ΕΛΕΝΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1196/2013, 17/9/2014

ECLI:CY:AD:2014:D685

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1196/2013)

 

17 Σεπτεμβρίου, 2014

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΛΕΝΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ,

Αιτήτρια,

-     ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

                                                                        Καθ΄ων η αίτηση.

---------------------------

 

Αιτήτρια παρούσα, εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Νικόλ Γρηγορίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας στις 28.9.2012, προσκομίζοντας ιατρικά πιστοποιητικά και εκθέσεις από θεράποντες ιατρούς της. Με αυτά διαπιστωνόταν κατάθλιψη με χρόνιο χαρακτήρα, η οποία επιδεινώθηκε μετά την εμφάνιση γυναικολογικών προβλημάτων και την υποβολή της αιτήτριας σε επέμβαση ολοκληρωτικής υστερεκτομής. Επίσης η αιτήτρια έπασχε από υποτροπιάζουσα βαρηκοΐα και το σύνδρομο Meniere (Ιδιοπαθής Ύδρωπας Λαβυρίνθου).

 

Η Ιατρική Σύμβουλος των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων αποφάσισε ότι με βάση τα στοιχεία που είχε προσκομίσει η αιτήτρια, θα έπρεπε να κληθεί για εξέταση μόνο από Ψυχιατρικό Ιατρικό Συμβούλιο. Η αιτήτρια κλήθηκε σε εξέταση από Ψυχιατρικό Ιατρικό Συμβούλιο με επιστολή ημερομηνίας 27.12.2012.  Το Ιατροσυμβούλιο αποτελούμενο από δυο ψυχιάτρους διέγνωσε μελαγχολία και γνωμάτευσε στην βάση των ενώπιον του στοιχείων και του ιστορικού της αιτήτριας, ότι είναι ικανή για άσκηση του επαγγέλματος της ως υπεύθυνη λογιστηρίου. Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων υιοθετώντας την αναλυτική έκθεση του Ιατροσυμβουλίου απέρριψε την αίτηση της αιτήτριας, η οποία ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 8.3.2013.

 

Η αιτήτρια προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας την ακύρωση της απορριπτικής απόφασης. Χειρίστηκε την υπόθεση της προσωπικά και στην αγόρευση της ισχυρίζεται ότι η αίτηση της εξετάστηκε χωρίς την δέουσα προσοχή και χωρίς να διερευνηθεί η συνολική κατάσταση της υγείας της. Θεωρεί ότι η απόρριψη της αίτησης της οφείλεται στην εξοικονόμηση κονδυλίων από το κράτος.

 

Στον αντίποδα των θέσεων της αιτήτριας, οι καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι εφόσον η ίδια η αιτήτρια στο Μέρος ΙΙΙ της αίτησης της με τίτλο «Λεπτομέρειες όσον αφορά την ανικανότητα για εργασία» καταγράφει  αποκλειστικά την κατάθλιψη ως την «ασθένεια που επηρέασε την ικανότητα της για εργασία» αλλά και οι ιατρικές βεβαιώσεις που προσκόμισε επίσης αναφέρονται σε ψυχιατρικής φύσεως προβλήματα, ορθά εξετάστηκε μόνο από Ιατροσυμβούλιο ψυχιατρικής ειδικότητας.  Επισημαίνουν αναφορικά με την έκθεση του Ιατροσυμβουλίου (ερυθρά 24-29 στον διοικητικό φάκελο) ότι καταγράφεται το ιστορικό, η φαρμακευτική αγωγή αλλά και οι ενοχλήσεις της αιτήτριας υποστηρίζοντας παράλληλα πως τα όποια σημεία παρέμειναν κενά στην έκθεση δεν αφορούν την περίπτωση της αιτήτριας και δεν επηρεάζουν την επάρκεια της έρευνας που διενήργησε το Ιατροσυμβούλιο. Καταληκτικά θεωρούν ότι υπό τις περιστάσεις της αιτήτριας, διεξήχθη η δέουσα έρευνα και ότι η γνώμη του Ιατροσυμβουλίου ότι η μελαγχολία δεν επηρέαζε την ικανότητα άσκησης του επαγγέλματος της ως υπεύθυνης λογιστηρίου, είναι δεόντως αιτιολογημένη.

 

Μελετώντας το σύνολο των ιατρικών πιστοποιητικών/εκθέσεων που είχε συνυποβάλει η αιτήτρια σε αντιδιαστολή με την έκθεση του Ιατροσυμβουλίου ημερομηνίας 11.1.2013, είναι εμφανές ότι υπάρχει μια διάσταση επιστημονικών απόψεων ως προς την ένταση και το είδος των ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η αιτήτρια.

 

Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με την βεβαίωση του Δρ Βερεσέ ημερομηνίας 8.6.2012, παρακολουθείται για καταθλιπτικού τύπου συμπτωματολογία από το 1993 ενώ από το 2000 παρακολουθείται από νευρολόγο για το σύνδρομο Meniere. Λόγω προβλημάτων γυναικολογικών, του ιστορικού και της επιδείνωσης της κατάστασης της, κρίνει ότι δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε εργασιακά καθήκοντα. Ακολουθεί η ιατρική έκθεση του Δρ Στασή, καρδιολόγου που καταγράφει στο ιστορικό «υπέρταση, σπαστική κολίτις, κατάθλιψη και υστερεκτομή» και διαγιγνώσκει κατάθλιψη–υπέρταση-υπερτιπιδαιμία και σύνδρομο Μeniere και παραπέμπει σε ψυχιατρική εκτίμηση. Τέλος, σύμφωνα με την ιατρική έκθεση του Βοηθού Διευθυντή της Ωτορινολαρυγγολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, η αιτήτρια πάσχει από υποτροπιάζουσα βαρηκοΐα, εμβοές και ιλίγγους από το 1996 και λόγω ιδιοπαθούς Υδρωπα Λαβύρινθου (σύνδρομο Meniere) συστήνει γραφειακή εργασία με μειωμένο ωράριο.

Σε αντίθεση με τα ευρήματα και τις απόψεις των ιατρών που παρακολουθούσαν την αιτήτρια ως προς την ικανότητα της για εργασία, το Ιατροσυμβούλιο στο οποίο παραπέμφθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση εξετάζοντας την μόνο ψυχιατρικά αποφάνθηκε ότι ελλείψει οξέων ψυχοπαθολογικών στοιχείων, τα συμπτώματα της μελαγχολίας στο παρόν στάδιο δε δικαιολογούν απώλεια ικανότητας για εργασία.  Παρατηρώ ότι η έκθεση του Ιατροσυμβουλίου δεν κάνει οποιαδήποτε αναφορά σε ιατρικές εξετάσεις και κλινικά/νευρολογικά ευρήματα, ενώ είναι τόσο συνοπτική που δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο ως προς την συνολική εικόνα της υγείας της αιτήτριας. Επίσης ενώ στην «αιτιολόγηση της απόφασης» καταγράφεται ότι τα συμπτώματα «στο παρόν στάδιο» δεν δικαιολογούν απώλεια ικανότητας για εργασία, εντούτοις δεν αποφαίνεται καθόλου για το αν είναι απαραίτητη η επανεξέταση.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση παρά την ύπαρξη αντιφατικών δεδομένων από τις ιατρικές γνωματεύσεις και την απουσία διερεύνησης των προβλημάτων υγείας της αιτήτριας στο σύνολο τους, απέρριψαν την αίτηση της υιοθετώντας την πιο πάνω έκθεση του Ιατροσυμβουλίου.

Η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να προσδιορίζει τη βάση της απόφασης και τους λόγους που την στοιχειοθετούν. Πρέπει δε να δίδονται σαφείς και ικανοποιητικοί λόγοι ώστε να δύναται το Δικαστήριο να διακριβώσει κατά πόσο η πράξη λήφθηκε με βάση το ορθό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο.  Η μονολεκτική απάντηση στο αν ο αιτητής είναι ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του χωρίς διασύνδεση του με τα νόμιμα κριτήρια δεν επαρκεί (βλ. Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220).  Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν προβαίνει σε διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, ούτε και υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης με τη δική του, εφόσον όμως ικανοποιηθεί ότι η έρευνα ήταν πλήρης ή επαρκής.    Ως τέτοια θεωρείται η έρευνα  εκείνη που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Στην παρούσα περίπτωση η έρευνα περιοριζόμενη μόνο στην ψυχιατρική εξέταση, δεν θεωρώ ότι απέδιδε μια ολοκληρωμένη εικόνα.

 

Λογικά, η όλη ικανότητα ενός αιτητή σύμφωνα με το άρθρο 40 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (όπως αυτό τροποποιήθηκε με το Ν.59(Ι)/10), πρέπει να συναρτάται προς τη συνολική κατάσταση της υγείας του, έτσι ώστε τα όποια προβλήματα υγείας που ενδεχομένως, αλληλοεπιδρώντας, να επηρεάζουν την ικανότητα προς εργασία, θα πρέπει να διερευνώνται και να λαμβάνονται υπόψη (βλ. Υποθ. αρ. 1817/12 Κώστας Μαλαής ν. Υπουργείου Εργασίας, ημερομηνίας 14.10.2013).

 

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί συναφώς ότι σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των καθ’ ων η αίτηση, η αιτήτρια δεν περιορίστηκε κατά την υποβολή της αίτησης της μόνο στην κατάθλιψη ως ασθένεια αλλά ανέφερε ότι «μετά την απόλυση της λόγω άλλων προβλημάτων υγείας επιδεινώθηκε η κατάθλιψη».  Επίσης, στο έντυπο επαγγελματικού ιστορικού ημερομηνίας 26.9.2012 (ερυθρό 10) αναφέρει ως λόγους για τους οποίους δεν μπορεί να εξασκήσει το επάγγελμα της:

 

«ΛΟΓΩ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ, ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΗΣ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ ΜΕΝΙΕΡ (ΙΛΙΓΓΟΣ – ΑΠΩΛΕΙΑ ΑΚΟΗΣ, ΒΟΥΙΣΜΑ – ΑΠΩΛΕΙΑ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ) ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ (ΥΣΤΕΡΕΚΤΟΜΗ – ΕΞΑΨΕΙΣ) ΑΔΥΝΑΤΩ ΝΑ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΩ ΣΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΑ ΩΡΑΡΙΑ ΚΑΙ ΠΙΕΣΗ ΧΡΟΝΟΥ, ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ.»

 

Συνεπώς η επιλογή της ιατρικής συμβούλου να παραπέμψει σε ψυχιατρική εξέταση με την επισήμανση ότι «για τα άλλα προβλήματα η αίτηση απορρίπτεται», παρά την συνδρομή και άλλων προβλημάτων υγείας, όπως πιστοποιούσαν οι ιατροί που παρακολουθούσαν την αιτήτρια, δεν κρίνεται δικαιολογημένη.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έρευνα και η αιτιολογία της απόφασης έχουν τρωθεί.  Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα υπέρ της αιτήτριας.

 

                                                                     Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο