MAMDOUH M. KAME ALY HASSAN ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1163/2013, 16/1/2015

ECLI:CY:AD:2015:D19

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1163/2013)

 

16 Ιανουαρίου, 2015

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

MAMDOUH M. KAME ALY HASSAN,

                                                                                          Αιτητή

 

και

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

                    Καθ΄ων η αίτηση

 

______

 

 

Ε. Αποστολίδου (κα), για τον αιτητή

Ν. Γρηγορίου (κα), για τους καθ΄ ων η αίτηση

 

______

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

     ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:  Ο αιτητής γεννήθηκε στις 30.1.1958 και από το 1982 ασκούσε   το επάγγελμα του οδηγού ταξί στη Λεμεσό, όπου και διαμένει.

 

     Στις 6.2.2012, ο αιτητής, κατέθεσε στο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λεμεσού αίτηση για σύνταξη ανικανότητας με το αιτιολογικό ότι εξαιτίας προβλημάτων υγείας – υποφέρει από χρόνια ηπατίτιδα Γ και ψωρίαση – αδυνατούσε να ασκεί το επάγγελμά του.

 

     Η αίτηση, η οποία συνοδευόταν και από έκθεση ιατρού του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, τέθηκε ενώπιον του Παθολογικού – Γαστρεντερολογικού Συμβουλίου των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων το οποίο, αφού εξέτασε τον αιτητή στις 18.9.12, γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματός του και κοινοποίησε τη σχετική γνωμάτευσή του στο Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (στο εξής ο Διευθυντής).

 

     Ο Διευθυντής υιοθέτησε τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου και στις 3.10.12 απέστειλε στον αιτητή επιστολή, με την οποία τον πληροφορούσε ότι η αίτησή του δεν μπορούσε να εγκριθεί και ότι είχε δικαίωμα να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή στην Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (στο εξής η Υπουργός).

 

     Ο αιτητής άσκησε άμεσα το δικαίωμα της ιεραρχικής προσφυγής, με αποτέλεσμα να εξεταστεί από Δευτεροβάθμιο  Ιατρικό Συμβούλιο (στο εξής ΔΙΣ) στις 11.2.13, το οποίο με αναλυτική ιατρική έκθεση προς την Υπουργό  γνωμάτευσε ότι με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματός του.

 

     Η Υπουργός υιοθέτησε τη γνωμάτευση του ΔΙΣ και με επιστολή ημερομηνίας 26.2.13 – η οποία εκ παραδρομής φέρει ημερομηνία 26.2.12 -  πληροφόρησε τον αιτητή πως αποφάσισε να απορρίψει την (ιεραρχική) προσφυγή του και, αν ήθελε, μπορούσε να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.  Όπως και έπραξε ο αιτητής με την υπό κρίση αίτηση, με την οποία επιδιώκει όπως η επίδικη απόφαση της Υπουργού κηρυχθεί άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη εννόμου αποτελέσματος.

 

     Η αίτηση, η οποία προσέκρουσε σε ένσταση, προωθήθηκε με άξονα τις θέσεις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση (α) είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και (β) ότι τα ευρήματα του ΔΙΣ έρχονται σε αντίθεση με τα ευρήματα άλλων οργάνων, τα οποία χορήγησαν στον αιτητή κατ΄ επανάληψη επίδομα ασθενείας και κατά συνέπεια πάσχει λόγω αντιφατικής συμπεριφοράς, έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας και μη επαρκούς έρευνας.  Συγκεκριμένα είναι θέση του αιτητή ότι:

 

     Το ΔΙΣ αιτιολόγησε την απόφασή του ότι είναι ικανός για εργασία στη βάση ότι η κιρσορραγία, με την οποία υποφέρει, αντιμετωπίζεται συντηρητικά.  Όμως, ισχυρίζεται, στην αναλυτική ιατρική έκθεση δεν γίνεται αναφορά ότι πάσχει από αναιμία και ότι χρειάζεται μετάγγιση αίματος, όπως δεν γίνεται αναφορά και στο ότι η φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει του προκαλεί υπνηλία που καθιστά την κατ΄ επάγγελμα οδήγηση επικίνδυνη.  Τα δύο αυτά προβλήματα, ισχυρίζεται, τα τόνισε ιδιαίτερα στην (ιεραρχική) προσφυγή του και η μη αναφορά τους στην αναλυτική ιατρική έκθεση καθιστά τη γνωμάτευση του ΔΙΣ ακροσφαλή και τρωτή.  Κατά συνέπεια, υπέβαλε,  η Υπουργός, υιοθετώντας τη γνωμάτευση του ΔΙΣ, ενήργησε με πλάνη περί τα πράγματα σ΄ ότι αφορά ουσιώδη πραγματικά γεγονότα που αφορούν την κατάσταση της υγείας του.  Περαιτέρω, η απόφαση του ΔΙΣ έρχεται σε αντίθεση με προηγηθείσες αποφάσεις του Ιατρικού Συμβουλίου, με τις οποίες κρίθηκε ότι ήταν ανίκανος για εργασία για μεγάλες χρονικές περιόδους – δηλαδή από 1.1.08–31.8.08, 15.1.09–24.4.09, 10.8.10–31.12.10 και από 1.1.11–16.3.11-  κατά τις οποίες του χορήγησαν επίδομα ασθενείας.  Διερωτήθηκε, συναφώς, τι άλλαξε στην κατάσταση της υγείας του που τον κατέστησε ικανό για εργασία τη στιγμή που τα ιατρικά πιστοποιητικά που είχαν ενώπιον τους οι καθ΄ ων η αίτηση επιβεβαίωναν επιδείνωση.  Υπ΄ αυτά τα δεδομένα, υπέβαλε, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από αντιφατική συμπεριφορά και η απόρριψη της αίτησης του είναι αναιτιολόγητη και λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. Η αίτηση του, κατέληξε, θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή καθότι στο πρόσωπό του συνέτρεχε η προϋπόθεση (iv) του άρθρου 40 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, αφού η ανικανότητα του για εργασία υπερέβαινε τις 156 ημέρες – 218 στην περίπτωσή του – και εσφαλμένα η Υπουργός την απόρριψε στη βάση ότι η εν λόγω προϋπόθεση δεν συνέτρεχε.

 

     Ο ισχυρισμός του αιτητή, αντέτεινε η ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, ότι στην έκθεση του ΔΙΣ δεν γίνεται αναφορά στην αναιμία θα πρέπει να απορριφθεί καθότι το ζήτημα της αναιμίας δεν είναι διακριτό από την ηπατίτιδα, αλλά παρουσιάζεται ως πρόβλημα που συναρτάται άμεσα με αυτή.  Κατά συνέπεια η θέση του αιτητή ότι το ΔΙΣ τελούσε υπό πλάνη δεν ευσταθεί, όπως δεν ευσταθεί και η θέση του ότι τα ευρήματα  του ΔΙΣ έρχονται σε αντίθεση με τα ευρήματα άλλων οργάνων τα οποία του χορήγησαν προηγουμένως επίδομα ασθενείας. Επέσυρε επί του προκειμένου την προσοχή του Δικαστηρίου ότι το επίδομα ασθενείας διαφοροποιείται από τη σύνταξη ανικανότητας καθότι δεν εμπεριέχει το στοιχείο της μονιμότητας που εμπεριέχει η σύνταξη ανικανότητας και με αναφορά στα ευρήματα του ΔΙΣ, υπό το πρίσμα των προνοιών των άρθρων 40 και 31(3) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010 (Ν.59(1)/2010), υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν πάσχει από έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας ή έρευνας, αλλά είναι καθόλα νόμιμη και σύμφωνη με τις πρόνοιες του άρθρου 28 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/1999).

 

     Εξέτασα τις εκατέρωθεν θέσεις οι οποίες έχουν ως κοινό σημείο αναφοράς το άρθρο 40 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010 (Ν.59(1)/2010), σύμφωνα με το οποίο για να μπορεί ένας ασφαλισμένος να λάβει σύνταξη ανικανότητας πρέπει να πληροί σωρευτικά τέσσερις προϋποθέσεις.  Δηλαδή (α) να ήταν ανίκανος προς εργασία για εκατόν πενήντα έξι (156) ημέρες, σε οποιαδήποτε περίοδο διακοπής της απασχόλησής του, (β) σ’ αυτήν την περίοδο της διακοπής της απασχόλησής του αποδείξει ότι προβλέπεται να παραμείνει μόνιμα ανίκανος προς εργασία, (γ) δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών ή εάν πρόκειται για μεταλλωρύχο, την ηλικία από την οποία δικαιούται σύνταξη γήρατος δυνάμει του άρθρου 36, εάν η ηλικία αυτή είναι μικρότερη των εξήντα τριών (63) ετών και (δ) ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις.  Στην υπό κρίση περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις υπό (α), (γ) και (δ) και επομένως η προσοχή στρέφεται στην προϋπόθεση (β).  Συναφώς, όπως επισημάνθηκε στην Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 330/11, ημερ. 17.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D35, το αν ένας αιτητής «… είναι ή όχι ικανός να ασκεί την εργασία του αποτελεί θέμα τεχνικό, που δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο κατά την αναθεωρητική δικαιοδοσία, εκτός εκεί όπου διαπιστώνεται πλάνη, κακοπιστία ή έλλειψη δέουσας έρευνας.  Ούτε και βεβαίως το Δικαστήριο υποκαθιστά τις αποφάσεις της διοίκησης ή προβαίνει σε επανεκτίμηση πρωτογενών γεγονότων, εφ΄ όσον  κρίνει ότι η έρευνα ήταν επαρκής (Δημοκρατία ν. C. Cassinos Constructions Ltd (1990) 3(E) A.A.Δ. 3835, Χατζηαράπης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 64 και Samson, ανωτέρω).  Επαρκής έρευνα θεωρείται εκείνη που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος.»  Καθίσταται συνεπώς σαφές ότι η υιοθέτηση από την Υπουργό της γνωμάτευσης του ΔΙΣ και η συνακόλουθη απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή, μόνο στην περίπτωση που κριθεί ότι ήταν προϊόν πλάνης, κακοπιστίας ή έλλειψης δέουσας έρευνας μπορεί να ακυρωθεί.

 

     Αρχίζοντας από τον πρώτο ακυρωτικό λόγο – ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα – κρίνω πως τα σχετικά με το λόγο αυτό παράπονα του αιτητή δεν ευσταθούν.  Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου διαπιστώνεται ότι το ΔΙΣ δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη του οποιαδήποτε ουσιώδη γεγονότα αφού είχε ενώπιον του το πλήρες ιατρικό ιστορικό του αιτητή και, περαιτέρω, προέβηκε σε εξ  υπαρχής αξιολόγηση της κατάστασής του με βάση την κλινική εξέταση και τα διαπιστωθέντα εργαστηριακά ευρήματα.  Κατά συνέπεια δεν μπορεί να καταλογιστεί στο ΔΙΣ – όπως στη συνέχεια και στην Υπουργό – πλάνη περί τα πράγματα επειδή στην αναλυτική ιατρική έκθεση δεν γίνεται ειδική αναφορά στην αναιμία και στα συνυφασμένα με αυτή παράπονα του αιτητή, αφού για σκοπούς γνωμοδότησης τα στοιχεία αυτά λήφθηκαν υπόψη ως μέρος του ιατρικού ιστορικού του αιτητή.  Ενόψει τούτου ο πρώτος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

     Σ΄ ότι αφορά το δεύτερο λόγο ακύρωσης – την κατ΄ ισχυρισμό αντιφατική συμπεριφορά και τη μη επαρκή αιτιολογία και έρευνα - σημειώνεται κατ΄ αρχάς ότι είναι ορθή η επισήμανση της ευπαιδεύτου συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση ότι ουδέποτε ο αιτητής κρίθηκε από οποιοδήποτε Ιατρικό Συμβούλιο ανίκανος για εργασία.  Αλλά ούτε και ο θεράπων ιατρός του αποφάνθηκε ότι είναι ανίκανος για εργασία εφόσον στην έκθεση του απλώς αναφέρει ότι ο αιτητής «είναι ανίκανος για εργασία στην παρούσα φάση» και είναι στη βάση αυτών των στοιχείων που του χορηγήθηκε επίδομα ασθενείας το οποίο, εξ ορισμού, διαφοροποιείται από τη σύνταξη ανικανότητας καθότι δεν εμπεριέχει το στοιχείο της μονιμότητας.  Κάτω απ΄ αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί κατά την άποψή μου να καταλογιστεί στους καθ΄ ων η αίτηση αντιφατική συμπεριφορά και σ΄ ότι αφορά το παράπονο του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη ή ότι λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα υπενθυμίζω ότι η έρευνα θεωρείται επαρκής όταν εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος, αλλά η έκταση και η μορφή της είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345).  Στην παρούσα περίπτωση   είναι αρκετό να  παρατηρήσω ότι η αναλυτική ιατρική έκθεση που ετοίμασε το ΔΙΣ, ως αποτέλεσμα της κλινικής εξέτασης που υπόβαλε τον αιτητή και των εργαστηριακών του ευρημάτων, είναι λεπτομερής και πλήρης από κάθε άποψη και αφ΄ εαυτής αποτελεί επαρκή αιτιολογία για την κρίση του ΔΙΣ ότι ο αιτητής ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του οδηγού ταξί.  Πρόκειται για έκθεση που ως γνωμοδότηση συνιστά την ουσιαστική κρίση της διοίκησης που ως τεχνικό θέμα δεν ελέγχεται - όπως ήδη έχει παρατηρηθεί - από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας εκτός και αν διαπιστώνεται  πλάνη, κακοπιστία ή έλλειψη δέουσας έρευνας.  Κάτι τέτοιο όμως δεν διαπιστώνεται ότι εμφιλοχώρησε στην παρούσα περίπτωση και ενόψει τούτου και ο δεύτερος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

 

     Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται με €1.200 έξοδα σε βάρος του αιτητή και προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση.

 

     Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                                                                Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο