ΕΛΕΝΑ ΠΑΠΑΘΕΟΔΟΤΟΥ ΦΑΙΔΩΝΟΣ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπoθεση Αρ. 832/2011, 30/7/2014

ECLI:CY:AD:2014:D588

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 832/2011)

 

 

30 Ιουλίου, 2014

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΕΛΕΝΑ ΠΑΠΑΘΕΟΔΟΤΟΥ ΦΑΙΔΩΝΟΣ,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ’ης η αίτηση.

 

 

Θ. Κουσπή (κα) για Ι. Νικολάου ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια.

 

Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδης, Δημητρίου ΔΕΠΕ, για την Καθ’ης η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (στο εξής «η Αρχή»), ημερομηνίας 19/4/2011, με την οποία προήχθη το ενδιαφερόμενο μέρος Βλαδίμηρος Βλαδιμήρου στη θέση Υποτομεάρχη (Οικονομικό), Κλίμακα Α10 στην Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών, στο Γραφείο Περιφέρειας Λεμεσού (στο εξής «η επίδικη θέση»), από την 1/5/2011.

 

Tα γεγονότα της προσφυγής.

Με τη σχετική “Γνωστοποίηση Κενών Θέσεων Αρ. 12/2010”, ημερομηνίας 9/9/2010, του Γενικού Διευθυντή της Αρχής, η οποία κοινοποιήθηκε στο προσωπικό της μέσω των οικείων Διευθυντών, ανακοινώθηκε η έναρξη της διαδικασίας πλήρωσης δύο κενών θέσεων Υποτομεάρχη, εκ των οποίων η μία αφορούσε θέση στη Διοικητική Γραμματεία και η άλλη, η επίδικη, που ανήκει στο Γραφειακό Προσωπικό και είναι θέση Προαγωγής, στο Οικονομικό Τμήμα.

 

Η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος, οι οποίοι κατείχαν τη θέση του Βοηθού Υποτομεάρχη και πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας, αποτάθηκαν για προαγωγή και συμπεριλήφθηκαν στο σχετικό κατάλογο των προσοντούχων υποψηφίων.

 

Η διαδικασία διεξήχθη σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στους περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86 ως έχουν τροποποποιηθεί) - (στο εξής «οι Κανονισμοί»).

 

Σε πρώτο στάδιο, του θέματος επιλήφθηκε η Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής (στο εξής «η Επιτροπή Επιλογής»), η οποία άκουσε και κατέγραψε στα πρακτικά της, τις απόψεις και συστάσεις των προϊσταμένων των υποψηφίων. Ο Διευθυντής Περιφέρειας Λεμεσού, κοινός προϊστάμενος των διαδίκων ανέφερε τα ακόλουθα:

 

“ … η 77244 Ελένη Φαίδωνος Παπαθεοδότου έχει ευρυτάτη πείρα στο Τμήμα Εξυπηρέτησης Πελατών και στον Τοπικό Τομέα Διασφάλισης Ποιότητας της Περιφέρειας. Έχει εξαιρετικές οργανωτικές και πολύ καλές εποπτικές ικανότητες. Η απόδοση της είναι εξαιρετική. Κρίνεται κατάλληλη για προαγωγή στην παρούσα θέση.

 

 … ο 79055 Βλαδίμηρος Βλαδιμήρου έχει ευρυτάτη πείρα στο Τμήμα Γενικών Υπηρεσιών στο Τμήμα Προσωπικού και στο Τμήμα Καταγραφέων Μετρητών της Περιφέρειας. Έχει εξαιρετικές οργανωτικές και πολύ καλές εποπτικές ικανότητες. Η απόδοση του είναι εξαιρετική. Κρίνεται κατάλληλος για προαγωγή στην παρούσα θέση.”

 

 

Στη συνέχεια η Επιτροπή Επιλογής αφού μελέτησε και αξιολόγησε τα υπηρεσιακά στοιχεία (προσωπικούς φακέλους, πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα, προσόντα, επίδοση, εμπιστευτικές εκθέσεις και φύλλα αξιολόγησης), λαμβάνοντας υπόψη τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής και τις συστάσεις των προϊσταμένων, επέλεξε τους διαδίκους και μία άλλη υποψήφια, ως τους επικρατέστερους για προαγωγή στην επίδικη θέση και υπέβαλε τη σχετική εισήγηση της στην Αρχή.

 

Στο επόμενο στάδιο, επιλήφθηκε των αιτήσεων η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για Θέματα Προσωπικού (στο εξής «η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή»), η οποία, αφού εξέτασε όλα τα ενώπιον της στοιχεία των υποψηφίων, κάλεσε για σκοπούς σύστασης, το Γενικό Διευθυντή της Αρχής (στο εξής «ο Διευθυντής»). Ο τελευταίος πρότεινε ως καταλληλότερη την αιτήτρια, σημειώνοντας ότι υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα, λόγω της ημερομηνίας πρόσληψης της στην Αρχή, ότι οι διάδικοι ήταν ισοδύναμοι σε βαθμολογημένη αξία και ότι αμφότεροι διέθεταν πρόσθετα προσόντα μη προβλεπόμενα στο σχέδιο υπηρεσίας, στα οποία προσέδωσε τη δέουσα σημασία.

 

Ακολούθως, η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή προέβη σε δική της αξιολόγηση του συνόλου των στοιχείων και παρεκκλίνοντας από τη σύσταση του Διευθυντή, αποφάσισε ομόφωνα να συστήσει στην Αρχή το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Αιτιολογώντας την παρέκκλιση, η Συμβουλευτική Επιτροπή σημείωσε ότι η αιτήτρια υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους σε ηλικιακή αρχαιότητα, ότι στο κριτήριο της αξίας, κατά τα έτη 2004 - 2009, ο συστηθείς ήταν περίπου ισοδύναμος με την αιτήτρια και ότι προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα πρόσθετα προσόντα τους.

 

Κατά το τελικό στάδιο της διαδικασίας, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, κάλεσε ενώπιον του το Διευθυντή, ο οποίος πρότεινε για προαγωγή την αιτήτρια, υιοθετώντας τη σύσταση και το σκεπτικό που εξέφρασε στο προηγούμενο στάδιο της  Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.

 

Ακολούθησε αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων από το Συμβούλιο της Αρχής το οποίο αφού, όπως σημείωσε, έλαβε υπόψη όλα τα δεδομένα, εισηγήσεις και συστάσεις που είχαν τεθεί ενώπιον του, αποφάσισε, κατά πλειοψηφία την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους.    

 

Καταλήγοντας στην επίδικη απόφαση του το Συμβούλιο κατέγραψε στα πρακτικά του ότι δεν παρέλειψε να συνυπολογίσει ότι η αιτήτρια υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους σε ηλικιακή αρχαιότητα, ότι στην αξία ο επιλεγείς ήταν περίπου ισοδύναμος με την αιτήτρια και τέλος ότι λήφθηκαν υπόψη  «ένα προς ένα» τα προσόντα των υποψηφίων στα οποία προσδόθηκε η δέουσα βαρύτητα.

 

Οι λόγοι ακύρωσης.

Προβάλλεται εκ μέρους της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει διότι:

 

(i) Οι καθ’ων η αίτηση εντελώς αναιτιολόγητα παραγνώρισαν και/ή δεν έδωσαν τη δέουσα βαρύτητα στην αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή υπέρ της αιτήτριας.

 

(ii) Παραβιάστηκαν οι αρχές που ισχύουν για την πλήρωση θέσεων προαγωγής, όπως καθορίζονται στον Κανονισμό 23(2) της Κ.Δ.Π. 291/86.

 

(iii) H απόφαση δεν είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Τα υπηρεσιακά δεδομένα των διαδίκων.

Όπως αποκαλύπτουν οι διοικητικοί φάκελοι, και πιο συγκεκριμένα τα “Φύλλα Αξιολόγησης Προσωπικού” της περιόδου 2004 – 2009, που λήφθηκαν υπόψη για σκοπούς στάθμισης και επιλογής, οι διάδικοι είναι ουσιαστικά ισοδύναμοι στο κριτήριο της αξίας εφόσον το ενδιαφερόμενο μέρος συγκεντρώνει 40Α (“εξαιρετικός”) και 20Β+ (“πολύ ικανοποιητικός”), ενώ η αντίστοιχη συγκομιδή της αιτήτριας, είναι 42Α και 18Β+. 

 

Στο κριτήριο της αρχαιότητας, παρατηρείται μια οριακή διαφορά, υπέρ της αιτήτριας, όχι βέβαια με αναφορά στην ηλικία, όπως προφανώς εκ παραδρομής σημειώθηκε στα πρακτικά της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και της Αρχής (η αιτήτρια γεννηθείσα το 1971 είναι νεώτερη του γεννηθέντος το 1969 αιτητή), άλλα με βάση την ημερομηνία των πρώτων διορισμών τους στην Αρχή. Η αιτήτρια διορίστηκε στη θέση του Γραφέα 2ας Τάξεως την 1/8/1991, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος πρωτοδιορίστηκε στην ίδια θέση την 1/10/1992.

 

Είχαν όμως στη συνέχεια και οι δύο την ίδια ανέλιξη, προαχθέντες στη θέση του Λογιστικού Λειτουργού την 1/12/2001, ενώ κατείχαν την αμέσως προηγούμενη της επίδικης, θέση του Βοηθού Υποτομεάρχη, από την ίδια ημερομηνία (30/3/2007).

 

Αναφορικά με τα προσόντα, το ενδιαφερόμενο μέρος πέραν του απολυτηρίου Λυκείου, διαθέτει το πιστοποιητικό του London Chamber of Commerce and Industry, “Accounting Higher” και το “Confirmation of Exemption from the Certificate Examination” του Association of Business Executives.

 

H αιτήτρια κατέχει απολυτήριο Λυκείου και τα πιστοποιητικά GCE                   “OLevel (Principles of Accounts, Modern Greek), TOEFL, London Chamber of Commerce & Industry (Accounting Higher) και Alliances Francaises de Chypre (Certificat d΄ Initation aux etudes Francaises).

 

Oι ισχυρισμοί για αναιτιολόγητο παραγκωνισμό της σύστασης του Διευθυντή και έλλειψη αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.

 

Είναι η θέση της αιτήτριας, ότι το Συμβούλιο της Αρχής εσφαλμένα, πεπλανημένα και αναιτιολόγητα παραγκώνισε  την ευνοϊκή γι’ αυτή σύσταση του Διευθυντή, η οποία ήταν σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων και αντί αυτής υιοθέτησε την τρωτή και συγκρουόμενη με τους φακέλους πρόταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.

 

Όπως περαιτέρω υποστηρίζει η αιτήτρια, υπερτερεί του ενδιαφερόμενου μέρους σε όλα τα κριτήρια επιλογής, αφού υπερέχει κατά 2Α και έχει προς όφελος της τη νόμιμη σύσταση του Διευθυντή και επιπρόσθετα προσόντα που επαυξάνουν την αξία της, ενώ έχει προβάδισμα και στην αρχαιότητα με βάση τους πρώτους διορισμούς.

 

Ως εκ τούτου, εισηγείται η αιτήτρια, η τελική απόφαση του Συμβουλίου της Αρχής με την οποία παραγνωρίστηκαν τα πιο πάνω στοιχεία και παραμερίστηκε χωρίς αιτιολογία η σύσταση του Διευθυντή, κατέστη πάσχουσα, υποκείμενη σε ακύρωση.

 

Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας ότι υπερείχε σε βαθμολογημένη αξία, προσόντα και αρχαιότητα δεν ευσταθούν, αφού η αμελητέα διαφορά στο σύνολο των βαθμολογιών της εξαετίας που λήφθηκε υπόψη, δεν συνιστά, σύμφωνα με τη νομολογία, υπεροχή  (βλ. Αττάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2012) 3 Α.Α.Δ. 438), η αρχαιότητα στους πρώτους διορισμούς έχει, κατά τη νομολογία, πολύ περιορισμένη σημασία (βλ. Δημοκρατία v. Xρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56 και Χρυσάφη v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 493), εφόσον οι διάδικοι κατείχαν την αμέσως προηγούμενη θέση από την ίδια ακριβώς ημερομηνία, ενώ τα διάφορα πιστοποιητικά λογιστικής, ξένων γλωσσών και τα απολυτήρια Λυκείου που κατείχαν και οι δύο υποψήφιοι, δεν αποτελούσαν ακαδημαϊκά προσόντα, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για σκοπούς στάθμισης                        (βλ. Σταύρος Λάμπρου v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 783/2002, ημερομηνίας 19/4/2004, Γιαννάκης Καναράς v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1509/2008, ημερομηνίας 26/10/2010, Παναγιώτης Πουργουρίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1386/2007, ημερομηνίας 23/12/2008, Γεώργιος Ταλιώτης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1317/2010, ημερομηνίας 26/1/2012 και Μάριος Στεφανίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1207/2011, ημερομηνίας 15/2/2013). 

 

Παραμένει όμως προς εξέταση το ζήτημα της σύστασης του Διευθυντή, η οποία σύμφωνα με τον Κανονισμό 23(4) είναι ένα από τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη της η Αρχή κατά τη διαδικασία προαγωγής, σε συνάρτηση με την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία για την παραγνώρισή της.

 

Κατ’ αρχάς να σημειωθεί ότι οι Κανονισμοί, σε αντίθεση με τις εισηγήσεις και συστάσεις της Επιτροπής Επιλογής και της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δεν επιβάλλουν αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή. Επομένως, η σύσταση του Διευθυντή, διατηρεί την εγκυρότητα της εφόσον δεν συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων (βλ. Στυλιανού κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1994)                 3 Α.Α.Δ. 387, Βασιλείου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 75).

 

Συστήνοντας την αιτήτρια, ο Διευθυντής, όπως ήδη επισημάνθηκε, ανέφερε, ότι αυτή προηγείτο του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα, ως προς την ημερομηνία πρόσληψης τους στην Αρχή, καθότι κατείχαν την αμέσως κατώτερη θέση από την ίδια ημερομηνία, σημείωσε ότι στην αξία, οι δύο υποψήφιοι ήταν ισοδύναμοι και παρέθεσε τα διάφορα, μη προβλεπόμενα στο σχέδιο υπηρεσίας, προσόντα τους, προσθέτοντας ότι τα έλαβε υπόψη ένα προς ένα και ότι τους προσέδωσε τη δέουσα σημασία.

 

Είναι προφανές, με βάση και την υπηρεσιακή εικόνα που προεκτέθηκε, ότι, στην παρούσα περίπτωση, η σύσταση δεν αντιμάχεται τα στοιχεία των φακέλων.  

 

Στην Ιωάννου v. A.H.K. (1998) 3 A.A.Δ. 624, αφού υπογραμμίστηκε ότι οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν ξεχωριστό, πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως, στο οποίο πρέπει να δίδεται η δέουσα βαρύτητα, τονίστηκαν τα ακόλουθα (σελ. 629):

 

Η σημασία που αποδίδεται από το διοικητικό δίκαιο στις συστάσεις του διευθυντή στοχεύει στο να διασφαλίσει ότι κατά τη διαδικασία της επιλογής το διορίζον όργανο λαμβάνει καθοδήγηση από λειτουργό ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη θέση να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης …

 

Είναι ακριβώς λόγω της σημασίας των συστάσεων του Διευθυντή που η νομολογία έχει καθιερώσει την αρχή της αιτιολόγησης από το διορίζον όργανο της απόκλισης από τις συστάσεις του διευθυντή, με καθαρή, ειδική, πειστική και επαρκή αιτιολογία η οποία πρέπει να καταγράφεται στο πρακτικό της απόφασης. Η αιτιολόγηση επιβάλλεται, καθώς έχει νομολογηθεί, για την προστασία των νομίμων δικαιωμάτων των υποψηφίων, δυνάμει του άρθρου 151 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 146.”

 

(Βλ. επίσης Σιαμμάς v. A.H.K. (1998) 3 Α.Α.Δ. 569 και Ματσάγκος v. Α.Η.Κ. (2008) 3 Α.Α.Δ. 199).

 

Στην κρινόμενη υπόθεση, τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή στη σύσταση της όσο και το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής που την υιοθέτησε, αντιγράφοντας ουσιαστικά το σκεπτικό της, επέλεξαν το ενδιαφερόμενο μέρος, κατά παρέκκλιση όπως σημείωσαν, της σύστασης του Διευθυντή, χωρίς όμως οποιαδήποτε αιτιολογία. Οι γενικόλογες αναφορές στα υπηρεσιακά δεδομένα δεν συνιστούν την απαραίτητη αιτιολογία για την απόκλιση από την προτίμηση του Διευθυντή. Συνεπώς, η συγκεκριμένη επιλογή των καθ’ων η αίτηση παραμένει αναιτιολόγητη.

 

Πέραν όμως τούτου, ούτε η απλή απαρίθμηση των κριτηρίων που λήφθηκαν υπόψη, όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, παρέχει οποιαδήποτε πληροφόρηση για τα δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της απόφασης (βλ. Δημοκρατία v. Xατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574).

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα €1.350 υπέρ της αιτήτριας. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

 

 

 

 

                                              Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                        Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο