BADIBAKE MUKALA EMMANUEL PAUL ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 6316/2013, 16/4/2014

ECLI:CY:AD:2014:D277

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 6316/2013)

 

16 Απριλίου, 2014

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/τής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

BADIBAKE MUKALA EMMANUEL PAUL,

Αιτητής,

-     ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

                                                                        Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

 

Νικολέττα Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.

Θεοδώρα Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:   Ο αιτητής είναι υπήκοος Κονγκό και εισήλθε στην Δημοκρατία παράνομα στις 11.3.2013 μέσω των κατεχομένων. Στις 12.4.2013, ο αιτητής προσήλθε στο αεροδρόμιο Λάρνακας με την πρόθεση να ταξιδέψει για Dusseldorf, παρουσιάζοντας γαλλικό δελτίο ταυτότητας.  Εκεί διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι το πρόσωπο στο εν λόγω δελτίο ταυτότητας διέφερε από το πρόσωπο του αιτητή και συνελήφθηκε για τα αδικήματα της πλαστοπροσωπίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου.  Αργότερα έδωσε θεληματική κατάθεση παραδεχόμενος ενοχή, ενώ απεκάλυψε τα πραγματικά του στοιχεία. Στις 10.5.2013 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας σε ποινή φυλάκισης 5 μηνών για τα αδικήματα της πλαστοπροσωπίας και παράνομης εισόδου στην Δημοκρατία.

 

Ακολούθως, στις 8.8.2013 εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης, ενώ του δόθηκε σχετική επιστολή, την οποία αρνήθηκε να υπογράψει, αλλά ενημερώθηκε για το περιεχόμενο της. Στις 12.9.2013 υπέβαλε αίτηση ασύλου και στις 18.9.2013, με οδηγίες της Διευθύντριας του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης αναστάληκε μέχρι την οριστική έκβαση της αίτησης για άσυλο.  Πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή στις 17.10.2013 προς εξέταση του αιτήματος του για άσυλο, στην διάρκεια της οποίας ισχυρίστηκε ότι μέλη της οικογένειας του διαμένουν στην Γαλλία. Ως εκ τούτου ενεργοποιήθηκε η διαδικασία για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας, βάσει του Κανονισμού του Δουβλίνου (ΕΚ)343/2003. Οι γαλλικές αρχές όμως αρνήθηκαν επανειλημμένα να αναλάβουν ευθύνη για το αίτημα ασύλου, παρά τα αίτημα επανεξέτασης που υποβλήθηκε από το Κυπριακό γραφείο Δουβλίνου στην βάση του άρθρου 7 του πιο πάνω Κανονισμού και  της αρχής της οικογενειακής ενότητας.

 

Ο αιτητής προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή το διάταγμα απέλασης του για το οποίο, κατ’ ισχυρισμόν,  ενημερώθηκε στις 14.8.2013, καθώς και το εκδοθέν την ίδια ημερομηνία διάταγμα κράτησης του.

 

Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, ο αιτητής προβάλλει τη θέση ότι υπήρξε μη δέουσα έρευνα και πλάνη περί τα πράγματα που οδήγησαν στην παραβίαση της Σύμβασης της Γενεύης για το Νομικό Καθεστώς των Προσφύγων. Επικαλείται το άρθρο 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(1)/2000)[1] και υποστηρίζει ότι οι αρχές όφειλαν να διερευνήσουν όλες τις πτυχές της παράνομης εισόδου του στη Δημοκρατία πριν τον διώξουν ποινικά για χρήση πλαστών εγγράφων. Ακόμη ότι οι αρχές θα έπρεπε, αφού διαγνώσουν την πρόθεση του αιτητή να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας από την Γαλλία στην οποία σκόπευε να ταξιδεύσει και πριν ξεκαθαρίσει αυτό το θέμα, να ανέστελλαν οποιαδήποτε δίωξη του για αδίκημα που σχετιζόταν άμεσα με το καθεστώς του ως αιτητή ασύλου. Συνεπώς, ενώ ο αιτητής είναι αιτητής ασύλου, πεπλανημένα θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης λόγω της καταδίκης του και εξαιρέθηκε δυνάμει του άρθρου 18ΟΕ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (εφεξής «ο Νόμος») από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ.

 

Κρίνω ότι οι πιο πάνω εισηγήσεις είναι ανεδαφικές, αφού κατά το χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος απέλασης (8.8.2013) αλλά και προηγουμένως καθ ’όλη την παράνομη είσοδο και παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία, ούτε κατά την σύλληψη του, ούτε στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας εναντίον του ή κατά την περίοδο έκτισης της ποινής του πρόβαλε οποιοδήποτε αίτημα για διεθνή προστασία. Το καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας το απέκτησε από τις 12.9.2013 όταν υπέβαλε την αίτηση στις Κυπριακές αρχές, δηλαδή έξι μήνες μετά την παράνομη είσοδο του στην Δημοκρατία.

 

Ο αιτητής ουσιαστικά φαίνεται να υποστηρίζει ότι θα έπρεπε η Διοίκηση να τον είχε αναγνωρίσει αναδρομικά ως φορέα δικαιωμάτων αιτητή ασύλου, χωρίς να είχε εκδηλώσει ο ίδιος τέτοια πρόθεση και παρά την καθυστερημένη υποβολή του σχετικού αιτήματος του. Οι αιτιάσεις του έχουν παραμείνει αίολες.  Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο εξάλλου δεν μπορεί να εξετάσει τις υπερασπίσεις που ο ίδιος ισχυρίζεται ότι αποστερήθηκε τη δυνατότητα να προβάλει ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου.  Η απόφαση του αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση R. V. Mateta v. Ors [2013] EWCA Crim 1372, στην οποία παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος  του αιτητή, συναρτά την υποχρέωση των αρχών για κατάλληλη μεταχείριση του κατηγορουμένου ως αιτητή ασύλου, κατά την διερεύνηση ποινικού αδικήματος, με την υποβολή προηγουμένώς από τον κατηγορούμενο ικανοποιητικών αποδείξεων που θα εγείρουν θέμα ασύλου. Συνεπώς δεν βοηθά την υπόθεση του αιτητή.

 

Επιπλέον, αναφορικά με το επικαλούμενο άρθρο 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου, είναι φανερό ότι η περίπτωση του αιτητή είναι εκτός των παραμέτρων του άρθρου αυτού, αφού ο αιτητής κάθε άλλο παρά υπέβαλε αίτηση για άσυλο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση (βλ. Wilesinge v. Αστυνομίας (2004) 3 Α.Α.Δ 560).

 

Το σημαντικό εδώ είναι ότι η απέλαση του αιτητή αποφασίστηκε αποκλειστικά στην βάση του άρθρου 6(1)(δ)(κ) και (λ) και του άρθρου 14 του Νόμου, ήτοι στην βάση της ποινικής καταδίκης του και της κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη.  Δεν μπορεί να συναρτάται ούτε χρονικά ούτε ουσιαστικά με την εξέταση του καθεστώτος του πρόσφυγα.

 

 Ούτε το μετέπειτα υποβληθέν αίτημα ασύλου διαφοροποιεί τα δεδομένα ως προς τη νομιμότητα της απέλασης και κράτησης του.  Το άρθρο 7(4)(α) του περί Προσφύγων Νόμου δεν αναιρεί την εξουσία για έκδοση διαταγμάτων απέλασης και κράτησης  στη βάση του Νόμου, ούτε επηρεάζει την ισχύ τους, αφού ό,τι απαγορεύει είναι μόνο την κράτηση του αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητή ασύλου. Αυτό έχει διατυπωθεί ξεκάθαρα στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Αναφορικά με τον Jamil Ahmad, Αίτηση αρ. 151/04, ημερ. 22.10.04 και Baljinder Singh ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1007/04, ημερ. 4.4.2005).

 

Στην απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας στην υπόθεση Rahal v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ 741, λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

«Έχουμε τη γνώμη ότι η Διευθύντρια διατηρούσε τη δυνατότητα να εκδώσει διάταγμα απέλασης του αιτητή παρότι εκκρεμούσε το δεύτερο αίτημα του για πολιτικό άσυλο. Η επιφύλαξη στο άρθρο 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου σημαίνει ότι ο περί Προσφύγων Νόμος υπερισχύει στο πεδίο που προορίζεται να καλύψει, παρέχοντας σε αιτητές ασύλου, υπό προϋποθέσεις που ορίζει, προστασία από επιπτώσεις και κυρώσεις που προβλέπονται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο. Ως προς όμως τα λοιπά δεν μεταβάλλεται και δεν ατονεί ο ρυθμιστικός ρόλος του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου που αποβλέπει στην προστασία της Κυπριακής επικράτειας και έχει εμβέλεια πέραν του πεδίου εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Δεν δεχόμαστε ότι όπου γίνεται επίκληση του περί Προσφύγων Νόμου καθίσταται, στις πτυχές που εδώ συζητούμε, καθ΄ ολοκληρίαν ανενεργός ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος.

Στην προκείμενη περίπτωση το διάταγμα απέλασης είχε προδήλως ως έρεισμα περιστάσεις έξω από το πεδίο εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Στηρίχθηκε σε περιστάσεις άλλες από εκείνες που αναγνωρίζονται από τον περί Προσφύγων Νόμο ότι ενδέχεται να συνοδεύουν αιτητές ασύλου. Αυτή η διάκριση απασχόλησε πρωτοδίκως τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Αναφορικά με τον Jamil Ahmed, Αίτηση αρ. 151/04, ημερ. 22 Οκτωβρίου 2004 όπου ανέφερε τα εξής:

“Λανθασμένη, όμως, θεωρώ και την αντίληψη που διατρέχει την εισήγηση του αιτητή πως, σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλαδή και στην περίπτωση αλλοδαπού που ενώ εισήλθε νόμιμα, παρέμενε παρανόμως στη Δημοκρατία αναζητούμενος, όπως ο αιτητής, εκ μόνης της υποβολής και της εξέτασης αίτησης ασύλου απαγορεύεται η κράτησή του. Το άρθρο 14 του Κεφ. 105 στο οποίο αναφέρθηκε ο αιτητής τελεί υπό την επιφύλαξη των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, βεβαίως στην έκταση που αυτές το επηρεάζουν και το άρθρο 7(4) του περί Προσφύγων Νόμου το οποίο επικαλέστηκε ο αιτητής, δεν συνιστά πρόνοια η οποία, όπως την κατανοώ, άνευ ετέρου το επηρεάζει. Απαγορεύει την κράτηση αιτητή εκτός κατά τον τρόπο που εκεί ορίζεται, λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου και τα διατάγματα που εκδόθηκαν δεν είχαν ως βάση αυτή την ιδιότητα του αιτητή. Εκδόθηκαν για λόγους άλλους, μάλιστα πριν ο αιτητής υποβάλει καν αίτηση για άσυλο.”»

 

Ο αιτητής στη συνέχεια προβάλλει ότι έλκει αυτοτελώς δικαίωμα παραμονής από το άρθρο 8 του περί Προσφύγων Νόμου και πως δεν μπορεί να θεωρείται παράλληλα και αιτητής ασύλου και παρανόμως παραμένων υπήκοος τρίτης χώρας.

 

Όπως έχει ήδη σημειωθεί πιο πάνω, το διάταγμα απέλασης του αιτητή έχει ανασταλεί από την Διευθύντρια από 18.9.2013 μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης των διοικητικών αρχών επί  του αιτήματος του για άσυλο.  Σχετική είναι και η βεβαίωση  ημερ. 12.9.2013 [ερυθρό 4 στο διοικητικό φάκελο - Τεκμήριο 2(α)] που εξασφάλισε ο αιτητής, με το οποίο βεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, ότι απέκτησε την ιδιότητα αιτητή πολιτικού ασύλου, με επακόλουθο δικαίωμα στη βάση του άρθρου 8 του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), άδειας προσωρινής παραμονής μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης στο αίτημα του, με τη διευκρίνιση πως, ως τότε, η βεβαίωση θα χρησιμεύει ως απόδειξη της ιδιότητας του ως αιτητή ασύλου.  Το διάταγμα απέλασης του αιτητή όπως προαναφέρθηκε, είναι για λόγους άλλους εκτός του πεδίου εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ο αιτητής παραπέμπει στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-534-11 Arslan, ημερ. 30.5.2013, υποστηρίζοντας ότι θεμελιώνει τον ισχυρισμό ότι αλλοδαπός δεν μπορεί να θεωρείται ταυτόχρονα και αιτητής ασύλου και παράνομος μετανάστης.  Στην υπόθεση εκείνη το Δικαστήριο απάντησε επί προδικαστικού ερωτήματος ότι το άρθρο 2 της Οδηγίας 2008/115 (για τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες για την επιστροφή των παρανόμως παραμένοντων υπηκόων τρίτων χωρών) έχει την έννοια ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται σε υπήκοο τρίτης χώρας που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας κατά την περίοδο μεταξύ της υποβολής της εν λόγω αίτησης και της εκδόσεως αποφάσεως επί της αίτησης σε πρώτο βαθμό. Επίσης σε δεύτερο ερώτημα, το Δικαστήριο τόνισε ότι οι Οδηγίες 2003/9 και 2005/85 δεν απαγορεύουν την διατήρηση της κρατήσεως υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, βάσει διατάξεως του εθνικού δικαίου, εφόσον προκύπτει κατά την ανάλυση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων ότι η αίτηση υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιώσει την απόφαση περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία η διατήρηση του μέτρου της κράτησης για να αποτραπεί ο κίνδυνος της οριστικής αποφυγής της επιστροφής του.  Ο αιτητής επικαλείται το πρώτο μέρος της εν λόγω απόφασης, το οποίο όμως δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του, η οποία εμπίπτει στα πλαίσια του άρθρου 180Ε(2)(β)[2] του Νόμου, με αποτέλεσμα να μην τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 15 της Οδηγίας  και του αντιστοίχου άρθρου 18ΠΣΤ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου και οι εγγυήσεις που εκεί προβλέπονται σχετικά με τη διαδικασία επιστροφής υπηκόου τρίτης χώρας.  Εν πάση περιπτώση η απόφαση Arslan δεν υποστηρίζει ότι η ιδιότητα αιτητή ασύλου διασφαλίζει το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης του στη χώρα υποδοχής, παρόλο ότι η κράτηση του αιτιολογείται επαρκώς στην βάση άλλων εθνικών διατάξεων.

 

Ο αιτητής επίσης θεωρεί ότι δεν πληρούνταν τα κριτήρια του άρθρου  6(1)(δ), (κ) και (λ) του Νόμου ώστε να κηρυχθεί ως απαγορευμένος μετανάστης και ότι η Διευθύντρια δεν άσκησε ορθά την διακριτική της ευχέρεια.  Οι εν λόγω νομοθετικές διατάξεις προβλέπουν τα εξής:

«6.-(1)(δ)  Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, χωρίς να του απονεμηθεί χάρη, έχει καταδικαστεί για φόνο ή ποινικό αδίκημα για το οποίο η ποινή της φυλάκισης έχει επιβληθεί για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και το οποίο, λόγω των συναφών περιστάσεων θεωρείται από το Διευθυντή ως ανεπιθύμητος μετανάστης∙

.............................................................................................................

(κ)  οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο Νόμο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς, που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών αυτών∙

(λ)  οποιοδήποτε αλλοδαπό ο οποίος, αν επιθυμεί να εισέλθει στη Δημοκρατία ως μετανάστης, δεν έχει στην κατοχή του επιπρόσθετα από διαβατήριο που φέρει Βρεττανική Προξενική θεώρηση για τη Δημοκρατία άδεια μετανάστευσης που χορηγείται από τον Διευθυντή σύμφωνα με οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου αυτού∙»

 

Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί.  Ο ίδιος ο αιτητής παραδέχεται τα γεγονότα στην βάση των οποίων κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης, αφού παραδέχεται ότι εισήρθε παράνομα στη Δημοκρατία, ουδέποτε αιτήθηκε αδεια μετανάστευσης και καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα που τελέσθηκε στην Δημοκρατία. Επίσης όλα τα σχετικά δεδομένα τόσο ως προς το καθεστώς διαμονής του αιτητή όσο και οι εκθέσεις της Αστυνομίας σχετικά με την ποινική του καταδίκη αλλά και το προσωπικό του καθεστώς, ήταν ενώπιον της Διευθύντριας κατά τον χρόνο λήψης των επίδικων αποφάσεων. Σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας έχουν δεόντως διερευνηθεί.

 

Ο τρίτος λόγος ακύρωσης που αφορά στην αρχή της απαγόρευσης επαναπροώθησης κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν προωθήθηκε με συγκεκριμένα επιχειρήματα και δεν μπορεί να εξεταστεί, πέραν των όσων έχουν ήδη λεχθεί σε σχέση με την αναστολή της απέλασης του αιτητή στο Κονγκό.

 

Ο αιτητής στη συνέχεια αμφισβητεί την νομιμότητα της κράτησης του παρά την αναστολή του διατάγματος απέλασης.  Η αναστολή απέλασης δόθηκε μόνο μέχρι την διεκπεραίωση της αίτησης ασύλου και υπό τις περιστάσεις δεν προκύπτει πρόθεση της Διοίκησης για απόσυρση ή ανάκληση της απέλασης και των παρεπόμενων διοικητικών μέτρων. Ούτε συνεπάγεται η αναστολή της εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης τη λήξη της ισχύος της διοικητικής πράξης. Συνεπώς, η νομιμότητα της κράτησης του αιτητή που στηρίχθηκε αποκλειστικά στον Νόμο και συγκεκριμένα στο άρθρο 14 δεν επηρεάζεται από την αναστολή, αλλά ούτε και η συνέχιση της ισχύος του διατάγματος  [Βλ. Rahal (ανωτέρω) και Elnajar (2004) 1 A.A.Δ 675].

 

Το Δικαστήριο ωστόσο θα πρέπει να τονίσει την ανάγκη άμεσης εξέτασης και τελικής απόφασης για το αίτημα διεθνούς προστασίας που έχει υποβάλει ο αιτητής, και την υποχρέωση εξασφάλισης συνθηκών αξιοπρεπούς κράτησης και διαβίωσης που επιβάλλουν οι διεθνείς δεσμεύσεις και υποχρεώσεις της Δημοκρατίας, ιδιαίτερα αφού ο αιτητής είναι ηλικιωμένος και αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι κανένας από τους προβαλλόμενους δεν ευσταθεί.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.  Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθολύν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, εκτός εάν συμφωνηθούν μεταξύ των διαδίκων.

 

                                                   Π. Παναγή, Δ.

 

 

/ΣΓεωργίου

 



[1]  7.-(1)  Αιτητής, ο οποίος εισέρχεται ή εισήλθε στη Δημοκρατία παράνομα, δεν υπόκειται σε τιμωρία λόγω μόνο της της παράνομης εισόδου ή διαμονής του, νοουμένου ότι παρουσιάζεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις αρχές και εκθέτει τους λόγους της παράνομης εισόδου ή διαμονής του.

[2]  «(2) Τα άρθρα 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ δεν εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι –

     (α) …     ..

     (β) υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση ή ως συνέπεια ποινικής κύρωσης, σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, ή υπόκεινται σε διαδικασίες έκδοσης.».

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο