παραβιάστηκε εδώ, ώστε να νομιμοποιούνται οι καθ’ ων η αίτηση σε εκ των υστέρων βεβαίωση δυνάμει του πιο πάνω άρθρου;

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση οφείλει να λάβει εκείνα τα μέτρα, ακόμη και ανακλητικά, προς είσπραξη των οφειλών του δημοσίου, όπως οι νόμιμα οφειλόμενοι δασμοί, που αποτελούν απαράγραπτο χρέος προς την Δημοκρατία [βλ, μεταξύ άλλων, Frakapor Co Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1499/99, ημερ. 12.7.2001, Σκούλλου ν. Υπουργού Οικονομικών (2004) 3 Α.Α.Δ. 530, Δημοκρατία ν. Αλέξανδρος Σολέας και Υιοί Λτδ (2005) 3 Α.Α.Δ. 284, Framespex Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7 και Panipsos Ltd (ανωτέρω)]. Ο δε χρόνος δεν αποτελεί πρόβλημα όταν στην παραγωγή της πράξης συνέβαλε και ο διοικούμενος  (βλ. Αλέξανδρος Σολέας και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 803 και Μίχαλος Δημητρίου Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 675).  Ωστόσο στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη. Η επιβολή τέτοιου δασμού δύο σχεδόν μήνες μετά την εκτελώνιση των εμπορευμάτων, παρόλο που το λάθος είχε εντοπιστεί από τις 22.12.2008 και ενώ επρόκειτο για σοβαρό λάθος που μπορούσε να δημιουργήσει απώλεια δημοσίων εσόδων και αδυναμία διεκδίκησης ποσοστώσεων για τους Κύπριους εμπορευόμενους και μάλιστα χωρίς οποιαδήποτε ενημέρωση ή προειδοποίηση για τα προβλήματα του μηχανογραφημένου συστήματος «ΘΗΣΕΑΣ», αντιστρατεύεται την αρχή της καλής πίστης και είναι γενικά ενάντια στην αρχή της χρηστής διοίκησης.

 

Η αρχή της χρηστής διοίκησης ή των χρηστών διοικητικών ηθών, δηλαδή της χρηστότητας της συμπεριφοράς των διοικητικών οργάνων προς τους διοικούμενους έχει αναγνωρισθεί επανειλημμένα από τη νομολογία μας και αποτελεί στοιχείο της αμεροληψίας της διοίκησης (βλ. Tasmi Trading v. Republic (1998) 3 C.L.R. 782, Tamassos Tobacco Suppliers and Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 A.A.Δ. 60, Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη, Α.Ε. 1209-1210/10.7.96, Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 1589/18.6.96, Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25, 36 και Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Α.Τ. Τάχου, 4η έκδοση, σελ. 300).

 

Στο σύγγραμμα «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 3η έκδοση, του Π. Δ. Δαγτόγλου, αναφέρονται τα εξής - στις παραγ. 387, 388 και 389 - σε σχέση με τις αρχές της καλής πίστεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη και της ασυνεπούς ή αντιφατικής συμπεριφοράς της διοικήσεως:

«387. Από την αρχή της καλής πίστεως προκύπτει ότι (όπως ο ιδιώτης έτσι και) η διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευθεί ή, ακόμη λιγότερο, να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής. Το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμόζει μάλιστα στην διοίκηση την λεγόμενη αρχή του estoppel (χωρίς βέβαια να την αναφέρει ρητώς), όταν δέχεται ότι η διοίκηση δεν δικαιούται, επικαλούμενη τις ίδιες της παραλείψεις, για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο ιδιώτης, να αγνοεί μια ευνοϊκή γι΄ αυτόν πραγματική κατάσταση, δημιουργημένη από πολύ χρόνο, και να αρνείται την υπέρ του ιδιώτη συναγωγή των ωφελημάτων και των νόμιμων συνεπειών που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή.

388. Συγγενής είναι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη. Η διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστεως προπάντων όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη. Η εμπιστοσύνη του ιδιώτη στην καλή πίστη, ειλικρίνεια και συνέπεια της διοικήσεως είναι αναγκαία για την λειτουργία κάθε δημοκρατικής πολιτείας…...»

 

 

Το δικαστήριο στην Golden Trans v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 537/02, ημερ. 25.9.2003, διαπίστωσε ότι το 1993 και 1994 η διοίκηση, μετά από δύο ελέγχους στα βιβλία της αιτήτριας εταιρείας, βεβαίωσε ότι οι υπηρεσίες που παρείχε η εταιρεία, είχαν μηδενικό συντελεστή.  Η εταιρεία έκτοτε και μέχρι τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, λειτούργησε στη βάση της βεβαίωσης της διοίκησης και συνέχισε να χρεώνει μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ.  Το 1999, μετά την έκδοση της απόφασης Xyrichis Τransport Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 610/98, ημερ. 14.10.99, η διοίκηση μετέβαλε τη στάση της επιβάλλοντας φόρο.  Το δικαστήριο έκρινε ότι η βεβαίωση από το 1993 μέχρι και το 1999, που εκδόθηκε η Xyrichis η οποία ξεκαθάρισε το θέμα, δημιούργησε για την εταιρεία μια ευνοϊκή πραγματική κατάσταση για την οποία δεν ήταν υπεύθυνη η εταιρεία.  Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η μετέπειτα μεταβολή της στάσης της διοίκησης, συνιστούσε παράβαση των αρχών της καλής πίστης.  Απόλυτα σχετικές είναι και οι πιο πρόσφατες αποφάσεις στις υποθέσεις  Φεραίος Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 509/2010, ημερ. 8.7.2013 και  Panipsos Ltd (ανωτέρω), που αφορούσαν εκ των υστέρων βεβαιώση τελωνειακής οφειλής μέσω του συστήματος «ΘΗΣΕΑΣ» και στις οποίες διαπιστώθηκε παραβίαση των ίδιων αρχών.

 

Μια άλλη πτυχή που συζητήθηκε είναι η δυνατότητα επιστροφής/διαγραφής δασμών, εφόσον αποδειχθεί κατά την στιγμή της πληρωμής του ότι το ποσό βεβαιώθηκε κατά παράβαση του άρθρου 220(2)(β) του Κανονισμού (ΕΟΚ)2913/92. Σχετικό είναι το κυανούν 94-97 (σημείωμα τελωνειακής λειτουργού ημερ. 29.4.2009) που λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης. Το άρθρο θέτει τέσσερις προϋποθέσεις που, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά, δεν επιτρέπουν τον εκ των υστέρων καταλογισμό και είσπραξη εισαγωγικών δασμών, ήτοι:

 

-     Το οφειλόμενο ποσό των δασμών δεν βεβαιώθηκε από λάθος των ιδίων των τελωνειακών αρχών∙

-     το λάθος δεν μπορούσε ευλόγως να ανακαλυφθεί από τον οφειλέτη∙

-     ο οφειλέτης ενήργησε με καλή πίστη∙ και

-     τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση. 

 

(Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις C-250/91 Hewlett Packard France vDirecteur Général des Douanes ημερ. 1.4.1993, C-153/94 και C-204/94 Faroe Seafood και Føroya Fiskasøla ημερ. 14.5.1996 και C-15/99 Hans Sommer Gmbh & Co KG ν Hauptzollamt Bremen ημερ. 19.10.2000).

 

Η ευρωπαϊκή νομολογία στην οποία παραπέμπουν οι καθ’ ων η αίτηση προς υποστήριξη της θέσης τους ότι η αιτήτρια όφειλε να συμβουλευτεί το κοινοτικό taric και να γνωρίζει, λόγω πείρας, ότι υπήρχε η πιθανότητα επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ - C- 370/96 Covita ABE  ν. Ελληνικού Δημοσίου ημερ. 26.11.1998 (αφορούσε την ερμηνεία των όρων «ιδιαίτερες περιστάσεις», «λάθος των αρμοδίων αρχών» και τις τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις για τη μη είσπραξη των εκ των υστέρων δασμών από τις αρχές στον Καν.(ΕΟΚ) 1430/79), Erwin Behn Verpackungsbedarf GmbH ν. Hauptzollamt Itzehoe, C-80/89, ημερ. 28.6.1990 (όπου η διοίκηση παρέλειψε να εφαρμόσει τις πρόνοιες των κοινοτικών δασμολογικών διατάξεων, αλλά βασίστηκε σε εθνικό δασμολόγιο χρήσεως, που ήταν ανακριβές), καθώς και την απόφαση C(92) 386, REC 8/91 ημερ. 28.11.1992 της Επιτροπής που επικαλούνται ως προηγούμενο   -  διαφοροποιούνται από τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης ως προς τα γεγονότα.

 

Ειδικότερα, η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, REC 8/91 (ανωτέρω), στην οποία γίνεται μνεία στην επίδικη απόφαση, αφορούσε υπόθεση στην οποία το Τελωνείο του Liverpool της Αγγλίας παρέλειψε να επιβάλει δασμό αντιντάμπινγκ.  Η Επιτροπή έκρινε πως το λάθος στο οποίο υπέπεσαν οι εν λόγω τελωνειακές αρχές κατά την επεξεργασία των διασαφήσεων θα μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον εισαγωγέα, ο οποίος λόγω της πείρας του έπρεπε να γνωρίζει για τη διαδικασία αντιντάπινγκ (anti-dumping proceeding), η οποία είχε αρχίσει με τη δημοσίευση σχετικής γνωμάτευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να είχε αναζητήσει πληροφορίες για την πιθανή επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ από τα αρμόδια τελωνειακά τμήματα του Ηνωμένου Βασιλείου όπως είχε πράξει και προηγουμένως σε σχέση με την εφαρμογή του «GSP quota» και πιθανών περιορισμών κατά την εισαγωγή.

 

Σε αντίθεση με τα όσα εισηγούνται οι καθ΄ ων η αίτηση, η υποβολή των διασαφήσεων στην πιο πάνω υπόθεση δεν φαίνεται να έγινε μέσω του μηχανογραφημένου συστήματος του αγγλικού Τελωνείου αλλά τις παρουσίασε (presented) ο εισαγωγέας στις τελωνειακές αρχές οι οποίες τις έλεγξαν.  Περαιτέρω, σε αντίθεση με την παρούσα περίπτωση, μετά την επεξεργασία των διασαφήσεων από το μηχανογραφημένο σύστημα του Τελωνείου, και την κατάταξη τους κάτω από την επικεφαλίδα RFC C 07, που υποδεικνύει ότι πρέπει να ελεγχθούν οι καταχωρίσεις (entries) για να εξακριβωθεί κατά πόσο εφαρμόζεται δασμός αντιντάμπινγκ, ακολούθησε σχετικός έλεγχος από το Τελωνείο του Liverpool στις εθνικές εγκυκλίους και τελεξ που είχε παραλάβει από τις κεντρικές αρχές και αφού δεν γινόταν καμία αναφορά σε δασμό αντιντάμπινγκ δεν έλαβε οποιαδήποτε ειδικά μέτρα. 

 

Όλες οι πιο πάνω αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της Επιτροπής διαφοροποιούνται από την παρούσα περίπτωση, διότι αφορούσαν διασαφήσεις που ετοιμάστηκαν και υποβλήθηκαν από τους εισαγωγείς στις τελωνειακές αρχές, ενώ εδώ πρόκειται για την ηλεκτρονική υποβολή τελωνειακής διασάφησης εισαγωγής και την εφαρμογή νεότερης, ηλεκτρονικού τύπου διαδικασίας, στην οποία, όπως είναι παραδεκτό, ο υπολογισμός του δασμού γίνεται αυτοματοποιημένα και χωρίς τη δυνατότητα επέμβασης από τον εκτελωνιστή.  Επίσης, δεν υπήρχαν σε καμία από αυτές τις υποθέσεις ρητές παραστάσεις από τις αρχές ως προς την καθημερινή ενημέρωση του εθνικού δασμολογίου μέσω του αντίστοιχου του «ΘΗΣΕΑ» ή άλλως πως.  Ούτε συζητήθηκαν οι υποθέσεις αυτές στη βάση διαβεβαίωσης προς τον εισαγωγέα, ότι το εθνικό δασμολόγιο ενημερωνόταν καθημερινά από το κοινοτικό, που στην προκείμενη περίπτωση καθιστούσε αχρείαστη την ανάγκη να συμβουλευτεί ο εκτελωνιστής το κοινοτικό δασμολόγιο.

 

Οι διαδικασίες των άρθρων 220 και 239 του τελωνειακού κώδικα αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, που είναι να περιορίζεται η καταβολή εκ των υστέρων των εισαγωγικών ή εξαγωγικών οφειλομένων δασμών ή και να επιστρέφονται/διαγράφονται στις περιπτώσεις όπου το δικαιολογεί η  θεμελιώδης αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ. υποθέσεις C-348/89 Mecanarte-Metalurgica da Lagoa Ld ημερ. 27.6.1991, Hewlett Packard France (ανωτέρω) και  C‑375/07 Heuschen & Schrouff Oriëntal Foods Trading BV ημερ. 20.11.2008).

Εφόσον η «καλή πίστη» αποτελεί προϋπόθεση sine qua non, προκειμένου να ζητηθεί η επιστροφή ή διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, έπεται ότι η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο αριθμός των περιπτώσεων επιστροφής ή διαγραφής να παραμείνει περιορισμένος (βλ., συναφώς  C‑48/98 Firma Söhl & Söhlke ημερ. 11.11.1999).

 

Από τη νεότερη νομολογία του ΔΕΕ για το θέμα, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση C-38/07P Hauschen &Schrouf Oriental Foods Trading BV ν. Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ημερ. 20.11.08, από την οποία παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα:

«60.  Υπενθυμίζεται καταρχάς ότι η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, η οποία παρέχεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις και σε ειδικώς προβλεπόμενες περιπτώσεις, συνιστά εξαίρεση από το κανονικό σύστημα εισαγωγών και εξαγωγών και, κατά συνέπεια, οι προβλέπουσες μια τέτοια επιστροφή ή διαγραφή διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς. Εφόσον η έλλειψη «προφανούς αμέλειας» αποτελεί προϋπόθεση sine qua non, προκειμένου να ζητηθεί η επιστροφή ή διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, έπεται ότι η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο αριθμός των περιπτώσεων επιστροφής ή διαγραφής να παραμείνει περιορισμένος (προαναφερθείσα απόφαση Söhl & Söhlke, σκέψη 52).

        61. Οι εφαρμοστέες κοινοτικές δασμολογικές διατάξεις δημοσιεύονται υποχρεωτικώς στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Από την ημερομηνία της δημοσιεύσεως αυτής, αποτελούν το μόνο θετικό στον τομέα αυτό δίκαιο, άγνοια του οποίου δεν δικαιολογείται (βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 1989, 161/88, Binder, Συλλογή 1989, σ. 2415, σκέψη 19).»

 

Στην προκειμένη όμως περίπτωση, έχουν τηρηθεί οι υποχρεώσεις του εισαγωγέα κατά την υποβολή της τελωνειακής διασάφησης η οποία έλαβε χώρα μόλις 3 ημέρες μετά την έναρξη ισχύος του Κοινοτικού Κανονισμού (20.12.2008).  Επίσης, το σφάλμα ως προς την παράλειψη βεβαίωσης του δασμού ανάγεται ξεκάθαρα σε υπαιτιότητα των ίδιων των τελωνειακών αρχών.  Λόγω δε του ηλεκτρονικού τύπου διασάφησης και του προαναφερόμενου τρόπου λειτουργίας και ενσωμάτωσης του Κοινοτικού κεκτημένου από τον «ΘΗΣΕΑ», δεν ήταν σφάλμα που θα μπορούσε να επαληθευτεί ευχερώς από την αιτήτρια, παρά την επιμέλεια και την επαγγελματική της πείρα.  Συνεπώς, θεωρώ ότι πεπλανημένα κρίθηκαν οι τέσσερις σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 220(2)(β) του Καν.(ΕΟΚ) 2913/92, από τους καθ΄ ων η αίτηση.

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.  Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των αιτητών, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

                                                                    

 

Π. Παναγή, Δ.

/ΣΓεωργίου

 

 



[1]  (Παρατίθεται στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει)

     48.-(1)  Επιπρόσθετα από οποιεσδήποτε άλλες περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή στη σχετική Κοινοτική Νομοθεσία, σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει διασάφηση που απαιτείται σύμφωνα με την τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία ή δεν τηρεί τα αναγκαία αρχεία, βιβλία, έγγραφα ή στοιχεία ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των στοιχείων της διασάφησης, ή όταν ο Διευθυντής κρίνει ότι η διασάφηση που υποβλήθηκε είναι ελλιπής ή ότι περιέχει σφάλματα ή όταν ελλείπουν τα ενισχυτικά προς υποστήριξη αυτής έγγραφα, τότε ο Διευθυντής δύναται να βεβαιώσει το ποσό της τελωνειακής οφειλής ή και της άλλης τελωνειακής οφειλής ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να τα κοινοποιήσει στο πρόσωπο αυτό.

 

     (2)  Σε περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο αμελεί ή αρνείται ή παραλείπει να εφαρμόσει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και λόγω της αμέλειας ή άρνησης ή παράλειψής του προκύπτει ποσό οφειλόμενο, τότε ο Διευθυντής  δύναται ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του να βεβαιώσει το οφειλόμενο ποσό και το κοινοποιεί στο πρόσωπο αυτό.»        

        


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο