
ECLI:CY:AD:2014:D612
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 492/2013)
21 Αυγούστου, 2014
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]
Αναφορικά με τα Άρθρα 1A, 12, 17, 25, 26, 28, 33, 35, 169(3), 179(2) και 146 του Συντάγματος και Άρθρα 49, 56, 101 και 102 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ε.Ε. την Οδηγία 98/34/ΕΚ για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών και στον αντίστοιχο περί Διαδικασίας Πληροφόρησης Ορισμένων Τεχνικών Κανόνων Νόμος του 2003 Ν.72(Ι)/2003» και τον περί Στοιχημάτων Νόμο του 2012 (Ν.106(Ι)/2012).
ΒETFAIR INTERNATIONAL PLC΄S
Αιτητές,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Αίτηση ημερ. 3.6.2013 για παραμερισμό της απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 30.4.2013 και παρέμβαση τρίτου
Φίλιππος Καμένος, για την Αιτήτρια.
Άνδρος Πελεκάνος, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση 1.
Νίκος Γεωργίου για Καλλή & Καλλή, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση 2.
---------------------------
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η αίτηση αυτή καταχωρήθηκε πέντε μήνες μετά την έκδοση της απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 30.4.2013 το οποίο, επιλαμβανόμενο αίτησης των αιτητών στην προσφυγή (Betfair), για έκδοση προσωρινού διατάγματος και στην απουσία εμφάνισης από τους καθ’ ων η αίτηση, Ανεξάρτητη Αρχή Στοιχημάτων, στην οποία είχε επιδοθεί τόσο η αίτηση όσο και η προσφυγή, ακύρωσε την προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση της τελευταίας λόγω έκδηλης παρανομίας. Με την απόφαση της αυτή, η Ανεξάρτητη Αρχή Στοιχημάτων είχε τοποθετήσει στην ιστοσελίδα «http:blocking.nba.com.cy»,κατάλογο στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν δύο διευθύνσεις διαδικτύου των αιτητών, «http://sports.betfair.com» και «http:www.betfair.com/exchange», υποχρεώνοντας την εταιρεία CYTACOM Solutions Ltd, η οποία παρέχει διαδικτυακές υπηρεσίες στους πελάτες της Betfair, να εφαρμόσει σύστημα φραγής στην ιστοσελίδα της τελευταίας, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η πρόσβαση των χρηστών – πελατών της στις υπηρεσίες που αυτή παρέχει.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η αίτηση της Βetfair και, κατ’ επέκταση, η προσφυγή της, πέτυχαν αφού κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι εμποδίστηκε να συνεχίσει, ως νομικό πρόσωπο που νομίμως κατείχε άδεια από άλλο κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να παρέχει τις υπηρεσίες της, λόγω μη θέσπισης σχετικών κανονισμών και οδηγιών για εφαρμογή του σχετικού Νόμου.
Η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε στις 3.6.2013 από τη Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας, Ιπποδρομιακή Αρχή εν τη έννοια του άρθρου 2 του περί Φορολογίας Ιπποδρομιακών Στοιχημάτων και Λαχνών Νόμου του 1973 ως έχει τροποποιηθεί, επιδιώκοντας τον παραμερισμό της πιο πάνω απόφασης του Δικαστηρίου και για παρέμβαση ως ενδιαφερόμενο μέρος/ενδιαφερόμενος τρίτος στην προσφυγή.
Νομική βάση της αίτησης είναι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Άρθρο 146.2, οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί 10, 13, 17, 18 και 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου 1962, οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί Δ.17 θ.10, Δ.26 θ.14, Δ.48 θ. 1-4, 9(h) (u), Δ.64 η Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και οι Γενικές Εξουσίες και Πρακτική του Δικαστηρίου.
Η αίτηση συνοδεύεται από πολυσέλιδη ένορκη δήλωση, του Γενικού Διευθυντή της αιτήτριας Λέσχης στην οποία προβάλλεται, κυρίως, ότι το Δικαστήριο παραπλανήθηκε προ της έκδοσης της απόφασης του ημερομηνίας 30.4.2013, διότι, τουλάχιστον στο μέτρο που αφορά την παροχή υπηρεσιών ανταλλακτηρίου στοιχήματος, ο σχετικός Νόμος εισάγει ξεκάθαρη απαγόρευση και άρα το συγκεκριμένο είδος στοιχήματος δεν ήταν υποκείμενο, ούτε αποτελούσε πεδίο έκδοσης κανονισμών εκ μέρους της Ανεξάρτητης Αρχής Στοιχημάτων. Επομένως, δεν τίθετο ζήτημα να μπορεί η Betfair να αιτηθεί για την έκδοση αδείας που να της επιτρέπει να το παρέχει. Το γεγονός δε ότι η Betfair παραπλάνησε το Δικαστήριο, μπορεί να συναχθεί και από τη στάση της, τόσο κατά την κατάρτιση του τότε νομοσχεδίου του περί Στοιχημάτων Νόμου, όταν ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών εναντιώθηκε σθεναρά στην απαγόρευση των ανταλλακτηρίων στοιχημάτων, αλλά και μετά την ψήφιση του σχετικού Νόμου.
Είναι η θέση της αιτήτριας, στη βάση των όσων προβάλλονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, ότι έχει σαφή έννομα συμφέροντα για τα οποία θα αποστερηθεί τη δικαστική προστασία σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η αίτηση της. Περαιτέρω, αποδίδει σκοπιμότητα στην παράλειψη της Betfair, η οποία γνώριζε για τα έννομα συμφέροντα της, να την ειδοποιήσει για την ύπαρξη της διαδικασίας, η οποία την αφορούσε άμεσα.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε με αρκετή καθυστέρηση, μετά την τελεσιδικία της απόφασης ημερομηνίας 30.4.2013, από πρόσωπο που δεν συμμετείχε με οποιονδήποτε τρόπο στην διοικητική δίκη. Η Κυπριακή Δημοκρατία, καθ’ ης η αίτηση στην προσφυγή, μέσω της Ανεξάρτητης Αρχής Στοιχημάτων, δεν αμφισβήτησε με έφεση την δικαστική απόφαση αλλά συμμορφώθηκε με το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Παρόλο δε που εμφανίστηκε στη διαδικασία της παρούσας αίτησης δηλώνοντας ότι δεν είχε ένσταση στην αίτηση, δεν υπέβαλε δική της αίτηση για παραμερισμό της επίδικης απόφασης.
Η Betfair ενίσταται στην αίτηση και εγείρει αριθμό λόγων ένστασης και πολλαπλές προδικαστικές ενστάσεις. Με την πρώτη ισχυρίζεται ότι λόγω της μη καταχώρησης έφεσης εναντίον της ακυρωτικής απόφασης, της συμμόρφωσης με το ακυρωτικό αποτέλεσμα καθώς και της άρσης της εφαρμογής του συστήματος φραγής στην βάση του άρθρου 65 του περί Στοιχημάτων Νόμου, η παρούσα διαδικασία είναι άνευ αντικειμένου και αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας. Αμφισβητείται και το locus standi και η αμεσότητα του έννομου συμφέροντος της αιτήτριας σε σχέση με το δεύτερο αιτητικό της αίτησης, με το οποίο επιδιώκεται η παρέμβαση της, αφού δεν προκύπτει σχέση και άμεσο συμφέρον της από την επίδικη διοικητική πράξη ούτε βλάβη που να απορρέει ευθέως από την ακύρωση της, ενώ αμφισβητείται η ύπαρξη δικαιοδοσίας στο Δικαστήριο να παραμερίσει την ακυρωτική απόφαση του αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με εξαναγκασμό της Διοίκησης να προβεί σε θετική ενέργεια, που εκφεύγει των ορίων της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Σύμφωνα με τη νομολογία, για να δοθεί το δικαίωμα παρέμβασης πρέπει το ενδιαφερόμενο μέρος να δείξει ότι έχει έννομο συμφέρον. Σε σειρά αποφάσεων, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι η έννοια του συμφέροντος παρεμβαίνοντος στη διαδικασία προσομοιάζει με εκείνο του παρεμβαίνοντος στην Ελλάδα και τη Γαλλία και πρέπει να ασκείται κατά τον ίδιο τρόπο (Βλ. Theodorides and Others v. Ploussiou (1976) 2 C.L.R. 319, Pitsillos v. CBC (1982) 3 C.L.R. 208, Vorkas and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 87 και Institute of Certified Accountants v. Republic (1987) 3 C.L.R. 445). Αυτό το συμφέρον κρίνεται με ευρύτητα, όπως κρίνεται και στην περίπτωση αιτητή σε προσφυγή (Βλ. Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών, του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου 4η έκδοση σελ. 245). Ο τρίτος πρέπει να δείξει ότι ο δυσμενής επηρεασμός του από τη δικαστική απόφαση, θα είναι άμεσος (βλ. Μεριτιάν Χοτέλς Λτδ. ν. ΚΟΤ (1990) 3Β Α.Α.Δ 1446, 1449 και Έμετακλ Αλουμίνιουμ Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ 2964). Το Ενδιαφερόμενο Μέρος έχει το βάρος απόδειξης, όχι μόνο ότι έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την πράξη, αλλά και την ζημιά που ενδεχομένως θα υποστεί από τυχόν επιτυχία της προσφυγής. Πρέπει δε να πιθανολογήσει το έννομο συμφέρον του. Σε τέτοια περίπτωση δεν απαιτείται απόδειξη, αρκεί ο εύλογος ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει τα νόμιμα δικαιώματα ή συμφέροντα του.
Σχετικό επί του προκειμένου είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωάννη Σολωμού (2001) 3Β Α.Α.Δ. 955:
«O θεσμός της παρέμβασης τρίτου σε διαδικασία δεν είναι θεσμοθετημένος στην Κύπρο. Πότε και κάτω από ποίες προϋποθέσεις μπορεί να δικαιολογηθεί η παρέμβαση τρίτου σε αναθεωρητική δικαιοδοσία εξετάστηκε σε κάποια έκταση στη Vorkas and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 87. Εν πρώτοις επαναλαμβάνεται ότι το δικαίωμα προσώπου του οποίου το συμφέρον διακυβεύεται ή θα επηρεαστεί δυσμενώς από την ακύρωση της υπό αναθεώρηση διοικητικής πράξης ή απόφασης, έχει δικαίωμα να ακουστεί ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Τούτο αναγνωρίστηκε από την καθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Josephides v. Republic 2 R.S.C.C. 72, 75. Διαπιστώθηκε επίσης ότι η θέση του ενδιαφερομένου προσώπου παραλληλίζεται προς εκείνη του παρεμβαίνοντος στο αντίστοιχο Ελληνικό δικαιϊκό σύστημα. Το συμφέρον, που καθιστά παραδεχτή τη συμμετοχή του ενδιαφερομένου προσώπου στη διαδικασία, είναι όπως εξηγείται στη Vorkas, ανάλογο προς εκείνο του προσφεύγοντος. Ο επηρεασμός από τη δικαστική απόφαση πρέπει να διαγράφεται ως άμεσος κατ’ ανάλογο τρόπο προς τον επηρεασμό συμφέροντος που νομιμοποιεί τον αιτητή να προσφύγει στο Δικαστήριο και να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, απόφασης ή παράλειψης. Το νομιμοποιητικό συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να υφίσταται, όπως είναι καθιερωμένο και στα τρία κρίσιμα χρονικά στάδια κατά τον αντίστοιχο χρόνο έκδοσης, προσβολής και αναθεώρησης της διοικητικής απόφασης.»
Σύμφωνα δε με τον Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 1994, 2η Έκδοση (σελίδες 272-273):
«γ. Έννομο συμφέρον: Εξουσία ασκήσεως παρεμβάσεως δεν έχει οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος, αλλά μόνο αυτός που έχει «έννομο» συμφέρον. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος κρίνεται όπως και κατά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, στο πλαίσιο της οποίας και αναπτύσσεται. Την προϋπόθεση αυτή του παραδεκτού της παρεμβάσεως εκπληρώνει πάντοτε (και γι΄ αυτό δεν απαιτείται ειδικώς) ο υπουργός που εποπτεύει το νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου, του οποίου προσβάλλεται πράξη επί ακυρώσει, καθώς και ο πτωχεύσας κατά την διάρκεια της πτωχεύσεως, επί προσφυγής ή ένδικου μέσου που άσκησε ο σύνδικος. Πρέπει επίσης να πιθανολογείται ως υφιστάμενη στον τρίτο, στον οποίο ανακοινώνεται η δίκη από διάδικο ή, προ πάντων, από τον εισηγητή της υποθέσεως.
Τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν επαγγελματικούς σκοπούς έχουν έννομο συμφέρον να παρέμβουν, μόνο αν από την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως θίγονται ως τοιαύτα ή αν θίγονται τα συμφέροντα του συνόλου των μελών του, όχι όμως αν θίγονται τα συμφέροντα ορισμένων μόνο (έστω πολλών) από τα μέλη τους, γιατί τα νομικά αυτά πρόσωπα έχουν σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων όλων των μελών τους και όχι μόνο ορισμένων από αυτούς και μάλιστα εις βάρος, τυχόν, των συμφερόντων άλλων μελών.»
Είχα την ευκαιρία να μελετήσω την απόφαση που εκδόθηκε στις 16.5.2014 από την Δικαστή Μιχαηλίδου στην Υπόθεση Αρ. 494/2013, με την οποία απόρριψε πανομοιότυπη, ουσιαστικά, αίτηση της εδώ αιτήτριας επί πανομοιότυπων σχεδόν γεγονότων - εκεί, είχε υποχρεωθεί η εταιρεία CABLENET Communication Systems Ltd να εφαρμόσει σύστημα φραγής σε ιστοσελίδα της Betfair, ενώ η απόφαση της Ανεξάρτητης Αρχής Στοιχημάτων που οδήγησε στην ενέργεια αυτή ακυρώθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 14.5.2013. Μεταφέρω εδώ αυτούσιο το ουσιαστικό μέρος του σκεπτικού της προαναφερθείσας απόφασης με το οποίο συμφωνώ και το οποίο υιοθετώ πλήρως για σκοπούς της παρούσας:
«Η αιτήτρια ουσιαστικά δεν έχει καταδείξει ίδιον έννομο συμφέρον που θίγεται από την επίδικη πράξη που όπως προκύπτει από τις αυθεντίες ανωτέρω πρέπει να είναι άμεσο. Η ακυρωθείσα πράξη βρίσκω υπό τις περιστάσεις ότι δεν έχει ληφθεί υπέρ τη αιτήτριας αλλά κατ΄ εφαρμογή και στα πλαίσια των γενικών εξουσιών της Ανεξάρτητης Αρχής Στοιχημάτων, όπως με λεπτομέρεια αναλύεται στην απόφαση μου ημερ. 24.4.2013.
Η αιτήτρια είναι τρίτο ξένο πρόσωπο στη σχέση μεταξύ της Betfair και των καθ΄ ων η αίτηση και η οποιαδήποτε βλάβη την οποία επικαλείται η αιτήτρια δεν επέρχεται με την άρση του συστήματος φραγής που επιβλήθηκε στην Betfair, με αποτέλεσμα να μην έχει αποδειχθεί άμεσος επηρεασμός ή σχέση εγγύτητας μεταξύ της πράξης και του αποδέκτη στο βαθμό που απαιτείται για να στοιχειοθετεί έννομο συμφέρον.
Όπως έχει παρατηρηθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σολωμού (2001) 3 (Β) Α.Α.Δ. 955:
”Δικαίωμα εκπροσώπησης κατά την προσφυγή έχει άτομο του οποίου το συμφέρον είναι κατά νομική συνέπεια ενδεχόμενο να επηρεαστεί από τη θεώρηση της νομιμότητας της πράξης η οποία προσβάλλεται. Τα άτομα αυτά είναι κατά κανόνα οι ευνοηθέντες από την επίδικη διοικητική απόφαση. O θεσμός της παρέμβασης τρίτου σε διαδικασία δεν είναι θεσμοθετημένος στην Κύπρο. Πότε και κάτω από ποίες προϋποθέσεις μπορεί να δικαιολογηθεί η παρέμβαση τρίτου σε αναθεωρητική δικαιοδοσία εξετάστηκε σε κάποια έκταση στη Vorkas and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 87.”
Είναι η κατάληξη μου ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος και παραμένει «ξένη προς τη διαδικασία μη έχουσα άμεσο συμφέρον στην έκβαση της. Το συμφέρον το οποίο επικαλείται με αναφορά στην υπό κρίση διοικητική απόφαση ενδέχεται να έχει μελλοντικό χαρακτήρα».
Συνοψίζοντας σημειώνω:
(α) οι αποφάσεις του Δικαστηρίου κατέστησαν τελεσίδικες εφόσον δεν προσβλήθηκαν κατ΄ έφεση από την Ανεξάρτητη Αρχή Στοιχημάτων (καθ΄ ης η αίτηση)
(β) οι προσβαλλόμενες με την προσφυγή αποφάσεις αφορούσαν απόφαση της Αρχής η οποία επηρέαζε άμεσα την Betfair και μόνο, χωρίς να αφορά καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στην αιτήτρια ως επωφελούμενη εκ των αποφάσεων της Αρχής ή επ΄ ωφελεία άλλων προσώπων. Επρόκειτο για απόφαση, πράξη ή ενέργειες των καθ΄ ων η αίτηση ως εκ του Νόμου και ουδέποτε η αιτήτρια κατέστη ή θα μπορούσε να καταστεί ενδιαφερόμενο μέρος ώστε η Betfair να έχει υποχρέωση επίδοσης της αίτησης προς την ίδια
(γ) εκ των πραγμάτων δεν έχει επηρεαστεί το δικαίωμα της αιτήτριας να ακουστεί ως αποστερούμενη της ιδιότητας ενδιαφερόμενου μέρους
(δ) και αν ακόμα συνέτρεχαν όλες οι πιο προϋποθέσεις η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι έχει άμεσο έννομο συμφέρον ως εκ της έκβασης της προσφυγής.»
Τα ίδια ισχύουν και στην εξεταζόμενη αίτηση. Δεν διαπιστώνω οποιοδήποτε στοιχείο που να διαφοροποιεί το νομικό και πραγματικό υπόβαθρο της παρούσας αίτησης από τα ανωτέρω.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, κρίνω ότι η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη, γεγονός που καθιστά αχρείαστη την ενασχόληση του Δικαστηρίου με τα υπόλοιπα θέματα που εγείρονται.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο